23-4-2013
ΔΡΟΜΕΑΣ, Κ. ΒΑΡΩΤΣΟΣ (...πόσα λέει!...)
Το θέμα είναι, μάγκες μου, να αφικνείται εγκαίρως
εφ' ω ετάχθη έκαστος, εις ορισμένο μέρος
να βάζει καθημερινά στοίχημα με το χρόνο
νικώντας όλα τα θεριά να κάθεται στο θρόνο.
Το θέμα είναι πρώτιστα στην ώρα του να φτάνει
σαν ταξιδιώτης πόλεως που βλέπει το λιμάνι
να μπαίνει στο πλοιάριον προτού αυτό σαλπάρει
να'ναι εις τούτο συνεπής κι εκ τούτου να καλμάρει.
Όλου του κόσμου τα δεινά, τελώνια και δαιμόνια
να τα λιανίζει στανικώς, να τα βαρά στ' αμόνια
από το πρώτο χάραμα όποια κι αν είναι η μπόρα
ένας κυρίαρχος σκοπός να τον κινεί: η ώρα.
Όθεν στο σώμα του κρεμά παντοειδή ρολόγια
που έχουνε τους κτύπους τους τα αμείλικτά τους λόγια
ένα ρολόγι ο σφυγμός και ένα η καρδιά του
ένα και η ανάσα του κι ένα το βάδισμά του
μες στο κεφάλι του τικ τακ κινείται ο λεπτοδείκτης
μια βόμβα μες στο στήθος του κοιμάται δυναμίτης.
Προτού λοιπόν να εκραγεί
σε κάθε άσκοπο φραγή
θέτει ο καλός δρομέας
σαν φτεροπόδαρος Ερμής
που διατρέχει επί γης
μοιάζει διανομέας.
Μετράει τις κινήσεις του και τις υπολογίζει
το βάρος κάθε πράγματος φροντίζει να ζυγίζει
όλοι οι δρόμοι της αυγής τον οδηγούν στη Ρώμη
η Σύγκλητος δεν συγχωρεί κι είναι αυστηροί οι νόμοι.
Ο άνθρωπός μας σαν ξυπνά κοιτά το ξυπνητήρι
μ' ένα άλμα αποφασιστικό ποζάρει στο νιπτήρι
κάνει μια ξούρα βιαστική κόβεται στο πηγούνι
προτού καρφώσει τοστ ζαμπόν μ' ένα άπλυτο πηρούνι.
Βάζει τα ρούχα της δουλειάς κι ένα κουμπί του τρέμει
μυρίζει τον ιδρώτα του αλλά δεν περιμένει
βαριά η σάκα της σχολής για όλα τα μαθητούδια
μέσα της ρίχνει ένα ψωμί, δυο πρόχειρα καλούδια
κορνάρει κάποιο σχολικό στη διπλανή γωνία
ο κώδων του προαύλιου μια μόνιμη αγωνία -
κατρακυλούνε τα λεπτά και το ρολόι του ΣΚΑΪ
πηγαίνει φανερά μπροστά και τον αγχώδη σκάει -
η ώρα πάει οχτώμισι κόσμος πολύς στη στάση
περνάει ένα "ακορντεόν", μα, φτου, άδειο φαράσι!
τρελή υποψία γέρνει πια προς κάποια απεργία
στ' αυτιά τα ραδιόφωνα βομβίζουν τα δελτία
κι όπως τα αμάξια σέρνονται στα κόκκινα φανάρια
τα κίτρινα οχήματα περνούν φίσκα κι ανάρια.
Τώρα πια σφίγγει ο κλοιός, σχεδίου ας ηγηθεί
(ξάφνου νυγμός εντερικός καλεί να ενεργηθεί)
να πάει πεζός; αδύνατον πια τώρα να προκάμει
εκτός αν τον εκτόξευε φανταστικό πλοκάμι
και το βαγόνι τού μετρό ζωή μέσα σε τάφο
χελώνα είν' το τρόλεϊ το τραμ άρρωστο σκάφος -
κι ενώ τα δευτερόλεπτα μικραίνουν τη θηλιά του
κι ένας σπασμός αδόκητος τραντάζει την κοιλιά του
περνά ένα μοτοσακό κάπως ξαλαφρωμένο
και το μυαλό εξάπτεται στη βράση θολωμένο:
"Ρε παληκάρι; Σύνταγμα; με κουβαλάς και μένα;"
τον ερωτά με στεναγμό, τα λόγια του κλαμένα -
ο Κύριος Μοτοσακός του κάνει νεύμα "ανέβα"
κι ευθύς τα καυσαέρια στη μύτη του χορεύαν
εύκολη η διαδρομή και η ψυχή στα ίσα
ο οδηγός τον πάει ντουγρού και του μαδά τη λύσσα -
και τελικά με αυτό το τρικ επρόφτασε στο τσακ
εννιά και ένα ακριβώς ξεπρόβαλλε στο πάρκ(ο) -
ζεστός απ' το λαχάνιασμα, τη μέγαιρα λαχτάρα
σαν να'δε όνειρο κακό ή πήρε μια τρομάρα
περνά την πύλη με ορμή και δίχως τι να βλέπει
το χέρι του μηχανικά βάζει στη μέσα τσέπη
ψάχνει στο πορτοφόλι του όχι για απανταχούσα
μα για τη διαολόκαρτα που...ΤΙ; ΓΙΑΤΙ; Ε-Ι-Ν' Α-Π-Ο-Υ-Σ-Α!!!!!!!
να κλάψει του'ρχεται μεμιάς που'φτασε στην πηγή του
μα πάλι δεν κουκούλωσε την ανοιχτή πληγή του
και καταριέται τη στιγμή που άλλαξε σακάκι
και ξέχασε τον ''διάβολο'' δίπλα σε ένα τασάκι -
τώρα σκασμένος, πελιδνός τις σκάλες ανεβαίνει
ζητώντας μια βεβαίωση που (ανάλαφρη) βαραίνει
και σαν να λέει το βλέμμα του
(το μυστικό; το ''ψέμα'' του;)
"αργοπορώ δεν το μπορώ είναι κληρονομιά μας
βγαίναν ωραία μα στερνά πάντοτε τα ψωμιά μας"
(το αργόν και χάριν έχει κι όποιος βιάζεται σκοντάφτει
όποιος σ' όλα πειθαρχεί τη φενάκη πρώτος χάφτει
όποιος σ' όλα πειθαρχεί στην παγίδα ευήθης πέφτει
όποιος σ' όλα πειθαρχεί το τυρί της φάκας κλέφτει).
ΔΡΟΜΕΑΣ, Κ. ΒΑΡΩΤΣΟΣ (...πόσα λέει!...)
Το θέμα είναι, μάγκες μου, να αφικνείται εγκαίρως
εφ' ω ετάχθη έκαστος, εις ορισμένο μέρος
να βάζει καθημερινά στοίχημα με το χρόνο
νικώντας όλα τα θεριά να κάθεται στο θρόνο.
Το θέμα είναι πρώτιστα στην ώρα του να φτάνει
σαν ταξιδιώτης πόλεως που βλέπει το λιμάνι
να μπαίνει στο πλοιάριον προτού αυτό σαλπάρει
να'ναι εις τούτο συνεπής κι εκ τούτου να καλμάρει.
Όλου του κόσμου τα δεινά, τελώνια και δαιμόνια
να τα λιανίζει στανικώς, να τα βαρά στ' αμόνια
από το πρώτο χάραμα όποια κι αν είναι η μπόρα
ένας κυρίαρχος σκοπός να τον κινεί: η ώρα.
Όθεν στο σώμα του κρεμά παντοειδή ρολόγια
που έχουνε τους κτύπους τους τα αμείλικτά τους λόγια
ένα ρολόγι ο σφυγμός και ένα η καρδιά του
ένα και η ανάσα του κι ένα το βάδισμά του
μες στο κεφάλι του τικ τακ κινείται ο λεπτοδείκτης
μια βόμβα μες στο στήθος του κοιμάται δυναμίτης.
Προτού λοιπόν να εκραγεί
σε κάθε άσκοπο φραγή
θέτει ο καλός δρομέας
σαν φτεροπόδαρος Ερμής
που διατρέχει επί γης
μοιάζει διανομέας.
Μετράει τις κινήσεις του και τις υπολογίζει
το βάρος κάθε πράγματος φροντίζει να ζυγίζει
όλοι οι δρόμοι της αυγής τον οδηγούν στη Ρώμη
η Σύγκλητος δεν συγχωρεί κι είναι αυστηροί οι νόμοι.
Ο άνθρωπός μας σαν ξυπνά κοιτά το ξυπνητήρι
μ' ένα άλμα αποφασιστικό ποζάρει στο νιπτήρι
κάνει μια ξούρα βιαστική κόβεται στο πηγούνι
προτού καρφώσει τοστ ζαμπόν μ' ένα άπλυτο πηρούνι.
Βάζει τα ρούχα της δουλειάς κι ένα κουμπί του τρέμει
μυρίζει τον ιδρώτα του αλλά δεν περιμένει
βαριά η σάκα της σχολής για όλα τα μαθητούδια
μέσα της ρίχνει ένα ψωμί, δυο πρόχειρα καλούδια
κορνάρει κάποιο σχολικό στη διπλανή γωνία
ο κώδων του προαύλιου μια μόνιμη αγωνία -
κατρακυλούνε τα λεπτά και το ρολόι του ΣΚΑΪ
πηγαίνει φανερά μπροστά και τον αγχώδη σκάει -
η ώρα πάει οχτώμισι κόσμος πολύς στη στάση
περνάει ένα "ακορντεόν", μα, φτου, άδειο φαράσι!
τρελή υποψία γέρνει πια προς κάποια απεργία
στ' αυτιά τα ραδιόφωνα βομβίζουν τα δελτία
κι όπως τα αμάξια σέρνονται στα κόκκινα φανάρια
τα κίτρινα οχήματα περνούν φίσκα κι ανάρια.
Τώρα πια σφίγγει ο κλοιός, σχεδίου ας ηγηθεί
(ξάφνου νυγμός εντερικός καλεί να ενεργηθεί)
να πάει πεζός; αδύνατον πια τώρα να προκάμει
εκτός αν τον εκτόξευε φανταστικό πλοκάμι
και το βαγόνι τού μετρό ζωή μέσα σε τάφο
χελώνα είν' το τρόλεϊ το τραμ άρρωστο σκάφος -
κι ενώ τα δευτερόλεπτα μικραίνουν τη θηλιά του
κι ένας σπασμός αδόκητος τραντάζει την κοιλιά του
περνά ένα μοτοσακό κάπως ξαλαφρωμένο
και το μυαλό εξάπτεται στη βράση θολωμένο:
"Ρε παληκάρι; Σύνταγμα; με κουβαλάς και μένα;"
τον ερωτά με στεναγμό, τα λόγια του κλαμένα -
ο Κύριος Μοτοσακός του κάνει νεύμα "ανέβα"
κι ευθύς τα καυσαέρια στη μύτη του χορεύαν
εύκολη η διαδρομή και η ψυχή στα ίσα
ο οδηγός τον πάει ντουγρού και του μαδά τη λύσσα -
και τελικά με αυτό το τρικ επρόφτασε στο τσακ
εννιά και ένα ακριβώς ξεπρόβαλλε στο πάρκ(ο) -
ζεστός απ' το λαχάνιασμα, τη μέγαιρα λαχτάρα
σαν να'δε όνειρο κακό ή πήρε μια τρομάρα
περνά την πύλη με ορμή και δίχως τι να βλέπει
το χέρι του μηχανικά βάζει στη μέσα τσέπη
ψάχνει στο πορτοφόλι του όχι για απανταχούσα
μα για τη διαολόκαρτα που...ΤΙ; ΓΙΑΤΙ; Ε-Ι-Ν' Α-Π-Ο-Υ-Σ-Α!!!!!!!
να κλάψει του'ρχεται μεμιάς που'φτασε στην πηγή του
μα πάλι δεν κουκούλωσε την ανοιχτή πληγή του
και καταριέται τη στιγμή που άλλαξε σακάκι
και ξέχασε τον ''διάβολο'' δίπλα σε ένα τασάκι -
τώρα σκασμένος, πελιδνός τις σκάλες ανεβαίνει
ζητώντας μια βεβαίωση που (ανάλαφρη) βαραίνει
και σαν να λέει το βλέμμα του
(το μυστικό; το ''ψέμα'' του;)
"αργοπορώ δεν το μπορώ είναι κληρονομιά μας
βγαίναν ωραία μα στερνά πάντοτε τα ψωμιά μας"
(το αργόν και χάριν έχει κι όποιος βιάζεται σκοντάφτει
όποιος σ' όλα πειθαρχεί τη φενάκη πρώτος χάφτει
όποιος σ' όλα πειθαρχεί στην παγίδα ευήθης πέφτει
όποιος σ' όλα πειθαρχεί το τυρί της φάκας κλέφτει).