Πριν από οτιδήποτε άλλο, θα ομολογήσω ότι αυτό που ξεκινάω είναι, ίσως, ιεροσυλία. Ότι τα όσα θα γράψω πιθανότατα δε θα άρεσαν, ως ύφος και μόνο, στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται – και που εδώ και δύο ημέρες αναπαύεται σε μια γωνιά της πειραϊκής γης. Νιώθω όμως (όπως, είμαι βέβαιος, και πολλές χιλιάδες άλλοι Έλληνες), τέτοιες στιγμές σαν και αυτήν, μιαν οφειλή. Και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να την εκπληρώσω από το να αφήσω δυο λόγια να αιωρούνται κάπου σε μια γωνιά του διαδικτύου.
Δεν ήμουν ποτέ και δεν είμαι ούτε και τώρα ακραιφνής μπασκετικός. Παρακολουθούσα και παρακολουθώ στενά το άθλημα, το οποίο μπορεί να χαρίσει απίστευτα συναρπαστικές στιγμές, έχοντας ως μεγαλύτερό του ατού τις συχνές εναλλαγές στο σκορ, και το οποίο σαφώς έχει συνδεθεί με το μεγαλύτερο και πιο κρυστάλλινο success story του ελληνικού αθλητισμού. Ωστόσο ποτέ δεν μπόρεσα να το λατρέψω όσο το ποδόσφαιρο, ούτε καν να το κατανοήσω στον περιορισμένο έστω βαθμό που ως φίλαθλος του καναπέ σκαμπάζω κάτι από τακτικές και συστήματα στο ποδοσφαιρικό γρασίδι. Παρόλα αυτά, οι μνήμες μου από το άθλημα έχουν την ίδια σχεδόν αφετηρία με εκείνες του ποδοσφαίρου: 1979, Πανευρωπαϊκοί, Βαλκανικοί, Μεσογειακοί Αγώνες. Και, σχεδόν παράλληλα, οι ευρωπαϊκές πορείες των τότε διαδοχικά πρωταθλητών Ελλάδας Ολυμπιακού και Άρη. Τότε, νομίζω στο Πανευρωπαϊκό του 1979 στην Ιταλία, τοποθετείται και η πρώτη μου (αρκετά θολή, βεβαίως) ανάμνηση από τη φωνή του Φίλιππου Συρίγου. Για να ακολουθήσουν, βεβαίως, τα χρόνια που τον συνέδεσαν ανεξίτηλα με την έννοια του μπάσκετ στην Ελλάδα. Αν, όπως έχει πολλάκις ειπωθεί, οι πολλοί άνθρωποι που βγάζουν ψωμί (ενίοτε και παντεσπάνι) χάρη στο μπάσκετ θα έπρεπε να πληρώνουν ένα σταθερό «Γκαλόσημο» επί των αμοιβών τους, ως αναγνώριση της ώθησης που έδωσε στο άθλημα ο μεγάλος άσος, είναι αλήθεια ότι από έναν τέτοιο κουμπαρά κάτι θα έπρεπε να κερδίζουν και οι παραστάτες του σημαιοφόρου: ο Άκης Μιχαηλίδης, που ως πρόεδρος έφερε τον Γιαννάκη στον Άρη, και ο Γιάννης Ιωαννίδης, που πέτυχε τη φαινομενικά ασύμβατη συνύπαρξη δυο πρώτων βιολιών στην ίδια πεντάδα. Ο Γιώργος Βασιλακόπουλος, που έφερε το Ευρωμπάσκετ στην Ελλάδα στην πιο κατάλληλη συγκυρία. Ο Κώστας Πολίτης, που έφτιαξε μια ομάδα για μετάλλιο προσαρμόζοντας δύο μόνο μεγάλους άσους και μια σειρά από ρολίστες στο χρυσό περιφερειακό δίδυμο. Αλλά και ο Φίλιππος Συρίγος. Που κατάφερε να βάλει το μπάσκετ στα σπίτια των Ελλήνων κάθε Σάββατο απόγευμα. Που πρώτος άρχισε να εξοικειώνει το κοινό με τη λογική και την ορολογία μιας έγκυρης και τεκμηριωμένης περιγραφής, στηριγμένης στην πολύ καλή γνώση που είχε ο ίδιος για το άθλημα. Ήταν παρών πίσω από το μικρόφωνο στις κορυφαίες στιγμές του αθλήματος εκείνη τη δεκαετία: στον θρίαμβο του 1987 («όχι τρίποντο!») – στους 31 πόντους που έριξε ο Άρης στην Τρέισερ του Μιλάνου, με τον Γκάλη να χορεύει στον αέρα – στη μεγάλη νίκη και πάλι του Άρη μέσα στη Βαρκελώνη («είναι κλοπή…») – στη νίκη-επιβεβαίωση επί της Σοβιετικής Ένωσης στον ημιτελικό του 1989 («κράτα την!»). Είχε επίσης την τύχη και την «ατυχία» συνάμα να περιγράψει τον αλησμόνητο ημιτελικό του 1986 μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γιουγκοσλαβίας – όταν ακόμα κι εκείνος παρασύρθηκε κι ανήγγειλε ως βέβαιη τη νίκη της Γιουγκοσλαβίας στο +9 και με λιγότερο από ένα λεπτό για τη λήξη του αγώνα. Δε θα επιμείνω περισσότερο σε αυτές τις στιγμές – που λίγο-πολύ έχουν γραφτεί στο συλλογικό υποσυνείδητο ολονών μας και που σχεδόν όλες είναι πια και άμεσα διαθέσιμες στο διαδίκτυο.
Θα απομονώσω κάποιες άλλες πτυχές και περιστατικά, που ίσως δεν είναι γνωστά στους περισσότερους και που τα ανασύρω – αξιόπιστα, ελπίζω – από το σκληρό δίσκο της δικής μου μνήμης. Ίσως έχουν κι αυτά τη σημασία τους στη σύνθεση του ψηφιδωτού για τον εκλιπόντα.
Ο Φίλιππος Συρίγος, όπως γράφτηκε πολλάκις τις τελευταίες μέρες, έζησε τα πρώτα μεγάλα χρόνια του στη δημοσιογραφία στα γραφεία της «Απογευματινής» στην οδό Φειδίου. Ο σπουδαίος Ανδρέας Μπόμης καταγράφει σε ένα από τα βιβλία του ότι μια νύχτα του 1970, χαράματα ώρα Ελλάδος, μια βοή χαράς ακούστηκε πάνω από την Αθήνα μόλις η Ιταλία πέτυχε το 4-3 στην παράταση του πολυθρύλητου ημιτελικού του μεξικάνικου Μουντιάλ κόντρα στους Γερμανούς – και τότε ο Συρίγος από τη χαρά του πέταξε στον αέρα ένα ποτήρι γεμάτο με πορτοκαλάδα, τα σημάδια του οποίου ήταν για χρόνια ορατά στο ταβάνι εκείνου του γραφείου. Κι αν αυτό το περιστατικό έχει δημοσιευτεί, έστω και πριν από πολλά χρόνια, λίγοι ίσως γνωρίζουν ή θυμούνται ότι το έπος του 1987 δεν ήταν η μοναδική ιστορική στιγμή του ελληνικού αθλητισμού που μεταδόθηκε από τα χείλη του Συρίγου. Το 1982 – είμαι σχεδόν βέβαιος ότι θυμάμαι σωστά – ήταν ο ίδιος που μετέδωσε τη νικηφόρα βολή της Άννας Βερούλη στους Πανευρωπαϊκούς της Αθήνας – για την ακρίβεια, οι σχολιαστές της ημέρας είχαν μόλις δώσει την «πάσα» για να γίνει η διακοπή για ειδήσεις, η τηλεόραση όμως συνέχισε για λίγα δευτερόλεπτα τη μετάδοση, χωρίς σχόλιο, οι τηλεθεατές είδαν τη βολή στα 70,02 μ. και αμέσως ο Συρίγος – που δε θυμάμαι αν ήταν στο τιμ των σχολιαστών ή απλώς επικουρούσε το έργο της μετάδοσης – πήρε εσπευσμένα το λόγο για να αναγγείλει τη μεγάλη επίδοση. Από την ίδια χρονιά σώζονται (και διαδικτυακώς) αποσπάσματα της – σπανιότατης τωόντι – μετάδοσής του από ποδοσφαιρικό αγώνα, και δη από το αλήστου μνήμης μπαράζ του Βόλου για τον τίτλο του πρωταθλητή, όταν όλοι οι βασικοί ποδοσφαιρικοί τηλεσχολιαστές έλειπαν στην Ισπανία για το Μουντιάλ. Πάντα τη δεκαετία του 1980, ο Συρίγος διακρίθηκε και στις μεταδόσεις αγώνων κολύμβησης, σε μια εποχή μεγάλων ονομάτων εντός και εκτός συνόρων. Το 1988, κι ενώ το μπάσκετ βρισκόταν ήδη στον κολοφώνα της δόξας του, η σαββατιάτικη εκπομπή του Φίλιππου Συρίγου ήταν πλέον κάτι πολύ περισσότερο από μια μετάδοση αγώνα της Α΄ Εθνικής – οι συνεντεύξεις που μεταδίδονταν από τη συχνότητά της συζητιούνταν για μέρες, καθώς οι γνώσεις και η παρρησία του δημοσιογράφου του επέτρεπαν να διατυπώνει ακόμα και τις πιο δύσκολες ερωτήσεις – και ενίοτε να «παίζει στα δάχτυλα» μεγάλους και τρανούς συνομιλητές. «Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει μαζί του», λέγαμε τότε στις υστεροεφηβικές μας παρέες. Κανείς. Εκτός από έναν. Τον αποδομητικό των πάντων Χάρρυ Κλυνν. Είναι κρίμα που δε φαίνεται να έχει σωθεί κάπου η εν λόγω εκπομπή – εκτός κι αν είναι από τους θησαυρούς που βρίσκονται ακόμα κρυμμένοι στο αρχείο της αδόξως θανούσης ΕΡΤ. Ασύλληπτος αγώνας λόγων μεταξύ δυο αληθινών μαέστρων του είδους. Την ίδια χρονιά διαβάσαμε κάπου και για μια κόντρα που φέρεται να υπήρχε μεταξύ του Φ.Σ. και του ετέρου ιερού τέρατος της αθλητικής δημοσιογραφίας, του Γιάννη Διακογιάννη – και η οποία είχε ως αποτέλεσμα να μη μετάσχει ο τελευταίος στην αποστολή που κάλυψε τους Ολυμπιακούς της Σεούλ. Δεν ξέρω, ωστόσο, αν έτσι ακριβώς είχαν τα πράγματα.
Τα χρόνια πέρασαν – από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990 ο Συρίγος εμφανιζόταν σχεδόν αποκλειστικά μέσα από τις συχνότητες της συνδρομητικής τηλεόρασης, παράλληλα βέβαια με τη σταθερή πορεία του στην έντυπη δημοσιογραφία. Η μαχητική του γραφή από τις στήλες της «Ελευθεροτυπίας» είναι δικαίως ένα από τα μεγάλα εύσημα που όλοι του αναγνώρισαν – ακόμα και κάποιοι από εκείνους που διαφωνούσαν με τις κάποτε απόλυτες και αιρετικές απόψεις του. Μόλις πριν από ενάμιση χρόνο είχα την πρώτη και μοναδική ευκαιρία να τον δω από κοντά – ήταν εκ των ομιλητών σε μια εκδήλωση περί αθλητισμού στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, λίγο καιρό πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου. Το ότι κυριάρχησε με την παρουσία του στη συζήτηση ήταν, νομίζω, κάτι αναμενόμενο. Αυτό που δεν περίμενα ήταν να δω από κοντά πόσο ψηλός ήταν και πόσο λεβεντόκορμος για τα χρόνια του. Η φθορά της αρρώστιας, που θα ήταν εμφανής στις περυσινές τηλεοπτικές εμφανίσεις του, έμοιαζε ακόμα πολύ μακρινή. Κατεβήκαμε προς το ισόγειο με το ίδιο ασανσέρ, παρέα και με έναν νεαρό ακροατή της εκδήλωσης. Ο νεαρός δεν έχασε την ευκαιρία και πρόλαβε να διατυπώσει μια μελετημένη και καλοζυγισμένη ερώτηση σε σχέση με την πρόσφατη μπασκετική επικαιρότητα – στην οποία ο Συρίγος προθυμότατα απάντησε με τη γνώση και την εγκυρότητα που τον χαρακτήριζε.
Αν και κατάφερε να αφήσει πίσω του μια καλή σχολή έγκυρων και καταξιωμένων συνεχιστών, είναι αλήθεια πως στη δική του απουσία μπορεί κανείς βάσιμα να μιλήσει για κενό δυσαναπλήρωτο. Γιατί στις δεδομένες αρετές που είχαν να κάνουν με τη γνώση του μπάσκετ (και του αθλητισμού ευρύτερα) και την ικανότητα χειρισμού της γλώσσας στο λευκό χαρτί, στην οθόνη του υπολογιστή ή πίσω από ένα μικρόφωνο, ο Φ.Σ. είχε να προσθέσει μια προσωπικότητα που σπάνια πια συναντά κανείς στις μέρες μας, με μια ερευνητική τόλμη και αφοβιά λόγου που τον ξεχώριζε μέσα στο σωρό αθλητικών και μη δημοσιογράφων. Προσωπικά ομολογώ ότι θα μου λείψει. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η ζωή μας τις τελευταίες δεκαετίες, νιώθουμε, οι περισσότεροι, μια παράξενη οικειότητα με τα πρόσωπα που έχουν εισβάλει στην καθημερινότητά μας μέσα από τη μικρή οθόνη – ή και τα ερτζιανά. Με κάποια από αυτά τα πρόσωπα η σχέση είναι αναπόφευκτα πιο στενή. Κι ας μην τους γνωρίσαμε ποτέ από κοντά. Ή ακόμα κι αν, όταν κάποιους έτυχε να τους συναντήσουμε, νιώσαμε ότι δεν είχαν την αύρα που εξέπεμπαν διά της οθόνης. Κι ο Συρίγος ήταν κάποιος που δε διέψευδε ποτέ όσα, καλά ή κακά, πολλά ή λίγα, περίμενε κανείς από αυτόν: ένας πολύ καλός μεσολαβητής, που έπαιρνε ακατέργαστο το παιχνίδι που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια του μέσα σε τέσσερις γραμμές και το μεταμόρφωνε σε ένα μαγικό ταξίδι, στο οποίο συμπαρέσερνε εκατομμύρια ανώνυμους συνοδοιπόρους. Και ακόμα ταξιδεύουμε.
Χ.Α.
Δεν ήμουν ποτέ και δεν είμαι ούτε και τώρα ακραιφνής μπασκετικός. Παρακολουθούσα και παρακολουθώ στενά το άθλημα, το οποίο μπορεί να χαρίσει απίστευτα συναρπαστικές στιγμές, έχοντας ως μεγαλύτερό του ατού τις συχνές εναλλαγές στο σκορ, και το οποίο σαφώς έχει συνδεθεί με το μεγαλύτερο και πιο κρυστάλλινο success story του ελληνικού αθλητισμού. Ωστόσο ποτέ δεν μπόρεσα να το λατρέψω όσο το ποδόσφαιρο, ούτε καν να το κατανοήσω στον περιορισμένο έστω βαθμό που ως φίλαθλος του καναπέ σκαμπάζω κάτι από τακτικές και συστήματα στο ποδοσφαιρικό γρασίδι. Παρόλα αυτά, οι μνήμες μου από το άθλημα έχουν την ίδια σχεδόν αφετηρία με εκείνες του ποδοσφαίρου: 1979, Πανευρωπαϊκοί, Βαλκανικοί, Μεσογειακοί Αγώνες. Και, σχεδόν παράλληλα, οι ευρωπαϊκές πορείες των τότε διαδοχικά πρωταθλητών Ελλάδας Ολυμπιακού και Άρη. Τότε, νομίζω στο Πανευρωπαϊκό του 1979 στην Ιταλία, τοποθετείται και η πρώτη μου (αρκετά θολή, βεβαίως) ανάμνηση από τη φωνή του Φίλιππου Συρίγου. Για να ακολουθήσουν, βεβαίως, τα χρόνια που τον συνέδεσαν ανεξίτηλα με την έννοια του μπάσκετ στην Ελλάδα. Αν, όπως έχει πολλάκις ειπωθεί, οι πολλοί άνθρωποι που βγάζουν ψωμί (ενίοτε και παντεσπάνι) χάρη στο μπάσκετ θα έπρεπε να πληρώνουν ένα σταθερό «Γκαλόσημο» επί των αμοιβών τους, ως αναγνώριση της ώθησης που έδωσε στο άθλημα ο μεγάλος άσος, είναι αλήθεια ότι από έναν τέτοιο κουμπαρά κάτι θα έπρεπε να κερδίζουν και οι παραστάτες του σημαιοφόρου: ο Άκης Μιχαηλίδης, που ως πρόεδρος έφερε τον Γιαννάκη στον Άρη, και ο Γιάννης Ιωαννίδης, που πέτυχε τη φαινομενικά ασύμβατη συνύπαρξη δυο πρώτων βιολιών στην ίδια πεντάδα. Ο Γιώργος Βασιλακόπουλος, που έφερε το Ευρωμπάσκετ στην Ελλάδα στην πιο κατάλληλη συγκυρία. Ο Κώστας Πολίτης, που έφτιαξε μια ομάδα για μετάλλιο προσαρμόζοντας δύο μόνο μεγάλους άσους και μια σειρά από ρολίστες στο χρυσό περιφερειακό δίδυμο. Αλλά και ο Φίλιππος Συρίγος. Που κατάφερε να βάλει το μπάσκετ στα σπίτια των Ελλήνων κάθε Σάββατο απόγευμα. Που πρώτος άρχισε να εξοικειώνει το κοινό με τη λογική και την ορολογία μιας έγκυρης και τεκμηριωμένης περιγραφής, στηριγμένης στην πολύ καλή γνώση που είχε ο ίδιος για το άθλημα. Ήταν παρών πίσω από το μικρόφωνο στις κορυφαίες στιγμές του αθλήματος εκείνη τη δεκαετία: στον θρίαμβο του 1987 («όχι τρίποντο!») – στους 31 πόντους που έριξε ο Άρης στην Τρέισερ του Μιλάνου, με τον Γκάλη να χορεύει στον αέρα – στη μεγάλη νίκη και πάλι του Άρη μέσα στη Βαρκελώνη («είναι κλοπή…») – στη νίκη-επιβεβαίωση επί της Σοβιετικής Ένωσης στον ημιτελικό του 1989 («κράτα την!»). Είχε επίσης την τύχη και την «ατυχία» συνάμα να περιγράψει τον αλησμόνητο ημιτελικό του 1986 μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γιουγκοσλαβίας – όταν ακόμα κι εκείνος παρασύρθηκε κι ανήγγειλε ως βέβαιη τη νίκη της Γιουγκοσλαβίας στο +9 και με λιγότερο από ένα λεπτό για τη λήξη του αγώνα. Δε θα επιμείνω περισσότερο σε αυτές τις στιγμές – που λίγο-πολύ έχουν γραφτεί στο συλλογικό υποσυνείδητο ολονών μας και που σχεδόν όλες είναι πια και άμεσα διαθέσιμες στο διαδίκτυο.
Θα απομονώσω κάποιες άλλες πτυχές και περιστατικά, που ίσως δεν είναι γνωστά στους περισσότερους και που τα ανασύρω – αξιόπιστα, ελπίζω – από το σκληρό δίσκο της δικής μου μνήμης. Ίσως έχουν κι αυτά τη σημασία τους στη σύνθεση του ψηφιδωτού για τον εκλιπόντα.
Ο Φίλιππος Συρίγος, όπως γράφτηκε πολλάκις τις τελευταίες μέρες, έζησε τα πρώτα μεγάλα χρόνια του στη δημοσιογραφία στα γραφεία της «Απογευματινής» στην οδό Φειδίου. Ο σπουδαίος Ανδρέας Μπόμης καταγράφει σε ένα από τα βιβλία του ότι μια νύχτα του 1970, χαράματα ώρα Ελλάδος, μια βοή χαράς ακούστηκε πάνω από την Αθήνα μόλις η Ιταλία πέτυχε το 4-3 στην παράταση του πολυθρύλητου ημιτελικού του μεξικάνικου Μουντιάλ κόντρα στους Γερμανούς – και τότε ο Συρίγος από τη χαρά του πέταξε στον αέρα ένα ποτήρι γεμάτο με πορτοκαλάδα, τα σημάδια του οποίου ήταν για χρόνια ορατά στο ταβάνι εκείνου του γραφείου. Κι αν αυτό το περιστατικό έχει δημοσιευτεί, έστω και πριν από πολλά χρόνια, λίγοι ίσως γνωρίζουν ή θυμούνται ότι το έπος του 1987 δεν ήταν η μοναδική ιστορική στιγμή του ελληνικού αθλητισμού που μεταδόθηκε από τα χείλη του Συρίγου. Το 1982 – είμαι σχεδόν βέβαιος ότι θυμάμαι σωστά – ήταν ο ίδιος που μετέδωσε τη νικηφόρα βολή της Άννας Βερούλη στους Πανευρωπαϊκούς της Αθήνας – για την ακρίβεια, οι σχολιαστές της ημέρας είχαν μόλις δώσει την «πάσα» για να γίνει η διακοπή για ειδήσεις, η τηλεόραση όμως συνέχισε για λίγα δευτερόλεπτα τη μετάδοση, χωρίς σχόλιο, οι τηλεθεατές είδαν τη βολή στα 70,02 μ. και αμέσως ο Συρίγος – που δε θυμάμαι αν ήταν στο τιμ των σχολιαστών ή απλώς επικουρούσε το έργο της μετάδοσης – πήρε εσπευσμένα το λόγο για να αναγγείλει τη μεγάλη επίδοση. Από την ίδια χρονιά σώζονται (και διαδικτυακώς) αποσπάσματα της – σπανιότατης τωόντι – μετάδοσής του από ποδοσφαιρικό αγώνα, και δη από το αλήστου μνήμης μπαράζ του Βόλου για τον τίτλο του πρωταθλητή, όταν όλοι οι βασικοί ποδοσφαιρικοί τηλεσχολιαστές έλειπαν στην Ισπανία για το Μουντιάλ. Πάντα τη δεκαετία του 1980, ο Συρίγος διακρίθηκε και στις μεταδόσεις αγώνων κολύμβησης, σε μια εποχή μεγάλων ονομάτων εντός και εκτός συνόρων. Το 1988, κι ενώ το μπάσκετ βρισκόταν ήδη στον κολοφώνα της δόξας του, η σαββατιάτικη εκπομπή του Φίλιππου Συρίγου ήταν πλέον κάτι πολύ περισσότερο από μια μετάδοση αγώνα της Α΄ Εθνικής – οι συνεντεύξεις που μεταδίδονταν από τη συχνότητά της συζητιούνταν για μέρες, καθώς οι γνώσεις και η παρρησία του δημοσιογράφου του επέτρεπαν να διατυπώνει ακόμα και τις πιο δύσκολες ερωτήσεις – και ενίοτε να «παίζει στα δάχτυλα» μεγάλους και τρανούς συνομιλητές. «Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει μαζί του», λέγαμε τότε στις υστεροεφηβικές μας παρέες. Κανείς. Εκτός από έναν. Τον αποδομητικό των πάντων Χάρρυ Κλυνν. Είναι κρίμα που δε φαίνεται να έχει σωθεί κάπου η εν λόγω εκπομπή – εκτός κι αν είναι από τους θησαυρούς που βρίσκονται ακόμα κρυμμένοι στο αρχείο της αδόξως θανούσης ΕΡΤ. Ασύλληπτος αγώνας λόγων μεταξύ δυο αληθινών μαέστρων του είδους. Την ίδια χρονιά διαβάσαμε κάπου και για μια κόντρα που φέρεται να υπήρχε μεταξύ του Φ.Σ. και του ετέρου ιερού τέρατος της αθλητικής δημοσιογραφίας, του Γιάννη Διακογιάννη – και η οποία είχε ως αποτέλεσμα να μη μετάσχει ο τελευταίος στην αποστολή που κάλυψε τους Ολυμπιακούς της Σεούλ. Δεν ξέρω, ωστόσο, αν έτσι ακριβώς είχαν τα πράγματα.
Τα χρόνια πέρασαν – από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990 ο Συρίγος εμφανιζόταν σχεδόν αποκλειστικά μέσα από τις συχνότητες της συνδρομητικής τηλεόρασης, παράλληλα βέβαια με τη σταθερή πορεία του στην έντυπη δημοσιογραφία. Η μαχητική του γραφή από τις στήλες της «Ελευθεροτυπίας» είναι δικαίως ένα από τα μεγάλα εύσημα που όλοι του αναγνώρισαν – ακόμα και κάποιοι από εκείνους που διαφωνούσαν με τις κάποτε απόλυτες και αιρετικές απόψεις του. Μόλις πριν από ενάμιση χρόνο είχα την πρώτη και μοναδική ευκαιρία να τον δω από κοντά – ήταν εκ των ομιλητών σε μια εκδήλωση περί αθλητισμού στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, λίγο καιρό πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου. Το ότι κυριάρχησε με την παρουσία του στη συζήτηση ήταν, νομίζω, κάτι αναμενόμενο. Αυτό που δεν περίμενα ήταν να δω από κοντά πόσο ψηλός ήταν και πόσο λεβεντόκορμος για τα χρόνια του. Η φθορά της αρρώστιας, που θα ήταν εμφανής στις περυσινές τηλεοπτικές εμφανίσεις του, έμοιαζε ακόμα πολύ μακρινή. Κατεβήκαμε προς το ισόγειο με το ίδιο ασανσέρ, παρέα και με έναν νεαρό ακροατή της εκδήλωσης. Ο νεαρός δεν έχασε την ευκαιρία και πρόλαβε να διατυπώσει μια μελετημένη και καλοζυγισμένη ερώτηση σε σχέση με την πρόσφατη μπασκετική επικαιρότητα – στην οποία ο Συρίγος προθυμότατα απάντησε με τη γνώση και την εγκυρότητα που τον χαρακτήριζε.
Αν και κατάφερε να αφήσει πίσω του μια καλή σχολή έγκυρων και καταξιωμένων συνεχιστών, είναι αλήθεια πως στη δική του απουσία μπορεί κανείς βάσιμα να μιλήσει για κενό δυσαναπλήρωτο. Γιατί στις δεδομένες αρετές που είχαν να κάνουν με τη γνώση του μπάσκετ (και του αθλητισμού ευρύτερα) και την ικανότητα χειρισμού της γλώσσας στο λευκό χαρτί, στην οθόνη του υπολογιστή ή πίσω από ένα μικρόφωνο, ο Φ.Σ. είχε να προσθέσει μια προσωπικότητα που σπάνια πια συναντά κανείς στις μέρες μας, με μια ερευνητική τόλμη και αφοβιά λόγου που τον ξεχώριζε μέσα στο σωρό αθλητικών και μη δημοσιογράφων. Προσωπικά ομολογώ ότι θα μου λείψει. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η ζωή μας τις τελευταίες δεκαετίες, νιώθουμε, οι περισσότεροι, μια παράξενη οικειότητα με τα πρόσωπα που έχουν εισβάλει στην καθημερινότητά μας μέσα από τη μικρή οθόνη – ή και τα ερτζιανά. Με κάποια από αυτά τα πρόσωπα η σχέση είναι αναπόφευκτα πιο στενή. Κι ας μην τους γνωρίσαμε ποτέ από κοντά. Ή ακόμα κι αν, όταν κάποιους έτυχε να τους συναντήσουμε, νιώσαμε ότι δεν είχαν την αύρα που εξέπεμπαν διά της οθόνης. Κι ο Συρίγος ήταν κάποιος που δε διέψευδε ποτέ όσα, καλά ή κακά, πολλά ή λίγα, περίμενε κανείς από αυτόν: ένας πολύ καλός μεσολαβητής, που έπαιρνε ακατέργαστο το παιχνίδι που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια του μέσα σε τέσσερις γραμμές και το μεταμόρφωνε σε ένα μαγικό ταξίδι, στο οποίο συμπαρέσερνε εκατομμύρια ανώνυμους συνοδοιπόρους. Και ακόμα ταξιδεύουμε.
Χ.Α.