15-6-2011
Μια ''εισήγηση'' για τα: BAR VENUS - Η ΣΒΟΥΡΑ - ΒΕΡΘΕΡΟΣ - ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΛΛΑΣ - από το βιβλίο του Αλ. Ίσαρη "Βίνκελμαν ή το πεπρωμένο"
ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ
................................................
BAR VENUS
(Δύο γερμανομαθείς κουλτουριάρηδες επιχειρούν μια βραδιά να καλύψουν τις ερωτικές ανάγκες τους αγοράζοντας τις υπηρεσίες 2 νεαρών Ρωσίδων, αλλά στην κρίσιμη και κορυφαία στιγμή της σωματικής απόλαυσης ‘’μένουν’’ από επιθυμία, σβήνουν από όρεξη και κατεβάζουν άδοξα παρουσία τους την αυλαία της βραδιάς.)
O 57χρονος Άγγελος Μιχαήλ ή επί το καλλιτεχνικότερον Μιχαήλ Άγγελος εργάζεται ως αναπληρωτής καθηγητής γερμανικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συγχρόνως είναι μεταφραστής και συγγραφέας - θεωρεί μόνο δοκιμασμένο φίλο του τον Σπύρο Κ., ο οποίος είναι ιδιοκτήτης γερμανόφωνου βιβλιοπωλείου στο Κολωνάκι. Υπάρχουν πολλά κοινά που συνδέουν τους δύο φίλους και κυριότερο αυτών η αγάπη τους για τη γερμανική διανόηση. Ζουν και οι δύο κατεξοχήν πνευματικά αλλά συγχρόνως και μοναχικά, δίχως την ύπαρξη και συμπαράσταση κάποιου συντρόφου, που θα μπορούσε να δώσει λάμψη και χρώμα στη ζωή τους. Ο Άγγελος έχει χάσει τους δύο γονείς του και συχνά τους αναπολεί, ο Σπύρος είναι χήρος και ζει με τη μητέρα του, η οποία όμως έχει φτάσει στο αποκορύφωμα της άνοιας, μετατρέποντας σε τόπο μαρτυρίου στην κοινή εστία, ένα κολονακιώτικο ρετιρέ. Προκειμένου να μετριάσουν την βασανιστική έλλειψη ενός σταθερού ερωτικού συντρόφου, οι δύο φίλοι οδεύουν στο καλαίσθητο μπαρ Venus στις Τζιτζιφιές όπου ψωνίζουν δύο ανοιχτόχρωμες Ρωσίδες. Στη διαδρομή προς την οικία του Άγγελου στο Μαρούσι, βρίσκουν την ευκαιρία να ανταλλάξουν απόψεις γύρω από θέματα πνευματικά αλλά και πολιτικά, με κυριότερο το φαινόμενο διάσημοι Γερμανοί συνθέτες που έχουν καταλάβει δικαίως μια θέση αξιοζήλευτη στην παγκόσμια ιστορία της κλασικής μουσικής να διχάζουν το καλλιτεχνικό κοινό λόγω των ιδεολογικών τους απόψεων και ειδικότερα της αλλοτινής συνέργειάς τους με το ναζιστικό καθεστώς πριν αλλά και κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά στιγμές απευθύνουν τον λόγο και προς τις δύο Ρωσίδες του πίσω καθίσματος, αλλά και πάλι τα θέματα των συνομιλιών τους είναι σοβαρά, διανοουμενίστικα και καμία πρόκληση είτε με τον λόγο είτε με ορισμένη χειρονομία δεν προθερμαίνει το κουαρτέτο κι ούτε ακονίζει τα ορμέμφυτά του εν όψει αυτής της προγραμματισμένης και προπληρωμένης ερωτικής συνάντησης. Η απότομη πτώση στο κενό συμβαίνει στο σπίτι του Άγγελου όπου οι δύο φίλοι παρ’ όλο που τους προσφέρονται έτοιμοι προς βρώσιν οι 2 ‘’ερωτικοί μεζέδες’’, που ξεκινούν τη συνουσία με τον δέοντα επαγγελματισμό, ξαφνικά νιώθουν ότι έχουν βρεθεί εκτός κλίματος και η έλλειψη της επιθυμίας τούς προδίδει και τους ρεζιλεύει στα όμματα των 2 αλλοεθνών πορνιδίων. Ο Άγγελος αποζημιώνει τις 2 Ρωσίδες και τις αποχαιρετά καθώς επιβιβάζονται σε ένα ταξί (αγοραίος έρωτας όχι αλλά αγοραίον όχημα ναι) και επιστρέφοντας στο σπίτι αναπληρώνει την ερωτική αφλογιστία με μιαν επιλεγμένη μουσική ακρόαση, σε συμφωνία με τον φίλο του.
Το διήγημα με τον τρόπο που ολοκληρώνεται μοιάζει με μια παρωδία του αγοραίου έρωτα, την ίδια στιγμή που αναβιβάζει σε υψηλή σφαίρα αισθητικής απόλαυσης την ενασχόληση και δη ακρόαση της κλασικής μουσικής και της μουσικής δωματίου. Σαν να αναμετριέται η αιώνια δόξα των πνευματικών επιτευγμάτων με τις φτηνές και εφήμερες υπηρεσίες της σωματικής ηδονής. Από την άποψη αυτή, το πνεύμα έρχεται σε σύγκρουση με το σώμα, η πνευματική ζωή, ρέπουσα προς υψηλές κατακτήσεις, έρχεται σε σύγκρουση με την σωματική ερωτική ζωή, που για να καλύψει το κενό ή τη γύμνια της είτε καταφεύγει συνειδητά στην αυτοϊκανοποίηση, με τη βοήθεια της φαντασίας, είτε στην ονείρωξη, με τη βοήθεια του ονείρου, επομένως με πηγή τον κόσμο του υποσυνειδήτου. Η πνευματική ζωή δεν χαρίζει το αίσθημα της πληρότητας σε κανέναν από τους 2 φίλους, μεταξύ των οποίων ο Άγγελος είναι εκείνος που πιο συχνά κραυγάζει τα υπαρξιακά ή άλλα προβλήματά του, και ανάμεσα σε αυτά το πρόβλημα της ερωτικής στέρησης. Το διήγημα ξεκινώντας μάς μεταφέρει στη Λίμνη της Βουλιαγμένης όπου συχνάζει συστηματικά ο Μαρουσιώτης Άγγελος αντλώντας ψυχικές δυνάμεις πολύτιμες από την επαφή του με το νερό. Εκεί αντικρίζει καθημερινά φθαρμένα λόγω ηλικίας υποκείμενα, γέρικα πλάσματα αξιοθρήνητα, που βρίσκονται στο κατώφλι του θανάτου. Το γεγονός ότι ο Άγγελος είναι ηλικιακά νεότερος τον βοηθεί από τη μία πλευρά να αισθανθεί την αλκή, την ισχύ, γενικά την υπεροχή του σε σύγκριση με τους αξιολύπητους απόμαχους της ζωής, από την άλλη πλευρά ωστόσο τού γεννά σκέψεις και για τη δική του συν τω χρόνω μεταμόρφωση. Στο τέλος όμως του διηγήματος, η αδυναμία του να ανταποκριθεί στην πρόκληση της ερωτικής επαφής αναδεικνύει και τη δική του, συγκυριακή έστω, ανικανότητα. Οπότε «φθορά» δεν νοείται μόνο το παραμορφωμένο από τη συρροή των χρόνων σώμα των ηλικιωμένων κολυμβητών, αλλά και ο ας πούμε τυχαίος λήθαργος της ερωτικής επιθυμίας, τη στιγμή τουλάχιστον που ζητείται η εγρήγορσή της, προκειμένου να παντρευτεί με την τεχνητή έστω επιθυμία του πληρωμένου συμπαίκτη. Είναι λοιπόν ο Άγγελος σε μια κρίση υπαρξιακή; μήπως η τελική αποτυχία του είναι ένα σήμα ότι σύντομα, αν όχι ήδη, θα μπει σε μιαν άλλη ηλικιακή περιοχή, αποχαιρετώντας τη ρώμη της μέσης ηλικίας; Ή μήπως ο έρωτας γι’ αυτόν είναι περισσότερο μια ονειρική ιδέα, ένα μετάλλιο που σου δίδεται καθώς έχεις ανέλθει σε μια υψηλή πνευματική οροσειρά; Εάν είναι έτσι, τότε ο Έρωτας είναι γι’ αυτόν «ακριβή» υπόθεση, κατοικεί ωσάν άφταστη αρετή σε υψηλά πνευματικά δώματα, ανακαλείται σαν αυτοκράτορας από τις σειρήνες της φαντασίας αλλά και τις σκοτεινές δυνάμεις του υποσυνειδήτου. Η αγοραία πραγμάτωση του έρωτα ίσως δεν ταιριάζει στον εκλεκτό πνευματικό βίο, μοιάζει να υποτιμά την προσωπικότητα των δύο πνευματικών ανδρών, να σκιάζει την επαγγελματική τους ταυτότητα, να τσαλακώνει την αξιοπρέπειά τους, τη δημόσια εικόνα τους, να είναι ασυμβίβαστη με την ταξική τους θέση. Οι κλασικοί συνθέτες, το αξιόλογο θέατρο, η υψηλή ποίηση τούς απογειώνουν και τους μεταφέρουν στους ορίζοντες μιας πνευματικής έκστασης, και ίσως αυτή ακριβώς η κυριαρχία της πνευματικής τρυφηλότητας, των διανοητικών απολαύσεων και τέρψεων ευτελίζει τη σκηνοθεσία του αγοραίου έρωτα. Η επιθυμία του έρωτα είναι όπως φαίνεται στους δύο φίλους ακαθοδήγητη, εκπηγάζει απρογραμμάτιστα από τη μυστική της κρύπτη, όπως ακριβώς τα περιστέρια από τις σχισμές των βράχων της Λίμνης. Η επιθυμία του έρωτα είναι βέβαιο πως τρέφεται από τις εξωτερικές παραστάσεις και τις σωματικές εικόνες, σε αιχμαλωτίζει ωστόσο πολλές φορές απροειδοποίητα, αναβλύζει ως πηγαίο αίσθημα, ασυγκράτητο, ως δαίμων που ζητεί επιτακτικά την ικανοποίησή του, χωρίς αναβολές, τόπου ή χρόνου. Τι συμβαίνει λοιπόν; Μήπως τελικά ο Έρωτας δεν μπορεί να παγιδευτεί από τις βουλές του Χρόνου; Μήπως δρα ανεξάρτητα, σου επιβάλλεται υποτάσσοντάς σε σε στιγμή άγνωστη, ασύλληπτη, είναι δηλαδή το ανέλπιστο δώρο μιας ακαθόριστης στιγμής; Εάν κάτι από τα παραπάνω ισχύει, τότε η ερωτική αφλογιστία των δύο ανδρών οφείλεται στο άγχος τους να δράσουν ερωτικά μέσα σε ένα καθορισμένο χρονικό πλαίσιο, οφείλεται ακριβώς σε αυτόν τον αυταναγκασμό της χρονικής στιγμής. Η ερωτική επιθυμία όμως φαίνεται πως είναι μια ιπτάμενη φλόγα και πως αρνείται να υπακούσει σε σχέδια και προγράμματα, είναι μια ριπή αναρχική. Η ερωτική επιθυμία γεννιέται μέσα στο άγνωστο του μέλλοντος χρόνου, μας «χτυπά» ως αναδυομένη ορμή και ως πιεστική ανάγκη έκφρασης. Που σημαίνει ότι ο Έρωτας έχει κι αυτός το δικό του «στιγμιαίο» και κατ’ επέκταση υπακούει στο δικό του άρρητο πεπρωμένο.
Ο αφηγητής διηγείται την ιστορία των δύο ανδρών ακολουθώντας τη διαδρομή των τόπων: Λίμνη Βουλιαγμένης, Μαρούσι, Τζιτζιφιές, Μαρούσι. Η μετάβαση από το μπαρ στο σπίτι είναι μια εναλλαγή λόγων και σιωπών, δηλώσεων και παύσεων. Οι δυο φίλοι συζητούν για θέματα των ενδιαφερόντων τους και πολλές φορές ξεχνούν την παρουσία των δύο γυναικών. Καθώς από τα χείλη τους ξεβράζονται φέτες ζωής και βιογραφικά επεισόδια μεγάλων Γερμανών συνθετών, άλλων υπέρμαχων κι άλλων ενάντιων στον ναζισμό, νιώθει κανείς ότι κατρακυλάει από απόσπασμα σε απόσπασμα γνωστών μουσικών συνθέσεων. Οι δυο άνδρες εκπροσωπούν τη γερμανική κουλτούρα, οι δυο πόρνες παρά την άγνοιά τους τον ρωσικό πολιτισμό. Σαν να αναμετριέται λοιπόν η πειθαρχική και εθνοκτόνα Γερμανία με την κοσμοσώτειρα και καθεστωτικά ανελεύθερη Ρωσία. Όλο το διήγημα μπορεί να ιδωθεί ως ένα πεδίο συνεχόμενων αντιθέσεων, η νεότητα και η φθορά, το πνεύμα και το σώμα, η ονειρική και η πραγματική ζωή, η μοναξιά και η δοκιμασμένη φιλία, οι κουλτουριάρηδες και οι πόρνες, οι μορφωμένοι αστοί και οι αμόρφωτες προλετάριες, η πηγαία – φυσική δωρεά του έρωτα και η πληρωμένη υπηρεσία του, το αυθόρμητο και ακαθόριστο και το κατασκευασμένο, το κατά παραγγελίαν, η Γερμανία και η Ρωσία, οι υψηλές καλλιτεχνικές δημιουργίες αλλά και οι επαίσχυντες πολιτικές και ιδεολογικές απόψεις, ο αντιναζισμός και ο αντισημιτισμός, η ελευθερία της βούλησης και η συνειδητοποίηση της ερωτικής ανάγκης αλλά και η αδράνεια της στιγμής και η επιβολή του μοιραίου. Στο τέλος του διηγήματος οι δυο άνδρες μένουν μόνοι και απελευθερωμένοι από το άγχος τού να δείξουν το ερωτικό πάθος τους σε τρίτους, σε άγνωστες υπάρξεις, θερμαίνονται με την μεσολάβηση της μουσικής και την ανάκτηση μιας οικείας ατμόσφαιρας που επιβεβαιώνει τη σχέση τους. Η φιλία λοιπόν των 2 ανδρών, εδραιωμένη σε κλίμα σπιτικής οικειότητας, άρα το γνωστό, εξοστρακίζει τους 2 εφήμερους θηλυκούς ερωτικούς συντρόφους, δηλαδή το άγνωστο. Η αγάπη επομένως χτίζεται στους δρόμους της σιγουριάς και αποφεύγει κατά κάποιον τρόπο την έκθεσή της στο άγνωστο και στο ξένο.
Η ΣΒΟΥΡΑ
(Ο συγγραφέας ξεφυλλίζει το οικογενειακό άλμπουμ και συνθέτει έναν ύμνο αγάπης και νοσταλγίας προς τη μητέρα του.)
Καθώς η σβούρα χορεύει σαν μπαλαρίνα μπροστά στα μάτια μας, το παρελθόν επιστρέφει με χίλιες στροφές στο γήπεδο της μνήμης. Πρόκειται για έναν από τους γνωστούς εκείνους ρομαντικούς στροβιλισμούς, που ανακαλούν μέσα σε ολίγον χρόνο σειρά χαμένων εικόνων και αναμνήσεων, έναν πακτωλό προσώπων και πραγμάτων, όπως εκείνα που μας ξαφνιάζουν σε αποθήκες παλαιών αντικειμένων ή μας κεραυνοβολούν σε κλειδωμένα μυστικά δωμάτια (ή και συρτάρια) των αγαπημένων μας. Με τη «Σβούρα» ο συγγραφέας αποφασίζει να βγάλει την προσωπίδα του άγνωστου αφηγητή και να μας αποκαλύψει ένα σύντομο οικογενειακό χρονικό, όπου η δεσπόζουσα θέση παραχωρείται στη μητέρα του. Συντίθεται λοιπόν ένας λιτός αφηγηματικός ύμνος προς εκείνη, μεστός από νοσταλγική διάθεση, συγκινησιακή θέρμη και εσωτερικό δάκρυ. Η μητέρα λοιπόν στο επίκεντρο κάθε αναδρομής, αυτό το προσφυγάκι που έφτασε σε έναν αρχικά ανεπιθύμητο τοκετό εν μέσω Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτή η ταλαντούχα δασκάλα που μεγάλωσε κάποιες βορειοελλαδίτικες γενιές με τα ολίγα μεταπολεμικά μέσα, αυτή η ιέρεια της Μουσικής η τριπλή οργανοπαίκτρια που μετέτρεπε με την εκτελεστική της δεξιότητα κάθε οικογενειακή συνάθροιση σε εορταστική πανήγυρη - η μητέρα με το ανεπανάληπτο χαμόγελό της, λουσμένη μέσα στο ελληνικό φως, στεφανωμένη από τα μυρωδάτα άνθη της ελληνικής φύσης, αυτή η μονίμως ανοιχτή αγκαλιά, η ασφαλής πηγή μιας διαρκούς αγάπης, ο ανιδιοτελής και καλοπροαίρετα ενοχλητικός συμβουλάτορας στις μικρές και μεγάλες στιγμές του βίου, ο βασικός συντελεστής κάθε ζωικής ευτυχίας, ο διαλείπων πρωταγωνιστής κάθε τρομώδους ονείρου, που πέφτει σαν ξέφτι από το χαλασμένο πια ύφασμα της παλαιάς ζωής. Η μητέρα, αυτή η μητέρα να περιγράφεται όπως ένας αληθινός κινηματογραφικός αστέρας, ενωμένη με τα δεσμά ενός ιδανικού έρωτα και γάμου, που διαλύθηκαν νωρίς με τον γρήγορο θάνατο του πατέρα, για τον οποίον ολίγες μόνο γραμμές χαρίζονται σε αυτή την πρωτοπρόσωπη αφήγηση.
Το κείμενο διαγράφει έναν κύκλο, αλλά η παρουσίαση των οικογενειακών στιγμών ακολουθεί τη γραμμική εξέλιξη. Κάπου μέσα στον Απρίλιο του 1946 το 5χρονο αγόρι παίζει με τη μεταλλική σβούρα του σε μια φωτεινή τετράγωνη πλατεία και καθώς η μητέρα του τον αφήνει για λίγο μόνο, εκείνο νομίζει ότι το εγκατέλειψε απροειδοποίητα και ξεσπά σε κλάμα γοερό, προτού εκείνη επιστρέψει για να αποκαταστήσει την αλήθεια των πραγμάτων και να δώσει μια τρυφερή εξήγηση στο «κουτό παιδί». Κάπου μέσα στο 2008 ο ώριμος άνδρας ξανασυναντά στο περίφημο «μυστικό δωμάτιο της μαμάς» εκείνη τη μεταλλική σβούρα που τόσα έχει να του θυμίσει, που τόσο στενά έχει συνδεθεί μαζί της, ώστε να κάνει πικρότατη την επίγνωση ότι δεν πρόκειται «ποτέ πια» να επιστρέψει για να τον λυτρώσει με ένα χάδι ή ένα φιλί της. Σκηνές ζωής που αναγκάζουν τον αναγνώστη να αφαιρεθεί κι αυτός με τη σειρά του και να ταξιδέψει στη δική του οικογενειακή χώρα, όπου σε κάθε περίπτωση η μάνα (και γιατί όχι και ο πατέρας) είναι ες αεί παρούσα, καθώς περδουκλώνεται σε μια σκέψη, προβάλλει αιφνιδιαστικά σε μια θύμηση, κλείνεται μέσα σε ένα αντικείμενο, δυναστεύει σε ένα όνειρο.
Το αγόρι λοιπόν γεννιέται μέσα στον πόλεμο, με τη διαταγή ίσως του πεπρωμένου του που το σώζει από τον θάνατο, έναν θάνατο που παράλογα σήμερα, κατανοητά ίσως τότε επιχείρησε να καλέσει με τα καυτά λουτρά της η ίδια αυτή μάνα, η πιο όμορφη όλων των γυναικών. Το αγόρι γυρνά τη σβούρα και τα χρόνια αρχίζουν τη σκυταλοδρομία τους, φτάνει στην εφηβεία και στις πρώτες ερωτικές ανησυχίες που το οδηγούν απρόσμενα στον Κήπο των Μοναχικών του Απολαύσεων, αργότερα στους χρόνους των σπουδών και των ξενικών του εμπειριών, και πιο μετά στη μακρά φάση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας, με τον πατέρα ήδη χαμένο από νωρίς και τη μητέρα σε γεωγραφική απόσταση ώστε να μη διασαλεύει το βασίλειο της προσωπικής ανεξαρτησίας και της δημιουργικής μοναξιάς. Η μάνα όμως πάντοτε εκεί, ως φωνή και ευχή, ως νουθεσία και παρηγορία, ένας δείκτης του δρόμου του Αγαθού – σε αυτή τη φωνή, που αθάνατη μένει, καταφεύγει ο ώριμος άνδρας ακόμη και χρόνια μετά τον συγκλονιστικό αυγουστιάτικο θάνατό της που συνέπεσε χρονικά με τη στιγμή που σε όλο το κατάμεστο θέατρο της Επιδαύρου αντηχούσε μια άλλη τάλαινα φωνή, εκείνη του Οιδίποδα, που τυραννιέται από τις ανήκεστες πληγές των συμφορών του.
Κάπου κάπου μέσα στο φλογισμένο ροδώνα του κειμένου, ξεπηδά και το κερί της γιαγιάς, της μητέρας της μητέρας δηλαδή, της πριγκίπισσας, που ήλθε από τη Σμύρνη το Εικοσιδυό, με ολίγα κοσμήματα κειμήλια (που κλάπηκαν πολύ αργότερα) αλλά και τον πλούτο της λαϊκής ανατολίτικης παράδοσης, που φανερωνόταν με τραγούδια και ποιήματα από παλαιούς καιρούς.
Υπάρχει άραγε κάτι που να διακόπτει αυτόν τον θερμότατο αισθημάτων μητρικό ύμνο; Ο συγγραφέας εκτός από αγάπη κάπου ομιλεί και για κάποιο μίσος προς εκείνη, και ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως δεν πρόκειται για γνήσιο μίσος, αλλά για την παραμόρφωση της αγάπης, την μεταμφιεσμένη «επιστροφή» της. Δεν παραλείπει να αναφέρει τις αντιθέσεις και κάποιους καβγάδες που άναψαν μεταξύ τους όταν εκείνη διήγε βίο μοναχικό στη Θεσσαλονίκη κι εκείνος ήδη είχε βρει το δημιουργικό ενδιαίτημά του στην Αθήνα. Καβγάδες πιο πολύ από τη σκληρή μοναξιά αλλά και για την αποφυγή μιας διά βίου μοναξιάς. Πίσω από τις γραμμές αυτές σκιτσάρεται ο συνήθης καλλιτεχνικός τρόπος του ζην: μοναχική δημιουργία, κοπιώδης εργασία, φθόνος, ανταγωνισμός, ολίγοι φίλοι, μικρή ανταμοιβή, μια μόνιμη πάλη με τον βιοπορισμό και τον χρόνο, τις αντιδράσεις φλύκταινες μιας συντηρητικής κοινωνίας που ζητεί να ελέγχει και να απορρίπτει εν τέλει τα πάντα, αλλά και θεραπεία της ψυχής, ανάταση του πνεύματος, μετουσίωση των ιδεών και των οραμάτων σε καλλιτεχνική πράξη, αργή και καθυστερημένη πρόσληψη και εκ των υστέρων αναγνώριση. Ποιος κατάφερε να χαράξει μιαν άλλη γραμμή έξω από αυτές τις αιώνιες σταθερές; Και εκτός του μίσους και των καβγάδων, δίνεται κάπου και μια σκηνή που κατά τα λεγόμενα του συγγραφέα-εξομολόγου λειτούργησε πάντοτε απομυθοποιητικά για το ιερότατο πάντων πρόσωπο της μητρός του: η σκηνή όπου ο μικρός δήθεν κοιμώμενος βλέπει για πρώτη φορά στη ζωή του τους γονείς του να έρχονται σε ερωτική επαφή και το καλοκαιρινό φεγγάρι να γίνεται παρά τη διακριτικότητα της φωτοχυσίας του ο πιο επιδέξιος μεγεθυντής στα όμματά του του φρικώδους του ζωντανού σπαρταριστού θεάματος. «Την πίστευα άσπιλη και αμόλυντη», λέει ο συγγραφέας. Να θέλει να διαχωρίζεται πλήρως από τις γυναίκες των απαγορευμένων ερωτικών μυθιστορημάτων που έδιναν μιαν απάντηση στις εφηβικές του ανησυχίες. Η μάνα λοιπόν και ως Παρθένος, μια μικρή Παναγία, που δεν πρέπει ποτέ να διαολίζει με το φέρσιμό της τον εφηβικό λογισμό ούτε να εξάπτει τα σωματικά πάθη και τις επιθυμίες στον κόσμο της φαντασίας και φυσικά να μην επιτρέπει να δεσμεύεται ούτε μία ανάμνηση κάποιας «ακολασίας» της στην διεσταλμένη περιοχή της εμπειρίας. Η μάνα λοιπόν που τα πάντα περιέχει και ωστόσο κρίνεται τόσο αυστηρά, σαν να παραβάλλεται πολλές φορές με Θεό, η μάνα που κάνει πως δεν βλέπει όταν από την πλευρά της συλλαμβάνει τον γιο, τον έφηβο να έχει παραδοθεί στους «κηπουρούς» των ιδεωδών αλλά μοναχικών τέρψεών του.
Αυτή η μάνα θα μπορούσε υπό άλλας συνθήκας να είναι ίδια με τη μητέρα, νομικό και πιανίστρια, που αναπολεί ο Άγγελος στο Bar Venus ή παρόμοια με την ανοϊκή Αριάδνη μητέρα του Σπύρου Κ. στο ίδιο διήγημα, παρ’ όλο που η Στυλιανή, η μητέρα του συγγραφέα, αρπάχτηκε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της από την επάρατη νόσο και παραμορφώθηκε – δίχως όμως η νόσος να μπορεί να αλλοιώσει τη μυθική παρουσία της από την τρέχουσα ζωή του. Εξάλλου, κάπου κρέμεται το βιολί της, όπου ακουμπούσε δάκτυλα και πηγούνι και με τον τρόπο αυτόν έμαθε στον γιο της να λατρεύει πρώτα την ίδια και μέσω αυτής την κλασική μουσική – αθάνατα και τα δυο στη συνείδησή του, θησαυροί αγάπης και αφοσίωσης.
Καταληκτικά, η σβούρα θα μπορούσε να εκληφθεί και ως σύμβολο του ατομικού πεπρωμένου, που υφαίνει παρελθόν και παρόν χωρίς να δίδει λογαριασμό για το σε ποια θεϊκή τάξη υπακούει. Έτσι και το Εικοσιδυό, και ο Πόλεμος, και ο ανέλπιστος ή υπονομευμένος τοκετός του Μαρτίου 1941, και η επαγγελματική περιπέτεια, και ο θάνατος της μητέρας τη στιγμή της οιδιπόδειας αυτεπίγνωσης, αλλά και τόσα άλλα γεγονότα που δένονται στην ταινία μιας ζωής, είναι ολίγα μόνο από τα θηράματα αυτού του απρόσωπου κυνηγού που κηδεμονεύει τις τύχες μας.
ΒΕΡΘΕΡΟΣ
(Ένας τραπεζικός υπάλληλος και συγχρόνως ποιητής, που συναιρεί στον τρόπο του βίου του όλα τα σύγχρονα εξωτερικά γνωρίσματα της ευτυχίας, γνωρίζει σε ένα δισκοπωλείο έναν νεαρό που βρίσκεται σε φάση κατάθλιψης λόγω της αρνητικής έκβασης των δύο και μόνο σχέσεων που έχει συνάψει στη ζωή του: της εγκατάλειψής του από τον πρώτο και μόνο ετερόφυλο έρωτά του και του χωρισμού του από τον πρώτο και μόνο ομόφυλο δεσμό του. Ο νεαρός αναδιηγείται τα των δύο αυτών σχέσεων στον υπάλληλο και ποιητή, που του συμπαρίσταται ως πρόθυμος ακροατής και ενδιαφέρεται για την εξέλιξη της ζωής του. Στο τέλος, όμως, όλα ανατρέπονται: η πλούσια σύζυγος του ποιητή-κατ’ επάγγελμα εκδότρια βρίσκει τον τρελό και αναζωογονητικό έρωτα στο πρόσωπο ενός νεαρού γαλλομαθούς μεταφραστή και εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία ενώ ο ποιητής αιφνιδιαστικά μαθαίνει από το τοπικό αστυνομικό τμήμα της συνοικίας του και το γεγονός της αυτοκτονίας του νεαρού καταθλιπτικού, ώστε και ο δικός του ψυχισμός να αρχίσει να εκδηλώνει τα νοσηρά συμπτώματα του αυτόχειρα που περιέβαλλε με την αγάπη του.)
Η γερμανική παροιμία το λέει καθαρά: το γυαλί και η ευτυχία εύκολα καταστρέφονται. Ο αιώνιος νόμος της μεταβολής των πραγμάτων δεν θα ήταν δυνατόν να αφήσει ανεπηρέαστο τον τομέα των διαπροσωπικών σχέσεων, όπου το αίσθημα της ευτυχίας είναι προσωρινό και η βασιλεία του σφοδρού έρωτα ακολουθείται από τη μοιραία πτώση της, ώστε σχεδόν κάθε ανθρώπινο υποκείμενο να είναι αναγκασμένο κατά κάποιον τρόπο να διέλθει από γκρίζες θάλασσες, όπου κυριαρχούν ο πόνος των σκέψεων, το άλγος των αναμνήσεων, το δράμα της μοναξιάς, το πένθος του εσωτερικού κόσμου. Ο χρόνος επιφυλάσσει εκπλήξεις σε όλους μας, άλλοτε ευχάριστες κι άλλοτε δυσάρεστες, και βεβαίως αποτελεί κορυφαία αυταπάτη και ύψιστη πλάνη το να θεωρούμε πως ό,τι στον παρόντα χρόνο συνθέτει το σκηνικό της προσωπικής μας ευτυχίας θα διατηρηθεί αναλλοίωτο ή αλώβητο και στον μέλλοντα χρόνο. Τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι ρευστά και ακαθόριστα, κι έτσι οιαδήποτε βεβαιότητα πως αυτά παραμένουν αμετάβλητα, σαν παγωμένα, έτοιμα να αναπαράγουν εις το διηνεκές τον καρπό μιας σταθερής αγάπης, συντρίβεται από τα ίδια τα γεγονότα που μας κεντούν απροετοίμαστους στο ξύπνημα της κάθε μέρας. Στην αρχή ο έρωτας είναι μεγαλοϊδεατικός και πανηγυρικός, εκφωνεί και προεξαγγέλλει με στόμφο το πρόγραμμά του, συν τω χρόνω όμως τα φτερά του έρωτα αρχίζουν να μαδιούνται, και από το ουράνιο στερέωμα αρχίζει η καθοδική πτώση ως τα λασπόνερα των συναισθηματικών συγκρούσεων, των αμφιβολιών, των εγωιστικών παρορμήσεων, των συνεχόμενων υπαρξιακών κρίσεων, των κεραυνών της φθοράς και της πλήξης. Ο ιδανισμός του έρωτα εξατμίζεται λόγω των αδυναμιών της ανθρώπινης φύσης που αποδεικνύεται ανίκανη να τον κρατά αδιάλειπτα ψηλά, κι έτσι κάθε ονειρικό ταξίδι είναι απλώς μια φευγαλέα και παροδική ανάβαση, που καθιστά δραματικό το αίσθημα της αντίθεσης με το τέλος αυτού του παιχνιδιού. Και λέμε εδώ «παιχνιδιού» γιατί απλούστατα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι γύρω μας που έχουν μάθει να παίζουν με τους άλλους, να παίζουν με τα συναισθήματα και την ανασφάλειά τους, να πειραματίζονται με τις αντιδράσεις τους, να σκαλίζουν τον κόσμο των ευαισθησιών τους ώστε αυτό που βαφτίζεται έρωτας μάλλον να παραπέμπει στην ανησυχία παρά στη γαλήνια απόλαυση. Αυτοί βέβαια που παίζουν με τους άλλους (όπως επί παραδείγματι η ομορφονιά ζωγράφος Ηλέκτρα της ιστορίας μας) έχουν επίγνωση της δικής τους ισχύος, της όποιας υπεροχής τους και της ακτινοβολίας τους, οπότε ως ισχυροί της κατάστασης υποβάλλουν τους αδύναμους σε ευφάνταστα καψώνια και συμπλεγματικά θελήματα. Όμως ακόμη και οι δούλοι της αγάπης κάποια στιγμή ωριμάζουν και ειδικώς μέσα από τον συσσωρευμένο πόνο-κόπο της και ζητούν τη γαλήνη της μοναξιάς τους από την καταιγίδα της σχέσης και την περιπέτεια των συναισθηματικών τους επενδύσεων, ενώ πολλάκις οι κραταιοί μιας ερωτικής κατάστασης πίπτουν κι αυτοί αιχμάλωτοι άλλων ισχυρότερων ερωτικών συντρόφων, ώστε να τιμωρείται έστω και αργά η αλαζονεία τους. Ο έρωτας λοιπόν είναι ένας υπόγειος πόλεμος, μια καλά αμπαλαρισμένη ωρολογιακή βόμβα, καμιά φορά μια συνθήκη εξαρχής άνισων και άτιμων όρων, που προδικάζουν την εξέλιξη των σχέσεων και υπονομεύουν την ψυχολογική ισορροπία, κατ’ αρχάς των αδυνάτων αλλά υπό ορισμένες συνθήκες και των ισχυρών.
Ο διακόψας τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών Μενέλαος Παπαδάκης και ιδιοκτήτης ενός μικρού ξενοδοχείου στην Πλάκα όπου και κατοικεί, έχει νωπά τα τραύματα τόσο από την εγκατάλειψή του από την επικίνδυνη διαβολογυναίκα Ηλέκτρα, την οποία ερωτεύεται κλέβοντάς την ουσιαστικά από τον πιστό φίλο του Θοδωρή, όσο και από τον χωρισμό του από τον Γερμανό αρχαιολόγο Φρήντριχ Στάντλερ, ο οποίος προσωρινά τον θεραπεύει από τον ναυαγισμένο ετερόφυλο έρωτά του. Ο Μενέλαος προδίδει τον φίλο του Θοδωρή συνεπαρμένος από την ομορφιά της Ηλέκτρας την ίδια στιγμή που κι αυτή θαυμάζει την καλλονή του, η Ηλέκτρα ύστερα από 4χρονο δεσμό προδίδει τον Μενέλαο και με ένα χονδρό ψέμα τον εγκαταλείπει για χάρη μιας άλλης παρέας τη στιγμή που ολόγυρά της ζώνεται από θαυμαστές και υποψήφιους εραστές της, ο Μενέλαος συνδέεται με τον Ελληνιστή Φρήντριχ που του παίρνει τη λύπη από τον χωρισμό του, τον βαφτίζει Βέρθερο και τον απογειώνει ως τη στιγμή που μια φιλόδοξη επαγγελματική πρόταση τον οδηγεί στο χωρισμό από τον Μενέλαο και στη μόνιμη διαμονή του στην πατρίδα του όπου σύντομα μετά την άφιξή του βρίσκει νέο σύντροφο, ο Φαίδων Μίσχαλης (ο τραπεζικός υπάλληλος και ποιητής) γνωρίζει τον Μενέλαο κατά τη φάση της μελαγχολίας του και των ψυχολογικών του μεταπτώσεων και ταραχών με κύρια εκδήλωσή τους τις κρίσεις πανικού και μπαίνει στη ζωή του από αγάπη και ενδιαφέρον οπότε και μαθαίνει μέσα από την αφήγηση του Μενέλαου το δισυπόστατο ερωτικό παρελθόν του ώσπου ο τελευταίος να αποφασίσει να λύσει τον κόμπο με την υπάρχουσα πραγματικότητα επιλέγοντας την ελευθερία του θανάτου, όπως ακριβώς δηλαδή και ο ήρωας του Γκαίτε. Κι ενώ ο Φαίδων ασχολείται με τους άλλους γύρω του με την ασφάλεια που του χαρίζει η επαγγελματική του σταθερότητα και η οικογενειακή του ισορροπία, ζώντας κυριολεκτικώς μέσα σε ένα κουτί ευτυχίας, όπου έχει λυμένα όλα τα βασικά ζητήματα της διαβίωσης, δεν υπολογίζει πως η καταιγίδα θα ξεσπάσει μέσα στο ίδιο του το αριστοκρατικό και καλαίσθητο σπίτι, όταν ακριβώς η εκδότρια σύζυγός του ύστερα από τη συσσωρευμένη πλήξη της γαμήλιας συνύπαρξης και ένα ζωντανό αλλά δυσδιάκριτο αίσθημα ανικανοποίητου κάνει το άλμα με τα φτερά του έρωτα, θέλοντας να δώσει νιότη και χάρη στη ζωή της, συνδεόμενη με έναν νεαρό μεταφραστή της γαλλικής γραμματείας που ο άνδρας της ανακάλυψε προς όφελος της εκδοτικής δραστηριότητάς της. Έτσι ο ασφαλής Φαίδων γίνεται αυτόματα ένας καταθλιπτικός Μενέλαος, την ίδια στιγμή που η πλούσια σύζυγός του Ευτυχία Κυριακούλη (γόνος εφοπλιστικής οικογένειας) βρίσκει ως ερωτική φωλεά το διαμέρισμα του «φτωχού» και νυν αναδυόμενου μεταφραστή, που φέρει το όνομα Ανταίος Μαλακάσης. Με την ίδια λογική και επειδή καμία ιστορία δεν τελειώνει, θα μπορούσαμε να φανταστούμε την βασίλισσα Ηλέκτρα, που σέρνει καράβι, να γίνεται κάποτε άδοξα ένας θηλυκός Μενέλαος, ενώ ο προδομένος και εξαφανισμένος φίλος του Θοδωρής να γίνεται κάποτε και αυτός ένας βασιλιάς στις διαπροσωπικές του σχέσεις μπαίνοντας στο δίλημμα ποιον να ταπεινώσει και σε ποιον να δοθεί. Αλλά ποιος θα μπορούσε επίσης να εγγυηθεί για το υγιές και σταθερό του έρωτα Ευτυχίας Κυριακούλη-Ανταίου Μαλακάση; Και όλα αυτά βέβαια έχοντας συνεχώς στη σκέψη μας τα λόγια του διάσημου Μαρί Ανρί Μπελ, γνωστότερου ως Σταντάλ, που θεωρούσε ως μοναδικό κίνητρο των ανθρώπινων συμπεριφορών και πράξεων την ιδιοτέλεια.
Μένοντας λίγο στην άποψη του Σταντάλ: Να υποθέσουμε λοιπόν ότι και στον έρωτα προηγείται η ύπαρξη αυτού του καθαρού σκοπού, η συνειδητοποίηση του κενού, της ανάγκης κάλυψής του, και έπεται η αιχμαλωσία των αγνών αισθημάτων; Κι αν είναι έτσι, τότε είναι το πνεύμα που υποτάσσει την ψυχή, η διάνοια τα ρέοντα συναισθήματα που κωπηλατούν αδιάκοπα στη λίμνη της ψυχής. Ερωτευόμαστε χάριν ενός σκοπού, έστω και υψηλού σκοπού; Ερωτευόμαστε με τη συνδρομή του καιρού, της κατάλληλης ευκαιρίας; Ερωτευόμαστε με τη συνδρομή μιας μοίρας αγαθής; Ερωτευόμαστε από τον μετασχηματισμό μιας άμορφης πρώτης συμπάθειας; Ερωτευόμαστε από μια διαστροφική έλξη της ανθρώπινης δυστυχίας και από την ανάγκη να θρέψουμε τον νάρκισσο εγωισμό μας ώστε να ανεβάσουμε εμείς στην άμαξα των φρούδων ονείρων μας αυτόν που θέλουμε να σώσουμε από την πλήρη ανυποληψία; Ερωτήματα ανοιχτά, πολύμορφα, σε εκατοντάδες παραλλαγές κινήτρων, απλών ή συνδυασμένων, που αντιστοιχούν σε μύριες περιπτώσεις διαπροσωπικών σχέσεων. Ίσως στην ιδανικότερη των ανθρωπίνων περιπτώσεων ο έρωτας είναι μια συνωμοσία της λογικής και της βούλησης υπό το κράτος πιεστικών αισθητικών αρχών, μια συνέργεια των γενετήσιων ορμών με τις σκοτεινές δυνάμεις του Εγώ, τα απωθημένα του υποσυνειδήτου και τα δεδομένα της αισθητηριακής πρόσληψης, ώστε η τέρψη του ατομικού να φορεί το μανδύα της κοινωνικής δωρεάς, της ύψιστης προσφοράς προς το διπλανό ανθρώπινο υποκείμενο. Κανείς, πιστεύουμε, δεν ερωτεύεται κάνοντας χάρη στον Άλλον, χωρίς να εισπράττει μια προσωπική ικανοποίηση, που να εκπορεύεται από την ύπαρξη κάποιας εσώτερης ανάγκης ή κάποιου σκοπού. Κι έτσι μόνο υπό το πρίσμα αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί ο ασφαλής Μίσχαλης πλησιάζει τον νεαρό Μενέλαο ή ο φημισμένος Γερμανός αρχαιολόγος Φρήντριχ τον τραυματισμένο και πάλι Μενέλαο. Από την άλλη πλευρά, όσοι θέλουν κατά βάθος να μην παραδεχτούν την κρυφή ιδιοτέλεια του έρωτα, τον χρησιμοποιούν ως άλλοθι, ως υπέρτερη βία και δύναμη, όπως ακριβώς θα μπορούσε να ισχυριστεί το πλουσιοκόριτσο Ευτυχία, το σύμβολο αυτής της άπιαστης και συνεχώς περιδινούμενης και περιπλανώμενης ευτυχίας, που σαν χρυσή βροχή μουλιάζει το ένα μετά το άλλο τα δέντρα του Κήπου των Απολαύσεων. «Ο έρωτας με κάνει πάλι νέα», λέει σχεδόν η Ευτυχία, επομένως γι’ αυτήν ο σκοπός είναι η αναζήτηση μιας καταναλωθείσας νεότητας, η --ει δυνατόν-- ανάκλησή της στον παρόντα χρόνο για να ρετουσάρει την προσωπική εικόνα, να κρύψει ατέλειες και να σβήσει τα σημάδια της φθοράς. Με αυτή την επιδίωξη ή το επιχείρημα η αντιγηραντική προστασία του έρωτος θα ήταν βάλσαμο για τα γέρικα πλάσματα της Λίμνης Βουλιαγμένης που συναντούμε στο Bar Venus. Ένα μπαρ που όπως φαίνεται μένει μονίμως ανοιχτό όσο συχνάζει εκεί ως πελάτης η ίδια η ζωή.
ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΛΛΑΣ
(Σειρά αυτόνομων καταγραφών εν είδει ημερολογιακών εγγραφών που αρχίζουν την 4η Απριλίου και ολοκληρώνονται την 23η Απριλίου 1995. Στην πιο εκτεταμένη εγγραφή, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής-ζωγράφος, του οποίου οι ενασχολήσεις, τα ενδιαφέροντα, οι αντιλήψεις και οι αισθητικές αρχές συμπίπτουν με τα αντίστοιχα του ίδιου του συγγραφέα, περιγράφει την ατμόσφαιρα και τις συνομιλίες σε μια ιδιωτική συγκέντρωση-δείπνο που οργανώνουν στην οικία τους ένας εκδότης και ποιητής και μια γκαλερίστα, με τη συμμετοχή επιφανών εκπροσώπων των γραμμάτων και των τεχνών – η άφιξη στον χώρο ενός μουσικολόγου και ραδιοφωνικού παραγωγού και ειδικότερα η πλήρης διάσταση των απόψεών του σε σύγκριση με τις θεμελιωμένες απόψεις του αφηγητή αναγκάζουν τον τελευταίο σε αιφνιδιαστική αναχώρηση από το ΄΄καλλιτεχνικό τραπέζι΄΄. Μετά τα μεσάνυχτα ωστόσο έρχεται η τιμωρία του πεπρωμένου για όλους τους εναπομείναντες στην οικία του ζεύγους: ένας σεισμός τούς καταπλακώνει και τους παρασύρει στον τραγικό θάνατο. Μία μέρα μετά, ο αφηγητής-ζωγράφος βλέπει στο όνειρό του ένα από τα πρόσωπα που ήταν παρόντα σε κείνη τη βραδιά, να καπνίζει ΄΄με ηδυπάθεια’’ και να φανερώνει για μία ακόμη φορά τον ναρκισσισμό του.)
Με τις «Πληγές της Μαρίας Κάλλας» ο αφηγητής-ζωγράφος μάς μεταφέρει στο έτος 1995 και ειδικότερα στην καλλιτεχνική πιάτσα, έχοντας την ανάγκη πρωτίστως να σχολιάσει τον τρόπο με τον οποίον διασυνδέονται τα πρόσωπα και τα πράγματα, να δείξει εν μέρει πώς λειτουργεί το καλλιτεχνικό σύστημα, και να ξεκαθαρίσει πως οι δικές του αρχές δεν του επιτρέπουν τίποτε άλλο παρά να αποστασιοποιείται από το σύγχρονο μάρκετινγκ, τις δημόσιες σχέσεις, τη διαπλοκή μεταξύ παραγόντων των ΜΜΕ, της πολιτικής εξουσίας και του καλλιτεχνικού κόσμου. Στα εν είδει ημερολογιακών εγγραφών της περιόδου 4-23.4.1995 αυτόνομα σημειώματα, ο ζωγράφος αποκαλύπτει και το Εγώ του και τους Άλλους, την αντίθεση του Εγώ του προς τους Άλλους, και κατεξοχήν τη ρηχότητα των σχέσεων, την κενότητα των πνευμάτων, την έλλειψη βαθείας γνώσης, την ισορροπία συμφερόντων και την υπηρεσία σκοπιμοτήτων ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα που εντοπίζονται μεταξύ άλλων και στους καλλιτεχνικούς κύκλους, ή στις λεγόμενες καλλιτεχνικές παρέες, που μέσω της αλληλεξάρτησης και αλληλοϋποστήριξης κινούν τα νήματα των εξελίξεων στον τομέα των δραστηριοτήτων τους συγκροτώντας ένα άτυπο σύστημα εξουσίας.
Εκτός βέβαια του βασικού θέματος αυτού, στις «Πληγές της Μαρίας Κάλλας» εντοπίζονται πολλά άλλα ετερόκλητα και κατά κάποιον τρόπο ασπόνδυλα θέματα, που βεβαίως ως κοινό τους άξονα έχουν τις καλλιτεχνικές αντιλήψεις κυρίως του αφηγητή, δευτερευόντως άλλων προσώπων που συνδέονται μαζί του. Στις «Πληγές της Μαρίας Κάλλας» συλλέγει κανείς κατά σειρά τα ακόλουθα:
Ο ζωγράφος-αφηγητής δίδει κατά παραγγελία σε μιαν εφημερίδα τον ορισμό του ποιητή. / Η μνήμη του τον οδηγεί σε έναν μελλοθάνατο που είχε γνωρίσει και αγαπήσει κάποτε στο Γενικό Νοσοκομείο της Σύρου. / Βλέπει ένα όνειρο όπου πρωταγωνιστεί η Μαρία Κάλλας, η οποία του δείχνει τα πληγιασμένα πόδια της. / Προετοιμάζει εν μέσω φωτεινών σκέψεων και μοναχικών εμπνεύσεων έναν πίνακα που τον τιτλοφορεί ‘’Αναγέννηση’’. / Εξηγεί την επικινδυνότητα της γλώσσας και τις συνέπειες που αναλαμβάνει ένας δημιουργός από τη στιγμή που κατασκευάζει έναν ήρωα. / Ετοιμάζει ένα ποιητικό κείμενο που το τιτλοφορεί «Δεν είναι πουθενά». / Επισκέπτεται έναν φίλο-γείτονα που έχει παραμορφωθεί από τον καρκίνο αλλά παρ’ όλα αυτά κάνει σχέδια για τη ζωή, που σε ολίγες ημέρες θα σβήσει. / Συναντά στο «αρχηγείο» του έναν συλλέκτη έργων τέχνης που έχει ήδη αγοράσει έναν πίνακά του και τον ξεναγεί σε μια τεράστια αίθουσα κατάφορτη από έργα τέχνης κάθε είδους και συγχρόνως του προτείνει συνεργασία με σκοπό την προβολή του έργου του, που παραμένει στην αφάνεια και είναι άγνωστο σε πολλούς. / Αντιγράφει όσα λέγει ο Δημήτρης Καπετανάκης για τον Βίνκελμαν στο βιβλίο του «Μυθολογία του ωραίου» και με τον τρόπο αυτόν μας θυμίζει την α΄ ιστορία της συλλογής. / Συναντάται με φίλους του σε χαλανδριώτικη ταβέρνα αλλά οι κουβέντες των άλλων τού μοιάζουν με σκουπίδια. / Βλέπει ένα όνειρο με ένα τέρας και με σπουδαστές της Στρατιωτικής Ακαδημίας. / Συναντά σε κοντινό συνοικιακό δρόμο έναν από τους τρεις ανεπιθύμητους γείτονές του που ασχολούνται με τα καλλιτεχνικά πράγματα και τους οποίους πάντοτε προσπαθεί να αποφεύγει. / Εκφράζει την προτίμησή του προς τους άκακους και ακίνδυνους νεκρούς παρά προς τους απειλητικούς σε μεγάλο βαθμό ζωντανούς που τον περιβάλλουν. / Μεταβαίνει στην Εθνική Πινακοθήκη για να δει από κοντά έργα των Γερμανών εξπρεσιονιστών, αλλά τη συγκίνησή του αποσπά εκεί ένα κουαρτέτο Γάλλων που έχουν ως κεντρική φιγούρα μια ανάπηρη τεχνοκριτικό που οι υπόλοιποι τρεις της οικογένειάς της την περιβάλλουν με άφατη αγάπη. / Σχολιάζει ευμενώς το φλωμπερικό έργο «Μπουβάρ και Πεκυσέ». / Έχει μια τηλεφωνική συνομιλία με έναν ομότεχνό του ονόματι Χρήστο Κακούρη ο οποίος του μεταφέρει τις εντυπώσεις του από μια παρισινή έκθεση όπου συμμετείχε, του εξομολογείται την ασθένεια που του διαγνώσθηκε και καταληκτικά το πάθημά του να προσκαλέσει έναν ομόφυλο εραστή στο σπίτι του, ο οποίος μετ’ εκπλήξεώς του αποδεικνύεται ‘’παθητικός’’. / Συντρώγει με μια φίλη συγγραφέα η οποία του διεκτραγωδεί το τίμημα της ολοκλήρωσης ενός μυθιστορήματός της και ακολούθως οι δυο τους πιεστικά επισκέπτονται έναν γνωστό τους σκηνοθέτη κινηματογράφου, ο οποίος τους αφηγείται τους δικούς του κόπους και το βάσανο της μοναξιάς του. / Σε έναν άνδρα που βογκούσε κειτόμενος στην άσφαλτο δίδει κατά σύσταση μιας γυναίκας ένα κλειδί προκειμένου να τον ησυχάσει. / Βλέπει τη θεατρική παράσταση «Αγριόπαπια» του Ίψεν στο θέατρο «Εμπρός» με επιτελείο φημισμένων ηθοποιών και εκφράζει τα θετικά του σχόλια. / Τέλος, προσκαλείται και μεταβαίνει κατόπιν πιέσεως στην οικία του ζεύγους Κώστα (ποιητή και εκδότη) και Τζένης Παντελιού (γκαλερίστας), όπου ομοτράπεζους βρίσκει πλην αυτών των δύο έναν παθολόγο και πεζογράφο, με σύζυγό του μια ανεπιθύμητη στον ίδιον ηθοποιό, έναν άλλον ηθοποιό που έχει δεσμό με έναν δημοσιογράφο, έναν θεατρολόγο και την σύζυγό του εικαστικό, και επιπροσθέτως τον ανεπιθύμητο όπως προελέχθη μουσικολόγο και ραδιοφωνικό παραγωγό, που φτάνει στον χώρο καθυστερημένος και του οποίου οι απόψεις στάθηκαν η αφορμή για να αναχωρήσει ταραγμένος. Το μόνο πρόσωπο του δείπνου για το οποίο τρέφει κάποια συμπάθεια και του χαρίζει τη συντροφιά του καθήμενο δίπλα του είναι ένας ποιητής που λέγεται Ερρίκος. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της ιδιωτικής συνεστίασης εκφέρονται απόψεις από άλλους συνδαιτυμόνες που είναι απολύτως αντίθετες προς τις απόψεις του αφηγητή-ζωγράφου και οι οποίες ερεθίζουν αφανώς το θυμικό του μέχρι να συμβεί η έκρηξη της φυγής του. Οι απόψεις αυτές σχετίζονται με την θεατρική παράσταση του «Εμπρός» που ο ίδιος είχε παρακολουθήσει την προηγούμενη βραδιά, με τον τρόπο που πρέπει να παριστάνονται τα κλασικά έργα της θεατρικής γραμματείας, με την κακοποίησή τους από επικίνδυνους σκηνοθέτες, με το Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν, με τη θέση των καλλιτεχνών στα κομμουνιστικά καθεστώτα, με τον τρόπο διά του οποίου ο παθολόγος και πεζογράφος επεμβαίνει στα σαιξπηρικά κείμενα, με την προσωπικότητα και τις όποιες αρετές και αδυναμίες της Μαρίας Κάλλας, με την προσωπικότητα και το έργο του Αντρέι Ταρκόφσκι. Ενδιαμέσως, διάφορα πρόσωπα της βραδιάς πρόβαλλαν τις δημιουργίες τους: ο παθολόγος και πεζογράφος μιλούσε για το ένα και μοναδικό μυθιστόρημά του που έγινε μπεστ σέλλερ, η εικαστικός για το νέο της project, ο δημοσιογράφος για μιαν υπέροχη συνέντευξη που έλαβε από τον παθολόγο και πεζογράφο για το πολυεκδοθέν έργο του, η ηθοποιός για τις θεατρικές της επιτυχίες, ενώ ο Ερρίκος Ράπτης, ο φίλος του αφηγητή, για το υπό έκδοση βιβλίο του που έχει ως κεντρικά πρόσωπα τρεις διάσημους λογοτέχνες που έμειναν μέχρι το τέλος του βίου τους παρθένοι (!). Και βέβαια όλα αυτά με μπόλικη δόση εγωισμού, αυταρέσκειας, βεντετισμού, αλαζονείας, ναρκισσισμού, υποκρισίας, κολακείας, υπόγειου φθόνου…, που αναγκάζουν τον αφηγητή που τα υπαινίσσεται να παραμείνει καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς απλώς ακροατής, ίσως χρησιμοποιώντας τη σιωπή του ως απάντηση στον κώδικα αξιών και αρχών που υπηρετούν εν μέρει ή εν συνόλω οι επηρμένοι της βραδιάς και γνωστοί στο κοινό διανοούμενοι. Τελικά εκτός από τη σιωπή του, έρχεται μέσα στη νύχτα και ο σεισμός για να ανατρέψει τα σχέδιά τους, να διαμελίσει την κενοδοξία τους και να τους στρώσει ένα λαμπρό κενοτάφιο, τόσο για τους ίδιους όσο και για τα έργα τους.
Οι «Πληγές της Μαρίας Κάλλας» είναι μια πρωτότυπη μείξη του πραγματικού και του ονειρικού, προσώπων πραγματικών και προσώπων φανταστικών, τα οποία όμως μας κάνουν να ανακαλούμε πρόσωπα αληθινά. Είναι μια μείξη σκέψεων και θέσεων, γεγονότων και εξωτερικών σκηνών, μια ωραία αδιάκοπη ταλάντευση ανάμεσα στον εσωτερικό και στον εξωτερικό κόσμο, στην τέχνη και στην ζωή, στην καλλιτεχνική δημιουργία και στην αληθινή ιστορία. Το γεγονός ότι γυρνούμε στο 1995 επισημαίνει τις σταθερές του κόσμου μέσα στον οποίον δρούμε και στην ομοιότητα των συμβάντων και των νοσημάτων που πλήττουν το γόητρο πολλών ανθρώπων του πνεύματος, που συμβαίνει ώστε ούτοι ανοιχθέντες ώφθησαν κενοί… Ο συγγραφέας μάς κλείνει το μάτι σαν να μας ψιθυρίζει πως τίποτε δεν πρέπει να πιστεύουμε από όσα μεγαλοφώνως φαίνονται και προβάλλονται, πως πρέπει να διεισδύουμε στα πράγματα για να ανακαλύπτουμε την ουσία τους, πως πρέπει να ελέγχουμε κάθε φορά αλλά και να εξετάζουμε τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβαίνει ένα καλλιτεχνικό γεγονός, τυχόν σκοπιμότητες που υπηρετούνται, την ταυτότητα των συμμετεχόντων. Ουσιαστικά στηλιτεύει το σύγχρονο σταρ σύστεμ και θέλει να μας υποδείξει να μην είμαστε ευκολόπιστοι, να είμαστε προσεκτικοί στις επιλογές μας και να ερευνούμε σε βάθος ώσπου να αποδεχόμαστε το άξιο, το ωραίο, το υψηλό. Οι καλλιτεχνικές παρέες της Ελλάδας του 20ού και 21ου αιώνα δεν μπορούν να παραβληθούν με όλους αυτούς τους εργάτες του πνεύματος και της τέχνης που έμειναν άφθαρτοι στον χρόνο και ανήκουν πλέον στην «ομοταξία των κλασικών». Έτσι συγκροτείται μια αντίθεση ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, πολλές φορές ανάμεσα και στο εγχώριο και στο αλλοεθνές. Η «Ιταλίδα» Μαρία Κάλλας, οι Γερμανοί μουσουργοί, οι Αναγεννησιακοί ζωγράφοι, οι μεγάλοι Αμερικανοί κινηματογραφικοί αστέρες, ο πατέρας της αρχαιολογίας Βίνκελμαν, οι Γερμανοί εξπρεσιονιστές, οι Γάλλοι λογοτέχνες, ειδικά εδώ ο Φλωμπέρ κι αλλού ο Σταντάλ, τα διεθνή γεγονότα και οι θεσμοί και οι εκθέσεις, τα Μεγάλα Μουσεία του κόσμου, ο Νορβηγός Ίψεν, ο Σαίξπηρ, ο Τσέχωφ, ο Πίντερ, ο Μπέκετ, ο Τ. Γουίλιαμς, ο Γκαίτε και ο Σίλλερ, ο Προυστ και ο Θερβάντες, ο Ντύρρενματ, η Ντίκινσον και ο Χένρυ Τζαίημς, ο Πεσσόα, ο Ταρκόφκσι κ.ά., με το εκτόπισμά τους μέσα στις γραμμές της αφήγησης νιώθει κανείς πως είτε θέτουν σε δεύτερη μοίρα και αξία τους κορυφαίους της εγχώριας διανόησης είτε μοιάζουν πολύ ακριβοί σε ακατάλληλα χέρια, σε χέρια και μυαλά εγχώριων μιζαδόρων, χαρτοπαικτών, τυχοδιωκτών, καιροσκόπων, συνωμοτών, μελών επικίνδυνων κυκλωμάτων πέραν πάσης επιστημοσύνης που έχουν την εξουσία να συνεννοούνται έγκαιρα και να ανεβάζουν και να κατεβάζουν τους εκλεκτούς τους. Απέναντι σε όλους αυτούς, κονδυλοφόρους του Τύπου ως νεόπλουτους συλλέκτες, ο αφηγητής-ζωγράφος ψάχνει τρόπο να προστατευθεί, να μην ενδώσει, να μην κολλήσει τον μεταδοτικό τους ιό, να φύγει όσο το δυνατόν μακρύτερα, επιθυμώντας τη σιωπή και τη μοναξιά, ακόμη και έναν γόνιμο διάλογο με τους νεκρούς. Μήπως τελικά, αναρωτιόμαστε όλοι, η σύγχρονη καλλιτεχνική ιστορία του τόπου μας γράφεται ερήμην των γνήσιων ταλέντων της Τέχνης; Μήπως επί σειρά δεκαετιών πλανήθηκε το καλλιτεχνικό μας αισθητήριο ώστε να χειροκροτεί ό,τι υπό άλλο πρίσμα θα αποδοκίμαζε; Ένα παράξενο αίσθημα ντροπής συλλαμβάνει τον αναγνώστη που ξαφνικά έρχεται αντιμέτωπος με αυτοκριτικά ερωτήματα και του γεννάται η υποψία ότι μπορεί επί χρόνο πολύν απλώς να μαϊμούδιζε ξένες προς την πραγματική του φύση και καλλιτεχνικό γούστο επιλογές, ως θύμα μιας ενορχηστρωμένης δημοσιογραφικής προπαγάνδας, που αρέσκεται να δοξάζει ό,τι έχει υπολογιστεί ως ωφέλιμο. Τελικά «οι Πληγές της Μαρίας Κάλλας» την ίδια στιγμή που μας καλούν να ακολουθήσουμε το κλασικό, τη μεγάλη μάζα που λατρεύει το κλασικό, μας προειδοποιούν και για την ενδεχόμενη απάτη του φανταχτερού και διαφημιζόμενου, μας βάζουν την υποψία ότι όσοι κυβερνούν στον καλλιτεχνικό κόσμο δεν αναδείχθηκαν με μέσο την αξία και τη γνώση τους, αλλά με το ‘’σκαλοπατάκι’’ των συμπαθούντων. Τελικά το Ωραίο μπορεί να βρίσκεται μακριά από τις εκκωφαντικές σάλπιγγες, σε ξεχασμένους ποιητές με χέρια όλο αίματα, σε νεκρές σοπράνο με πόδια όλο πληγές. -
ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ
Μια ''εισήγηση'' για τα: BAR VENUS - Η ΣΒΟΥΡΑ - ΒΕΡΘΕΡΟΣ - ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΛΛΑΣ - από το βιβλίο του Αλ. Ίσαρη "Βίνκελμαν ή το πεπρωμένο"
ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ
................................................
BAR VENUS
(Δύο γερμανομαθείς κουλτουριάρηδες επιχειρούν μια βραδιά να καλύψουν τις ερωτικές ανάγκες τους αγοράζοντας τις υπηρεσίες 2 νεαρών Ρωσίδων, αλλά στην κρίσιμη και κορυφαία στιγμή της σωματικής απόλαυσης ‘’μένουν’’ από επιθυμία, σβήνουν από όρεξη και κατεβάζουν άδοξα παρουσία τους την αυλαία της βραδιάς.)
O 57χρονος Άγγελος Μιχαήλ ή επί το καλλιτεχνικότερον Μιχαήλ Άγγελος εργάζεται ως αναπληρωτής καθηγητής γερμανικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συγχρόνως είναι μεταφραστής και συγγραφέας - θεωρεί μόνο δοκιμασμένο φίλο του τον Σπύρο Κ., ο οποίος είναι ιδιοκτήτης γερμανόφωνου βιβλιοπωλείου στο Κολωνάκι. Υπάρχουν πολλά κοινά που συνδέουν τους δύο φίλους και κυριότερο αυτών η αγάπη τους για τη γερμανική διανόηση. Ζουν και οι δύο κατεξοχήν πνευματικά αλλά συγχρόνως και μοναχικά, δίχως την ύπαρξη και συμπαράσταση κάποιου συντρόφου, που θα μπορούσε να δώσει λάμψη και χρώμα στη ζωή τους. Ο Άγγελος έχει χάσει τους δύο γονείς του και συχνά τους αναπολεί, ο Σπύρος είναι χήρος και ζει με τη μητέρα του, η οποία όμως έχει φτάσει στο αποκορύφωμα της άνοιας, μετατρέποντας σε τόπο μαρτυρίου στην κοινή εστία, ένα κολονακιώτικο ρετιρέ. Προκειμένου να μετριάσουν την βασανιστική έλλειψη ενός σταθερού ερωτικού συντρόφου, οι δύο φίλοι οδεύουν στο καλαίσθητο μπαρ Venus στις Τζιτζιφιές όπου ψωνίζουν δύο ανοιχτόχρωμες Ρωσίδες. Στη διαδρομή προς την οικία του Άγγελου στο Μαρούσι, βρίσκουν την ευκαιρία να ανταλλάξουν απόψεις γύρω από θέματα πνευματικά αλλά και πολιτικά, με κυριότερο το φαινόμενο διάσημοι Γερμανοί συνθέτες που έχουν καταλάβει δικαίως μια θέση αξιοζήλευτη στην παγκόσμια ιστορία της κλασικής μουσικής να διχάζουν το καλλιτεχνικό κοινό λόγω των ιδεολογικών τους απόψεων και ειδικότερα της αλλοτινής συνέργειάς τους με το ναζιστικό καθεστώς πριν αλλά και κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά στιγμές απευθύνουν τον λόγο και προς τις δύο Ρωσίδες του πίσω καθίσματος, αλλά και πάλι τα θέματα των συνομιλιών τους είναι σοβαρά, διανοουμενίστικα και καμία πρόκληση είτε με τον λόγο είτε με ορισμένη χειρονομία δεν προθερμαίνει το κουαρτέτο κι ούτε ακονίζει τα ορμέμφυτά του εν όψει αυτής της προγραμματισμένης και προπληρωμένης ερωτικής συνάντησης. Η απότομη πτώση στο κενό συμβαίνει στο σπίτι του Άγγελου όπου οι δύο φίλοι παρ’ όλο που τους προσφέρονται έτοιμοι προς βρώσιν οι 2 ‘’ερωτικοί μεζέδες’’, που ξεκινούν τη συνουσία με τον δέοντα επαγγελματισμό, ξαφνικά νιώθουν ότι έχουν βρεθεί εκτός κλίματος και η έλλειψη της επιθυμίας τούς προδίδει και τους ρεζιλεύει στα όμματα των 2 αλλοεθνών πορνιδίων. Ο Άγγελος αποζημιώνει τις 2 Ρωσίδες και τις αποχαιρετά καθώς επιβιβάζονται σε ένα ταξί (αγοραίος έρωτας όχι αλλά αγοραίον όχημα ναι) και επιστρέφοντας στο σπίτι αναπληρώνει την ερωτική αφλογιστία με μιαν επιλεγμένη μουσική ακρόαση, σε συμφωνία με τον φίλο του.
Το διήγημα με τον τρόπο που ολοκληρώνεται μοιάζει με μια παρωδία του αγοραίου έρωτα, την ίδια στιγμή που αναβιβάζει σε υψηλή σφαίρα αισθητικής απόλαυσης την ενασχόληση και δη ακρόαση της κλασικής μουσικής και της μουσικής δωματίου. Σαν να αναμετριέται η αιώνια δόξα των πνευματικών επιτευγμάτων με τις φτηνές και εφήμερες υπηρεσίες της σωματικής ηδονής. Από την άποψη αυτή, το πνεύμα έρχεται σε σύγκρουση με το σώμα, η πνευματική ζωή, ρέπουσα προς υψηλές κατακτήσεις, έρχεται σε σύγκρουση με την σωματική ερωτική ζωή, που για να καλύψει το κενό ή τη γύμνια της είτε καταφεύγει συνειδητά στην αυτοϊκανοποίηση, με τη βοήθεια της φαντασίας, είτε στην ονείρωξη, με τη βοήθεια του ονείρου, επομένως με πηγή τον κόσμο του υποσυνειδήτου. Η πνευματική ζωή δεν χαρίζει το αίσθημα της πληρότητας σε κανέναν από τους 2 φίλους, μεταξύ των οποίων ο Άγγελος είναι εκείνος που πιο συχνά κραυγάζει τα υπαρξιακά ή άλλα προβλήματά του, και ανάμεσα σε αυτά το πρόβλημα της ερωτικής στέρησης. Το διήγημα ξεκινώντας μάς μεταφέρει στη Λίμνη της Βουλιαγμένης όπου συχνάζει συστηματικά ο Μαρουσιώτης Άγγελος αντλώντας ψυχικές δυνάμεις πολύτιμες από την επαφή του με το νερό. Εκεί αντικρίζει καθημερινά φθαρμένα λόγω ηλικίας υποκείμενα, γέρικα πλάσματα αξιοθρήνητα, που βρίσκονται στο κατώφλι του θανάτου. Το γεγονός ότι ο Άγγελος είναι ηλικιακά νεότερος τον βοηθεί από τη μία πλευρά να αισθανθεί την αλκή, την ισχύ, γενικά την υπεροχή του σε σύγκριση με τους αξιολύπητους απόμαχους της ζωής, από την άλλη πλευρά ωστόσο τού γεννά σκέψεις και για τη δική του συν τω χρόνω μεταμόρφωση. Στο τέλος όμως του διηγήματος, η αδυναμία του να ανταποκριθεί στην πρόκληση της ερωτικής επαφής αναδεικνύει και τη δική του, συγκυριακή έστω, ανικανότητα. Οπότε «φθορά» δεν νοείται μόνο το παραμορφωμένο από τη συρροή των χρόνων σώμα των ηλικιωμένων κολυμβητών, αλλά και ο ας πούμε τυχαίος λήθαργος της ερωτικής επιθυμίας, τη στιγμή τουλάχιστον που ζητείται η εγρήγορσή της, προκειμένου να παντρευτεί με την τεχνητή έστω επιθυμία του πληρωμένου συμπαίκτη. Είναι λοιπόν ο Άγγελος σε μια κρίση υπαρξιακή; μήπως η τελική αποτυχία του είναι ένα σήμα ότι σύντομα, αν όχι ήδη, θα μπει σε μιαν άλλη ηλικιακή περιοχή, αποχαιρετώντας τη ρώμη της μέσης ηλικίας; Ή μήπως ο έρωτας γι’ αυτόν είναι περισσότερο μια ονειρική ιδέα, ένα μετάλλιο που σου δίδεται καθώς έχεις ανέλθει σε μια υψηλή πνευματική οροσειρά; Εάν είναι έτσι, τότε ο Έρωτας είναι γι’ αυτόν «ακριβή» υπόθεση, κατοικεί ωσάν άφταστη αρετή σε υψηλά πνευματικά δώματα, ανακαλείται σαν αυτοκράτορας από τις σειρήνες της φαντασίας αλλά και τις σκοτεινές δυνάμεις του υποσυνειδήτου. Η αγοραία πραγμάτωση του έρωτα ίσως δεν ταιριάζει στον εκλεκτό πνευματικό βίο, μοιάζει να υποτιμά την προσωπικότητα των δύο πνευματικών ανδρών, να σκιάζει την επαγγελματική τους ταυτότητα, να τσαλακώνει την αξιοπρέπειά τους, τη δημόσια εικόνα τους, να είναι ασυμβίβαστη με την ταξική τους θέση. Οι κλασικοί συνθέτες, το αξιόλογο θέατρο, η υψηλή ποίηση τούς απογειώνουν και τους μεταφέρουν στους ορίζοντες μιας πνευματικής έκστασης, και ίσως αυτή ακριβώς η κυριαρχία της πνευματικής τρυφηλότητας, των διανοητικών απολαύσεων και τέρψεων ευτελίζει τη σκηνοθεσία του αγοραίου έρωτα. Η επιθυμία του έρωτα είναι όπως φαίνεται στους δύο φίλους ακαθοδήγητη, εκπηγάζει απρογραμμάτιστα από τη μυστική της κρύπτη, όπως ακριβώς τα περιστέρια από τις σχισμές των βράχων της Λίμνης. Η επιθυμία του έρωτα είναι βέβαιο πως τρέφεται από τις εξωτερικές παραστάσεις και τις σωματικές εικόνες, σε αιχμαλωτίζει ωστόσο πολλές φορές απροειδοποίητα, αναβλύζει ως πηγαίο αίσθημα, ασυγκράτητο, ως δαίμων που ζητεί επιτακτικά την ικανοποίησή του, χωρίς αναβολές, τόπου ή χρόνου. Τι συμβαίνει λοιπόν; Μήπως τελικά ο Έρωτας δεν μπορεί να παγιδευτεί από τις βουλές του Χρόνου; Μήπως δρα ανεξάρτητα, σου επιβάλλεται υποτάσσοντάς σε σε στιγμή άγνωστη, ασύλληπτη, είναι δηλαδή το ανέλπιστο δώρο μιας ακαθόριστης στιγμής; Εάν κάτι από τα παραπάνω ισχύει, τότε η ερωτική αφλογιστία των δύο ανδρών οφείλεται στο άγχος τους να δράσουν ερωτικά μέσα σε ένα καθορισμένο χρονικό πλαίσιο, οφείλεται ακριβώς σε αυτόν τον αυταναγκασμό της χρονικής στιγμής. Η ερωτική επιθυμία όμως φαίνεται πως είναι μια ιπτάμενη φλόγα και πως αρνείται να υπακούσει σε σχέδια και προγράμματα, είναι μια ριπή αναρχική. Η ερωτική επιθυμία γεννιέται μέσα στο άγνωστο του μέλλοντος χρόνου, μας «χτυπά» ως αναδυομένη ορμή και ως πιεστική ανάγκη έκφρασης. Που σημαίνει ότι ο Έρωτας έχει κι αυτός το δικό του «στιγμιαίο» και κατ’ επέκταση υπακούει στο δικό του άρρητο πεπρωμένο.
Ο αφηγητής διηγείται την ιστορία των δύο ανδρών ακολουθώντας τη διαδρομή των τόπων: Λίμνη Βουλιαγμένης, Μαρούσι, Τζιτζιφιές, Μαρούσι. Η μετάβαση από το μπαρ στο σπίτι είναι μια εναλλαγή λόγων και σιωπών, δηλώσεων και παύσεων. Οι δυο φίλοι συζητούν για θέματα των ενδιαφερόντων τους και πολλές φορές ξεχνούν την παρουσία των δύο γυναικών. Καθώς από τα χείλη τους ξεβράζονται φέτες ζωής και βιογραφικά επεισόδια μεγάλων Γερμανών συνθετών, άλλων υπέρμαχων κι άλλων ενάντιων στον ναζισμό, νιώθει κανείς ότι κατρακυλάει από απόσπασμα σε απόσπασμα γνωστών μουσικών συνθέσεων. Οι δυο άνδρες εκπροσωπούν τη γερμανική κουλτούρα, οι δυο πόρνες παρά την άγνοιά τους τον ρωσικό πολιτισμό. Σαν να αναμετριέται λοιπόν η πειθαρχική και εθνοκτόνα Γερμανία με την κοσμοσώτειρα και καθεστωτικά ανελεύθερη Ρωσία. Όλο το διήγημα μπορεί να ιδωθεί ως ένα πεδίο συνεχόμενων αντιθέσεων, η νεότητα και η φθορά, το πνεύμα και το σώμα, η ονειρική και η πραγματική ζωή, η μοναξιά και η δοκιμασμένη φιλία, οι κουλτουριάρηδες και οι πόρνες, οι μορφωμένοι αστοί και οι αμόρφωτες προλετάριες, η πηγαία – φυσική δωρεά του έρωτα και η πληρωμένη υπηρεσία του, το αυθόρμητο και ακαθόριστο και το κατασκευασμένο, το κατά παραγγελίαν, η Γερμανία και η Ρωσία, οι υψηλές καλλιτεχνικές δημιουργίες αλλά και οι επαίσχυντες πολιτικές και ιδεολογικές απόψεις, ο αντιναζισμός και ο αντισημιτισμός, η ελευθερία της βούλησης και η συνειδητοποίηση της ερωτικής ανάγκης αλλά και η αδράνεια της στιγμής και η επιβολή του μοιραίου. Στο τέλος του διηγήματος οι δυο άνδρες μένουν μόνοι και απελευθερωμένοι από το άγχος τού να δείξουν το ερωτικό πάθος τους σε τρίτους, σε άγνωστες υπάρξεις, θερμαίνονται με την μεσολάβηση της μουσικής και την ανάκτηση μιας οικείας ατμόσφαιρας που επιβεβαιώνει τη σχέση τους. Η φιλία λοιπόν των 2 ανδρών, εδραιωμένη σε κλίμα σπιτικής οικειότητας, άρα το γνωστό, εξοστρακίζει τους 2 εφήμερους θηλυκούς ερωτικούς συντρόφους, δηλαδή το άγνωστο. Η αγάπη επομένως χτίζεται στους δρόμους της σιγουριάς και αποφεύγει κατά κάποιον τρόπο την έκθεσή της στο άγνωστο και στο ξένο.
Η ΣΒΟΥΡΑ
(Ο συγγραφέας ξεφυλλίζει το οικογενειακό άλμπουμ και συνθέτει έναν ύμνο αγάπης και νοσταλγίας προς τη μητέρα του.)
Καθώς η σβούρα χορεύει σαν μπαλαρίνα μπροστά στα μάτια μας, το παρελθόν επιστρέφει με χίλιες στροφές στο γήπεδο της μνήμης. Πρόκειται για έναν από τους γνωστούς εκείνους ρομαντικούς στροβιλισμούς, που ανακαλούν μέσα σε ολίγον χρόνο σειρά χαμένων εικόνων και αναμνήσεων, έναν πακτωλό προσώπων και πραγμάτων, όπως εκείνα που μας ξαφνιάζουν σε αποθήκες παλαιών αντικειμένων ή μας κεραυνοβολούν σε κλειδωμένα μυστικά δωμάτια (ή και συρτάρια) των αγαπημένων μας. Με τη «Σβούρα» ο συγγραφέας αποφασίζει να βγάλει την προσωπίδα του άγνωστου αφηγητή και να μας αποκαλύψει ένα σύντομο οικογενειακό χρονικό, όπου η δεσπόζουσα θέση παραχωρείται στη μητέρα του. Συντίθεται λοιπόν ένας λιτός αφηγηματικός ύμνος προς εκείνη, μεστός από νοσταλγική διάθεση, συγκινησιακή θέρμη και εσωτερικό δάκρυ. Η μητέρα λοιπόν στο επίκεντρο κάθε αναδρομής, αυτό το προσφυγάκι που έφτασε σε έναν αρχικά ανεπιθύμητο τοκετό εν μέσω Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτή η ταλαντούχα δασκάλα που μεγάλωσε κάποιες βορειοελλαδίτικες γενιές με τα ολίγα μεταπολεμικά μέσα, αυτή η ιέρεια της Μουσικής η τριπλή οργανοπαίκτρια που μετέτρεπε με την εκτελεστική της δεξιότητα κάθε οικογενειακή συνάθροιση σε εορταστική πανήγυρη - η μητέρα με το ανεπανάληπτο χαμόγελό της, λουσμένη μέσα στο ελληνικό φως, στεφανωμένη από τα μυρωδάτα άνθη της ελληνικής φύσης, αυτή η μονίμως ανοιχτή αγκαλιά, η ασφαλής πηγή μιας διαρκούς αγάπης, ο ανιδιοτελής και καλοπροαίρετα ενοχλητικός συμβουλάτορας στις μικρές και μεγάλες στιγμές του βίου, ο βασικός συντελεστής κάθε ζωικής ευτυχίας, ο διαλείπων πρωταγωνιστής κάθε τρομώδους ονείρου, που πέφτει σαν ξέφτι από το χαλασμένο πια ύφασμα της παλαιάς ζωής. Η μητέρα, αυτή η μητέρα να περιγράφεται όπως ένας αληθινός κινηματογραφικός αστέρας, ενωμένη με τα δεσμά ενός ιδανικού έρωτα και γάμου, που διαλύθηκαν νωρίς με τον γρήγορο θάνατο του πατέρα, για τον οποίον ολίγες μόνο γραμμές χαρίζονται σε αυτή την πρωτοπρόσωπη αφήγηση.
Το κείμενο διαγράφει έναν κύκλο, αλλά η παρουσίαση των οικογενειακών στιγμών ακολουθεί τη γραμμική εξέλιξη. Κάπου μέσα στον Απρίλιο του 1946 το 5χρονο αγόρι παίζει με τη μεταλλική σβούρα του σε μια φωτεινή τετράγωνη πλατεία και καθώς η μητέρα του τον αφήνει για λίγο μόνο, εκείνο νομίζει ότι το εγκατέλειψε απροειδοποίητα και ξεσπά σε κλάμα γοερό, προτού εκείνη επιστρέψει για να αποκαταστήσει την αλήθεια των πραγμάτων και να δώσει μια τρυφερή εξήγηση στο «κουτό παιδί». Κάπου μέσα στο 2008 ο ώριμος άνδρας ξανασυναντά στο περίφημο «μυστικό δωμάτιο της μαμάς» εκείνη τη μεταλλική σβούρα που τόσα έχει να του θυμίσει, που τόσο στενά έχει συνδεθεί μαζί της, ώστε να κάνει πικρότατη την επίγνωση ότι δεν πρόκειται «ποτέ πια» να επιστρέψει για να τον λυτρώσει με ένα χάδι ή ένα φιλί της. Σκηνές ζωής που αναγκάζουν τον αναγνώστη να αφαιρεθεί κι αυτός με τη σειρά του και να ταξιδέψει στη δική του οικογενειακή χώρα, όπου σε κάθε περίπτωση η μάνα (και γιατί όχι και ο πατέρας) είναι ες αεί παρούσα, καθώς περδουκλώνεται σε μια σκέψη, προβάλλει αιφνιδιαστικά σε μια θύμηση, κλείνεται μέσα σε ένα αντικείμενο, δυναστεύει σε ένα όνειρο.
Το αγόρι λοιπόν γεννιέται μέσα στον πόλεμο, με τη διαταγή ίσως του πεπρωμένου του που το σώζει από τον θάνατο, έναν θάνατο που παράλογα σήμερα, κατανοητά ίσως τότε επιχείρησε να καλέσει με τα καυτά λουτρά της η ίδια αυτή μάνα, η πιο όμορφη όλων των γυναικών. Το αγόρι γυρνά τη σβούρα και τα χρόνια αρχίζουν τη σκυταλοδρομία τους, φτάνει στην εφηβεία και στις πρώτες ερωτικές ανησυχίες που το οδηγούν απρόσμενα στον Κήπο των Μοναχικών του Απολαύσεων, αργότερα στους χρόνους των σπουδών και των ξενικών του εμπειριών, και πιο μετά στη μακρά φάση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας, με τον πατέρα ήδη χαμένο από νωρίς και τη μητέρα σε γεωγραφική απόσταση ώστε να μη διασαλεύει το βασίλειο της προσωπικής ανεξαρτησίας και της δημιουργικής μοναξιάς. Η μάνα όμως πάντοτε εκεί, ως φωνή και ευχή, ως νουθεσία και παρηγορία, ένας δείκτης του δρόμου του Αγαθού – σε αυτή τη φωνή, που αθάνατη μένει, καταφεύγει ο ώριμος άνδρας ακόμη και χρόνια μετά τον συγκλονιστικό αυγουστιάτικο θάνατό της που συνέπεσε χρονικά με τη στιγμή που σε όλο το κατάμεστο θέατρο της Επιδαύρου αντηχούσε μια άλλη τάλαινα φωνή, εκείνη του Οιδίποδα, που τυραννιέται από τις ανήκεστες πληγές των συμφορών του.
Κάπου κάπου μέσα στο φλογισμένο ροδώνα του κειμένου, ξεπηδά και το κερί της γιαγιάς, της μητέρας της μητέρας δηλαδή, της πριγκίπισσας, που ήλθε από τη Σμύρνη το Εικοσιδυό, με ολίγα κοσμήματα κειμήλια (που κλάπηκαν πολύ αργότερα) αλλά και τον πλούτο της λαϊκής ανατολίτικης παράδοσης, που φανερωνόταν με τραγούδια και ποιήματα από παλαιούς καιρούς.
Υπάρχει άραγε κάτι που να διακόπτει αυτόν τον θερμότατο αισθημάτων μητρικό ύμνο; Ο συγγραφέας εκτός από αγάπη κάπου ομιλεί και για κάποιο μίσος προς εκείνη, και ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως δεν πρόκειται για γνήσιο μίσος, αλλά για την παραμόρφωση της αγάπης, την μεταμφιεσμένη «επιστροφή» της. Δεν παραλείπει να αναφέρει τις αντιθέσεις και κάποιους καβγάδες που άναψαν μεταξύ τους όταν εκείνη διήγε βίο μοναχικό στη Θεσσαλονίκη κι εκείνος ήδη είχε βρει το δημιουργικό ενδιαίτημά του στην Αθήνα. Καβγάδες πιο πολύ από τη σκληρή μοναξιά αλλά και για την αποφυγή μιας διά βίου μοναξιάς. Πίσω από τις γραμμές αυτές σκιτσάρεται ο συνήθης καλλιτεχνικός τρόπος του ζην: μοναχική δημιουργία, κοπιώδης εργασία, φθόνος, ανταγωνισμός, ολίγοι φίλοι, μικρή ανταμοιβή, μια μόνιμη πάλη με τον βιοπορισμό και τον χρόνο, τις αντιδράσεις φλύκταινες μιας συντηρητικής κοινωνίας που ζητεί να ελέγχει και να απορρίπτει εν τέλει τα πάντα, αλλά και θεραπεία της ψυχής, ανάταση του πνεύματος, μετουσίωση των ιδεών και των οραμάτων σε καλλιτεχνική πράξη, αργή και καθυστερημένη πρόσληψη και εκ των υστέρων αναγνώριση. Ποιος κατάφερε να χαράξει μιαν άλλη γραμμή έξω από αυτές τις αιώνιες σταθερές; Και εκτός του μίσους και των καβγάδων, δίνεται κάπου και μια σκηνή που κατά τα λεγόμενα του συγγραφέα-εξομολόγου λειτούργησε πάντοτε απομυθοποιητικά για το ιερότατο πάντων πρόσωπο της μητρός του: η σκηνή όπου ο μικρός δήθεν κοιμώμενος βλέπει για πρώτη φορά στη ζωή του τους γονείς του να έρχονται σε ερωτική επαφή και το καλοκαιρινό φεγγάρι να γίνεται παρά τη διακριτικότητα της φωτοχυσίας του ο πιο επιδέξιος μεγεθυντής στα όμματά του του φρικώδους του ζωντανού σπαρταριστού θεάματος. «Την πίστευα άσπιλη και αμόλυντη», λέει ο συγγραφέας. Να θέλει να διαχωρίζεται πλήρως από τις γυναίκες των απαγορευμένων ερωτικών μυθιστορημάτων που έδιναν μιαν απάντηση στις εφηβικές του ανησυχίες. Η μάνα λοιπόν και ως Παρθένος, μια μικρή Παναγία, που δεν πρέπει ποτέ να διαολίζει με το φέρσιμό της τον εφηβικό λογισμό ούτε να εξάπτει τα σωματικά πάθη και τις επιθυμίες στον κόσμο της φαντασίας και φυσικά να μην επιτρέπει να δεσμεύεται ούτε μία ανάμνηση κάποιας «ακολασίας» της στην διεσταλμένη περιοχή της εμπειρίας. Η μάνα λοιπόν που τα πάντα περιέχει και ωστόσο κρίνεται τόσο αυστηρά, σαν να παραβάλλεται πολλές φορές με Θεό, η μάνα που κάνει πως δεν βλέπει όταν από την πλευρά της συλλαμβάνει τον γιο, τον έφηβο να έχει παραδοθεί στους «κηπουρούς» των ιδεωδών αλλά μοναχικών τέρψεών του.
Αυτή η μάνα θα μπορούσε υπό άλλας συνθήκας να είναι ίδια με τη μητέρα, νομικό και πιανίστρια, που αναπολεί ο Άγγελος στο Bar Venus ή παρόμοια με την ανοϊκή Αριάδνη μητέρα του Σπύρου Κ. στο ίδιο διήγημα, παρ’ όλο που η Στυλιανή, η μητέρα του συγγραφέα, αρπάχτηκε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της από την επάρατη νόσο και παραμορφώθηκε – δίχως όμως η νόσος να μπορεί να αλλοιώσει τη μυθική παρουσία της από την τρέχουσα ζωή του. Εξάλλου, κάπου κρέμεται το βιολί της, όπου ακουμπούσε δάκτυλα και πηγούνι και με τον τρόπο αυτόν έμαθε στον γιο της να λατρεύει πρώτα την ίδια και μέσω αυτής την κλασική μουσική – αθάνατα και τα δυο στη συνείδησή του, θησαυροί αγάπης και αφοσίωσης.
Καταληκτικά, η σβούρα θα μπορούσε να εκληφθεί και ως σύμβολο του ατομικού πεπρωμένου, που υφαίνει παρελθόν και παρόν χωρίς να δίδει λογαριασμό για το σε ποια θεϊκή τάξη υπακούει. Έτσι και το Εικοσιδυό, και ο Πόλεμος, και ο ανέλπιστος ή υπονομευμένος τοκετός του Μαρτίου 1941, και η επαγγελματική περιπέτεια, και ο θάνατος της μητέρας τη στιγμή της οιδιπόδειας αυτεπίγνωσης, αλλά και τόσα άλλα γεγονότα που δένονται στην ταινία μιας ζωής, είναι ολίγα μόνο από τα θηράματα αυτού του απρόσωπου κυνηγού που κηδεμονεύει τις τύχες μας.
ΒΕΡΘΕΡΟΣ
(Ένας τραπεζικός υπάλληλος και συγχρόνως ποιητής, που συναιρεί στον τρόπο του βίου του όλα τα σύγχρονα εξωτερικά γνωρίσματα της ευτυχίας, γνωρίζει σε ένα δισκοπωλείο έναν νεαρό που βρίσκεται σε φάση κατάθλιψης λόγω της αρνητικής έκβασης των δύο και μόνο σχέσεων που έχει συνάψει στη ζωή του: της εγκατάλειψής του από τον πρώτο και μόνο ετερόφυλο έρωτά του και του χωρισμού του από τον πρώτο και μόνο ομόφυλο δεσμό του. Ο νεαρός αναδιηγείται τα των δύο αυτών σχέσεων στον υπάλληλο και ποιητή, που του συμπαρίσταται ως πρόθυμος ακροατής και ενδιαφέρεται για την εξέλιξη της ζωής του. Στο τέλος, όμως, όλα ανατρέπονται: η πλούσια σύζυγος του ποιητή-κατ’ επάγγελμα εκδότρια βρίσκει τον τρελό και αναζωογονητικό έρωτα στο πρόσωπο ενός νεαρού γαλλομαθούς μεταφραστή και εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία ενώ ο ποιητής αιφνιδιαστικά μαθαίνει από το τοπικό αστυνομικό τμήμα της συνοικίας του και το γεγονός της αυτοκτονίας του νεαρού καταθλιπτικού, ώστε και ο δικός του ψυχισμός να αρχίσει να εκδηλώνει τα νοσηρά συμπτώματα του αυτόχειρα που περιέβαλλε με την αγάπη του.)
Η γερμανική παροιμία το λέει καθαρά: το γυαλί και η ευτυχία εύκολα καταστρέφονται. Ο αιώνιος νόμος της μεταβολής των πραγμάτων δεν θα ήταν δυνατόν να αφήσει ανεπηρέαστο τον τομέα των διαπροσωπικών σχέσεων, όπου το αίσθημα της ευτυχίας είναι προσωρινό και η βασιλεία του σφοδρού έρωτα ακολουθείται από τη μοιραία πτώση της, ώστε σχεδόν κάθε ανθρώπινο υποκείμενο να είναι αναγκασμένο κατά κάποιον τρόπο να διέλθει από γκρίζες θάλασσες, όπου κυριαρχούν ο πόνος των σκέψεων, το άλγος των αναμνήσεων, το δράμα της μοναξιάς, το πένθος του εσωτερικού κόσμου. Ο χρόνος επιφυλάσσει εκπλήξεις σε όλους μας, άλλοτε ευχάριστες κι άλλοτε δυσάρεστες, και βεβαίως αποτελεί κορυφαία αυταπάτη και ύψιστη πλάνη το να θεωρούμε πως ό,τι στον παρόντα χρόνο συνθέτει το σκηνικό της προσωπικής μας ευτυχίας θα διατηρηθεί αναλλοίωτο ή αλώβητο και στον μέλλοντα χρόνο. Τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι ρευστά και ακαθόριστα, κι έτσι οιαδήποτε βεβαιότητα πως αυτά παραμένουν αμετάβλητα, σαν παγωμένα, έτοιμα να αναπαράγουν εις το διηνεκές τον καρπό μιας σταθερής αγάπης, συντρίβεται από τα ίδια τα γεγονότα που μας κεντούν απροετοίμαστους στο ξύπνημα της κάθε μέρας. Στην αρχή ο έρωτας είναι μεγαλοϊδεατικός και πανηγυρικός, εκφωνεί και προεξαγγέλλει με στόμφο το πρόγραμμά του, συν τω χρόνω όμως τα φτερά του έρωτα αρχίζουν να μαδιούνται, και από το ουράνιο στερέωμα αρχίζει η καθοδική πτώση ως τα λασπόνερα των συναισθηματικών συγκρούσεων, των αμφιβολιών, των εγωιστικών παρορμήσεων, των συνεχόμενων υπαρξιακών κρίσεων, των κεραυνών της φθοράς και της πλήξης. Ο ιδανισμός του έρωτα εξατμίζεται λόγω των αδυναμιών της ανθρώπινης φύσης που αποδεικνύεται ανίκανη να τον κρατά αδιάλειπτα ψηλά, κι έτσι κάθε ονειρικό ταξίδι είναι απλώς μια φευγαλέα και παροδική ανάβαση, που καθιστά δραματικό το αίσθημα της αντίθεσης με το τέλος αυτού του παιχνιδιού. Και λέμε εδώ «παιχνιδιού» γιατί απλούστατα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι γύρω μας που έχουν μάθει να παίζουν με τους άλλους, να παίζουν με τα συναισθήματα και την ανασφάλειά τους, να πειραματίζονται με τις αντιδράσεις τους, να σκαλίζουν τον κόσμο των ευαισθησιών τους ώστε αυτό που βαφτίζεται έρωτας μάλλον να παραπέμπει στην ανησυχία παρά στη γαλήνια απόλαυση. Αυτοί βέβαια που παίζουν με τους άλλους (όπως επί παραδείγματι η ομορφονιά ζωγράφος Ηλέκτρα της ιστορίας μας) έχουν επίγνωση της δικής τους ισχύος, της όποιας υπεροχής τους και της ακτινοβολίας τους, οπότε ως ισχυροί της κατάστασης υποβάλλουν τους αδύναμους σε ευφάνταστα καψώνια και συμπλεγματικά θελήματα. Όμως ακόμη και οι δούλοι της αγάπης κάποια στιγμή ωριμάζουν και ειδικώς μέσα από τον συσσωρευμένο πόνο-κόπο της και ζητούν τη γαλήνη της μοναξιάς τους από την καταιγίδα της σχέσης και την περιπέτεια των συναισθηματικών τους επενδύσεων, ενώ πολλάκις οι κραταιοί μιας ερωτικής κατάστασης πίπτουν κι αυτοί αιχμάλωτοι άλλων ισχυρότερων ερωτικών συντρόφων, ώστε να τιμωρείται έστω και αργά η αλαζονεία τους. Ο έρωτας λοιπόν είναι ένας υπόγειος πόλεμος, μια καλά αμπαλαρισμένη ωρολογιακή βόμβα, καμιά φορά μια συνθήκη εξαρχής άνισων και άτιμων όρων, που προδικάζουν την εξέλιξη των σχέσεων και υπονομεύουν την ψυχολογική ισορροπία, κατ’ αρχάς των αδυνάτων αλλά υπό ορισμένες συνθήκες και των ισχυρών.
Ο διακόψας τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών Μενέλαος Παπαδάκης και ιδιοκτήτης ενός μικρού ξενοδοχείου στην Πλάκα όπου και κατοικεί, έχει νωπά τα τραύματα τόσο από την εγκατάλειψή του από την επικίνδυνη διαβολογυναίκα Ηλέκτρα, την οποία ερωτεύεται κλέβοντάς την ουσιαστικά από τον πιστό φίλο του Θοδωρή, όσο και από τον χωρισμό του από τον Γερμανό αρχαιολόγο Φρήντριχ Στάντλερ, ο οποίος προσωρινά τον θεραπεύει από τον ναυαγισμένο ετερόφυλο έρωτά του. Ο Μενέλαος προδίδει τον φίλο του Θοδωρή συνεπαρμένος από την ομορφιά της Ηλέκτρας την ίδια στιγμή που κι αυτή θαυμάζει την καλλονή του, η Ηλέκτρα ύστερα από 4χρονο δεσμό προδίδει τον Μενέλαο και με ένα χονδρό ψέμα τον εγκαταλείπει για χάρη μιας άλλης παρέας τη στιγμή που ολόγυρά της ζώνεται από θαυμαστές και υποψήφιους εραστές της, ο Μενέλαος συνδέεται με τον Ελληνιστή Φρήντριχ που του παίρνει τη λύπη από τον χωρισμό του, τον βαφτίζει Βέρθερο και τον απογειώνει ως τη στιγμή που μια φιλόδοξη επαγγελματική πρόταση τον οδηγεί στο χωρισμό από τον Μενέλαο και στη μόνιμη διαμονή του στην πατρίδα του όπου σύντομα μετά την άφιξή του βρίσκει νέο σύντροφο, ο Φαίδων Μίσχαλης (ο τραπεζικός υπάλληλος και ποιητής) γνωρίζει τον Μενέλαο κατά τη φάση της μελαγχολίας του και των ψυχολογικών του μεταπτώσεων και ταραχών με κύρια εκδήλωσή τους τις κρίσεις πανικού και μπαίνει στη ζωή του από αγάπη και ενδιαφέρον οπότε και μαθαίνει μέσα από την αφήγηση του Μενέλαου το δισυπόστατο ερωτικό παρελθόν του ώσπου ο τελευταίος να αποφασίσει να λύσει τον κόμπο με την υπάρχουσα πραγματικότητα επιλέγοντας την ελευθερία του θανάτου, όπως ακριβώς δηλαδή και ο ήρωας του Γκαίτε. Κι ενώ ο Φαίδων ασχολείται με τους άλλους γύρω του με την ασφάλεια που του χαρίζει η επαγγελματική του σταθερότητα και η οικογενειακή του ισορροπία, ζώντας κυριολεκτικώς μέσα σε ένα κουτί ευτυχίας, όπου έχει λυμένα όλα τα βασικά ζητήματα της διαβίωσης, δεν υπολογίζει πως η καταιγίδα θα ξεσπάσει μέσα στο ίδιο του το αριστοκρατικό και καλαίσθητο σπίτι, όταν ακριβώς η εκδότρια σύζυγός του ύστερα από τη συσσωρευμένη πλήξη της γαμήλιας συνύπαρξης και ένα ζωντανό αλλά δυσδιάκριτο αίσθημα ανικανοποίητου κάνει το άλμα με τα φτερά του έρωτα, θέλοντας να δώσει νιότη και χάρη στη ζωή της, συνδεόμενη με έναν νεαρό μεταφραστή της γαλλικής γραμματείας που ο άνδρας της ανακάλυψε προς όφελος της εκδοτικής δραστηριότητάς της. Έτσι ο ασφαλής Φαίδων γίνεται αυτόματα ένας καταθλιπτικός Μενέλαος, την ίδια στιγμή που η πλούσια σύζυγός του Ευτυχία Κυριακούλη (γόνος εφοπλιστικής οικογένειας) βρίσκει ως ερωτική φωλεά το διαμέρισμα του «φτωχού» και νυν αναδυόμενου μεταφραστή, που φέρει το όνομα Ανταίος Μαλακάσης. Με την ίδια λογική και επειδή καμία ιστορία δεν τελειώνει, θα μπορούσαμε να φανταστούμε την βασίλισσα Ηλέκτρα, που σέρνει καράβι, να γίνεται κάποτε άδοξα ένας θηλυκός Μενέλαος, ενώ ο προδομένος και εξαφανισμένος φίλος του Θοδωρής να γίνεται κάποτε και αυτός ένας βασιλιάς στις διαπροσωπικές του σχέσεις μπαίνοντας στο δίλημμα ποιον να ταπεινώσει και σε ποιον να δοθεί. Αλλά ποιος θα μπορούσε επίσης να εγγυηθεί για το υγιές και σταθερό του έρωτα Ευτυχίας Κυριακούλη-Ανταίου Μαλακάση; Και όλα αυτά βέβαια έχοντας συνεχώς στη σκέψη μας τα λόγια του διάσημου Μαρί Ανρί Μπελ, γνωστότερου ως Σταντάλ, που θεωρούσε ως μοναδικό κίνητρο των ανθρώπινων συμπεριφορών και πράξεων την ιδιοτέλεια.
Μένοντας λίγο στην άποψη του Σταντάλ: Να υποθέσουμε λοιπόν ότι και στον έρωτα προηγείται η ύπαρξη αυτού του καθαρού σκοπού, η συνειδητοποίηση του κενού, της ανάγκης κάλυψής του, και έπεται η αιχμαλωσία των αγνών αισθημάτων; Κι αν είναι έτσι, τότε είναι το πνεύμα που υποτάσσει την ψυχή, η διάνοια τα ρέοντα συναισθήματα που κωπηλατούν αδιάκοπα στη λίμνη της ψυχής. Ερωτευόμαστε χάριν ενός σκοπού, έστω και υψηλού σκοπού; Ερωτευόμαστε με τη συνδρομή του καιρού, της κατάλληλης ευκαιρίας; Ερωτευόμαστε με τη συνδρομή μιας μοίρας αγαθής; Ερωτευόμαστε από τον μετασχηματισμό μιας άμορφης πρώτης συμπάθειας; Ερωτευόμαστε από μια διαστροφική έλξη της ανθρώπινης δυστυχίας και από την ανάγκη να θρέψουμε τον νάρκισσο εγωισμό μας ώστε να ανεβάσουμε εμείς στην άμαξα των φρούδων ονείρων μας αυτόν που θέλουμε να σώσουμε από την πλήρη ανυποληψία; Ερωτήματα ανοιχτά, πολύμορφα, σε εκατοντάδες παραλλαγές κινήτρων, απλών ή συνδυασμένων, που αντιστοιχούν σε μύριες περιπτώσεις διαπροσωπικών σχέσεων. Ίσως στην ιδανικότερη των ανθρωπίνων περιπτώσεων ο έρωτας είναι μια συνωμοσία της λογικής και της βούλησης υπό το κράτος πιεστικών αισθητικών αρχών, μια συνέργεια των γενετήσιων ορμών με τις σκοτεινές δυνάμεις του Εγώ, τα απωθημένα του υποσυνειδήτου και τα δεδομένα της αισθητηριακής πρόσληψης, ώστε η τέρψη του ατομικού να φορεί το μανδύα της κοινωνικής δωρεάς, της ύψιστης προσφοράς προς το διπλανό ανθρώπινο υποκείμενο. Κανείς, πιστεύουμε, δεν ερωτεύεται κάνοντας χάρη στον Άλλον, χωρίς να εισπράττει μια προσωπική ικανοποίηση, που να εκπορεύεται από την ύπαρξη κάποιας εσώτερης ανάγκης ή κάποιου σκοπού. Κι έτσι μόνο υπό το πρίσμα αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί ο ασφαλής Μίσχαλης πλησιάζει τον νεαρό Μενέλαο ή ο φημισμένος Γερμανός αρχαιολόγος Φρήντριχ τον τραυματισμένο και πάλι Μενέλαο. Από την άλλη πλευρά, όσοι θέλουν κατά βάθος να μην παραδεχτούν την κρυφή ιδιοτέλεια του έρωτα, τον χρησιμοποιούν ως άλλοθι, ως υπέρτερη βία και δύναμη, όπως ακριβώς θα μπορούσε να ισχυριστεί το πλουσιοκόριτσο Ευτυχία, το σύμβολο αυτής της άπιαστης και συνεχώς περιδινούμενης και περιπλανώμενης ευτυχίας, που σαν χρυσή βροχή μουλιάζει το ένα μετά το άλλο τα δέντρα του Κήπου των Απολαύσεων. «Ο έρωτας με κάνει πάλι νέα», λέει σχεδόν η Ευτυχία, επομένως γι’ αυτήν ο σκοπός είναι η αναζήτηση μιας καταναλωθείσας νεότητας, η --ει δυνατόν-- ανάκλησή της στον παρόντα χρόνο για να ρετουσάρει την προσωπική εικόνα, να κρύψει ατέλειες και να σβήσει τα σημάδια της φθοράς. Με αυτή την επιδίωξη ή το επιχείρημα η αντιγηραντική προστασία του έρωτος θα ήταν βάλσαμο για τα γέρικα πλάσματα της Λίμνης Βουλιαγμένης που συναντούμε στο Bar Venus. Ένα μπαρ που όπως φαίνεται μένει μονίμως ανοιχτό όσο συχνάζει εκεί ως πελάτης η ίδια η ζωή.
ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΛΛΑΣ
(Σειρά αυτόνομων καταγραφών εν είδει ημερολογιακών εγγραφών που αρχίζουν την 4η Απριλίου και ολοκληρώνονται την 23η Απριλίου 1995. Στην πιο εκτεταμένη εγγραφή, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής-ζωγράφος, του οποίου οι ενασχολήσεις, τα ενδιαφέροντα, οι αντιλήψεις και οι αισθητικές αρχές συμπίπτουν με τα αντίστοιχα του ίδιου του συγγραφέα, περιγράφει την ατμόσφαιρα και τις συνομιλίες σε μια ιδιωτική συγκέντρωση-δείπνο που οργανώνουν στην οικία τους ένας εκδότης και ποιητής και μια γκαλερίστα, με τη συμμετοχή επιφανών εκπροσώπων των γραμμάτων και των τεχνών – η άφιξη στον χώρο ενός μουσικολόγου και ραδιοφωνικού παραγωγού και ειδικότερα η πλήρης διάσταση των απόψεών του σε σύγκριση με τις θεμελιωμένες απόψεις του αφηγητή αναγκάζουν τον τελευταίο σε αιφνιδιαστική αναχώρηση από το ΄΄καλλιτεχνικό τραπέζι΄΄. Μετά τα μεσάνυχτα ωστόσο έρχεται η τιμωρία του πεπρωμένου για όλους τους εναπομείναντες στην οικία του ζεύγους: ένας σεισμός τούς καταπλακώνει και τους παρασύρει στον τραγικό θάνατο. Μία μέρα μετά, ο αφηγητής-ζωγράφος βλέπει στο όνειρό του ένα από τα πρόσωπα που ήταν παρόντα σε κείνη τη βραδιά, να καπνίζει ΄΄με ηδυπάθεια’’ και να φανερώνει για μία ακόμη φορά τον ναρκισσισμό του.)
Με τις «Πληγές της Μαρίας Κάλλας» ο αφηγητής-ζωγράφος μάς μεταφέρει στο έτος 1995 και ειδικότερα στην καλλιτεχνική πιάτσα, έχοντας την ανάγκη πρωτίστως να σχολιάσει τον τρόπο με τον οποίον διασυνδέονται τα πρόσωπα και τα πράγματα, να δείξει εν μέρει πώς λειτουργεί το καλλιτεχνικό σύστημα, και να ξεκαθαρίσει πως οι δικές του αρχές δεν του επιτρέπουν τίποτε άλλο παρά να αποστασιοποιείται από το σύγχρονο μάρκετινγκ, τις δημόσιες σχέσεις, τη διαπλοκή μεταξύ παραγόντων των ΜΜΕ, της πολιτικής εξουσίας και του καλλιτεχνικού κόσμου. Στα εν είδει ημερολογιακών εγγραφών της περιόδου 4-23.4.1995 αυτόνομα σημειώματα, ο ζωγράφος αποκαλύπτει και το Εγώ του και τους Άλλους, την αντίθεση του Εγώ του προς τους Άλλους, και κατεξοχήν τη ρηχότητα των σχέσεων, την κενότητα των πνευμάτων, την έλλειψη βαθείας γνώσης, την ισορροπία συμφερόντων και την υπηρεσία σκοπιμοτήτων ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα που εντοπίζονται μεταξύ άλλων και στους καλλιτεχνικούς κύκλους, ή στις λεγόμενες καλλιτεχνικές παρέες, που μέσω της αλληλεξάρτησης και αλληλοϋποστήριξης κινούν τα νήματα των εξελίξεων στον τομέα των δραστηριοτήτων τους συγκροτώντας ένα άτυπο σύστημα εξουσίας.
Εκτός βέβαια του βασικού θέματος αυτού, στις «Πληγές της Μαρίας Κάλλας» εντοπίζονται πολλά άλλα ετερόκλητα και κατά κάποιον τρόπο ασπόνδυλα θέματα, που βεβαίως ως κοινό τους άξονα έχουν τις καλλιτεχνικές αντιλήψεις κυρίως του αφηγητή, δευτερευόντως άλλων προσώπων που συνδέονται μαζί του. Στις «Πληγές της Μαρίας Κάλλας» συλλέγει κανείς κατά σειρά τα ακόλουθα:
Ο ζωγράφος-αφηγητής δίδει κατά παραγγελία σε μιαν εφημερίδα τον ορισμό του ποιητή. / Η μνήμη του τον οδηγεί σε έναν μελλοθάνατο που είχε γνωρίσει και αγαπήσει κάποτε στο Γενικό Νοσοκομείο της Σύρου. / Βλέπει ένα όνειρο όπου πρωταγωνιστεί η Μαρία Κάλλας, η οποία του δείχνει τα πληγιασμένα πόδια της. / Προετοιμάζει εν μέσω φωτεινών σκέψεων και μοναχικών εμπνεύσεων έναν πίνακα που τον τιτλοφορεί ‘’Αναγέννηση’’. / Εξηγεί την επικινδυνότητα της γλώσσας και τις συνέπειες που αναλαμβάνει ένας δημιουργός από τη στιγμή που κατασκευάζει έναν ήρωα. / Ετοιμάζει ένα ποιητικό κείμενο που το τιτλοφορεί «Δεν είναι πουθενά». / Επισκέπτεται έναν φίλο-γείτονα που έχει παραμορφωθεί από τον καρκίνο αλλά παρ’ όλα αυτά κάνει σχέδια για τη ζωή, που σε ολίγες ημέρες θα σβήσει. / Συναντά στο «αρχηγείο» του έναν συλλέκτη έργων τέχνης που έχει ήδη αγοράσει έναν πίνακά του και τον ξεναγεί σε μια τεράστια αίθουσα κατάφορτη από έργα τέχνης κάθε είδους και συγχρόνως του προτείνει συνεργασία με σκοπό την προβολή του έργου του, που παραμένει στην αφάνεια και είναι άγνωστο σε πολλούς. / Αντιγράφει όσα λέγει ο Δημήτρης Καπετανάκης για τον Βίνκελμαν στο βιβλίο του «Μυθολογία του ωραίου» και με τον τρόπο αυτόν μας θυμίζει την α΄ ιστορία της συλλογής. / Συναντάται με φίλους του σε χαλανδριώτικη ταβέρνα αλλά οι κουβέντες των άλλων τού μοιάζουν με σκουπίδια. / Βλέπει ένα όνειρο με ένα τέρας και με σπουδαστές της Στρατιωτικής Ακαδημίας. / Συναντά σε κοντινό συνοικιακό δρόμο έναν από τους τρεις ανεπιθύμητους γείτονές του που ασχολούνται με τα καλλιτεχνικά πράγματα και τους οποίους πάντοτε προσπαθεί να αποφεύγει. / Εκφράζει την προτίμησή του προς τους άκακους και ακίνδυνους νεκρούς παρά προς τους απειλητικούς σε μεγάλο βαθμό ζωντανούς που τον περιβάλλουν. / Μεταβαίνει στην Εθνική Πινακοθήκη για να δει από κοντά έργα των Γερμανών εξπρεσιονιστών, αλλά τη συγκίνησή του αποσπά εκεί ένα κουαρτέτο Γάλλων που έχουν ως κεντρική φιγούρα μια ανάπηρη τεχνοκριτικό που οι υπόλοιποι τρεις της οικογένειάς της την περιβάλλουν με άφατη αγάπη. / Σχολιάζει ευμενώς το φλωμπερικό έργο «Μπουβάρ και Πεκυσέ». / Έχει μια τηλεφωνική συνομιλία με έναν ομότεχνό του ονόματι Χρήστο Κακούρη ο οποίος του μεταφέρει τις εντυπώσεις του από μια παρισινή έκθεση όπου συμμετείχε, του εξομολογείται την ασθένεια που του διαγνώσθηκε και καταληκτικά το πάθημά του να προσκαλέσει έναν ομόφυλο εραστή στο σπίτι του, ο οποίος μετ’ εκπλήξεώς του αποδεικνύεται ‘’παθητικός’’. / Συντρώγει με μια φίλη συγγραφέα η οποία του διεκτραγωδεί το τίμημα της ολοκλήρωσης ενός μυθιστορήματός της και ακολούθως οι δυο τους πιεστικά επισκέπτονται έναν γνωστό τους σκηνοθέτη κινηματογράφου, ο οποίος τους αφηγείται τους δικούς του κόπους και το βάσανο της μοναξιάς του. / Σε έναν άνδρα που βογκούσε κειτόμενος στην άσφαλτο δίδει κατά σύσταση μιας γυναίκας ένα κλειδί προκειμένου να τον ησυχάσει. / Βλέπει τη θεατρική παράσταση «Αγριόπαπια» του Ίψεν στο θέατρο «Εμπρός» με επιτελείο φημισμένων ηθοποιών και εκφράζει τα θετικά του σχόλια. / Τέλος, προσκαλείται και μεταβαίνει κατόπιν πιέσεως στην οικία του ζεύγους Κώστα (ποιητή και εκδότη) και Τζένης Παντελιού (γκαλερίστας), όπου ομοτράπεζους βρίσκει πλην αυτών των δύο έναν παθολόγο και πεζογράφο, με σύζυγό του μια ανεπιθύμητη στον ίδιον ηθοποιό, έναν άλλον ηθοποιό που έχει δεσμό με έναν δημοσιογράφο, έναν θεατρολόγο και την σύζυγό του εικαστικό, και επιπροσθέτως τον ανεπιθύμητο όπως προελέχθη μουσικολόγο και ραδιοφωνικό παραγωγό, που φτάνει στον χώρο καθυστερημένος και του οποίου οι απόψεις στάθηκαν η αφορμή για να αναχωρήσει ταραγμένος. Το μόνο πρόσωπο του δείπνου για το οποίο τρέφει κάποια συμπάθεια και του χαρίζει τη συντροφιά του καθήμενο δίπλα του είναι ένας ποιητής που λέγεται Ερρίκος. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της ιδιωτικής συνεστίασης εκφέρονται απόψεις από άλλους συνδαιτυμόνες που είναι απολύτως αντίθετες προς τις απόψεις του αφηγητή-ζωγράφου και οι οποίες ερεθίζουν αφανώς το θυμικό του μέχρι να συμβεί η έκρηξη της φυγής του. Οι απόψεις αυτές σχετίζονται με την θεατρική παράσταση του «Εμπρός» που ο ίδιος είχε παρακολουθήσει την προηγούμενη βραδιά, με τον τρόπο που πρέπει να παριστάνονται τα κλασικά έργα της θεατρικής γραμματείας, με την κακοποίησή τους από επικίνδυνους σκηνοθέτες, με το Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν, με τη θέση των καλλιτεχνών στα κομμουνιστικά καθεστώτα, με τον τρόπο διά του οποίου ο παθολόγος και πεζογράφος επεμβαίνει στα σαιξπηρικά κείμενα, με την προσωπικότητα και τις όποιες αρετές και αδυναμίες της Μαρίας Κάλλας, με την προσωπικότητα και το έργο του Αντρέι Ταρκόφσκι. Ενδιαμέσως, διάφορα πρόσωπα της βραδιάς πρόβαλλαν τις δημιουργίες τους: ο παθολόγος και πεζογράφος μιλούσε για το ένα και μοναδικό μυθιστόρημά του που έγινε μπεστ σέλλερ, η εικαστικός για το νέο της project, ο δημοσιογράφος για μιαν υπέροχη συνέντευξη που έλαβε από τον παθολόγο και πεζογράφο για το πολυεκδοθέν έργο του, η ηθοποιός για τις θεατρικές της επιτυχίες, ενώ ο Ερρίκος Ράπτης, ο φίλος του αφηγητή, για το υπό έκδοση βιβλίο του που έχει ως κεντρικά πρόσωπα τρεις διάσημους λογοτέχνες που έμειναν μέχρι το τέλος του βίου τους παρθένοι (!). Και βέβαια όλα αυτά με μπόλικη δόση εγωισμού, αυταρέσκειας, βεντετισμού, αλαζονείας, ναρκισσισμού, υποκρισίας, κολακείας, υπόγειου φθόνου…, που αναγκάζουν τον αφηγητή που τα υπαινίσσεται να παραμείνει καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς απλώς ακροατής, ίσως χρησιμοποιώντας τη σιωπή του ως απάντηση στον κώδικα αξιών και αρχών που υπηρετούν εν μέρει ή εν συνόλω οι επηρμένοι της βραδιάς και γνωστοί στο κοινό διανοούμενοι. Τελικά εκτός από τη σιωπή του, έρχεται μέσα στη νύχτα και ο σεισμός για να ανατρέψει τα σχέδιά τους, να διαμελίσει την κενοδοξία τους και να τους στρώσει ένα λαμπρό κενοτάφιο, τόσο για τους ίδιους όσο και για τα έργα τους.
Οι «Πληγές της Μαρίας Κάλλας» είναι μια πρωτότυπη μείξη του πραγματικού και του ονειρικού, προσώπων πραγματικών και προσώπων φανταστικών, τα οποία όμως μας κάνουν να ανακαλούμε πρόσωπα αληθινά. Είναι μια μείξη σκέψεων και θέσεων, γεγονότων και εξωτερικών σκηνών, μια ωραία αδιάκοπη ταλάντευση ανάμεσα στον εσωτερικό και στον εξωτερικό κόσμο, στην τέχνη και στην ζωή, στην καλλιτεχνική δημιουργία και στην αληθινή ιστορία. Το γεγονός ότι γυρνούμε στο 1995 επισημαίνει τις σταθερές του κόσμου μέσα στον οποίον δρούμε και στην ομοιότητα των συμβάντων και των νοσημάτων που πλήττουν το γόητρο πολλών ανθρώπων του πνεύματος, που συμβαίνει ώστε ούτοι ανοιχθέντες ώφθησαν κενοί… Ο συγγραφέας μάς κλείνει το μάτι σαν να μας ψιθυρίζει πως τίποτε δεν πρέπει να πιστεύουμε από όσα μεγαλοφώνως φαίνονται και προβάλλονται, πως πρέπει να διεισδύουμε στα πράγματα για να ανακαλύπτουμε την ουσία τους, πως πρέπει να ελέγχουμε κάθε φορά αλλά και να εξετάζουμε τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβαίνει ένα καλλιτεχνικό γεγονός, τυχόν σκοπιμότητες που υπηρετούνται, την ταυτότητα των συμμετεχόντων. Ουσιαστικά στηλιτεύει το σύγχρονο σταρ σύστεμ και θέλει να μας υποδείξει να μην είμαστε ευκολόπιστοι, να είμαστε προσεκτικοί στις επιλογές μας και να ερευνούμε σε βάθος ώσπου να αποδεχόμαστε το άξιο, το ωραίο, το υψηλό. Οι καλλιτεχνικές παρέες της Ελλάδας του 20ού και 21ου αιώνα δεν μπορούν να παραβληθούν με όλους αυτούς τους εργάτες του πνεύματος και της τέχνης που έμειναν άφθαρτοι στον χρόνο και ανήκουν πλέον στην «ομοταξία των κλασικών». Έτσι συγκροτείται μια αντίθεση ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, πολλές φορές ανάμεσα και στο εγχώριο και στο αλλοεθνές. Η «Ιταλίδα» Μαρία Κάλλας, οι Γερμανοί μουσουργοί, οι Αναγεννησιακοί ζωγράφοι, οι μεγάλοι Αμερικανοί κινηματογραφικοί αστέρες, ο πατέρας της αρχαιολογίας Βίνκελμαν, οι Γερμανοί εξπρεσιονιστές, οι Γάλλοι λογοτέχνες, ειδικά εδώ ο Φλωμπέρ κι αλλού ο Σταντάλ, τα διεθνή γεγονότα και οι θεσμοί και οι εκθέσεις, τα Μεγάλα Μουσεία του κόσμου, ο Νορβηγός Ίψεν, ο Σαίξπηρ, ο Τσέχωφ, ο Πίντερ, ο Μπέκετ, ο Τ. Γουίλιαμς, ο Γκαίτε και ο Σίλλερ, ο Προυστ και ο Θερβάντες, ο Ντύρρενματ, η Ντίκινσον και ο Χένρυ Τζαίημς, ο Πεσσόα, ο Ταρκόφκσι κ.ά., με το εκτόπισμά τους μέσα στις γραμμές της αφήγησης νιώθει κανείς πως είτε θέτουν σε δεύτερη μοίρα και αξία τους κορυφαίους της εγχώριας διανόησης είτε μοιάζουν πολύ ακριβοί σε ακατάλληλα χέρια, σε χέρια και μυαλά εγχώριων μιζαδόρων, χαρτοπαικτών, τυχοδιωκτών, καιροσκόπων, συνωμοτών, μελών επικίνδυνων κυκλωμάτων πέραν πάσης επιστημοσύνης που έχουν την εξουσία να συνεννοούνται έγκαιρα και να ανεβάζουν και να κατεβάζουν τους εκλεκτούς τους. Απέναντι σε όλους αυτούς, κονδυλοφόρους του Τύπου ως νεόπλουτους συλλέκτες, ο αφηγητής-ζωγράφος ψάχνει τρόπο να προστατευθεί, να μην ενδώσει, να μην κολλήσει τον μεταδοτικό τους ιό, να φύγει όσο το δυνατόν μακρύτερα, επιθυμώντας τη σιωπή και τη μοναξιά, ακόμη και έναν γόνιμο διάλογο με τους νεκρούς. Μήπως τελικά, αναρωτιόμαστε όλοι, η σύγχρονη καλλιτεχνική ιστορία του τόπου μας γράφεται ερήμην των γνήσιων ταλέντων της Τέχνης; Μήπως επί σειρά δεκαετιών πλανήθηκε το καλλιτεχνικό μας αισθητήριο ώστε να χειροκροτεί ό,τι υπό άλλο πρίσμα θα αποδοκίμαζε; Ένα παράξενο αίσθημα ντροπής συλλαμβάνει τον αναγνώστη που ξαφνικά έρχεται αντιμέτωπος με αυτοκριτικά ερωτήματα και του γεννάται η υποψία ότι μπορεί επί χρόνο πολύν απλώς να μαϊμούδιζε ξένες προς την πραγματική του φύση και καλλιτεχνικό γούστο επιλογές, ως θύμα μιας ενορχηστρωμένης δημοσιογραφικής προπαγάνδας, που αρέσκεται να δοξάζει ό,τι έχει υπολογιστεί ως ωφέλιμο. Τελικά «οι Πληγές της Μαρίας Κάλλας» την ίδια στιγμή που μας καλούν να ακολουθήσουμε το κλασικό, τη μεγάλη μάζα που λατρεύει το κλασικό, μας προειδοποιούν και για την ενδεχόμενη απάτη του φανταχτερού και διαφημιζόμενου, μας βάζουν την υποψία ότι όσοι κυβερνούν στον καλλιτεχνικό κόσμο δεν αναδείχθηκαν με μέσο την αξία και τη γνώση τους, αλλά με το ‘’σκαλοπατάκι’’ των συμπαθούντων. Τελικά το Ωραίο μπορεί να βρίσκεται μακριά από τις εκκωφαντικές σάλπιγγες, σε ξεχασμένους ποιητές με χέρια όλο αίματα, σε νεκρές σοπράνο με πόδια όλο πληγές. -
ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου