24/9/10

Σκύθος στο "Χρώμα"

24.9.2010

Ο Γιώργος Σκύθος συνεχίζει την καλλιτεχνική του δραστηριότητα με την νέα έκθεσή του στην γκαλερί "Χρώμα" (Κ. Σερβίας και Λέκκα), με γενικό τίτλο "Οδηγίες για δρόμους". Η εν λόγω έκθεση θα διαρκέσει μέχρι και τον Ιανουάριο του νέου έτους.
Πρόκειται για μια πολύ αξιόλογη καλλιτεχνική προσπάθεια, τόσο σε επίπεδο μορφής όσο και περιεχομένου. Ο καλλιτέχνης επιχειρεί πρωτότυπες χρωματικές μείξεις τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια των συνθέσεων, ταυτόχρονα με την ανάμειξη ποικίλων επιμέρους θεματικών στοιχείων. Ο τίτλος των έργων, όπως προείπαμε, είναι "Οδηγίες για δρόμους": πράγματι, όλα τα θέματα των έργων συγκλίνουν στο σύγχρονο αστικό βιομηχανικό τεχνοκρατούμενο τοπίο, και ειδικώς στη μοναχική πορεία και σύγκρουση του ανθρώπινου υποκειμένου με τους απειλητικούς εξωτερικούς παράγοντες. Απρόσωπα κτήρια, πελώριοι οικοδομικοί όγκοι, δημόσια έργα εν εξελίξει, ταχείες διελεύσεις μοντέρνων μέσων μεταφοράς κ.λπ. βομβίζουν πάνω από το ανθρώπινο υποκείμενο, το οποίο καδράρει με το βλέμμα του κάθε στιγμή και ταυτοχρόνως τον πανζουρλισμό των ετερόκλητων ήχων και θορύβων, την ποικιλία των στάσεων, δραστηριοτήτων και απαντήσεων του ανθρώπου στα περιβαλλοντικά ερεθίσματα, τις συμπλοκές σάρκας και ύλης, τις διάχυτες εικόνες της ανθρωπομάζας κ.λπ. Ο Χρόνος, και ειδικότερα κάθε χρονική στιγμή μοιάζει να κερματίζει όλα τα επιμέρους εν δημοσίω χώρω σε ένα τεράστιο ψηφιδωτό. Η τεθλασμένη του τραμ περνάει ξυστά από δίπλα μας, την ίδια ώρα που ένα ιπτάμενο πατίνι είναι έτοιμο να σκάσει μπροστά μας, ένα τρόλεϊ να μας βελονίσει με τις κεραίες του, ένα αυτοκίνητο να κορνάρει πάνω από το τύμπανό μας κ.λπ.
Τα έργα θεωρώ ότι είναι κατάλληλα και για καλλιτεχνική επένδυση ιδιωτικών χώρων και για περιοδικές εκδόσεις (βλ. εξώφυλλα Άθενς Βόις). Ο Γιώργος Σκύθος κατά δήλωσή του ακολουθεί τις αρχές μιας δικής του γλώσσας, εξπρεσιονιστικού αφαιρετισμού, με τη χρήση ωστόσο γεωμετρικών στοιχείων που φανερά εξεικονίζουν τις εν στάσει και κινούμενες οντότητες της πολύβουης και νευρασθενικής πόλης.
Κατά την άποψή μας, η ενότητα των έργων, που μιλούν την ίδια πρωτότυπη γλώσσα και αποτελούν "μια άηχη πόλη μέσα στην πόλη", προκαλεί τις εντυπώσεις και το ενδιαφέρον των φιλοτέχνων και αξίζει αναντίρρητα την προσοχή μας.
Τα συγχαρητήριά μας στον καλλιτέχνη.

Π.Χ.

22/9/10

Ο θάνατος της εβδομάδος

22.9.2010

Η Βασιλική, ή κατά την λογοτεχνική αφιέρωση Λιλή, η τόσο αξιοπρεπής, διακριτική και σεμνή σύντροφος του αγαπητού συγγραφέα μας Μένη Κουμανταρέα, ΄΄εκοιμήθη΄΄. Χθες αποχαιρετίστηκε στο Α΄ Νεκροταφείο, παρουσία οικογενειακών μελών (μεταξύ αυτών, οι 2 αδελφές της), συγγενών και φίλων-ομοτέχνων μεταξύ αυτών.
Έχουμε την τύχη να τη θυμόμαστε από μία και μόνο βραδιά που οργανώθηκε προς τιμήν του ζεύγους προ ολίγων ετών, στο Μετς ("Παλιά Ταβέρνα").
Τελευταία φορά που την είδαμε ήταν σε μιαν εκδήλωση-παρουσίαση (του τελευταίου βιβλίου του ΜΚ: ''σε ένα στρατόπεδο...'') στο βιβλιοπωλείο FNAC στο Μοναστηράκι, πέρυσι (2009) τον Οκτώβριο. Λίγους μήνες μετά, άρχισε τη δράση της η νόσος των κυττάρων.

Στη Λιλή.

Πόσα στ' αλήθεια άπειρα και άφατα κρύβουν αυτές οι 2 αφιερωματικές λέξεις, που συναντώνται στην 3η σελίδα κάθε βιβλίου! Πόσα αστέρια μιας σχέσης αγάπης δεν υπομιμνήσκουν καρφωμένα πάνω σε έναν σταχτογάλανο ουρανό!

Και η σελίδα υψώθηκε ως λευκή σινδών και την σκέπασε ιεροπρεπώς.

Πόθεν Λαμπέτη;

22.9.2010

Βρέθηκα τη Δευτέρα 20.9.2010 στο Ηρώδειο, στη Βραδιά του Ηθοποιού, η οποία ήταν αφιερωμένη σε Κατράκη, Λαμπέτη, Μερκούρη, Χορν.
Μπορούσες να ακούσεις πολλά για τον βίο και το έργο των 4 αυτών αλησμόνητων ηθοποιών και να δεις σε βίντεο ορισμένα αποσπάσματα από ταινίες ή συνεντεύξεις τους.
Πρόλαβα τα τρία από τα τέσσερα μέρη.
Ανάμεσα στα όσα άκουσα, συγκράτησα και κάτι για να σας το μεταφέρω (δεν πρέπει να το γνώριζα, γι' αυτό μου έμεινε):

Αν σας ρωτήσουν στον δρόμο ρεπόρτερ "γνωρίζετε το πραγματικό όνομα της Έλλης Λαμπέτη;", φυσικά θα απαντήσετε "Λούκου".
"Και το Λαμπέτη από πού βγαίνει;" θα (ξανα)ρωτήσουν εκείνοι.
"Από τον ΄΄Αστραπόγιαννο΄΄ του Βαλαωρίτη", θα τους πείτε και θα κερδίσετε τον θαυμασμό τους.

20/9/10

Πέτρες, πέτρες, πέτρες

20.9.2010

Ο Γιάννης Ρίτσος είχε εκδώσει τη συλλογή ΜΟΝΟΒΑΣΙΑ, όπου ανάμεσα στα άλλα και οι αναφορές στο πέτρινο τοπίο (π.χ.):

Ο βράχος. Τίποτ' άλλο. -
...ανεβοκατεβαίνοντας σκαλιά και σκαλιά σκαλισμένα στην πέτρα. -
Βράχος στο βράχο. -
Σε ποιο βάθος του βράχου κρατιέται η ρίζα της συκιάς; -
Τους βρήκαμε ξανά κάτω απ' το βράχο, μέσα στο βράχο. Η σιωπή τους όχι θυμός που τους ξεχάσαμε· όχι διόλου μα διόλου θυμός που μας έχουν ξεχάσει κι εκείνοι. Η σιωπή τους τώρα είναι η φωνή τους· κ.λπ.

Συναιρώντας τις εντυπώσεις του πέτρινου τοπίου και τις αναμνήσεις από τη συνάντηση αυτή, χτίστηκαν οι παρακάτω στίχοι:

Η πέτρα στερεώνει κάστρα
η πέτρα σκαρφαλώνει στ' άστρα
η πέτρα λάμπει στο γιαλό
η πέτρα ξέει το πέταλο
η πέτρα κοιμάται στο βουνό
η πέτρα ασπρίζει στον κρουνό
την πέτρα πελεκάνε οι χτίστες
την πέτρα σείουν οι μασίστες
η πέτρα ζώνει τον κορμό
η πέτρα πέφτει στον γκρεμό
πέτρες ράβουνε τους φράχτες
πέτρα η φωνή στους κράχτες
η πέτρα τρυπάει το γυαλί
η πέτρα κρατάει το σκαλί
η πέτρα ορίζει το πεζούλι
η πέτρα ισιώνει το ζουμπούλι
η πέτρα στο παλιό το σπίτι
η πέτρα μες στην άδεια σκήτη
η πέτρα σύνορο στο κτήμα
η πέτρα μέτωπο και ντύμα
οι πέτρες οι τραχείς οι σκάμνοι
η πέτρα που πηδάει και λάμνει
πάνω στης θάλασσας την κρούστα
πάνω απ' των όρεων τη φούστα
η πέτρα αιώνιο σημάδι
η πέτρα που μας πάει στον Άδη
η πέτρα ακλόνητη ριζώνει
η πέτρα ακίνητη πεισμώνει
η πέτρα βάλλει τα αθώα
πέτρα τα χώματα πατρώα
οι πέτρες συνάζονται σωρός
πέτρες κι αντρίκειος χορός
πέτρα ο πόνος στην καρδιά
πέτρα του έρωτα η κοψιά
η πέτρα σκεπάζει τη φωλιά
πέτρες κυνόδοντες, σκυλιά
πέτρες οι ακοίμητοι φύλακες
πέτρα ματώνει τερματοφύλακες
πέτρα σηκώνει ο εξόριστος
πέτρα καημός πρωτοδιόριστος
πέτρα γλιστρά στα καλντερίμια
πέτρες και νύχτες σαν αγρίμια
πέτρες και κάμα του ηλίου
πέτρες και λάμα του Ιουλίου
πέτρες και γέρικα πατήματα
πέτρες λευκοντυμένα μνήματα
πέτρα και ασήμι φεγγαριού
πέτρα και αγκάλη ζευγαριού
πέτρα και φυσικό εμπόδιο
πέτρα και αύρας υποπόδιο
πέτρα και ξεραμένα χείλη
πέτρα κι αφάγωτο σταφύλι
πέτρα κι αθάνατη ελιά
πέτρα και χρώματα μελιά
πέτρα και άγουρη συκιά
πέτρα αχνιστή κι ονειροσκιά
πέτρα η ασπίδα της πατρίδας
πέτρα γροθιά της καταιγίδας
πέτρα κι απάτητες κορφές
πέτρα και θεϊκές μορφές
πέτρα κι απόμερος ναϊσκος
πέτρα σταχτιά, χλωρός ο μίσχος
πέτρα το δάκρυ που επάγωσε
πέτρα η νιότη που μαράζωσε
πέτρα η ηχώ χίλιων αιώνων
πέτρα και στάχτη των δαιμόνων
πέτρα, σιωπή και υποζύγιο
πέτρα και βάσανο επίγειο
η πέτρα τρίβεται στο χώμα
πέτρα και σφραγισμένο στόμα
πέτρα κι εγκάρσια ρυτίδα
κόκκινη πέτρα και πυξίδα
πέτρα τον λόφο ξεδοντιάζει
πέτρα και αίσθημα κομπιάζει
πέτρα, άρβυλα και πορεία
πέτρα και άγρια θηρία
πέτρα να σέρνονται οι σαύρες
πέτρες και σκέψεις, ώρες μαύρες
πέτρες κι η πάλη των σωμάτων
πέτρες και σκάμμα των τραυμάτων
πέτρες και φλέβες μες στα δάση
πέτρες και σκιάχτρα στο λιοστάσι
πέτρες και ίλιγγος και βίγλες
πέτρες κι απώλειες και νίλες
πέτρες κι υφάλμυρα νομίσματα
πέτρες κι ανηλεή τσακίσματα
πέτρες σχήματα λατόμοι
πέτρες και κυρτωμένοι ώμοι
πέτρες ζωές κύκλοι ψυχές
πέτρες χαλάσματα εποχές
πέτρες και συμπαγές βασίλειο
πέτρες κι αντίκρισμα ευήλιο
πέτρες και μέτωπο γραμμένο
πέτρες και χέρι σκαλισμένο
πέτρες κύματα μες στα σπλάχνα
πέτρες κι ακρογιάλια λάγνα
πέτρα κι ανθισμένη πλάση
πέτρα κι άνοιξη γιορτάσι

πέτρα κι ένα ποίημα χαραγμένο
πέτρα κι ένα γράμμα κρατημένο. -



Πέτρος Χ.

Μια περικοπή

20.9.2010

Κύριε Διευθυντά (που δεν υπάρχεις αλλά από κάπου αόρατος μάς παρατηρείς),

Η Έλλη Παππά ήλθε στην α΄ γραμμή της επικαιρότητος με την (μεταθανάτια) έκδοση της πολιτικής διαθήκης της, λίγο διάστημα πριν από το κλείσιμο ενός χρόνου από τον θάνατό της (27.10.2009). Σε ένα παλαιότερο βιβλίο της, όπου σπουδάζει την έννοια της ελευθερίας, και σπουδάζοντάς την υπενθυμίζει τις θεωρίες του Ηράκλειτου, του Δημόκριτου, του Πλάτωνα κ.ά., με κέντρισε, πάνω από όλα ως πολίτη, η ιδέα του σοφιστή Αντιφώντα, που αναφέρεται στην ακόλουθη παράγραφο και την οποία βρίσκω εξόχως επίκαιρη:

"...όσα είναι από τη φύση είναι τα ΄΄αληθή΄΄, όσα είναι από τους νόμους τα χαρακτηρίζει δοξασίες, ΄΄δόξαν΄΄. Απόδειξη πως, όποιος παραβεί το νόμο χωρίς να τον δει κανείς, μένει ατιμώρητος. Αντίθετα, αν παραβεί κανείς τη φύση, το κακό που θα πάθει είναι το ίδιο είτε τον αντιληφθούνε οι άλλοι είτε όχι. Γιατί, όταν παραβεί κανείς τη φύση, παθαίνει κακό όχι επειδή έτσι το νομίζουν οι άνθρωποι, όχι επειδή παρέβη τους ανθρώπινους νόμους, αλλά επειδή παρέβη την αλήθεια...".  (Έλλη Παππά, Σπουδή στο θέμα της ελευθερίας – Η έννοια της ελευθερίας στον προσωκρατικό υλισμό, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1985, σελ. 43.)

Η Φύση λοιπόν δεν έχει οφθαλμούς για να αντικρίζει τις ανομίες μας. Όταν όμως είναι αναπτυγμένο το αίσθημα της πολιτικοκοινωνικής μας συνείδησης, τότε το ''εσωτερικό φρένο της'' μάς αποτρέπει από το κακό των πολλών, που συνεπάγεται η ιδιοτελής πράξη του ενός. Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να "δούμε" τις όποιες νομοθετικές παραβάσεις και αυθαιρεσίες της εποχής μας.

Μετά τιμής

Π.Χριστοφιλίδης

17/9/10

Ένα σχόλιο σε μια νεότερη επιφυλλίδα του Θ. Νιάρχου

Ο εκλεκτός Θ. Νιάρχος έγραψε σήμερα (17-9-2010) στα ΝΕΑ την εξής επιφυλλίδα:

Τίτλος: Πάλι και πάντα ο Τσαρούχης

Πρόκειται για δυο αποφάνσεις του Γιάννη Τσαρούχη σε σχέση µε το τσιγάρο, που ακριβώς επειδή δεν έχουν καταγραφεί και είναι ελάχιστα γνωστές, θα ήταν δυνατόν να σταθούν αιτία για την αναθεώρηση της σχέσης τόσο µε το ίδιο το τσιγάρο όσο και µε την απαγόρευση του καπνίσµατος. Οταν είχε ρωτήσει ο αλησµόνητος ζωγράφος έναν φίλο του γιατί καπνίζει και του είχε απαντήσει ο φίλος αυτός: «Μα, Γιάννη, το τσιγάρο είναι πάθος», ο Τσαρούχης ανταπάντησε αµέσως: «Μα τι πάθος είναι αυτό που το αγοράζει κανείς στο περίπτερο;». Ενώ στον σπουδαίο ζωγράφο Νίκο Στεφάνου που, τότε τουλάχιστον, κάπνιζε αρειµανίως του είπε µε τον γνωστό ευθύβολο αλλά και ταυτόχρονα απλό του τρόπο: «Νίκο πρόσεξε, γιατί µε το τσιγάρο αναβάλλεις».

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς σοφός για να καταλάβει σε σχέση µε την πρώτη απόφανση δύο τουλάχιστον πράγµατα (η δεύτερη αναλύεται αυτόµατα σχεδόν από µόνη της µέσα στον καθένα όσο επιπόλαιος και αν είναι): ότι κάτι που µπορεί να λέγεται, να επαναλαµβάνεται και να θεωρείται ακαταµάχητο, σε µιαν αµερόληπτη θεώρησή του µπορεί να αποδειχθεί ένα καλά οργανωµένο και εγκατεστηµένο ψέµα. Και ότι για να ανατρέψεις οτιδήποτε, ακόµη κι ένα πολιτικό καθεστώς, χρειάζεται να ξεπεζέψεις από τον καθιερωµένο συρµό που θέλει την αµφισβήτηση, την ανατροπή και την επανάσταση, να µπορούν να υπάρξουν µέσα από κοινόχρηστα κλισέ, που κυκλοφορούν ως σωτήριες. Δεν υπάρχει καµιά αµφιβολία ότι ο φίλος που του χαρακτήρισε το τσιγάρο ως πάθος, µε την ίδια ευκολία θα µπορούσε να προµηθευτεί ιδέες και αισθήµατα ετοιµοπαράδοτα χάρις σε οποιοδήποτε µαγαζί ή κόµµα θα πουλούσε τη σχετική πραµάτεια.
Γινόταν βέβαια ακόµη πιο αποτελεσµατική η κουβέντα αυτή του Γιάννη Τσαρούχη, γιατί ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης µε µεγάλα πάθη ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο για να ναρκοθετήσει ή και να γελοιοποιήσει κάτι που εντελώς ψευδεπίγραφα χαρακτηρίζεται ως πάθος. Η έµµεση µοµφή που περιείχε η απάντηση του φίλου του ότι το τσιγάρο είναι πάθος και, εποµένως, ο Τσαρούχης δεν θα µπορούσε να το καταλάβει, µεταβαλλόταν αυτόµατα στην αποτελεσµατικότερη καταδίκη του τσιγάρου καθώς ο Τσαρούχης δοξολόγησε τα πάθη ως σύµφυτη µε το ανθρώπινο σώµα υπόθεση, κάτι δηλαδή που δεν αγοράζεται.
Τα σκεπτόµουν όλα αυτά διαβάζοντας σε µπαρ των Εξαρχείων µια αφισούλα που γράφει, εννοώντας σαφέστατα ως τροµακτική απειλή για το µέλλον την απαγόρευση του καπνίσµατος: «Σήµερα οι καπνιστές, αύριο οι παχύσαρκοι, ποιος έχει σειρά µεθαύριο;». Κατ’ αρχάς είναι εξοντωτικά άδικο να εξισώνεται η απαγόρευση του καπνίσµατος µε το κυνηγητό των εβραίων και τον οµοφυλόφιλων καθώς σε οξείες πολιτικά εποχές, αν δεν κάνω λάθος, χρησιµοποιούνταν µια αντίστοιχη φρασεολογία. Επειτα η προσθήκη της λέξης «παχύσαρκοι» µε την έννοια θα απαγορευθεί κάποια στιγµή η παραµονή σε µπαρ υπέρβαρων ανθρώπων, δείχνει ακριβώς πώς η µερική απαγόρευση µιας απόλαυσης που τη διαφεντεύουµε ως προσβολή κατακτηµένου δηµοκρατικού δικαιώµατος, µπορεί να µας κάνει να παραλογιζόµαστε.
Τι κέρδος αλήθεια αν όλοι αυτοί που κραυγάζουν, συναρτηµένα ή ασυνάρτητα, κατά του καπνίσµατος, παγκοσµίως, ξεσηκώνονταν ώστε να γίνει ανθρωπινότερη η µεταχείριση των αλλοδαπών καθώς εκεί κι αν δεν προσβάλλονται τα δηµοκρατικά δικαιώµατα. Αλλά όσο θεωρούµε επικίνδυνη και φασιστική την απαγόρευση γιατί θίγει την προσωπική µας απόλαυση, τόσο οι απαγορεύσεις θα γίνονται όλο και περισσότερο οδυνηρές σε χώρους που έχουν πια να κάνουν µε την ίδια τη ζωή ανθρώπων ανίσχυρων και καταδιωκόµενων. Πώς να γίνει κανείς πιστευτός ότι η έννοια της απαγόρευσης τον προσβάλλει όταν αφορά την προσωπική του απόλαυση, ενώ τον αφήνει αδιάφορο όταν έχει σχέση µε τη ζωή των άλλων;

Επ' αυτής ένα σύντομο σχόλιο:
 
Κατά Τσαρούχη λοιπόν και αρθρογράφο τα πραγματικά πάθη δεν αγοράζονται, αλλά προφανώς κατακτώνται. Μόνο που ο άνθρωπος ως προσωπικότητα, που κατακτά δωρεάν τα αληθινά πάθη, δυστυχώς δεν διαθέτει κατά μήκος όλης της ζωής του τόση αμείωτη αλκή ώστε αυτά να του ''παραδίδονται'' εις το διηνεκές, χωρίς να γίνονται αντικείμενο κάποιας μορφής "αγοραπωλησίας". Και βέβαια το ρήμα "αγοράζω" λαμβάνει εδώ και μεταφορική σημασία. Και επειδή η λέξη "Πάθος" μάς μεταφέρει αυτομάτως στο ερωτικό πεδίο, ας σκεφτεί ο καθένας μας "πόσα κατά καιρούς έχει πωλήσει ή πόσα δυστυχώς πρόκειται να πωλήσει στο μέλλον για να απολαύσει τη χαρά της ερωτικής μέθεξης". Ένα, δε, πρόσφατο άρθρο του Γιάννη Δεβετζόγλου στα "ΝΕΑ" δείχνει πόσο μεγάλη, πραγματική ερωτική, είναι η εξάρτηση του καπνιστή από το "αγοραστό αυτό πάθος" του.


Όσον αφορά τα υπόλοιπα: είναι προφανές ότι η απόλαυση του ενός δεν μπορεί να γίνεται εις βάρος των άλλων, που σημαίνει ότι η χρήση του εν λόγω δικαιώματος γίνεται με παραβίαση της ελευθερίας των υπολοίπων - και προφανώς καλόν να σκεπτόμαστε, εκτός από την δική μας απόλαυση, και τη στέρηση της απόλαυσης των άλλων (κοινωνικών ομάδων που έχουν περιθωριοποιηθεί).
 
Οπότε ούτε το τσιγάρο είναι πραγματικό πάθος, κατά το κείμενο, αλλά και ούτε θα έπρεπε να βαφτίζεται "πάθος", καθώς γίνεται εμπορικό αντικείμενο. Αλλά μισό λεπτό: όποιος αγοράζει τσιγάρα από το περίπτερο είναι με μαθηματική ακρίβεια βέβαιο ότι θα αγοράζει και από κάπου αλλού, από ένα άλλο μαγαζί, ιδέες και αισθήματα; Και μισό λεπτό επίσης: όταν απολαμβάνω το τσιγαράκι μου, υποχρεούμαι βρε παιδί μου σώνει και καλά να σκέπτομαι με αίσθημα αλληλεγγύης, τη στιγμή ακριβώς αυτής της "ακριβής απόλαυσης", όλους τους κατατρεγμένους αυτού του κόσμου; Ρομά, Εβραίους κ.λπ.; Που σημαίνει ότι μπορεί να συνυπάρχει σε ένα πρόσωπο ο αλτρουϊσμός και η κοινωνική αλληλεγγύη και ο σεβασμός των δικαιωμάτων των άλλων με την ανάγκη απόλαυσης ενός πληρωμένου τσιγάρου. Το ένα δεν αναιρεί προφανώς το άλλο. Και βέβαια δεν πρέπει να υποτιμούμε όλους εκείνους που αναγκάζονται να πληρώσουν για να αγοράσουν την απόλαυσή τους, ή το πάθος τους, γιατί οι εξαρτήσεις στη ζωή είναι ποικίλες και σχεδόν οι περισσότεροι εξ ημών βρισκόμαστε στην ανάγκη ή θα βρεθούμε στην ανάγκη να τις καλοπληρώσουμε. Κι αν το κάνουμε βέβαια, αυτό δεν σημαίνει τίποτε για την ιδεολογική μας συνέπεια (δεν είναι δηλαδή πράξη ''έκπτωσης'').
 
Ωραίο ηθικό μάθημα (από τον εκλεκτό Θανάση Νιάρχο) και πάλι και πάντα.
 
Π.Χ.

8/9/10

Τα κατά Ευαγόραν και Ευγενίαν ή οι αγώνες του κερατά

8.9.2010

Ο Γιάννης Κατσούρης (+ 2010) συνέγραψε ένα ευθυμογραφικού πνεύματος μεγάλο διήγημα (δεν θα το χαρακτήριζα μυθιστόρημα) όπου ο "κερατάς" Ευαγόρας αντισταθμίζει την "προσωπική ήττα" του με ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, και μάλιστα έχοντας στο πλευρό του την "'άπιστη" Ευγενία. Κορύφωσή τους το "Μέλαθρον Ευγηρίας", που τους καθιστά μεγάλους ευεργέτες της πόλης / τοπικής κοινωνίας. Ο αναγνώστης χαμογελά όταν συναντά εκφράσεις της σεξουαλικής γλώσσας ή της γλώσσας των διαφυλικών σχέσεων, π.χ.:
"σου ρίχνω έναν κρύο" (για τη συνουσία)
"σφυριχτρούλα" (για το μικρό πέος)
"σεισοπυγίδα" (για γυναίκα που κουνά προκλητικά τον πισινό της)
"μινιφορούσα" (για γυναίκα που φορά προκαλώντας φόρεμα τύπου ''μίνι'')
"μυροβλύτης" (το πρόσωπο που αρωματίζεται έντονα και προκαλεί δι' αυτού κυκλοφορώντας στον δημόσιο χώρο) κ.λπ. 
Και με ποιον παρακαλώ τον κερατώνει η Ευγενία; Με τον μητροπολίτη Ιάκωβο, που όταν γερνά ξεχνά το σεξ και το ρίχνει στην... πτηνολογία! Αλλά κι ο Ευαγόρας βρίσκει μιαν μικρή όαση ηδονής στην ερωμένη του Αρετούλα, την οποία όμως "χρησιμοποιεί" και ο στενός συνεργάτης του Θεόφιλος.
Έχει πλάκα να μιλάς για την ατελείωτη αλυσίδα των σχέσεων, νόμιμων και υπόγειων.

Π.Χ.

3/9/10

Από μια επιφυλλίδα στα "ΝΕΑ" της 3.9.2010

Ο εκλεκτός Θανάσης Νιάρχος έγραψε σήμερα στα "ΝΕΑ" την επιφυλλίδα "Η κοινωνικοποίηση της δημιουργίας":

Το ύφος τού σχετικά νεαρού δικηγόρου µιας µεγάλης εταιρείας είχε αναµφισβήτητα µεγάλη αλαζονεία, όταν έλεγε στους συναδέλφους του πως ο ίδιος έπρεπε να φύγει για το σπίτι του πολύ νωρίτερα «αφού χρειάζεται να κάνω µπέιµπι σίτινγκ, γιατί η γυναίκα µου για να ξεπεράσει το ψυχολογικό στρες του πρόσφατου τοκετού κάνει για µία ώρα την ηµέρα σιάτσου». Δεν υπάρχει καµιά αµφιβολία ότι τόσο ο νεαρός δικηγόρος όσο και η γυναίκα του (δικηγόρος επίσης) θα αισθάνονται διπλά καταξιωµένοι κοινωνικά, αφού δεν είναι µόνο επιστήµονες αλλά διατηρούν την ευχέρεια να έχουν τόσο υψηλού και παράξενου τύπου επιλογές, όπως το σιάτσου, που δεν προσφέρεται δα και στον καθένα. Και δεν συλλογίζονται οι δύσµοιροι ότι όπως ακριβώς έγιναν δικηγόροι χωρίς κανένας να τους χρειάζεται (µια χαρά θα έκανε το κοινωνικό σώµα τη δουλειά του µε τους υπόλοιπους δικηγόρους), έτσι ακριβώς κάνουν πράγµατα για τον εαυτό τους που επίσης δεν τα χρειάζονται.

Αν τα χρειάζονται δηλαδή είναι για να µπορούν να λένε πως τα χρησιµοποιούν και πρωτίστως γιατί φαντάζονται πως µε τον τρόπο αυτό περνάνε στην τάξη των µεγάλων σταρ ή των διεθνώς αναγνωρισµένων επιχειρηµατιών – έστω κι αν είναι κάτι που γίνεται σχετικά φθηνά. Δεν είναι λίγο να λογαριάζεσαι στον κύκλο σου κάτι σαν τη Μέριλ Στριπ ή την Αντζελίνα Ζολί, χωρίς να χρειάζονται σκάφη, βίλες, πύργοι και σεκιούριτι. Οµως για να έχει συνειδητοποιήσει κάποιος τη γελοιότητα που τη φαντάζεται να µεταβάλλεται σε σπουδαιότητα, θα έπρεπε να έχει αναρωτηθεί πως, αν συµβαίνει να γνωρίζει ακόµα και τη λέξη «σιάτσου», είναι γιατί απλά συνιστά µια ανέξοδη καθηµερινότητα η επικοινωνία µε τις ανατολικές χώρες. Σε περίπτωση που η επικοινωνία αυτή ήταν ανύπαρκτη, δεν θα χρειαζόταν µια γυναίκα το σιάτσου και θα έβρισκε έναν άλλον τρόπο «να ξεπεράσει το ψυχολογικό στρες του τοκετού» – ίσως να µη χρειαζόταν ούτε καν ο τρόπος αυτός.
Δεν είναι αµαρτία, αντίθετα θα µπορούσε να είναι συµπαθέστατο, οποιαδήποτε γυναίκα έχει φέρει στον κόσµο ένα παιδί να αισθάνεται µια τέτοια αναστάτωση ώστε να χρειάζεται µια συναισθηµατικής τάξεως βοήθεια. Οµως η διατύπωση «για να ξεπεράσει το ψυχολογικό στρες του τοκετού» δείχνει ότι ο τοκετός δεν έχει τον αποκαλυπτικά ξεθεµελιωτικό χαρακτήρα της δηµιουργίας, αλλά αντιµετωπίζεται όπως η απόκτηση µιας µεγάλης διάκρισης ή ένας βασανιστικά αποτυχηµένος έρωτας που επόµενο είναι να προκαλούν µια ταραχή ή και αναστάτωση ακόµα.
Χωρίς να λογαριάζεται πως ένα παιδί που µεγαλώνει µε µια µάνα που χρειάστηκε να κάνει σιάτσου για να ξεπεράσει το ψυχολογικό στρες της γέννησής του και έναν, επιπλέον, πατέρα που περήφανα το ανακοινώνει, δεν είναι δυνατόν να είναι ένα παιδί ισορροπηµένο. Για τον απλούστατο λόγο πως όταν χρειάζεται να ξεπεράσει κανείς τη δίοδο που χάρη σ’ αυτήν αποκτήθηκε ένας άνθρωπος, επόµενο είναι ο άνθρωπος αυτός να αισθανθεί στο µέλλον ως κάτι που δεν αναµενόταν και µάλιστα µε χαρά. Οταν δεν νιώθουµε ευγνώµονες προς τη δίοδο που επέτρεψε στο δηµιούργηµα να έρθει στο φως και µας χρειάζεται σιάτσου για να ξεπεράσουµε το ψυχολογικό στρες, το δηµιούργηµα έχει εσωτερικά στραπατσαριστεί όσα κι αν του επιδαψιλεύσουµε στο µάκρος της ζωής του.
Φαίνεται, και δεν αποκλείεται να είναι οπισθοδροµικό, να αναπολεί κανείς τις εποχές που οι γυναίκες γεννούσαν µόνες τους στα χωράφια, κάτω από ένα δέντρο. Οµως υπάρχουν γεγονότα, όπως αναµφισβήτητα ο τοκετός, που έχουν µια τόσο ενιαία ισχυρή επίδραση ώστε η απόσταση ανάµεσα στη λεπτεπίλεπτη και στη βλάχα να είναι σχεδόν ανύπαρκτη, αφού όσο υποφέρει η µια υποφέρει και η άλλη και όσο χαίρεται η µια χαίρεται και η άλλη. Απλούστατα όσο πρωτογενέστερη λογαριάζεται η έννοια της δηµιουργίας (αφορά και στους ανθρώπους) τόσο το δηµιούργηµα απορρέει φυσιολογικά, όσο η έννοια της δηµιουργίας κοινωνικοποιείται τόσο µεγαλύτερη αναστάτωση προκαλεί στους γεννήτορες ακόµη κι αν πρόκειται για ένα παιδί.

(Αντιγραφή από την ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας.)

Κάτι φαίνεται με ερέθισε και έγραψα έναν αντίλογο:

Έχω την άποψη πως όλα όσα εκθέτει ο αρθρογράφος θα μπορούσαν να ισχύουν κατά την ψυχολογική ερμηνεία που εκείνος δίδει. Θα ήταν δυνατόν όμως να μην ισχύει και τίποτε από όσα λέγει. Νομίζω ότι τον αρθρογράφο τον ερέθισε (αποτελώντας την αφορμή για το κείμενό του) το είδος της δραστηριότητας διά της οποίας η νέα μητέρα θεωρεί ότι θα λυτρωθεί από το άγχος της. Δηλαδή όταν λες "κάνω σιάτσου" αυτομάτως κάπως κοινωνικά και οικονομικά, και βεβαίως ιδεολογικά, κατηγοριοποιείσαι (ένας συνειρμός γεννάται περί των ενασχολήσεων των σύγχρονων νεόπλουτων σε ένα πλαίσιο μιας μεταμοντέρνας αστικής ζωής, όπου ισχύει βέβαια ο συγκρητισμός των τάσεων: γιόγκα, σιάτσου, διαλογισμός, πολυεθνικά εστιατόρια κ.ε.). Είναι προφανές ότι άλλη εντύπωση θα προκαλούσε στον αρθρογράφο ο λόγος του νεαρού δικηγόρου εάν έλεγε πως η γυναίκα του κάνει περιπάτους εις τας εξοχάς ή αναγιγνώσκει ρομαντικά μυθιστορήματα.

Γιατί λοιπόν ''ενοχοποιούμε'' τους άλλους για τις δραστηριότητες ή τις επιλογές τους ή γιατί τους ενοχοποιούμε για τον τρόπο διά του οποίου αναφέρονται σε αυτές; Είναι σίγουρο ότι αυτές ανήκουν σε έναν άλλον, ξένο κώδικα, εκτός του δικού μας. Οπότε στο άκουσμά τους ειρωνεία, καγχασμός, απαρέσκεια, απαξίωση, υποτίμηση και άλλα σχετικά θέτουν μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ ημών και των άλλων. Αυτά έχει η σύγχρονη πλουραλιστική κοινωνία, όπου ο καθείς έχει το δικαίωμά του και ασκώντας το νιώθει πως ανήκει αναμφιβόλως στην κοινωνική του κάστα.
Τελικώς οι ενστάσεις επί του θέματος είναι οι ακόλουθες:


1. Ως ποιο βαθμό σεβόμαστε τις επιλογές των άλλων χωρίς να τις αξιολογούμε (αρνητικά) ως άλλης ποιότητας;
2. Κι αν το κίνητρο (ίσως σε άλλη περίπτωση εκτός της εδώ) δεν είναι η αλαζονική προβολή και η κοινωνική καταξίωση, αλλά απλώς η περιέργεια για το καινούριο και το διαφορετικό;

3. Πώς μπορεί κανείς να γνωρίζει αν του χρειάζεται κάτι προτού το δοκιμάσει έστω και μία φορά;
4. Εάν το να φέρεις στον κόσμο ένα παιδί θεωρείται από πολλούς ως κορυφαία εμπειρία ή εμπειρία ζωής ή έστω και ως υπέρτατη δημιουργία, είναι λογικό να παράγει άγχος: το άγχος της επιτυχούς έκβασης (ειδικά όταν το ηλικιακό μέτρο πιέζει) αλλά και το άγχος της αυτοεπιβεβαίωσης, καθώς η Δημιουργός νιώθει υπεύθυνη και για τον εαυτό της αλλά και για το οικογενειακό σχήμα, το οποίο η ίδια μέσω της δημιουργίας της μεταβάλλει, καθώς και το άγχος της ανταπόκρισης στον παραδοσιακό της ρόλο. Προφανώς, ο τοκετός δεν είναι "γελοιότητα", αλλά, όπως ορθά λέγει ο αρθρογράφος, το πώς στέκεσαι απέναντι στον τοκετό ή με ποιους τρόπους τον ξεπερνάς, εάν υποθέσουμε ότι αποτελεί πρόβλημα και όχι μια δημιουργία υπέρβασης και ψυχολογικής ανάτασης, ή βεβαίως γελοιότητα είναι το να αναμένεις κοινωνικά μετάλλια εξ αυτού του γεγονότος. Νομίζω όμως ότι με τον τρόπο αυτόν μετατοπιζόμεθα από το πυρηνικό γεγονός (τοκετός) στις προεκτάσεις και επιπτώσεις του (βλ. τα παραπάνω) και η όποια γελοιότητα φαίνεται πως εξ αντανακλάσεως αγγίζει και το πρώτο.
5. Ελέγχεται επίσης όλη η προτελευταία παράγραφος που θέτει το ζήτημα της σχέσης του μέσου/τρόπου/διαδικασίας της δημιουργίας και του γεννώμενου δημιουργήματος. Ο τοκετός είναι ένα μικρό ταξίδι και πολλές φορές μια περιπέτεια, στην οποία διόλου απίθανο και Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες να βρεθούν ενώπιόν μας. Η νέα μητέρα της ιστορίας μας ίσως θέλει να ξεπεράσει τις απειλές και τα εμπόδια, πτυχές δηλαδή αυτού του ταξιδιού, και όχι όλο το ταξίδι ως μοναδικό γεγονός. Αλλά ακόμη κι αν ένας 9μηνος τοκετός καθ' όλη τη διάρκειά του γίνει σκέτη κόλαση για μια νέα μητέρα (μέσω συνεχών ιατρικών εξετάσεων, ελέγχων κ.λπ. όπου οι δείκτες κρίνουν αλήθειες και δεδομένα), ποιο ανθρώπινο ον δεν θα είχε την ανάγκη να απωθήσει τους σκοτεινούς λαβυρίνθους της πορείας του και να κρατήσει ως δώρο της Μητέρας Φύσης το Φως κατά την Ώρα της Δημιουργίας; Και βέβαια μετά μια κύηση τέτοιας ταλαιπωρίας και έναν τόσο αγχώδη τοκετό, η μητρική αγκάλη ανοίγει διάπλατα ώστε το δημιούργημα κάθε άλλο παρά να στραπατσάρεται αλλά να του δίδεται το Μέγιστον της Χαράς και της Αγάπης.
Συμπερασματικά, το "σιάτσου" πείραξε τον αρθρογράφο, ο οποίος βέβαια δεν είναι μητέρα ώστε να μπορεί να αντιληφθεί τις "λόξες" των εγκύων.


Αλλά κάτι ανάλογο δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί και για τον συγγραφικό τοκετό; Ύψιστη χαρά να φτάνεις στο τέλος μιας σύνθεσης, αλλά μόνο εσύ γνωρίζεις διά ποίων αντίξοων μέσων φτάνεις στην κάθαρση.


(Ευχαριστίες προς τον αρθρογράφο, που εγείρει το πνεύμα μας από την αδράνεια.)

Π.Χ.

O φίλος μας Τάκης Γιαχνής

Στο νεκροταφείο των Μολάων κοιμάται ύπνο βαθύν εδώ και 2 χρόνια ο φίλος μας Τάκης Γιαχνής. Όταν εντοπίζεις τον τάφο του δικού σου ανθρώπου, έναν ανάμεσα σε πολλούς και συνάμα έλκοντες τη συμπάθεια και το ενδιαφέρον των περισσοτέρων επισκεπτών για την υποχρεωτική κατάληξη της πανανθρώπινης μοίρας, αισθάνεσαι το ηλεκτροφόρο πλήγμα της οπτικής συνάντησης με μιαν αλλοτινή όψη - εικόνα του χαμένου προσώπου. Κατήφεια ή σοβαρότης, χρόνια ανέμελα, παλαιά αισιοδοξία, βασιλικοί καιροί, ή τα σύννεφα πάνω στον ουρανό των προσώπων, ό,τι κι αν εικονίζεται εκεί ως εκδοχή του ανθρώπινου προσώπου τρίβει την πίκρα σαν τη ρίγανη πάνω από την μουδιασμένη ψυχή. Αλλά ποιος μπορεί να προκαλέσει και να επιτύχει την αντίθετη φορά του Χρόνου, να πάει από την εκβολή δηλαδή στη θάλασσα στις πηγές του ποταμού; Ό,τι κι αν πράχθηκε, εγκαίρως ή άκαιρα, στον σωστό χρόνο ή με τον σωστό τρόπο, πάντοτε απολογείται κανείς για τις ανεκμετάλλευτες δυνατότητες, για τις άνευ αντικρίσματος ξένες προς το χαμένο πρόσωπο επιλογές, οι οποίες αντί να το βάλουν να μουλιάσει μέσα στα νερά της καρδιάς μας, το άφησαν να κολυμπά πέρα μακριά, άστοργα και ίσως αδιάφορα. Φαίνεται επομένως ότι το ανθρώπινο πρόσωπο, κάθε πρόσωπο, ζυγίζεται μέσα μας καθώς ρέει ο Χρόνος, και η θέση του συναρτάται με τη σχέση ή σύγκρουση των κεντρομόλων με τις φυγόκεντρες δυνάμεις. Ο προσωπικός εγωισμός εξοστρακίζει το πρόσωπο, την ίδια στιγμή που ο πόνος το οδηγεί σαν μωρό μπροστά στην αγκάλη μας. Πάντως, ας το παραδεχτούμε, κάθε απώλεια είναι έκπτωση πολλών δυνατοτήτων ζωής, σαν το σταδιακό ξεγύμνωμα ενός πλούσιου δέντρου. Και βέβαια κάθε άνθρωπος κάνει ό,τι κάνει με τον δικό του, μοναδικό τρόπο. Ο φίλος μας ο Τάκης κάτω από το γκρίζο χαλίκι διώχνει πιεστικά καθώς περνά ο καιρός όλες τις ζωικές ορμές που έμειναν ως ανεκμετάλλευτο υπόλοιπο στην κρυφή δεξαμενή του. Απογυμνώνεται το πλούσιο δέντρο του. Έλεγε ωραία αστεία ο φίλος μας, έλεγε τις φάρσες και τις πλάκες του, χόρευε ωραία τούς αντρίκειους χορούς, πλησίαζε το άλλο φύλο με τον δικό του, μοναδικό τρόπο, ήτανε δηλαδή μια ξεχωριστή περίπτωση. Το γεγονός ότι τον ξεχωρίζω μάλλον σημαίνει ότι τα υπόλοιπα μέλη της παρέας συνέκλιναν σε έναν μέσο συνήθη καθημερινό ανθρώπινο τύπο, προβλεπόμενο και δίχως εκπλήξεις. Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά τι είμαστε τελικά; Αφού παραμορφώνεται ο τρόπος που βλέπουμε και μας βλέπουν. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και με τις φωτογραφίες των νεκροταφείων. Κάτι φτερωτό και κινούμενο είμαστε μέσα στον κόσμο, και αν χαθούμε, κάτι λείπει στο κάδρο του. Αλλά ποιος έχει μάτια να το δει;

1/9/10

Μονεμβασιώτες

1.9.2010. Στη φετινή κάθοδό μας στη Λακωνία και με σημείο εκκίνησης τη Γέφυρα Μονεμβασίας, μας δόθηκε η δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να γνωρίσουμε από κοντά δυο "μυθικά" πρόσωπα του Κάστρου. Το πρώτο είναι η περίφημη "κυρα-Ματούλα", η οποία διανύει φέτος το 97ο έτος της ζωής της. Το επώνυμό της είναι Αλμπέρτου και είχε παντρευτεί τον θείο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Η Ματούλα (εκ του Σταματία / Σταματική) μετά τον πόλεμο και για περίπου 5 δεκαετίες άνοιξε με τον σύζυγό της το γνωστό εστιατόριο του Κάστρου (το οποίο αυτήν τη στιγμή "δουλεύει" η ανιψιά της, η οποία συνεχίζει την επιχείρηση) και κατά τα ταπεινά λεγόμενά της, "εξυπηρέτησε όλους εκείνους που έφταναν ως εκεί, ονομαστούς και άσημους, εξασφαλίζοντάς τους και κλίνη και φαγητό". "Ήμουν όλη την ημέρα στο πόδι. Από τις 6 το πρωί ως τις 2 τα ξημερώματα. Έκανα ό,τι μπορούσα και εγώ και ο σύζυγός μου. Θυσίασα τον εαυτό μου για τον τόπο. Αλλά ό,τι κάνει κανείς για τον τόπο του καλό είναι. Ακόμη κι όταν είχα πάθει ένα πρόβλημα φλεβικό και μια Ελβετίδα μπορούσε να με λυτρώσει, προτίμησα να μείνω εδώ. Πώς θα μπορούσα να αφήσω το πόστο;", μας είπε και θελήσαμε αμέσως να γράψουμε κάπου τα λόγια της για να μην λησμονηθούν. Η Ματούλα ήταν η πρωτότοκη από 7 παιδιά, και ύστερα από τον θάνατο του συζύγου της "δούλεψε" το μαγαζί με τον αδελφό της, Γεώργιο. Όταν πέθανε και αυτός, άλλαξε τη στάση της. Μετά το 1992 (εάν θυμόταν καλά ή εγώ ενθυμούμαι καλά) άφησε το εστιατόριο και κάθισε απέναντί του, σε ένα μαγαζάκι όπου επωλούντο είδη λαϊκής τέχνης και τουριστικά. Ήταν η αρχόντισσα του Κάστρου, με ρόλο γενικής επόπτου. Από το Κάστρο "βγήκε" προ 3-4 χρόνων. Τώρα διαμένει στο Έλος Λακωνίας μαζί με τον υιό της. Παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, κατεξοχήν κινητικά, "η καρδιά μου φτερουγίζει και θα'θελα να μπορούσα να ξαναπήγαινα". Η Ματούλα δεν είναι βέρα Μονεμβασιώτισσα (η καταγωγή της είναι από το χωριό Φούτια της Λακωνίας). Δίπλα της στη συμπαθή αυλή της ανιψιάς της, και η αδελφή της Ελένη, με πρόσωπο σκαλισμένο από τους πόνους και τις κακουχίες, μαυροφορεμένη και σεβάσμια γερόντισσα. Μεγάλοι Έλληνες, ψιθύρισα μέσα μου.
Βέρος Μονεμβασιώτης ο μπαρμπα-Μήτσος, η Δημήτριος Γιαννούκος, ένας από τους ελαχιστότατους (5-8 πρόσωπα) που διαμένουν εντός του Κάστρου καθ' όλη την περίοδο του έτους, χειμώνα καλοκαίρι. Την τελευταία μας βραδιά τον συναντήσαμε σε ένα καφέ πλησίον του ''Ελκομένου'', άδειο από κόσμο. Τη βραδιά εκείνη (30.8.2010) το Κάστρο είχε αδειάσει και μπορούσες κάπως μυστηριακά να βαδίσεις μέσα στα πέτρινα σοκάκια, ως να φτάσεις στο μεγάλο πλάτωμα μπροστά από την Χρυσαφίτισσα, όπου σηκώνοντας το βλέμμα έβλεπες έναν ουρανό μεγαλειώδη, με εκατοντάδες άστρα μέσα στη βραδινή σιγαλιά. "Έρχονται πολλοί και τους δίνω συνέντευξη. Το αποκορύφωμα η αποστολή εξαμελούς συνεργείου της Γερμανικής Κρατικής Τηλεόρασης προ 5 χρόνων, στο οποίο έδωσα λόγω ενδιαφέροντος 4 συνεντεύξεις. Τα έχω ζήσει όλα και τους γνωρίζω όλους. Επί Κατοχής ήμουν φούρναρης εδώ μέσα στο Κάστρο και έσωσα πολύν κόσμο... με τα ψωμιά που έφτιαχνα, έχοντας ως συνεργάτες μου δυο νεαρούς Γερμανούς." Μιλεί και κάποια στιγμή απότομα σταματά. Δακρύζει. Συγκινείται. Φέρνει στον νου του γενιές ολόκληρες ανθρώπων που πέρασαν από εκεί, φουρνιές ανθρώπων που "πέρασαν από τα χέρια" του. Είναι 87 ετών και όπως μας εξομολογείται, τα τελευταία 25 χρόνια είναι αυτός που καίει τον Ιούδα τη Λαμπρή, αφού πρώτα τον κατασκευάσει και τον ντύσει. "Από παιδάκι ξυπόλυτο είχα μάθει τα φυτίλια και τα δυναμιτάκια. Ζητώ από τους γύρω μου κανένα πολυφορεμένο κοστούμι, κανένα πουκάμισο και τα λοιπά. Τον καίω με τρόπο που εντυπωσιάζει όλους εκείνους που είναι εδώ το Πάσχα." Μας μιλεί για το θαύμα της εικόνας της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας. "Είμαι θρήσκος εγώ, πιστεύω", λέει, και σταυροκοπιέται. Νέος ήταν, λέει, ψαράς. Έχει κάνει επίσης χίλιες δυο εργατικές δουλειές. Είναι η γέρικη ψυχή του Κάστρου, αυτή η ανεμοδαρμένη ψυχή που χτυπιέται στα πέτρινα ντουβάρια, στις σκονισμένες συκιές, στα χόρτα και στα φυτά που βγάζουν μύτη μέσα από την πέτρα. Μεγάλη Ελλάδα, ψιθύρισα μέσα μου. Άραγε ποιος θα σε σηκώσει στους ώμους σου, σε ποιον θα πέσει η σκυτάλη όταν...;

(Θα'θελα όταν θα ξαναβρεθώ σε αυτά τα ποτισμένα με Ιστορία χώματα, αυτοί οι δυο άνθρωποι να είναι όπως τους βρήκα: να έχουν ακόμη τη διανοητική διαύγειά τους, τη ζωηρότητα της μνήμης τους, που έχει κρατήσει μέσα της το σχήμα κάθε πέτρας και το σημάδι κάθε σπιτιού.)

Π.Χ.

Υ.Γ.: Για τον Γιάννη Ρίτσο και τον Τάκη Γιαχνή, ίσως μπορέσω και γράψω σε άλλην ευκαιρία.