23.12.2010
(Ας πω, την δωδεκάτην..., και δυο λόγια για πέντε κορίτσια του κελιού 201.)
Στο κελί 201
Στο "κελί" διακόσια ένα
μπήκε ως πνεύμα ένας μάγος
που τα δώρα του ένα ένα
σέρνει έρποντας ο σπάγγος.
Στα άδεια έδρανα αντικρίζει
γυναικείας κόμης ίνες
μια Θεοτόκο να δακρύζει
δυο σωσίβια-ασπιρίνες.
Τα χαρτιά απλωμένα γύρω
εχθρικά παραμονεύουν
ποτισμένα με ίδρο-μύρο
χλιαρά αργοσαλεύουν
καθώς μπαίνει το αγέρι
και τα σπρώχνει ένα χέρι
κάτω απ' του παιδιού το κάδρο
μπρος στων μολυβιών το βάζο.
Παραθύρι ανοιχτό
τα κορίτσια διαφεύγουν
με χαμόγελο σμιχτό
στας οδούς των ταξιδεύουν
πίσω σα σκιά έχει μείνει
μια οπτασία σα χαμίνι
κόκκοι σκόνης αιωρούνται
κιονόκρονα δονούνται
τροχοφόρα που καλπάζουν
οι σειρήνες να ουρλιάζουν
στο γραφείο σιγή· πενθεί
με φορτία επαχθή
έξω βάρβαρη εποχή
μέσα κάποια ανακωχή
ήρωες τραυματισμένοι
στας οικίας των σπρωγμένοι
να "δεθούν" στο φορτιστή τους
να ''λυθούν'' στο φροντιστή τους.
Τότε ο μάγος ζωηρώς
- μην τον δουν οι καθαρίστριες
τον αδράξουν παγερώς
και τον ρίξουν... στις ερπύστριες -
κάθε δώρο επιθέτει
στο άρμα κάθε αμαζόνας
"και ζωή πολλά εις έτη"
συλλαβίζει κατά μόνας.
Στο κορίτσι απ' τα Μελίσσια
"νά' χει ηδύτατον τον βίον"
και σ' εκείνο απ' τα Βριλήσσια
"να εκβάλλει όλο το "πύον"
βρύση οι καλές εμπνεύσεις
η ταχύτης επί πλήκτρων
αύρα οι επιδαψιλεύσεις
η σπιρτάδα εκ των... σπίρτων".
Στο κορίτσι της Τραπέζης
"συ στα δάχτυλα να παίζεις
άπασας νομολογίας
με την χάριν της Αγίας".
Στην τεχνίτρα των σελίδων
ροδομάγουλη Σαπφώ
"με πνοήν ρόδων σκελίδων
ν' αποκρίνεσαι σαφώς".
Και σ' εκείνη που προϊσταται
"πάντα νοερώς ν' αφίσταται
σε γαλήνιες πολιτείες
για ηδονές και αλητείες
μακριά απ' τα θηρία
τα μαντρόσκυλα τα κρύα
την εκ φύσεως μοχθηρία
με μια λέξη: Ελευθερία!".
Στο κελί διακόσια ένα
κάποιος πρόσθεσε και σένα
κι έτσι κάπως μαγικά
σχηματίστηκε εμπρός
μυστικά, μελωδικά
ο καινούριος αριθμός.
Δυο χιλιάδες έντεκα
να'ν' μικρό το παίδεμα
κι ως την επόμενη... αυγή
τα πνεύματά μας διαυγή
σώα στα καβούκια τους
αβλαβή στα λούκια τους
να σκορπούν στα βάθη, πέρα
άνθη· να ποθούν "μια νέα μέρα"·
δίπλα αν είναι η πρεσβεία
μη φοβού... πρεσβυωπία
τα ονείρατα της νιότης
δεν τα "δένει" η... αρχαιότης
ίπτανται στα βάθη, πέρα
με λαμπρότατον αστέρα.
Καλή χρονιά!
(Π.Χ.)
23/12/10
16/12/10
Η χειμερινή σύναξη των κουλτουριαραίων
Το περιμέναμε καιρό, είναι η αλήθεια. Ακούγαμε και διαβάζαμε γι’αυτό... για το υπό δημιουργία πολιτιστικό κέντρο του Ιδρύματος Ωνάση. Κάτι οι υποτροφίες, κάτι, παλαιότερα, τα βραβεία, κάτι το γνωστό καρδιοχειρουργικό κέντρο, πολλοί λόγοι ωθούσαν να περιμένουμε κάτι λίαν ενδιαφέρον. Και η ώρα ήλθε. Και πότε ήλθε… Σε μια συγκυρία απόλυτης απαισιοδοξίας, με μαύρα σύννεφα να πλανώνται πάνω από τη δημόσια σφαίρα της ελληνικής πραγματικότητας, αλλά και στα κατ’ιδίαν πολλών από εμάς, η είδηση για την έναρξη λειτουργίας της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών ακούστηκε σαν ψέμα, σαν ένα ευχάριστο σάστισμα – ή, μάλλον, σαν ένας καθυστερημένος απόηχος που ερχόταν κατευθείαν από τους καιρούς των παχιών αγελάδων, της χρηματιστηριακής φενάκης, της ολυμπιακής αισιοδοξίας, της «ισχυρής Ελλάδας» των πολλών λαμπερών εγκαινίων. Όσο κι αν το πολιτιστικό φαινόμενο, με τον τρόπο του, δείχνει μάλλον να επιβιώνει, έστω και οριακά, στον καιρό της κρίσης (ίσως και ως αυθόρμητη αντίδραση σε αυτήν), το στοίχημα από το νέο άνοιγμα είναι ωραίο και μεγάλο: αντέχει η Αθήνα της αποσύνθεσης έναν νέο πολυχώρο πολιτισμού στα σπλάχνα της; Αρχικά "περιδιάβασα" το πρόγραμμα, στη σύντομη και στην εκτενή εκδοχή του – έχει έναν αέρα φρεσκάδας, μπόλικες δόσεις αγνώστου και συνάμα συναρπαστικού για τον μη ειδήμονα: θα’λεγα ότι θυμίζει πολύ το κατά Λούκον Ελληνικό Φεστιβάλ των τελευταίων ετών. Η οδός Πειραιώς σα να βρήκε χειμερινό στέκι στη λεωφόρο Συγγρού. Ξένοι θίασοι, νεανικά ελληνικά σχήματα, πολύς χορός, απρόβλεπτες μουσικές επιλογές. Και ένας ολόκληρος κύκλος αφιερωμένος στον λόγο. Οι συγκρίσεις με το Μέγαρο Μουσικής, αναπόφευκτες, ξεκαθαρίζουν το τοπίο: οι σπουδαίες ορχήστρες και οι όπερες, τα λαμπερά ονόματα, οι φανταχτερές εκδηλώσεις που γεννούν ουρές στα ταμεία παραμένουν, για την ώρα τουλάχιστον, στο κτίριο της Βασιλίσσης Σοφίας – το πρόγραμμα εδώ είναι πιο εναλλακτικό, ανοιχτό και σε είδη που εκ των πραγμάτων στο ναό της κλασικής μουσικής είναι περιθωριοποιημένα.
Το κτίριο το έβλεπα από καιρό λόγω και επαγγελματικής γειτνίασης: τελειωμένο πια, είναι μάλλον αδιάφορο την ημέρα, αλλά πραγματικά μαγικό με νυχτερινό φωτισμό – μοιάζει σαν ένα κέλυφος να επικρέμαται στο κενό πάνω από τον σκελετό. Κυριακή αργά το απόγευμα με την πολυπόθητη πρόσκληση ανά χείρας και με κρύο τσουχτερό στο δρόμο ήρθε και η ώρα της πρώτης επίσκεψης – ήταν ωραία η ιδέα της «υποδοχής» του κοινού με μικρά αντιπροσωπευτικά δείγματα από το πρόγραμμα που θα ακολουθήσει. Πρώτες εντυπώσεις: ο χώρος θέλει ακόμα δουλειά για να είναι πλήρως έτοιμος – στην πρώτη τουλάχιστον εικόνα φάνηκε ότι αξιοποιεί περισσότερο το ύψος παρά το πλάτος (πέντε όροφοι και ένα υπόγειο επίπεδο για τις εκδηλώσεις, φουαγιέ σχετικά μικρά). Οι χώροι γενικά όμορφοι, με μοντέρνο σχεδιασμό και αισθητική. Και η Μικρή Σκηνή στην οποία πήγα ευπρόσωπη και λειτουργική. Το απόσπασμα από την (υπό προετοιμασία) παράσταση «Πόλη-κράτος» της άγνωστής μου ως τώρα θεατρικής ομάδας Κανιγκούντα μια πολύ ευχάριστη έκπληξη – κάτι σα δραματοποιημένη απεικόνιση της σύγχρονης ιστορίας της Αθήνας μου φάνηκε, μέσα από λόγια και στιγμές προσώπων που πρωταγωνίστησαν σε αυτήν – κορυφαία στιγμή η μίμηση του διδύμου Μαρινέλα-Χατζής που έκανε θραύση τη δεκαετία του 1970. Στο υπόγειο μια φωτογραφική έκθεση ήταν αφιερωμένη στα τραχιά και ως επί το πλείστον ανέκφραστα στην πολυγλωσσία τους πρόσωπα των αφανών εργατών-δημιουργών του κτιρίου – σπουδαία ιδέα, σε ανοιχτό (και ομολογημένο) διάλογο με τον Μπρεχτ και τις «Απορίες ενός εργάτη που διαβάζει» – και στο τέλος της βραδιάς, στο υπόγειο πάντα, οι Eva & the Apples σε ένα όμορφο μουσικό ταξίδι ανά τον κόσμο με γνωστές και αγαπημένες μελωδίες. Το κοινό της βραδιάς περιλάμβανε λίγο από όλες τις ηλικίες – με τον τόνο ωστόσο να τον δίνει ο νεαρόκοσμος γύρω στα 22-30, του είδους που περιμένεις να δεις να γεμίζει τις Νύχτες Πρεμιέρας κάθε Σεπτέμβρη ή να στηρίζει τις μικρές θεατρικές και μουσικές σκηνές. Ορισμένοι γνωρίζονταν μεταξύ τους ή και με τους καλλιτέχνες της βραδιάς – στο μικρό μπαράκι του ισογείου η ατμόσφαιρα κατά τις 20.30 έμοιαζε περισσότερο με ένα άτυπο παρτάκι μεταξύ φίλων παρά με μια συνάθροιση αγνώστων από όλη την Αθήνα. Γενικά, ένας αέρας φρεσκάδας και ποιότητας συνάμα, που δικαίωνε την αίσθηση που αποκόμιζε κανείς ξεφυλλίζοντας το πρόγραμμα. Το μεγάλο στοίχημα, βέβαια, μόλις τώρα αρχίζει… θα αντέξει η Στέγη στη σχέση της με το κοινό; Η γεωγραφική θέση της στην Αθήνα είναι μέρος ουσιαστικό του στοιχήματος – θα γίνει η no man’s land της Συγγρού (καταμεσίς του μοναδικού αθηναϊκού highway και κοντά σε εμβληματικά κτίσματα εντελώς διαφορετικών χρήσεων) στέκι όπως έγινε η αντίστοιχη της προκεχωρημένης οδού Πειραιώς στην καλοκαιρινή Αθήνα; Οι προσεχείς μήνες θα δείξουν. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι σε μια τόσο ζοφερή συγκυρία ένας ιδιωτικός φορέας προχωρά σε μια δυναμική κίνηση στον ταλαίπωρο χώρο του πολιτισμού αποτελεί μια ακτίνα ελπίδας, μια πολύτιμη ένεση ηθικού για όλους μας – είτε κινούμαστε σε αυτόν το χώρο, είτε όχι.
Χ.Α.
Το κτίριο το έβλεπα από καιρό λόγω και επαγγελματικής γειτνίασης: τελειωμένο πια, είναι μάλλον αδιάφορο την ημέρα, αλλά πραγματικά μαγικό με νυχτερινό φωτισμό – μοιάζει σαν ένα κέλυφος να επικρέμαται στο κενό πάνω από τον σκελετό. Κυριακή αργά το απόγευμα με την πολυπόθητη πρόσκληση ανά χείρας και με κρύο τσουχτερό στο δρόμο ήρθε και η ώρα της πρώτης επίσκεψης – ήταν ωραία η ιδέα της «υποδοχής» του κοινού με μικρά αντιπροσωπευτικά δείγματα από το πρόγραμμα που θα ακολουθήσει. Πρώτες εντυπώσεις: ο χώρος θέλει ακόμα δουλειά για να είναι πλήρως έτοιμος – στην πρώτη τουλάχιστον εικόνα φάνηκε ότι αξιοποιεί περισσότερο το ύψος παρά το πλάτος (πέντε όροφοι και ένα υπόγειο επίπεδο για τις εκδηλώσεις, φουαγιέ σχετικά μικρά). Οι χώροι γενικά όμορφοι, με μοντέρνο σχεδιασμό και αισθητική. Και η Μικρή Σκηνή στην οποία πήγα ευπρόσωπη και λειτουργική. Το απόσπασμα από την (υπό προετοιμασία) παράσταση «Πόλη-κράτος» της άγνωστής μου ως τώρα θεατρικής ομάδας Κανιγκούντα μια πολύ ευχάριστη έκπληξη – κάτι σα δραματοποιημένη απεικόνιση της σύγχρονης ιστορίας της Αθήνας μου φάνηκε, μέσα από λόγια και στιγμές προσώπων που πρωταγωνίστησαν σε αυτήν – κορυφαία στιγμή η μίμηση του διδύμου Μαρινέλα-Χατζής που έκανε θραύση τη δεκαετία του 1970. Στο υπόγειο μια φωτογραφική έκθεση ήταν αφιερωμένη στα τραχιά και ως επί το πλείστον ανέκφραστα στην πολυγλωσσία τους πρόσωπα των αφανών εργατών-δημιουργών του κτιρίου – σπουδαία ιδέα, σε ανοιχτό (και ομολογημένο) διάλογο με τον Μπρεχτ και τις «Απορίες ενός εργάτη που διαβάζει» – και στο τέλος της βραδιάς, στο υπόγειο πάντα, οι Eva & the Apples σε ένα όμορφο μουσικό ταξίδι ανά τον κόσμο με γνωστές και αγαπημένες μελωδίες. Το κοινό της βραδιάς περιλάμβανε λίγο από όλες τις ηλικίες – με τον τόνο ωστόσο να τον δίνει ο νεαρόκοσμος γύρω στα 22-30, του είδους που περιμένεις να δεις να γεμίζει τις Νύχτες Πρεμιέρας κάθε Σεπτέμβρη ή να στηρίζει τις μικρές θεατρικές και μουσικές σκηνές. Ορισμένοι γνωρίζονταν μεταξύ τους ή και με τους καλλιτέχνες της βραδιάς – στο μικρό μπαράκι του ισογείου η ατμόσφαιρα κατά τις 20.30 έμοιαζε περισσότερο με ένα άτυπο παρτάκι μεταξύ φίλων παρά με μια συνάθροιση αγνώστων από όλη την Αθήνα. Γενικά, ένας αέρας φρεσκάδας και ποιότητας συνάμα, που δικαίωνε την αίσθηση που αποκόμιζε κανείς ξεφυλλίζοντας το πρόγραμμα. Το μεγάλο στοίχημα, βέβαια, μόλις τώρα αρχίζει… θα αντέξει η Στέγη στη σχέση της με το κοινό; Η γεωγραφική θέση της στην Αθήνα είναι μέρος ουσιαστικό του στοιχήματος – θα γίνει η no man’s land της Συγγρού (καταμεσίς του μοναδικού αθηναϊκού highway και κοντά σε εμβληματικά κτίσματα εντελώς διαφορετικών χρήσεων) στέκι όπως έγινε η αντίστοιχη της προκεχωρημένης οδού Πειραιώς στην καλοκαιρινή Αθήνα; Οι προσεχείς μήνες θα δείξουν. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι σε μια τόσο ζοφερή συγκυρία ένας ιδιωτικός φορέας προχωρά σε μια δυναμική κίνηση στον ταλαίπωρο χώρο του πολιτισμού αποτελεί μια ακτίνα ελπίδας, μια πολύτιμη ένεση ηθικού για όλους μας – είτε κινούμαστε σε αυτόν το χώρο, είτε όχι.
Χ.Α.
8/12/10
Επιστρέφοντας
8.12.2010
Με τα χρόνια μαζεύτηκαν μέσα μας πολλά, αναμνήσεις και θολές φωτογραφίες. Είπες να κινήσεις γι' αλλού, να ταξιδέψεις σε άλλα πελάγη, αλλά αυτές όλες οι δυνάμεις έχουν στεριώσει μέσα σου. Βράχος ολόκληρος. Πώς να τον ξεριζώσεις; Κι έτσι όλοι κάπως επιστρέφουμε στα παλιά γνώριμα μονοπάτια, αυτά που ποτίστηκαν με την αλμύρα των γιαλών και το δάκρυ και τον ίδρο.
Επιστρέφουμε σαν απολωλότα πρόβατα. Στο πατρικό σπίτι. Στα όνειρά μας με τους απολεσθέντες γονείς, αδελφούς και φίλους. Στα στενοσόκακα της εφηβείας μας. Στα παλιά τετράδια με τα γράμματα και τους αριθμούς καρφιτσωμένους ως παλαιά ήθη. Στις ωραίες μας συνήθειες. Στη μουσική που ακούγαμε μεγαλώνοντας.
Οι δεσμοί με το παρελθόν και τους συντρόφους μας είναι ακατάλυτοι. Μια συγκίνηση, μια περιέργεια, ένα καταπιεσμένο πάντοτε ενδιαφέρον σε τρώγει, τι γίνονται οι άλλοι σε αυτόν τον ζωικό λαβύρινθο, πώς πορεύονται, πώς δέχονται τα μηνύματα των καιρών; Η συνοδοιπορία μας ήταν ανέκαθεν το κρυφό μας όπλο, η μυστική μας δύναμη. Οι ξένες αγκαλιές είναι τόσο κρύες, οι υποψήφιοι έρωτες, οι αδοκίμαστες φιλίες. Σφάζοντας μέσα μας την καθαρότητα του βλέμματος, επιχειρώντας να στρεβλώσουμε ό,τι εκ φύσεως γεννήθηκε με την προοπτική του μέλλοντος και της συνέχειας, διαπράττουμε ένα έγκλημα εις βάρος της ψυχής μας. Σαν να προδίδουμε το κύριο μέρος των αξιών μας. Θα μπορούσε κανείς εύκολα και τεχνητά, με σοφιστείες και τεχνάσματα, να παρουσιάσει το άσπρο μαύρο και να ακυρώσει τα παραδεδεγμένα εν μιά νυκτί. Αλλά την ίδια στιγμή βλέπει να εναντιώνεται σε αυτή την προπαγάνδα το έτερο ήμισυ του Εγώ του. Λουλούδι που ανθίζει και σου δίνει έστω και μια ψεύτικη χαρά πώς μπορείς να το κλαδέψεις ως άοσμο; Αυτή η προδοσία φαίνεται στα μάτια, εκεί που η συνείδηση βάζει τη σφραγίδα της αλήθειας.
Επιστρέφοντας λοιπόν. Μισός αθώος και μισός ένοχος. Παίζοντας μόνος στη ρουλέτα των ακριβών συναισθημάτων. Σε ένα παιχνίδι εσωτερικό και αθόρυβο, που δεν λέγεται τίποτε από τους κανόνες και την έκβασή του, από τις διακυμάνσεις και τις μυστικές αποχρώσεις, σε όλα αυτά που ζωγραφίζονται μέσα σου όταν οι άλλοι είναι παρόντες και όταν οι άλλοι είναι απόντες.
Δεν μπορώ να σε ξεπεράσω, εσέ, παλαιέ κόσμε.
Δεν έχω βρει πηγή χαράς, μόνο θλίψης στη νέα τάξη πραγμάτων.
Οι εικόνες του χθες είναι κατακτήσεις, όπως είπαμε με ιδρώτα και πόνο.
Πώς να υπερβείς τα επιτεύγματα τόσων χρόνων;
Ξαναπαίζεται μέσα μας, πάλι και πάλι, το φιλμάκι ενός κραταιού παρελθόντος. Επανέρχονται τα λόγια, οι πόζες, τα φιλιά, οι καταθέσεις μυστικών στιγμών, οι αδεξιότητες, τα λάθη, οι παλιές αγάπες.
Εκεί που πας να σβήσεις μονοκοντυλιά ό,τι θεωρείς ξεθυμασμένο, εκεί το αναζητείς σαν τρελός, ένας έρωτας με πάθος, μια αρρώστια του νου, μια διαστροφή της μνήμης.
Τα νέα μας θέλουν να βρουν θέση μέσα μας, να μπουν στις ράγ(ι)ες τους. Η υποδομή έχει φτιαχτεί από το παρελθόν, κι γι' αυτό φορέας υποδοχής τους είναι αυτός ο παλαιός κόσμος, που τον συνθέτουν πρόσωπα, πράγματα, εικόνες.
Ξαναγυρνούμε στο σπίτι μας. Επιστρέφουμε στην παλαιά συνταγή. Στα σταθερά έστω και στα στάσιμα, στα προβλέψιμα έστω και στα ανιαρά, στα δοκιμασμένα.
Ξεκινούμε από την αρχή. Β΄ ημίχρονο μιας τυφλής ζωής. Προχωρούμε. Κι όπου μας βγάλει.
Όταν τραγουδάμε η συγκίνηση μάς λούζει, ριγούμε. Όταν χορεύουμε η χαρά μας σκούζει, πονούμε.
Είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Προσπαθήσαμε να αποφύγουμε ο ένας τον άλλον. Τελικά νίκησε για άλλη μία φορά ο νόστος.
Με τα χρόνια μαζεύτηκαν μέσα μας πολλά, αναμνήσεις και θολές φωτογραφίες. Είπες να κινήσεις γι' αλλού, να ταξιδέψεις σε άλλα πελάγη, αλλά αυτές όλες οι δυνάμεις έχουν στεριώσει μέσα σου. Βράχος ολόκληρος. Πώς να τον ξεριζώσεις; Κι έτσι όλοι κάπως επιστρέφουμε στα παλιά γνώριμα μονοπάτια, αυτά που ποτίστηκαν με την αλμύρα των γιαλών και το δάκρυ και τον ίδρο.
Επιστρέφουμε σαν απολωλότα πρόβατα. Στο πατρικό σπίτι. Στα όνειρά μας με τους απολεσθέντες γονείς, αδελφούς και φίλους. Στα στενοσόκακα της εφηβείας μας. Στα παλιά τετράδια με τα γράμματα και τους αριθμούς καρφιτσωμένους ως παλαιά ήθη. Στις ωραίες μας συνήθειες. Στη μουσική που ακούγαμε μεγαλώνοντας.
Οι δεσμοί με το παρελθόν και τους συντρόφους μας είναι ακατάλυτοι. Μια συγκίνηση, μια περιέργεια, ένα καταπιεσμένο πάντοτε ενδιαφέρον σε τρώγει, τι γίνονται οι άλλοι σε αυτόν τον ζωικό λαβύρινθο, πώς πορεύονται, πώς δέχονται τα μηνύματα των καιρών; Η συνοδοιπορία μας ήταν ανέκαθεν το κρυφό μας όπλο, η μυστική μας δύναμη. Οι ξένες αγκαλιές είναι τόσο κρύες, οι υποψήφιοι έρωτες, οι αδοκίμαστες φιλίες. Σφάζοντας μέσα μας την καθαρότητα του βλέμματος, επιχειρώντας να στρεβλώσουμε ό,τι εκ φύσεως γεννήθηκε με την προοπτική του μέλλοντος και της συνέχειας, διαπράττουμε ένα έγκλημα εις βάρος της ψυχής μας. Σαν να προδίδουμε το κύριο μέρος των αξιών μας. Θα μπορούσε κανείς εύκολα και τεχνητά, με σοφιστείες και τεχνάσματα, να παρουσιάσει το άσπρο μαύρο και να ακυρώσει τα παραδεδεγμένα εν μιά νυκτί. Αλλά την ίδια στιγμή βλέπει να εναντιώνεται σε αυτή την προπαγάνδα το έτερο ήμισυ του Εγώ του. Λουλούδι που ανθίζει και σου δίνει έστω και μια ψεύτικη χαρά πώς μπορείς να το κλαδέψεις ως άοσμο; Αυτή η προδοσία φαίνεται στα μάτια, εκεί που η συνείδηση βάζει τη σφραγίδα της αλήθειας.
Επιστρέφοντας λοιπόν. Μισός αθώος και μισός ένοχος. Παίζοντας μόνος στη ρουλέτα των ακριβών συναισθημάτων. Σε ένα παιχνίδι εσωτερικό και αθόρυβο, που δεν λέγεται τίποτε από τους κανόνες και την έκβασή του, από τις διακυμάνσεις και τις μυστικές αποχρώσεις, σε όλα αυτά που ζωγραφίζονται μέσα σου όταν οι άλλοι είναι παρόντες και όταν οι άλλοι είναι απόντες.
Δεν μπορώ να σε ξεπεράσω, εσέ, παλαιέ κόσμε.
Δεν έχω βρει πηγή χαράς, μόνο θλίψης στη νέα τάξη πραγμάτων.
Οι εικόνες του χθες είναι κατακτήσεις, όπως είπαμε με ιδρώτα και πόνο.
Πώς να υπερβείς τα επιτεύγματα τόσων χρόνων;
Ξαναπαίζεται μέσα μας, πάλι και πάλι, το φιλμάκι ενός κραταιού παρελθόντος. Επανέρχονται τα λόγια, οι πόζες, τα φιλιά, οι καταθέσεις μυστικών στιγμών, οι αδεξιότητες, τα λάθη, οι παλιές αγάπες.
Εκεί που πας να σβήσεις μονοκοντυλιά ό,τι θεωρείς ξεθυμασμένο, εκεί το αναζητείς σαν τρελός, ένας έρωτας με πάθος, μια αρρώστια του νου, μια διαστροφή της μνήμης.
Τα νέα μας θέλουν να βρουν θέση μέσα μας, να μπουν στις ράγ(ι)ες τους. Η υποδομή έχει φτιαχτεί από το παρελθόν, κι γι' αυτό φορέας υποδοχής τους είναι αυτός ο παλαιός κόσμος, που τον συνθέτουν πρόσωπα, πράγματα, εικόνες.
Ξαναγυρνούμε στο σπίτι μας. Επιστρέφουμε στην παλαιά συνταγή. Στα σταθερά έστω και στα στάσιμα, στα προβλέψιμα έστω και στα ανιαρά, στα δοκιμασμένα.
Ξεκινούμε από την αρχή. Β΄ ημίχρονο μιας τυφλής ζωής. Προχωρούμε. Κι όπου μας βγάλει.
Όταν τραγουδάμε η συγκίνηση μάς λούζει, ριγούμε. Όταν χορεύουμε η χαρά μας σκούζει, πονούμε.
Είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Προσπαθήσαμε να αποφύγουμε ο ένας τον άλλον. Τελικά νίκησε για άλλη μία φορά ο νόστος.
2/12/10
Μπροστά στους πίνακες ασυγκίνητος
2.12.2010
Το "Παρασκήνιο" της 1ης Δεκεμβρίου έστησε την κάμερά του στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, όπου ένας νέος θεσμός ανέτειλε με την ευκαιρία της έκθεσης έργων του συλλέκτη-δικηγόρου Σωτήρη Φέλιου: το κοινό σε στάση ορθή στέκεται απέναντι στα ζωγραφικά έργα, μπροστά από τα οποία, ομιλών προστάτης τους, ο ίδιος ο καλλιτέχνης, αναγκαστικά ομιλεί για την κρυφή του δραστηριότητα. Εκείνο που από την πρώτη στιγμή αντιλαμβάνεται ο τηλεθεατής είναι η αμηχανία τόσο του καλλιτέχνη όσο και του κοινού. Οι τρεις πρώτοι ζωγράφοι που στάθηκαν με φόντο τα έργα τους ήταν οι Μποκόρος, Σακαγιάν και Μαντζαβίνος. Καθένας από τους οποίους κι ένας διαφορετικός χαρακτήρας, τουλάχιστον με βάση τα όσα ολίγα εξέφεραν στο χρόνο της εκπομπής. Ο Μποκόρος με θεωρητική κατάρτιση σε βαθμό που αδυνατούσε κανείς να πιάσει ένα φωτεινό κατανοητό σημείο των λεγομένων του - ο Σακαγιάν μού θύμισε νεολαίους με ελαφρώς επηρμένο εξυπνακίστικο ύφος - ενώ ο Μαντζαβίνος κρυφοαλαζών, ειδικά με εκείνο το "Ο τενεκές θα παραμένει τενεκές". Δεν μπορώ να μιλήσω ως τεχνοκριτικός για τη μοντέρνα νεοελληνική τέχνη, το σίγουρο είναι ότι ελάχιστα με άγγιξαν τα έργα των τριών παραπάνω ζωγράφων, παρά τους όποιους αντίθετους ισχυρισμούς θα μπορούσε να προβάλει ένας ειδήμων, ισχυρισμούς για τη σύνθεση, τα χρώματα, το μήνυμα, τις μορφές κ.λπ. Είναι φανερό ότι η σύγχρονη τέχνη με ξεπερνά, πηγαίνω σίγουρα με τα παλιά, τα κλασικά, κι ενώ περίπου μπορώ να καταλάβω τι θα ήθελε να πει ο καλλιτέχνης με το έργο του, ουδεμία συγκίνηση σχηματίζεται μέσα μου. Τα έργα μού φαίνονται άγουστα, δίχως κάλλος αισθητικό, με μια γραφή ναι μεν συνεπή στο ξόμπλι της, και ταυτόχρονα προσαρμοσμένα στην α-σχήμια της πόλης και του σύγχρονου κόσμου. Δεν θα αγόραζα κανένα από τα έργα που έδειξε η κάμερα ώστε να βαυκαλίζομαι ότι θα μου χαρίσει την αιώνια λαχτάρα και συγκίνηση. Αναμείξεις ετερόκλιτων στοιχείων, μοντέρνα επίδειξη πρωτοτυπίας, προσωποκεντρικές συνθέσεις που θυμίζουν το βρώμικο πλήθος των αθηναϊκών δρόμων ή το κοινό ενός τηλεπαιχνιδιού, και από όλα αυτά μόνο ένας εγκεφαλικός ερεθισμός, ένα αίνιγμα ταυτότητας και ιδέας, αλλά ως εκεί: το κάλλος απέξω. Πιστεύω ότι και το κοινό με την ίδια αμηχανία βλέπει τα πράγματα. Η σιωπή του είναι ακριβώς ότι ελάχιστα τον μαγνητίζει το έργο ώστε να ξεχειλίζει η λεκτική του επιδοκιμασία. Και βέβαια τα προσχήματα δεν σου επιτρέπουν και μάλιστα παρουσία κάμερας να πεις "δεν με συγκινούν τα έργα σου, κύριε καλλιτέχνα". Αλλά κι ο καλλιτέχνης τι να πει, όταν όλο αυτό είναι στημένο; Σάμπως συναντά τόσους πολλούς φιλότεχνους στον δρόμο που του ζητούν αυτόγραφο και υπόσχεση συνομιλίας για το έργο του; Στην Ελλάδα δεν διδάσκεται η καλλιτεχνική έκφραση και κατά βάση όλοι είμαστε ζωγραφικά αναλφάβητοι. Πιστεύω ότι στην περίπτωση αυτή, με το ζόρι προσπαθείς να δικαιολογήσεις την αξία του έργου, τεντώνεσαι μέσα σου για να βρεις κάτι άξιο λόγου, ναι, το ομολογώ, δεν αντέχω τους καλλιτεχνικούς πρωτοποριακούς πειραματισμούς τού σήμερα. Το δέος που νιώθει κανείς μπροστά σε έναν αναγεννησιακό ζωγράφο ή σε έναν Έλληνα ζωγράφο της Σχολής του Μονάχου δεν συγκρίνεται με αυτό το συναισθηματικό κράμα απώθησης, ελαφράς ανοχής ή και βωβής "δοκιμασίας" που γεννάται σε τέτοιες περιπτώσεις. Περί ορέξεως βέβαια κολοκυθόπιτα.
Τεχνικώς βέβαια η εκπομπή ήταν άψογη.
Π.Χ.
Το "Παρασκήνιο" της 1ης Δεκεμβρίου έστησε την κάμερά του στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, όπου ένας νέος θεσμός ανέτειλε με την ευκαιρία της έκθεσης έργων του συλλέκτη-δικηγόρου Σωτήρη Φέλιου: το κοινό σε στάση ορθή στέκεται απέναντι στα ζωγραφικά έργα, μπροστά από τα οποία, ομιλών προστάτης τους, ο ίδιος ο καλλιτέχνης, αναγκαστικά ομιλεί για την κρυφή του δραστηριότητα. Εκείνο που από την πρώτη στιγμή αντιλαμβάνεται ο τηλεθεατής είναι η αμηχανία τόσο του καλλιτέχνη όσο και του κοινού. Οι τρεις πρώτοι ζωγράφοι που στάθηκαν με φόντο τα έργα τους ήταν οι Μποκόρος, Σακαγιάν και Μαντζαβίνος. Καθένας από τους οποίους κι ένας διαφορετικός χαρακτήρας, τουλάχιστον με βάση τα όσα ολίγα εξέφεραν στο χρόνο της εκπομπής. Ο Μποκόρος με θεωρητική κατάρτιση σε βαθμό που αδυνατούσε κανείς να πιάσει ένα φωτεινό κατανοητό σημείο των λεγομένων του - ο Σακαγιάν μού θύμισε νεολαίους με ελαφρώς επηρμένο εξυπνακίστικο ύφος - ενώ ο Μαντζαβίνος κρυφοαλαζών, ειδικά με εκείνο το "Ο τενεκές θα παραμένει τενεκές". Δεν μπορώ να μιλήσω ως τεχνοκριτικός για τη μοντέρνα νεοελληνική τέχνη, το σίγουρο είναι ότι ελάχιστα με άγγιξαν τα έργα των τριών παραπάνω ζωγράφων, παρά τους όποιους αντίθετους ισχυρισμούς θα μπορούσε να προβάλει ένας ειδήμων, ισχυρισμούς για τη σύνθεση, τα χρώματα, το μήνυμα, τις μορφές κ.λπ. Είναι φανερό ότι η σύγχρονη τέχνη με ξεπερνά, πηγαίνω σίγουρα με τα παλιά, τα κλασικά, κι ενώ περίπου μπορώ να καταλάβω τι θα ήθελε να πει ο καλλιτέχνης με το έργο του, ουδεμία συγκίνηση σχηματίζεται μέσα μου. Τα έργα μού φαίνονται άγουστα, δίχως κάλλος αισθητικό, με μια γραφή ναι μεν συνεπή στο ξόμπλι της, και ταυτόχρονα προσαρμοσμένα στην α-σχήμια της πόλης και του σύγχρονου κόσμου. Δεν θα αγόραζα κανένα από τα έργα που έδειξε η κάμερα ώστε να βαυκαλίζομαι ότι θα μου χαρίσει την αιώνια λαχτάρα και συγκίνηση. Αναμείξεις ετερόκλιτων στοιχείων, μοντέρνα επίδειξη πρωτοτυπίας, προσωποκεντρικές συνθέσεις που θυμίζουν το βρώμικο πλήθος των αθηναϊκών δρόμων ή το κοινό ενός τηλεπαιχνιδιού, και από όλα αυτά μόνο ένας εγκεφαλικός ερεθισμός, ένα αίνιγμα ταυτότητας και ιδέας, αλλά ως εκεί: το κάλλος απέξω. Πιστεύω ότι και το κοινό με την ίδια αμηχανία βλέπει τα πράγματα. Η σιωπή του είναι ακριβώς ότι ελάχιστα τον μαγνητίζει το έργο ώστε να ξεχειλίζει η λεκτική του επιδοκιμασία. Και βέβαια τα προσχήματα δεν σου επιτρέπουν και μάλιστα παρουσία κάμερας να πεις "δεν με συγκινούν τα έργα σου, κύριε καλλιτέχνα". Αλλά κι ο καλλιτέχνης τι να πει, όταν όλο αυτό είναι στημένο; Σάμπως συναντά τόσους πολλούς φιλότεχνους στον δρόμο που του ζητούν αυτόγραφο και υπόσχεση συνομιλίας για το έργο του; Στην Ελλάδα δεν διδάσκεται η καλλιτεχνική έκφραση και κατά βάση όλοι είμαστε ζωγραφικά αναλφάβητοι. Πιστεύω ότι στην περίπτωση αυτή, με το ζόρι προσπαθείς να δικαιολογήσεις την αξία του έργου, τεντώνεσαι μέσα σου για να βρεις κάτι άξιο λόγου, ναι, το ομολογώ, δεν αντέχω τους καλλιτεχνικούς πρωτοποριακούς πειραματισμούς τού σήμερα. Το δέος που νιώθει κανείς μπροστά σε έναν αναγεννησιακό ζωγράφο ή σε έναν Έλληνα ζωγράφο της Σχολής του Μονάχου δεν συγκρίνεται με αυτό το συναισθηματικό κράμα απώθησης, ελαφράς ανοχής ή και βωβής "δοκιμασίας" που γεννάται σε τέτοιες περιπτώσεις. Περί ορέξεως βέβαια κολοκυθόπιτα.
Τεχνικώς βέβαια η εκπομπή ήταν άψογη.
Π.Χ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)