(Εξ ενός περιστατικού)
Μπήκε ανέμελος στο λεωφορείο της γραμμής και μη βρίσκοντας θέση κενή, στάθηκε στο πίσω μέρος του.
Κρατούσε και ορισμένες σακούλες με φρέσκα χρώματα. Γύρισε πλευρό και κρέμασε μία εξ αυτών δένοντάς την σε μιαν οριζόντια μεταλλική λαβή, όπου στον καθρέφτη της είδε κάπως παραμορφωμένο το πρόσωπό του.
Το όχημα ξεκίνησε με τη γνωστή καθυστέρηση. Ένα φιλμ χιλιοπαιγμένο είναι η διαδρομή του μέσα από τη γηραιά πόλη. Η επιβεβαίωση μιας πολιτιστικής καθήλωσης, μιας παρατεταμένης αρχιτεκτονικής στασιμότητας, με σύμβολα απηρχαιωμένα και ωστόσο κατά βάθος άγνωστα.
Πλησίαζε στη στάση όπου θα έπρεπε να κατέβει για να πάρει το δρόμο για τη φωλιά του. Σήκωσε με έναν κρυφό αναστεναγμό τις ετερόκλητες σακούλες και πήγε να κατεβάσει και τη στερνή από τη λαβή.
Δεν υπολόγισε όμως σωστά την ταχύτητα του οχήματος και την απόσταση από το σημείο της στάσης, και επιχειρώντας να την λύσει, ανακάλυψε εξαίφνης ότι άθελά του είχε κάνει ήδη έναν ιδιότροπο κόμπο.
Ένα ξαφνικό άγχος τον κατέλαβε αυτοστιγμής.
Έβλεπε το όχημα να πλησιάζει στο ραντεβού του, κι αυτός, κάπως πανικοβεβλημένος, επιχείρησε αρχικά να λύσει τον μυστήριο κόμπο, που στεκόταν εκεί, κάτωθέν του, σαν ένα εμπόδιο της τύχης.
Τα δάκτυλά του, μη επιδέξια σε τέτοιες ασκήσεις και ατάλαντα, παραιτήθηκαν από την προσπάθεια, καθώς ο κόμπος έδειχνε αγέρωχος και επίμονος. Τότε είπε να χρησιμοποιήσει το τέχνασμα της βίας, όπως οι παλιοί βασιλιάδες. Έπιασε κάθιδρος τις δύο άκρες της πλαστικής λωρίδας και τραβώντας με όση δύναμη έβρισκε μέσα του, αποπειράθηκε να κόψει τη συνέχειά της, παραμορφώνοντας την όψη της και χαλώντας την ισορροπία της. Ουδέν αποτέλεσμα.
Ο κόμπος σφίχτηκε σαν βράχος, και οι δύο άκρες που ξεκινούσαν από αυτόν, σαν δακτυλίδι, παρ' όλη την επίμονη προσπάθειά του, δεν συνεστέλλοντο και με κοροϊδευτικές συσπάσεις τεντώνονταν αρνούμενες ωστόσο τη ρήξη.
Το όχημα ξεπέρασε το σημείο του καθημερινού του ΄΄ραντεβού΄΄ και με έναν ελιγμό γκάζωσε μουγκρίζοντας, και με ορμητικό διασκελισμό, χαιρέτησε την επόμενη στάση. Εκεί δεν στεκόταν κανείς, που σημαίνει ότι θα την προσπερνούσε βιαστικά και αδιάφορα. Εκείνος αντιλήφθηκε την εξέλιξη και άρχισε να μετράει το μέγεθος της απώλειας, καταρώμενος την αμέλειά του.
Κόμποι θερμού ιδρώτα κυλούσαν από τα μηνίγγια του. Σε απόγνωση βρισκόμενος, άρχισε να στρέφει το βλέμμα του προς τους άλλους επιβάτες, που δεν είχαν αντιληφθεί το δράμα της στιγμής. Τα παγωμένα βλέμματά τους όμως τον ανάγκασαν να στραφεί αστραπιαία στον κυβερνήτη και καλώντας τον εξ αποστάσεως, του ζήτησε κάπως χυδαία και επιβλητικά να σταματήσει για λίγο την πορεία του για να προλάβει να επιλύσει το πρόβλημά του.
Ο οδηγός στην αρχή δεν κατάλαβε ποιος τον καλούσε από το Υπερπέραν. Με αγελαδίσια μάτια και έπειτα από δεύτερες και τρίτες προσφωνήσεις, τον είδε μέσα από τον μεγάλο καθρέφτη του. Μα δεν μπορούσε πια να σταματήσει, εκτελούσε τυπικώς τα καθήκοντά του, έλεγε, και ο δρόμος, στενός ων, δεν επέτρεπε παρεκκλίσεις από τα καθιερωμένα.
Η απόγνωσή του επιτάθηκε. Με μάτι αγριεμένο, φώναζε στους επιβάτες "έναν αναπτήρα, δώστε μου αμέσως έναν αναπτήρα". Με τη φωτιά θα έκαμπτε, σκεφτόταν, την αντίσταση του υλικού.
Ένας αρειμάνιος καπνιστής έβγαλε από την τσέπη του δειλά έναν ασημένιο αναπτήρα, την στιγμή όμως που έτεινε το χέρι του να του τον πασάρει, ο οδηγός, έχοντας αντιληφθεί το νόημα της στιγμής και την πρόθεσή του, σηκώθηκε από τη θέση του, σαν ποδηλάτης που κάνει σούζα, και ωρυόμενος τού απαγόρευσε να ανάψει το ασημένιο μαραφέτι. "Εδώ μέσα υπάρχουν ανθρώπινες ζωές. Ποιος τρελός θέλει να ανάψει φωτιά;". Είπε και τον ανέκοψε αποτελεσματικά.
Μέσα στο όχημα, εκτός των άλλων, καθόταν και ένα σχολιαρόπαιδο του Δημοτικού με τη μητέρα του. Το παιδί, διατηρώντας εξωτερικά την ψυχραιμία του, άνοιξε το φερμουάρ του σάκου του και περδουκλώνοντας τα σχολικά του σύνεργα, ανηύρε ένα αθώο ψαλιδάκι. Το σήκωσε σαν σημαία, δείχνοντάς του το. Εκείνος, έχοντας καταρρεύσει σχεδόν, βλέποντας το όχημα να έχει βρεθεί σε μια άγνωστη λοφώδη προέκταση της μικρής γειτονιάς του (νεοφερμένος ήτανε, όπως έγινε γνωστό αργότερα), πήρε το ψαλιδάκι, αλλά παίζοντάς το στα ακαλαίσθητα δάκτυλά του, διαπίστωσε ότι ήταν ένα αθώο πλαστικό ψαλιδάκι, από εκείνα που κόβουν παρθένα ψιλά χαρτιά ζωγραφικής. Έβαλε την πλαστική λωρίδα στα δόντια του, αλλά το ένα πλαστικό, σαν συμφιλιωμένο με το άλλο, ούτε διανοήθηκε να χαλάσει τη συμμαχία.
Ύστερα κι από αυτό, έριξε τους ώμους πίσω και λύθηκε αυτός ο ίδιος. Δέχτηκε τη μοίρα του. Κοιτούσε αδιάφορα και οργίλα συνάμα τη χωροταξία του αγνώστου κι ο κόμπος στον καλοσχηματισμένο λαιμό του ανεβοκατέβαινε ανεπαίσθητα.
Παραιτήθηκε από κάθε άλλη προσπάθεια, κι οι επιβάτες που ολοένα και λιγόστευαν, γυρνούσαν και τον λοξοκοιτούσαν με έναν τρόπο που σαν να έλεγε "μα τι ζητάει κι αυτός ο χριστιανός;".
Το όχημα έστριψε στην τελική ανηφόρα και θριαμβευτικά αντίκρισε το τέρμα. Ο ήλιος σαν λεπιδοφόρος Ρωμαίος το έκοβε εγκάρσια στην τελευταία του επίδειξη και ερχόταν και χτυπούσε στα μάτια τον απεγνωσμένο εκείνον επιβάτη, που με τη στάση του έδειχνε εύγλωττα την αδυναμία του ανθρώπινου όντος μπρος στην εξουσία υπέρτερων δυνάμεων, της Φύσης και του Κόσμου.
Το όχημα άδειασε και έμεινε μόνος. Θα έπαιρνε τώρα τον αντίστροφο δρόμο και κάθισε σαν υπνωτισμένος στη θέση της γαλαρίας. Ο οδηγός όμως είχε κάνει το ψυχικό του. Κι έτσι, ύστερα από 1-2 λεπτά, μπήκε στο όχημα ένας γεροδεμένος άνδρας, με γαλάζιο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι και τρίχες σκούρες σκληρές. Τα χέρια του είχαν μελανιές και παλιά τραύματα.
Μηχανικός στα μπλε λεωφορεία, παλιά στο νησί του σφάχτης. Σήκωσε το βλέμμα και τον είδε μελαγχολικά μόνο. Σαν να γέλασαν λίγο τα χείλη του με το στοίχημα. Πλησίασε και άνοιξε το πελώριο στόμα του, όπως οι μασίστες στις τηλεοτπικές σκηνοθεσίες. Έσκυψε κι έβαλε στα δόντια του το θήραμά του, όπως κάνουν τα λιοντάρια κυκλικά στην αιχμάλωτη ζέβρα.
Οι κοφτήρες του με τη δύναμη των μυών του ξέσκισαν το πλαστικό λιπόσαρκο ΄΄σκοινί΄΄, όπως θα διαμέλιζαν τα οστά αρνιού στο πασχαλιάτικο τραπέζι.
Εκείνος έβλεπε το θέαμα σαν μαγεμένος. Ούτε μπορούσε να τον ευχαριστήσει. Ο άντρας σπάζοντας τις γραμμές του πλαστικού έβγαλε μια κραυγή άγριου ζώου, μεστή από την ευχαρίστηση του αποτελέσματος και την αυτοεπιβεβαίωση. Γύρισε και τον κοίταξε - και πάλι σαν να γέλασαν λίγο τα χείλη του.
Ο κόμπος παρέμενε ακλόνητος. Η παραμόρφωση ωστόσο του πλαστικού έφερνε το αίσθημα επίγνωσης μιας ανοησίας, το ανορθόδοξον της όλης ιστορίας. Ήταν σαν ένα παιδί, που από τη μια ζημία και αδεξιότητα περνούσε στις επόμενες, χωρίς τελειωμό.
Η πλαστική σακούλα είχε δυο ξεσκισμένα αυτιά, με ρωγμές, αποκαμωμένα και ένοχα.
Την έπιασε από το ένα αυτί, όπως ο παλιός δάσκαλος τον ζημιάρη μαθητή της τάξης, και την έσυρε, διαπομπεύοντάς την, ως το σπίτι.
Πάνω απ' όλα όμως κι ενδόμυχα τον εαυτό του καταριόταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου