Καλουπώνουν.
Μας καρφώνουν.
Την καρδούλα μας πληγώνουν.
Και τον ουρανό ματώνουν.
Τα παιδιά μας μανταλώνουν.
Στο κελί μας μάς κλειδώνουν.
Μες στη φυλακή μάς χώνουν.
Εργολάβοι τα τσεπώνουν.
Και στις τσέπες μας τρυπώνουν.
Ερυθρά κορδέλα απλώνουν.
Τα όνειρά μας τα παλιώνουν.
Κάποια δάχτυλα σαλιώνουν.
Και οι τσέπες τους φουσκώνουν.
Σαν τα φράγκα μεγαλώνουν.
Σαν στη φάκα μάς σκλαβώνουν.
Σαν τα νεύρα μας τεντώνουν.
Την ψυχή μας μαστιγώνουν.
Οι χαρές μας σαν βαλτώνουν
μες στην πλήξη, βαλσαμώνουν.
Οι στιγμές μας κοκκαλώνουν.
Μπρος στο τέρας που ζυμώνουν
όλοι φόρο πια πληρώνουν.
Με τη σκόνη αλευρώνουν
τα παιδάκια που ζυγώνουν.
Μες στις πέτρες τα μαγκώνουν
κι αιωνίως τα σκλαβώνουν.
Κυνικά τα υποδουλώνουν.
Για να σκύβουν, να τα χώνουν
στους αφέντες που μπαλώνουν
τ' ανομήματά τους λιώνουν
μα ποτέ τους δεν πληρώνουν
κι από πάνω μας καρφώνουν
και καλώς μας καλουπώνουν
κι ήσυχα μας κουτουπώνουν
μας μεθούν, μας μαστουρώνουν
την ασχήμια αποθεώνουν
πώς μας πείθουν τι δηλώνουν
με υποσχέσεις μάς καυλώνουν
μας βιάζουν και γκαζώνουν
στο τσιμέντο μάς καρφώνουν.