1/9/10

Μονεμβασιώτες

1.9.2010. Στη φετινή κάθοδό μας στη Λακωνία και με σημείο εκκίνησης τη Γέφυρα Μονεμβασίας, μας δόθηκε η δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να γνωρίσουμε από κοντά δυο "μυθικά" πρόσωπα του Κάστρου. Το πρώτο είναι η περίφημη "κυρα-Ματούλα", η οποία διανύει φέτος το 97ο έτος της ζωής της. Το επώνυμό της είναι Αλμπέρτου και είχε παντρευτεί τον θείο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Η Ματούλα (εκ του Σταματία / Σταματική) μετά τον πόλεμο και για περίπου 5 δεκαετίες άνοιξε με τον σύζυγό της το γνωστό εστιατόριο του Κάστρου (το οποίο αυτήν τη στιγμή "δουλεύει" η ανιψιά της, η οποία συνεχίζει την επιχείρηση) και κατά τα ταπεινά λεγόμενά της, "εξυπηρέτησε όλους εκείνους που έφταναν ως εκεί, ονομαστούς και άσημους, εξασφαλίζοντάς τους και κλίνη και φαγητό". "Ήμουν όλη την ημέρα στο πόδι. Από τις 6 το πρωί ως τις 2 τα ξημερώματα. Έκανα ό,τι μπορούσα και εγώ και ο σύζυγός μου. Θυσίασα τον εαυτό μου για τον τόπο. Αλλά ό,τι κάνει κανείς για τον τόπο του καλό είναι. Ακόμη κι όταν είχα πάθει ένα πρόβλημα φλεβικό και μια Ελβετίδα μπορούσε να με λυτρώσει, προτίμησα να μείνω εδώ. Πώς θα μπορούσα να αφήσω το πόστο;", μας είπε και θελήσαμε αμέσως να γράψουμε κάπου τα λόγια της για να μην λησμονηθούν. Η Ματούλα ήταν η πρωτότοκη από 7 παιδιά, και ύστερα από τον θάνατο του συζύγου της "δούλεψε" το μαγαζί με τον αδελφό της, Γεώργιο. Όταν πέθανε και αυτός, άλλαξε τη στάση της. Μετά το 1992 (εάν θυμόταν καλά ή εγώ ενθυμούμαι καλά) άφησε το εστιατόριο και κάθισε απέναντί του, σε ένα μαγαζάκι όπου επωλούντο είδη λαϊκής τέχνης και τουριστικά. Ήταν η αρχόντισσα του Κάστρου, με ρόλο γενικής επόπτου. Από το Κάστρο "βγήκε" προ 3-4 χρόνων. Τώρα διαμένει στο Έλος Λακωνίας μαζί με τον υιό της. Παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, κατεξοχήν κινητικά, "η καρδιά μου φτερουγίζει και θα'θελα να μπορούσα να ξαναπήγαινα". Η Ματούλα δεν είναι βέρα Μονεμβασιώτισσα (η καταγωγή της είναι από το χωριό Φούτια της Λακωνίας). Δίπλα της στη συμπαθή αυλή της ανιψιάς της, και η αδελφή της Ελένη, με πρόσωπο σκαλισμένο από τους πόνους και τις κακουχίες, μαυροφορεμένη και σεβάσμια γερόντισσα. Μεγάλοι Έλληνες, ψιθύρισα μέσα μου.
Βέρος Μονεμβασιώτης ο μπαρμπα-Μήτσος, η Δημήτριος Γιαννούκος, ένας από τους ελαχιστότατους (5-8 πρόσωπα) που διαμένουν εντός του Κάστρου καθ' όλη την περίοδο του έτους, χειμώνα καλοκαίρι. Την τελευταία μας βραδιά τον συναντήσαμε σε ένα καφέ πλησίον του ''Ελκομένου'', άδειο από κόσμο. Τη βραδιά εκείνη (30.8.2010) το Κάστρο είχε αδειάσει και μπορούσες κάπως μυστηριακά να βαδίσεις μέσα στα πέτρινα σοκάκια, ως να φτάσεις στο μεγάλο πλάτωμα μπροστά από την Χρυσαφίτισσα, όπου σηκώνοντας το βλέμμα έβλεπες έναν ουρανό μεγαλειώδη, με εκατοντάδες άστρα μέσα στη βραδινή σιγαλιά. "Έρχονται πολλοί και τους δίνω συνέντευξη. Το αποκορύφωμα η αποστολή εξαμελούς συνεργείου της Γερμανικής Κρατικής Τηλεόρασης προ 5 χρόνων, στο οποίο έδωσα λόγω ενδιαφέροντος 4 συνεντεύξεις. Τα έχω ζήσει όλα και τους γνωρίζω όλους. Επί Κατοχής ήμουν φούρναρης εδώ μέσα στο Κάστρο και έσωσα πολύν κόσμο... με τα ψωμιά που έφτιαχνα, έχοντας ως συνεργάτες μου δυο νεαρούς Γερμανούς." Μιλεί και κάποια στιγμή απότομα σταματά. Δακρύζει. Συγκινείται. Φέρνει στον νου του γενιές ολόκληρες ανθρώπων που πέρασαν από εκεί, φουρνιές ανθρώπων που "πέρασαν από τα χέρια" του. Είναι 87 ετών και όπως μας εξομολογείται, τα τελευταία 25 χρόνια είναι αυτός που καίει τον Ιούδα τη Λαμπρή, αφού πρώτα τον κατασκευάσει και τον ντύσει. "Από παιδάκι ξυπόλυτο είχα μάθει τα φυτίλια και τα δυναμιτάκια. Ζητώ από τους γύρω μου κανένα πολυφορεμένο κοστούμι, κανένα πουκάμισο και τα λοιπά. Τον καίω με τρόπο που εντυπωσιάζει όλους εκείνους που είναι εδώ το Πάσχα." Μας μιλεί για το θαύμα της εικόνας της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας. "Είμαι θρήσκος εγώ, πιστεύω", λέει, και σταυροκοπιέται. Νέος ήταν, λέει, ψαράς. Έχει κάνει επίσης χίλιες δυο εργατικές δουλειές. Είναι η γέρικη ψυχή του Κάστρου, αυτή η ανεμοδαρμένη ψυχή που χτυπιέται στα πέτρινα ντουβάρια, στις σκονισμένες συκιές, στα χόρτα και στα φυτά που βγάζουν μύτη μέσα από την πέτρα. Μεγάλη Ελλάδα, ψιθύρισα μέσα μου. Άραγε ποιος θα σε σηκώσει στους ώμους σου, σε ποιον θα πέσει η σκυτάλη όταν...;

(Θα'θελα όταν θα ξαναβρεθώ σε αυτά τα ποτισμένα με Ιστορία χώματα, αυτοί οι δυο άνθρωποι να είναι όπως τους βρήκα: να έχουν ακόμη τη διανοητική διαύγειά τους, τη ζωηρότητα της μνήμης τους, που έχει κρατήσει μέσα της το σχήμα κάθε πέτρας και το σημάδι κάθε σπιτιού.)

Π.Χ.

Υ.Γ.: Για τον Γιάννη Ρίτσο και τον Τάκη Γιαχνή, ίσως μπορέσω και γράψω σε άλλην ευκαιρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: