Σαββάτο βράδυ ώρα οκτώ να πλησιάζει και τριάντα περίπου φιλοσοφικάριοι με μαύρα γυαλιά, πλερέζες και κράνη εφορμούν στην οδό Φρυνίχου και κατεβάζουν την τζαμαρία της προσόψεως ενός θεάτρου διαμαρτυρόμενοι για την άδικη διανομή μιας οικιακής πίτας από την οποία εκείνοι καταπώς λεν αποκλείστηκαν. Πίσω από τον συντετριμμένο υαλοπίνακα η πίτα σε στάσεις προκλητικές, προβαλλόμενη από ψηλά αλλά και από το πλάι, με τον φακό σε μια περίπτωση να έχει κολλήσει το γυαλί του πάνω στο ζαχαρένιο τοίχωμά της. Και δεν έφτανε αυτό, εισήλθαν από τον διάδρομο της εισόδου και αφού έκαναν τζάμι και φτερό το σοβαρό κυλικείο, έφτασαν ως την πλατεία και ωρυόμενοι κράυγαζαν "Φέρτε μας την πίτα καθάρματα, πού την έχετε κρυμμένη;". Η ξαφνική εφόρμησή τους ανάγκασε την μαγείρισσα του θεάτρου να καταφύγει στον εξώστη, ενώ τη μικρή της θυγατέρα στα κεραμίδια.
Την ίδια περίπου ώρα τριάντα ανύποπτοι ποδοσφαιρόφιλοι, παλαιοί οπαδοί του Θρύλου, σέρνονταν πάνω στον οδοντωτό πεζόδρομο του Αγίου Διονυσίου με κατεύθυνση το Μουσείο της Ακρόπολης. Οι δύο μπροστάρηδες της πομπής κουβαλούσαν ένα τεράστιο ταξιδιωτικό λεύκωμα κατάφορτο από παλαιές αλησμόνητες γηπεδικές εμπειρίες, εντός και εκτός Αττικής, εντός και εκτός επικρατείας, εντός και εκτός έδρας. "Ταξιδεύοντας με τον Θρύλο" επιγραφόταν η βίβλος, που ήταν από κείνες που έτσι κι έπεφταν πάνω σε ένα μάρμαρο ή σε μια πλάκα γραφείου, δεν ηδύνατο ουδείς να την αναστήσει. "Θρύλε στα χρόνια τα χαμένα, πάντα επιστρέφω κι έχω σένα", σιγοτραγουδούσαν νοσταλγικά, και το φως της Ακρόπολης αχνοφώτιζε λευκά μαλλάκια, γενάκια, δοντάκια. Ο ένας από τους τριάντα είχε ντυθεί αίμα κόκκινο, ο άλλος κόκκινος τερματοφύλακας, ο τρίτος κοκκινόδερμος. Στο Μουσείο οι επί της υποδοχής τούς οδήγησαν σεβαστικά στον ανελκυστήρα και τους συνόδευσαν ως τον δεύτερο όροφο. Σε λίγο τα πιάτα είχαν ντυθεί κοκκινογούλι και κοκκινόψαρο, ενώ το μεγάλο ταξιδιωτικό λεύκωμα εν είδει κηροπηγίου είχε σταθεί στο μέσο της τραπέζης και από κει έριχνε λοξές ματιές, ή και μπαλιές σε όσους προπονούσαν τις αναμνήσεις τους.
Κι ενώ οι τολμητίες του θεάτρου έφαγαν γρήγορα (σε περίπου 5΄) την ορμή τους, οι ποδοσφαιρόφιλοι ξεκοκκάλισαν ως το μεδούλι την ψαρομερίδα τους κάνοντας κατενάτσιο, δηλαδή τρώγοντας τις λέξεις τους με αργό βασανιστικό ρυθμό, σε σημείο που η γαλανομάτα γκαρσόνα που τους σέρβιρε τούς έπαιρνε τα πιάτα με βιαστικό εκνευρισμό κοιτάζοντας το μεγάλο στρογγυλό ρολόι της.
Κι όταν άδειασε πλέον ο χώρος του εστιατορίου, όλη η παρέα των συγκρατημένων φιλάθλων μπήκε στο σοκάκι του θεάτρου, όπου στα έκπληκτα μάτια όλων ζωγραφίστηκε η γυάλινη καταστροφή. "Θεέ μου", είπε ο ένας, "τι στο διάολο έγινε εδώ;". "Δεν καταλαβαίνεις;" του είπε με νόημα ο άλλος. "Τουρίστες από τη Σαλονίκη έπαιζαν μπάλα με τα παιδιά τους, αλλά, όπως φαίνεται, οι περισσότεροι από αυτούς, ρίχνανε το τόπι στα περιστέρια...". "Ναι, ναι, έχεις δίκιο", είπε ένας από τους ουραγούς, και προτού προλάβει να αποσώσει τη φράση του άθελά του πάτησε ένα σφαγμένο πτηνό που έκειτο νεκρό σαν ματωμένη πετσέτα στο οδόστρωμα. "ΠαλιοΒούλγαροι", μούγκρισε ο προεξάρχων, "θα σας κόψουμε τον λαιμό με τενεκέδες", είπε και μάζεψε από κάτω ένα γυάλινο ορθογώνιο. Το κοίταξε υψώνοντάς το στο φως του φανοστάτη, φως με αίμα, είπε, και το έχωσε εν είδει σελιδοδείκτη μέσα στο λεύκωμα. Ξαφνικά ένα κόκκινο χύθηκε πάνω στο ασπρόμαυρο και το λαβωμένο γόνατο του πεσμένου τραυματία ύστερα από βίαιο τάκλιν έγινε πλέον πειστικό.
Την ίδια περίπου ώρα τριάντα ανύποπτοι ποδοσφαιρόφιλοι, παλαιοί οπαδοί του Θρύλου, σέρνονταν πάνω στον οδοντωτό πεζόδρομο του Αγίου Διονυσίου με κατεύθυνση το Μουσείο της Ακρόπολης. Οι δύο μπροστάρηδες της πομπής κουβαλούσαν ένα τεράστιο ταξιδιωτικό λεύκωμα κατάφορτο από παλαιές αλησμόνητες γηπεδικές εμπειρίες, εντός και εκτός Αττικής, εντός και εκτός επικρατείας, εντός και εκτός έδρας. "Ταξιδεύοντας με τον Θρύλο" επιγραφόταν η βίβλος, που ήταν από κείνες που έτσι κι έπεφταν πάνω σε ένα μάρμαρο ή σε μια πλάκα γραφείου, δεν ηδύνατο ουδείς να την αναστήσει. "Θρύλε στα χρόνια τα χαμένα, πάντα επιστρέφω κι έχω σένα", σιγοτραγουδούσαν νοσταλγικά, και το φως της Ακρόπολης αχνοφώτιζε λευκά μαλλάκια, γενάκια, δοντάκια. Ο ένας από τους τριάντα είχε ντυθεί αίμα κόκκινο, ο άλλος κόκκινος τερματοφύλακας, ο τρίτος κοκκινόδερμος. Στο Μουσείο οι επί της υποδοχής τούς οδήγησαν σεβαστικά στον ανελκυστήρα και τους συνόδευσαν ως τον δεύτερο όροφο. Σε λίγο τα πιάτα είχαν ντυθεί κοκκινογούλι και κοκκινόψαρο, ενώ το μεγάλο ταξιδιωτικό λεύκωμα εν είδει κηροπηγίου είχε σταθεί στο μέσο της τραπέζης και από κει έριχνε λοξές ματιές, ή και μπαλιές σε όσους προπονούσαν τις αναμνήσεις τους.
Κι ενώ οι τολμητίες του θεάτρου έφαγαν γρήγορα (σε περίπου 5΄) την ορμή τους, οι ποδοσφαιρόφιλοι ξεκοκκάλισαν ως το μεδούλι την ψαρομερίδα τους κάνοντας κατενάτσιο, δηλαδή τρώγοντας τις λέξεις τους με αργό βασανιστικό ρυθμό, σε σημείο που η γαλανομάτα γκαρσόνα που τους σέρβιρε τούς έπαιρνε τα πιάτα με βιαστικό εκνευρισμό κοιτάζοντας το μεγάλο στρογγυλό ρολόι της.
Κι όταν άδειασε πλέον ο χώρος του εστιατορίου, όλη η παρέα των συγκρατημένων φιλάθλων μπήκε στο σοκάκι του θεάτρου, όπου στα έκπληκτα μάτια όλων ζωγραφίστηκε η γυάλινη καταστροφή. "Θεέ μου", είπε ο ένας, "τι στο διάολο έγινε εδώ;". "Δεν καταλαβαίνεις;" του είπε με νόημα ο άλλος. "Τουρίστες από τη Σαλονίκη έπαιζαν μπάλα με τα παιδιά τους, αλλά, όπως φαίνεται, οι περισσότεροι από αυτούς, ρίχνανε το τόπι στα περιστέρια...". "Ναι, ναι, έχεις δίκιο", είπε ένας από τους ουραγούς, και προτού προλάβει να αποσώσει τη φράση του άθελά του πάτησε ένα σφαγμένο πτηνό που έκειτο νεκρό σαν ματωμένη πετσέτα στο οδόστρωμα. "ΠαλιοΒούλγαροι", μούγκρισε ο προεξάρχων, "θα σας κόψουμε τον λαιμό με τενεκέδες", είπε και μάζεψε από κάτω ένα γυάλινο ορθογώνιο. Το κοίταξε υψώνοντάς το στο φως του φανοστάτη, φως με αίμα, είπε, και το έχωσε εν είδει σελιδοδείκτη μέσα στο λεύκωμα. Ξαφνικά ένα κόκκινο χύθηκε πάνω στο ασπρόμαυρο και το λαβωμένο γόνατο του πεσμένου τραυματία ύστερα από βίαιο τάκλιν έγινε πλέον πειστικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου