17/7/09

Ώρα να χωρίσουμε (ν' αναχωρήσουμε;)

Το να γράφει κανείς μέσα στο καλοκαίρι είναι σαν να προδίδει μιαν εμμονή του ή σαν να υποσημειώνει τη μοναξιά του.
Μια κραυγαλέα αντίθεση πάντως παρατηρείται εδώ, την ώρα που η συνηθέστερη στάση διακοπών είναι να κοιτάς τα γύρω συμβάντα και να μην συγκινείσαι από τίποτε, ώστε να μένεις κατάκοιτος στην ανθοστολισμένη σου πολυθρόνα θαλάσσης.
Όπως λέγαμε κάποτε, με τόσες χιλιάδες σώματα, και το σώμα χάνει την ελκτική του δύναμη, με τόσα ομοιόμορφα ενδυματολογικά στιλ, και η μόδα γίνεται μια αφόρητη κινούμενη πλήξη.
Υπάρχουν άπειρες θεωρίες περί διακοπών, ο καθείς και το κορδόνι του. Εκείνο που ειλικρινά δεν αντέχεται είναι η μεταγλώσσα των διακοπών, η προσπάθεια δηλαδή αναδιήγησης μύριων συμβάντων θερινών, που ξεκινά από τις 20.8 και ολοκληρώνεται στις 10.10. Συμβάντων που είχαν νόημα μόνο για εκείνον που τα έζησε, για τους άλλους μικρό.
Αυτή η μάχη των καλοκαιρινών εντυπώσεων μέσα από αναδιηγήσεις και φλύαρες εξομολογήσεις ποτέ δεν μου άρεσε, μάλλον επειδή ανήκει στο εγώ.
Σε τελική ανάλυση, ο καλοκαιρινός χωρισμός θέλει το κουράγιο του, όπως βέβαια και η φθινοπωρινή προσπάθεια επανεύρεσης των ΄΄χαμένων ποιητών΄΄.
Δεν ξέρω αν σας συμβαίνει καμιά φορά, αλλά νιώθω πως ήδη έχει περάσει το καλοκαίρι, πως έχω ζήσει ό,τι ακόμη δεν φανερώθηκε, πως ήδη ταξίδεψα εκεί που θα βρεθώ. Μάλλον οι ιδέες προϋπάρχουν μέσα μας, και τελικά οι αισθήσεις υποδέχονται ό,τι σχεδόν περίμεναν. Βαρόμετρο, επομένως, σαγήνης είναι οι εκπλήξεις - και βέβαια στο πεδίο του ευχάριστου.
Όταν σε χαιρετά ο φίλος ή η φίλη, νιώθεις σαν να σε αποκλείει από τις εποχικές επιλογές του, σαν να είσαι άνθρωπος ορισμένης εποχής. Από την άλλη, όταν σε προσκαλεί ο φίλος ή η φίλη, το πράττει βάσει του ειδικού του προγράμματος, άρα νιώθεις πως κάπου, κάπως και κάποτε χωράς κι εσύ, οπότε ο μικροεγωισμός εξεγείρεται. Αλλά και να βρεθείς με τους ανθρώπους του χειμώνα, καταντά τόσο βαρετό, γιατί απλούστατα θα ακούσεις ό,τι περίπου περιμένεις και ό,τι περίπου σου έλεγαν από τα επιτεύγματα και τα παθήματά τους. Οι οικογένειες βράζουν μες στο ζουμί τους, κι οι ελεύθεροι ή τα ζευγάρια γράφουν ολόκληρο βιβλίο με τα χίλια πράγματα που απολαμβάνουν.
Όλα αυτά όμως αναιρούνται απλούστατα, όταν μπει στη ζωή ενός ανθρώπου ένας νέος άνθρωπος, που θα είναι χειμώνας αργότερα και καλοκαίρι προς το παρόν. Μόνο το καινούριο αναιρεί την επανάληψη και τη ρουτίνα. Χαρά σε κείνους που θα το κόψουν σαν φρέσκο καρπό από το δέντρο.
Αλλά είμαστε ώρες ώρες υποψιασμένοι για τα καθετί, και το παραμύθι δεν μας αποκοιμίζει γλυκά.
Τέλος πάντων. Ας χωρίσουμε εδώ, κι ας βρει ο καθένας ό,τι του έλαχε - ας βρει τους από μηχανής θεούς του, να σώσει την παρτίδα του καλοκαιριού.

15/7/09

Για δυνατούς λύτες


(Εξ ενός περιστατικού)
Μπήκε ανέμελος στο λεωφορείο της γραμμής και μη βρίσκοντας θέση κενή, στάθηκε στο πίσω μέρος του.
Κρατούσε και ορισμένες σακούλες με φρέσκα χρώματα. Γύρισε πλευρό και κρέμασε μία εξ αυτών δένοντάς την σε μιαν οριζόντια μεταλλική λαβή, όπου στον καθρέφτη της είδε κάπως παραμορφωμένο το πρόσωπό του.
Το όχημα ξεκίνησε με τη γνωστή καθυστέρηση. Ένα φιλμ χιλιοπαιγμένο είναι η διαδρομή του μέσα από τη γηραιά πόλη. Η επιβεβαίωση μιας πολιτιστικής καθήλωσης, μιας παρατεταμένης αρχιτεκτονικής στασιμότητας, με σύμβολα απηρχαιωμένα και ωστόσο κατά βάθος άγνωστα.
Πλησίαζε στη στάση όπου θα έπρεπε να κατέβει για να πάρει το δρόμο για τη φωλιά του. Σήκωσε με έναν κρυφό αναστεναγμό τις ετερόκλητες σακούλες και πήγε να κατεβάσει και τη στερνή από τη λαβή.
Δεν υπολόγισε όμως σωστά την ταχύτητα του οχήματος και την απόσταση από το σημείο της στάσης, και επιχειρώντας να την λύσει, ανακάλυψε εξαίφνης ότι άθελά του είχε κάνει ήδη έναν ιδιότροπο κόμπο.
Ένα ξαφνικό άγχος τον κατέλαβε αυτοστιγμής.
Έβλεπε το όχημα να πλησιάζει στο ραντεβού του, κι αυτός, κάπως πανικοβεβλημένος, επιχείρησε αρχικά να λύσει τον μυστήριο κόμπο, που στεκόταν εκεί, κάτωθέν του, σαν ένα εμπόδιο της τύχης.
Τα δάκτυλά του, μη επιδέξια σε τέτοιες ασκήσεις και ατάλαντα, παραιτήθηκαν από την προσπάθεια, καθώς ο κόμπος έδειχνε αγέρωχος και επίμονος. Τότε είπε να χρησιμοποιήσει το τέχνασμα της βίας, όπως οι παλιοί βασιλιάδες. Έπιασε κάθιδρος τις δύο άκρες της πλαστικής λωρίδας και τραβώντας με όση δύναμη έβρισκε μέσα του, αποπειράθηκε να κόψει τη συνέχειά της, παραμορφώνοντας την όψη της και χαλώντας την ισορροπία της. Ουδέν αποτέλεσμα.
Ο κόμπος σφίχτηκε σαν βράχος, και οι δύο άκρες που ξεκινούσαν από αυτόν, σαν δακτυλίδι, παρ' όλη την επίμονη προσπάθειά του, δεν συνεστέλλοντο και με κοροϊδευτικές συσπάσεις τεντώνονταν αρνούμενες ωστόσο τη ρήξη.
Το όχημα ξεπέρασε το σημείο του καθημερινού του ΄΄ραντεβού΄΄ και με έναν ελιγμό γκάζωσε μουγκρίζοντας, και με ορμητικό διασκελισμό, χαιρέτησε την επόμενη στάση. Εκεί δεν στεκόταν κανείς, που σημαίνει ότι θα την προσπερνούσε βιαστικά και αδιάφορα. Εκείνος αντιλήφθηκε την εξέλιξη και άρχισε να μετράει το μέγεθος της απώλειας, καταρώμενος την αμέλειά του.
Κόμποι θερμού ιδρώτα κυλούσαν από τα μηνίγγια του. Σε απόγνωση βρισκόμενος, άρχισε να στρέφει το βλέμμα του προς τους άλλους επιβάτες, που δεν είχαν αντιληφθεί το δράμα της στιγμής. Τα παγωμένα βλέμματά τους όμως τον ανάγκασαν να στραφεί αστραπιαία στον κυβερνήτη και καλώντας τον εξ αποστάσεως, του ζήτησε κάπως χυδαία και επιβλητικά να σταματήσει για λίγο την πορεία του για να προλάβει να επιλύσει το πρόβλημά του.
Ο οδηγός στην αρχή δεν κατάλαβε ποιος τον καλούσε από το Υπερπέραν. Με αγελαδίσια μάτια και έπειτα από δεύτερες και τρίτες προσφωνήσεις, τον είδε μέσα από τον μεγάλο καθρέφτη του. Μα δεν μπορούσε πια να σταματήσει, εκτελούσε τυπικώς τα καθήκοντά του, έλεγε, και ο δρόμος, στενός ων, δεν επέτρεπε παρεκκλίσεις από τα καθιερωμένα.
Η απόγνωσή του επιτάθηκε. Με μάτι αγριεμένο, φώναζε στους επιβάτες "έναν αναπτήρα, δώστε μου αμέσως έναν αναπτήρα". Με τη φωτιά θα έκαμπτε, σκεφτόταν, την αντίσταση του υλικού.
Ένας αρειμάνιος καπνιστής έβγαλε από την τσέπη του δειλά έναν ασημένιο αναπτήρα, την στιγμή όμως που έτεινε το χέρι του να του τον πασάρει, ο οδηγός, έχοντας αντιληφθεί το νόημα της στιγμής και την πρόθεσή του, σηκώθηκε από τη θέση του, σαν ποδηλάτης που κάνει σούζα, και ωρυόμενος τού απαγόρευσε να ανάψει το ασημένιο μαραφέτι. "Εδώ μέσα υπάρχουν ανθρώπινες ζωές. Ποιος τρελός θέλει να ανάψει φωτιά;". Είπε και τον ανέκοψε αποτελεσματικά.
Μέσα στο όχημα, εκτός των άλλων, καθόταν και ένα σχολιαρόπαιδο του Δημοτικού με τη μητέρα του. Το παιδί, διατηρώντας εξωτερικά την ψυχραιμία του, άνοιξε το φερμουάρ του σάκου του και περδουκλώνοντας τα σχολικά του σύνεργα, ανηύρε ένα αθώο ψαλιδάκι. Το σήκωσε σαν σημαία, δείχνοντάς του το. Εκείνος, έχοντας καταρρεύσει σχεδόν, βλέποντας το όχημα να έχει βρεθεί σε μια άγνωστη λοφώδη προέκταση της μικρής γειτονιάς του (νεοφερμένος ήτανε, όπως έγινε γνωστό αργότερα), πήρε το ψαλιδάκι, αλλά παίζοντάς το στα ακαλαίσθητα δάκτυλά του, διαπίστωσε ότι ήταν ένα αθώο πλαστικό ψαλιδάκι, από εκείνα που κόβουν παρθένα ψιλά χαρτιά ζωγραφικής. Έβαλε την πλαστική λωρίδα στα δόντια του, αλλά το ένα πλαστικό, σαν συμφιλιωμένο με το άλλο, ούτε διανοήθηκε να χαλάσει τη συμμαχία.
Ύστερα κι από αυτό, έριξε τους ώμους πίσω και λύθηκε αυτός ο ίδιος. Δέχτηκε τη μοίρα του. Κοιτούσε αδιάφορα και οργίλα συνάμα τη χωροταξία του αγνώστου κι ο κόμπος στον καλοσχηματισμένο λαιμό του ανεβοκατέβαινε ανεπαίσθητα.
Παραιτήθηκε από κάθε άλλη προσπάθεια, κι οι επιβάτες που ολοένα και λιγόστευαν, γυρνούσαν και τον λοξοκοιτούσαν με έναν τρόπο που σαν να έλεγε "μα τι ζητάει κι αυτός ο χριστιανός;".
Το όχημα έστριψε στην τελική ανηφόρα και θριαμβευτικά αντίκρισε το τέρμα. Ο ήλιος σαν λεπιδοφόρος Ρωμαίος το έκοβε εγκάρσια στην τελευταία του επίδειξη και ερχόταν και χτυπούσε στα μάτια τον απεγνωσμένο εκείνον επιβάτη, που με τη στάση του έδειχνε εύγλωττα την αδυναμία του ανθρώπινου όντος μπρος στην εξουσία υπέρτερων δυνάμεων, της Φύσης και του Κόσμου.
Το όχημα άδειασε και έμεινε μόνος. Θα έπαιρνε τώρα τον αντίστροφο δρόμο και κάθισε σαν υπνωτισμένος στη θέση της γαλαρίας. Ο οδηγός όμως είχε κάνει το ψυχικό του. Κι έτσι, ύστερα από 1-2 λεπτά, μπήκε στο όχημα ένας γεροδεμένος άνδρας, με γαλάζιο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι και τρίχες σκούρες σκληρές. Τα χέρια του είχαν μελανιές και παλιά τραύματα.
Μηχανικός στα μπλε λεωφορεία, παλιά στο νησί του σφάχτης. Σήκωσε το βλέμμα και τον είδε μελαγχολικά μόνο. Σαν να γέλασαν λίγο τα χείλη του με το στοίχημα. Πλησίασε και άνοιξε το πελώριο στόμα του, όπως οι μασίστες στις τηλεοτπικές σκηνοθεσίες. Έσκυψε κι έβαλε στα δόντια του το θήραμά του, όπως κάνουν τα λιοντάρια κυκλικά στην αιχμάλωτη ζέβρα.
Οι κοφτήρες του με τη δύναμη των μυών του ξέσκισαν το πλαστικό λιπόσαρκο ΄΄σκοινί΄΄, όπως θα διαμέλιζαν τα οστά αρνιού στο πασχαλιάτικο τραπέζι.
Εκείνος έβλεπε το θέαμα σαν μαγεμένος. Ούτε μπορούσε να τον ευχαριστήσει. Ο άντρας σπάζοντας τις γραμμές του πλαστικού έβγαλε μια κραυγή άγριου ζώου, μεστή από την ευχαρίστηση του αποτελέσματος και την αυτοεπιβεβαίωση. Γύρισε και τον κοίταξε - και πάλι σαν να γέλασαν λίγο τα χείλη του.
Ο κόμπος παρέμενε ακλόνητος. Η παραμόρφωση ωστόσο του πλαστικού έφερνε το αίσθημα επίγνωσης μιας ανοησίας, το ανορθόδοξον της όλης ιστορίας. Ήταν σαν ένα παιδί, που από τη μια ζημία και αδεξιότητα περνούσε στις επόμενες, χωρίς τελειωμό.
Η πλαστική σακούλα είχε δυο ξεσκισμένα αυτιά, με ρωγμές, αποκαμωμένα και ένοχα.
Την έπιασε από το ένα αυτί, όπως ο παλιός δάσκαλος τον ζημιάρη μαθητή της τάξης, και την έσυρε, διαπομπεύοντάς την, ως το σπίτι.
Πάνω απ' όλα όμως κι ενδόμυχα τον εαυτό του καταριόταν.

10/7/09

Οικονομική τρομοκρατία

Επειδή είναι καλοκαίρι κι όλα διαλύονται από τη διάχυση του φωτός, οι δε πολίτες απενεργοποιούν το μηχανισμό της κοινωνικής αντίστασης, αναμένοντας λίγες μέρες ηδονής, δίδεται η πρώτης τάξεως ευκαιρία στην έκνομη πολιτεία να φυτέψει ορισμένα μέτρα οικονομικής τρομοκρατίας, που θέλει να πιστεύει ότι τακτοποιούν, στην ουσία ωστόσο προσφέρουν άσυλο στις επί δεκαετίες ενοχές των δικών της συστημάτων.
Επειδή είναι καλοκαίρι, φαίνεται πως απέχει πολύ από τη μνήμη η εξέγερση του Δεκεμβρίου, η οποία έκανε το λάθος να στοχεύσει σε μικρομεσαίους αντί στις ίδιες τις διοικητικές έδρες της έκνομης πολιτείας, τις οποίες όφειλε να συνθλίψει και να την αφήσει ανέστια.
Όσο δε στις απρόσωπες μεγαλουπόλεις η ανωνυμία και ο φόβος, ο κατακερματισμός στο χώρο και στο χρόνο, καθώς και οι μηχανισμοί ελέγχων της δράσης των πολιτών θα υπονομεύουν κάθε είδους συλλογική συνείδηση, η οικονομική τρομοκρατία θα επιτείνεται.
Τελικά είναι απόλυτα λογικοί εκείνοι που θα σηκώσουν μόνοι τους τα όπλα και θα ΄΄καθαρίσουν΄΄ εκείνους που προκαλούν με αυτόν τον τρόπο. Έχουμε φτάσει στο σημείο να επιθυμούμε την αυτοκάθαρση μέσω πράξεων εγκληματικών, τρομοκρατίας των όπλων κ.λπ. Διότι αλλιώς το παιχνίδι είναι σικέ, με κανόνες που δικαιώνουν πάντοτε τον μεγάλο παραβάτη. (Και βέβαια είναι απόλυτα φυσιολογικό βάσει του προϋπολογισμού του ΥΠΕΞ, να καταναλώνονται 800.000 ευρώ στην Κέρκυρα για μια διεθνή σύνοδο, όπως είναι απόλυτα φυσιολογικό να εκφράζει η χαζούλα η Ντορούλα τον αποτροπιασμό της όταν κάποιοι θέλουν να τη ΄΄φάνε΄΄. Δυστυχώς, η τρομοκρατία των όπλων δεν βρίσκει άτοπα άλλοθι για να εξωραΐζει τις δράσεις της, αλλά υπαρκτά ερείσματα που προκαλούν τέτοιου είδους ΄΄απαντήσεις΄΄.)
Από την άλλη βέβαια πλευρά, υπάρχει το κατεστημένο του κράτους δικαίου: αρχές, δικαιοσύνη, εισαγγελείς, Ποινικός Κώδιξ κ.λπ., που θέλουν να κρύψουν τις επίσημες αμαρτίες μέσω της βίας των τριών πόλων εξουσίας, εκτελεστικής, νομοθετικής κ.λπ.
Κι αν οι καλοκουρδισμένοι αστοί δεν μπορούν να σηκώσουν τα όπλα εναντίον των ίδιων των κοινωνικών τους συμμάχων, τότε ας βάλουν στις μπροστινές γραμμές του αγώνα αυτούς που θέλουν να απελάσουν: τους άστεγους, τους ναρκομανείς, τους λαθρομετανάστες.
Η αστική ζωή δεν είναι για ανέκδοτα. Γιατί την ίδια ώρα που Εσύ γελάς, Κάποιος ετοιμάζεται να σε κάνει να χλωμιάσεις.
(Το κείμενο του Ν.Λ. από το 1932 που θα διαβαστεί σήμερα το βράδυ, για το ξύπνημα του προλεταριάτου, που θα κατασπαράξει το αστικό θηρίο, είναι άκρως επίκαιρο - είθε να δούμε και νέες καταστροφές, που δεν θα είναι όμως η επιβεβαίωση της πολιτιστικής μας κατάπτωσης, αλλά Η ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΓΡΑΦΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, που υπερέχει κατά πολύ όλων των θετών πράξεων δικαίου. Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Η ΕΥΛΟΓΗ ΤΙΜΩΡΙΑ. Αρκεί να ξέρει σε ποιον να ξεσπά.)
(Και πιστέψτε με, όλα αυτά τα λένε όσοι δεν έχουν πειράξει στη ζωή τους ούτε κώνωπα.)

2/7/09

Μνήμη απουσίας


Πρόγευση από τα μαντάτα της θύμησης μιας απουσίας που σαν να μην ήταν απουσία, αλλά μόνιμη παρουσία εδώ και δεκαέξι χρόνια σε ταράτσες, σπίτια, πλατείες, φωταγωγούς, διαμερίσματα τόσων προαστείων, φυλακές, υπόγεια, σε δρόμους σκοτεινούς. «Η ζωή είναι σουγιαδιές// σε βρώμικα αδιέξοδα,// σάπια δόντια, ξεθωριασμένα συνθήματα».

Τρεις μήνες πριν τη θύμηση, εγώ εδώ απλώς υπενθυμίζω την παρουσία της Κατερίνας της οργής, της Κατερίνας της ευαισθησίας και της αλήθειας, της Κατερίνας του διωγμού, της μοναξιάς, που αφουγκράζεται όμως τα πάντα και που μέσα από τη θολούρα των καυσαερίων και του καπνού, διακρίνει το πραγματικό, αντιτίθεται στο επιτηδευμένο και υπερασπίζεται την κατάντια και τον εσωτερικό εγκλεισμό των ανθρώπων , εκεί που τους οδήγησε η κοινωνία που άλλοι έφτιαξαν και κάποιοι συντηρούν. «Η μοναξιά δεν περιφέρεται αόριστα και νωχελικά//κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών//και στα παγωμένα μουσεία// …Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά//και μετριέται πιάτο-πιάτο//μαζί με τα κομμάτια τους//στον πάτο του φωταγωγού. Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά Μπουρνάζι-Αγία Βαρβάρα-Κοκκινιά//Τούμπα-Σταυρούπολη-Καλαμαριά//Κάτω από όλους τους καιρούς//με ιδρωμένο κεφάλι.»

Υπενθυμίζω την παρουσία της Κατερίνας της απομόνωσης, της φυγής από στημένα παιχνίδια και βαρύγδουπες πολιτιστικές και πολιτισμικές αναζητήσεις ή προκαθορισμένες λογοτεχνικές διαδρομές. Υπενθυμίζω την παρουσία της Κατερίνας Γώγου. Δεν ήταν ποιήτρια, με τη λογοτεχνική σημασία του όρου, που άλλωστε λίγο μετράει μπροστά στη ανάγκη για κατάθεση ψυχής. Ήταν ωτακουστής των κοινωνικών δρωμένων και μεταλλάξεων , της αμφισβήτησης που άρχισε να αναρριχάται σε πρόσφορο έδαφος στη δεκαετία του ΄60 (Γεννημένη 1 Ιουνίου 1940). Έφυγε τρεκλίζοντας αλλά με την ψυχή της όρθια στις 3 του Οκτώβρη του 1993. Έφυγε γιατί το ήθελε, γιατί το επέλεξε, μην μπορώντας να αντέξει τη μυρουδιά από τη σήψη του κοινωνικού σώματος που έχει πάθει γάγγραινα. Άνοιξε πόρτες σε κατατρεγμένους, συμμετείχε σε μικρές επαναστάσεις, μπήκε ίσια στη φωτιά. Στις 3 του Οκτώβρη άνοιξε την τελευταία πόρτα και έφυγε σαν αγρίμι, γεμάτη οργή, όπως σαν αγρίμι έζησε.

Άφησε πίσω της την κόρη της Μυρτώ.

Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
-αυτά που μ' άφησαν-
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας "φασίστες!!"
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ' ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ' ανοίξω την πόρτα
και είναι -όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
- γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
"έτσι" "αόριστα"
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ΄όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-
Προβοκάτορας.

Έζησε στην κόψη του ξυραφιού. Πάτησε πάνω της , την ένιωσε, την άγγιξε, με πόνο ανείπωτο. Φλερτάροντας με το θάνατο, στα ποιήματά της καταγράφει και τις ενοχές της. Δεν προέβη σε ανιστόρητους συμβιβασμούς μεγαλοπρουχόντων της λογοτεχνικής γραφίδας ή ανθρώπων που καθημερινά απομυζούν τον εαυτό τους ξεπουλώντας όνειρα, ιδέες, ιδεολογίες, την ψυχή τους. Η ίδια, αιώνια έφηβος, αποτέλεσε μια δραματική και σπαρακτική φωνή που εξέφραζε προβληματισμούς με στίχους σκληρούς και γι’ αυτό αληθινούς. Δεν έθεσε στάμπες, δεν κυνήγησε το ανείπωτο, το άφατο, απλώς προσπάθησε να απεγκλωβιστεί μέσα από μια κοινωνία που πηγαίνει διαρκώς πάνω-κάτω, «Πάνω-κάτω.Πάνω-κάτω, η Πατησίων.//Η ζωή μας είναι η Πατησίων». Γεμάτη ευαισθησία, προσπάθησε να κουλαντρίσει την ψυχή της μέσα στη βρώμα ενός υποκριτικού κόσμου, που σα θηλιά σφίγγει το πνεύμα, βάζει πάγο στο συναίσθημα και θέτει τείχη στην ελευθερία. Ανθρωποκεντρική, ανθρωπιστική μέσα στη βαναυσότητα και τη βία : «Είναι , Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα, δύσκολοι καιροί και θάρθουνε κι άλλοι // δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά// τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω//κι απ’ όσα διάβασα ένα κράτησα καλά// Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος// Θα την αλλάξουμε τη ζωή//…παρ’ όλα αυτά Μαρία….»

Η ποίησή της είναι μια κραυγή ελευθερίας, μια φωνή για περισσότερο ουρανό μέσα στην έρημο της απάθειας, της νωχελικότητας και της αδιαφορίας. Εκφράζει το φόβο ενός ανθρώπου , που ζώντας μέσα στην εποχή της αμφισβήτησης, ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι τα οράματα αρχίζουν να ξεφτίζουν και να απογυμνώνονται μπροστά στην έλευση μιας τεχνολογικής και τεχνοκρατούμενης εποχής που αναφύει νέες νοοτροπίες, παράταιρες συμπεριφορές και που αποδιώχνει λέξεις, όπως φιλότιμο, τιμιότητα, ευθύτητα, ειλικρίνεια. Ο λόγος της είναι αντισυμβατικός, δεν ακολουθεί την πεπατημένη του ήθους της εποχής, ούτε περικλείεται σε τεχνικές και μέτρα. Στα ποιήματά της η Κατερίνα Γώγου απλόχερα ξετυλίγει τα συναισθήματά της. Φωνάζει, κραυγάζει, κλαίει, οργίζεται, επαναστατεί.

Δεν σκοπεύω να παραθέσω πολυσέλιδη κριτική του έργου της. Απλώς υπενθυμίζω και δίνω τη λαβή να την ξαναθυμηθούμε . Και το κάνω αυτό, γιατί είναι καλό να θυμόμαστε -κυρίως οι διατρίβοντες περί των λογοτεχνικών - και ανθρώπους της σύγχρονης γενιάς που βίωσαν τον εσωτερικό πόνο, που κατέγραψαν την εποχή και που δεν επιθύμησαν να γίνουν «ποιητές», αλλά τους έκανε η ίδια η ζωή.

Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω "ποιητής"
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν' αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν…

Στο μέτρο που η ζωή κυλάει και ο ορυμαγδός των συμπεφωνημένων διαδικασιών καλά κρατεί, ας θυμόμαστε τουλάχιστον τον παρακάτω στίχο της Κατερίνας Γώγου, για να φυλαγόμαστε από τα πάσης φύσεως ανήμερα θεριά της κενοδοξίας, του καταναλωτισμού, της κοινωνικής αποσάθρωσης και του ηθικού εκμαυλισμού, της υποκρισίας, της αντιπνευματικότητας και της υπόθαλψης ενός τρόπου ζωής που κατεδαφίζει το όνειρο και τη φαντασία και υιοθετεί την ωμότητα και τον κυνισμό, προσπαθώντας να υποτάξει το πνεύμα :

«Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο Στόχος, το νου σου ε;»

Κώστας Σ. Τσίπρας