Η θεία μας Ιοκάστη Παλάσκα γεννήθηκε στον Βόλο το 1926, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος του βίου της στην Αθήνα. Ήταν τέκνο του Μιχαήλ Παλάσκα και της Σταυρούλας Καραπατάκη. Είχε την ατυχία να ορφανέψει νωρίς, γεγονός που οδήγησε στη σύνδεσή της με την αδελφή και γιαγιά μας Κλοτίλδη Παλάσκα. Έλαβε παιδεία και γλωσσομάθεια και διακρίθηκε για τα πνευματικά της χαρίσματα αλλά και για τη μελωδικότητα της φωνής της. 'Εζησε τα πέτρινα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής και ήταν βασικός μοχλός της οικογενειακής ζωής. Προσλήφθηκε σε δημόσια υπηρεσία κατόπιν διαγωνισμού αλλά φορέας μοίρας κακής, μια αρθροπάθεια και συνεπεία αυτής αποτυχημένες ιατρικές επιλογές και τακτικές τής στέρησαν την αρτιμέλεια όσο άνθιζε πάνω της η νεότητα. Έτσι απέκτησε ένα μειονέκτημα που έμελλε να τη συντροφεύσει σε όλη της τη ζωή.
Με τον σύζυγό της Γεώργιο Σαγάνη έζησαν έγγαμο βίο 40 χρόνων. Καθ' όλο το διάστημα αυτό, γνωρίσαμε και εμείς τις αρετές των δύο αυτών προσώπων, που ζώντας σεμνά και ταπεινά ήξεραν να προσφέρουν εγκάρδια και γενναιόδωρα. Η οικία που με αίμα και αυτοθυσίες απέκτησαν, προοδευτικά και εν μέσω διαφόρων προβλημάτων, έγινε η φωλιά της μεταξύ τους αγάπης. Στο λεύκωμα της οικογενειακής μας ζωής υπάρχουν ποικίλες σκηνές που διαδραματίστηκαν εκεί, ιδίως σε γιορτινές ημέρες, των οποίων η λάμψη σκέπαζε το άλγος των καθημερινών προβλημάτων. Ως παιδιά, γνωρίσαμε τον κήπο του σπιτιού, άλλοτε κατοικητήριο οικιακών ζώων, κι όταν αυτά αποσύρθηκαν μια μικρή πράσινη όαση-εξαίρεση, ένας ανθόκηπος-δενδρόκηπος με την επιμέλεια του θείου μας και προπάντων για την τέρψη της θείας μας (αληθινή τερψιθέα). Τέκνα δεν ήταν γραπτό να αποκτήσουν. Έτσι τα αγαθά της μητρότητας και της πατρότητας τα γεύονταν εξ αντανακλάσεως, μέσα από τη συντροφιά με παιδιά που βάφτισαν, που κράτησαν στα χέρια τους, που ντάντεψαν ευκαιριακά, που γλύκαναν με λόγο και μουσική, που κέρασαν με δώρα ακριβά. Η μουσική ήταν το μόνιμο ανταλλακτήριο της χαράς. Τα χρόνια αθόρυβα πέρναγαν, όλοι ανεβαίναμε την κλίμακα της ζωής, οι ανάγκες μας άλλαξαν, οι κουβέντες μας πήραν άλλο χρώμα, καθώς αντιστοιχίζονταν με τα νέα δεδομένα του καιρού και του τόπου μας. Παρ' όλα αυτά, παρά τα χάσματα και τα διαλείμματα, την ασυνέχεια της επικοινωνίας μας, οι γιορτινές επισκέψεις παρέμειναν ένας ενωτικός οικογενειακός θεσμός όπου μπορούσες κάθε φορά να κάνεις απολογισμούς, να μετράς απώλειες, και την ίδια στιγμή να αισθάνεσαι πως ''είμαστε πάλι εδώ''. Με την πάροδο του χρόνου, τα βήματα της θείας μας λιγόστεψαν, πραγματικά εγκαταστάθηκε στην οικία της και δεν ήταν λίγες οι ώρες της μοναξιάς της μέσα στο ημερήσιο πρόγραμμα, όταν ο θείος μας, πράγμα απόλυτα κατανοητό, έπρεπε να εργάζεται για να φέρνει φρέσκο εισόδημα. Εκείνη συνεισέφερε με τη σύνταξή της, πάντοτε προγραμματισμένη, προβλέψιμη και θαυματουργή. Μα της ζωής το κύμα το παράφορο, που ως συνήθως σαρώνει βάρκες και κουπιά, σηκώθηκε ψηλά τα τελευταία 3 χρόνια και άλλαξε την συντηρημένη με πολύν κόπο αυτή ισορροπία. Η απώλεια του θείου μας μάς άνοιξε για τα καλά την πόρτα του σπιτιού, εκεί δηλαδή όπου μπαίναμε μόνο αραιά, συνήθως με την γιορτινή ευκαιρία. Η αναπλήρωση της απώλειάς του, στόχος δύσκολος, θα γινόταν με τη δική μας συντροφιά και την προσφορά υπηρεσιών. Ήταν μια απώλεια σαν μακρινός απόηχος των παλαιών εκείνων απωλειών, που προκαλούσε ένα μυστικό πικρό αίσθημα στην επισκόπηση όλης της ταινίας της ζωής. Έτσι για τη θεία μας έμειναν οι υπόλοιπες χαρές και μικροχαρές της: τα αγαπημένα πρόσωπα, ένα πιάτο ζεστό καλοφτιαγμένο φαγητό, μια νοσταλγική μελωδία που ξυπνούσε το κλίμα άλλων εποχών και βέβαια η όποια θαλπωρή του σπιτιού, πολύτιμο απόκτημα και σταθερός ως το τέλος δεσμός. Όταν πια έμεινε κλινήρης έμοιαζε να επιπλέει μέσα σε μια θάλασσα από εικόνες και αναμνήσεις, που ακόμη και τα πιο αθώα και μικροσκοπικά αντικείμενα νόμιζες ότι έφερναν στην επιφάνεια. Ήταν η περίοδος της βασανιστικής ακινησίας, όταν το σώμα αργεί, η ψυχή βαραίνει και μόνο ο νους χοροπηδά ανάλογα με την κίνηση του βλέμματος. Από το ανοιχτό παράθυρο ένας άλλος κήπος παραδινόταν στη θέα του, που χωρίς την επιμέλεια του συζύγου της και αγνοημένος σχεδόν έμοιαζε να πρέπει να ντυθεί στα χρώματα της θλίψης που απλώθηκε ύστερα από την νωπή απώλεια. Άνθρωπος ανέκαθεν των λίγων και ουσιαστικών λόγων, των απτών και έμπρακτων αποδείξεων, περιβλήθηκε τη σιωπή του ασθενούς που σκεπάζει χίλιες σκέψεις και ψυχής νοήματα.
Ό,τι κι αν θα κάναμε, στον ελεύθερο ή συμπιεσμένο χρόνο μας, αυτή τη σκληρόπετση σιωπή δύσκολα θα την αποδιώχναμε. Ο ακίνητος άνθρωπος εξάλλου είναι ένας εύκολος στόχος, που βέλη δέχεται, αρρώστιες, φόβους και απειλές, βιαστικές κουβέντες, όλα έρχονται και παρέρχονται πάνω και γύρω από το σώμα του, κι αυτό εκεί, σαν κορμός δένδρου που ζει μέχρι κάποτε να παλιώσει και να το ξεριζώσουν. Η χαρά του κόσμου είναι η κίνηση, η ποικιλία, η εναλλαγή, η μετατόπιση. Ο ακίνητος άνθρωπος βλέπει όλα γύρω του με κάποιον ρυθμό να κινούνται, ακόμη και τις τηλεοπτικές εικόνες να διαδέχονται η μία την άλλη, κι εκείνος καρφωμένος στην έδρα του, μονίμως να παρατηρεί και να επεξεργάζεται στη μοναξιά του, όλα όσα λέγονται και επαναλαμβάνονται, και μέσα από την αιώνια επανάληψή τους καταντούν πληκτικά και ανόητα.
Κάπως έτσι η θεία μας έφτασε ως εδώ κι αφού διέσχισε κάμποσο το ζεστό κι αποπνικτικό αυτό καλοκαίρι, με τα δέντρα στον κήπο αμίλητα, με μιαν άπνοια και συνάμα πόνο βουβό στον έξω κόσμο, κάπου κάπου με κάποια κελαηδίσματα πουλιών και παιδικών φωνών, και με τους ανεμιστήρες να βομβίζουν μέσα στο δωμάτιο ανακυκλώνοντας τις ίδιες εικόνες. Με το αίμα να παγώνει κάθε μέρα, με τις ανάσες να βγαίνουν πιο δύσκολα, με το κουρασμένο σώμα, σύμβολο ζωής, να εξοικειώνεται με την ιδέα της αθανασίας.
Τώρα που μπροστά μας κοιμάται ανάλαφρη και λυτρωμένη από όλα όσα την καταπίεζαν, απαλλαγμένη ακόμη και από μας που καλοπροαίρετα την καταπιέζαμε ή της επιβαλλόμασταν, ταξιδεύει ελεύθερα στον κόσμο, χωρίς κανέναν κόμπο στο λαιμό, χωρίς κανένα κράτημα στα πόδια, πιο ελεύθερη από ποτέ. Τα μέλη της λύθηκαν και πλέον μπορεί να πηγαίνει παντού κι όχι μόνο με τη σκέψη της. Μια νέα ισορροπία εγκαθιδρύεται εδώ, απώλειες πια δεν υπάρχουν κι ούτε πόνος για αυτές, ενωμένη όπως θέλουμε να πιστεύουμε με όσους αποχαιρέτισε αναπάντεχα, θα βρει την πιο μεγάλη δύναμη και αυτάρκεια. Η θνητότητα είναι μια φυλακή. Θα υψωθεί σαν καλοκαιρινό αστέρι μιας νύχτας φεγγαρόλουστης, στην τερψιθέα ενός κόσμου που θα επιμένει να βασανίζεται μέσα στα δίχτυα της καθημερινότητας, ήττες, προσδοκίες, μικρές χαρές κι αναλαμπές. Για αυτήν ένα μονίμως ολόδροσο καλοκαίρι θα πνέει, κι από την άποψη αυτή εμείς τώρα αφηνόμαστε να τυραννιόμαστε, στο λίγο του κόσμου που μας αναλογεί, για όλα όσα κάναμε και δεν κάναμε, για όλους όσους χάνουμε ή δεν φτάνουμε, σε έναν αγώνα ζωής που μας βρίσκει σωματικά μεν αρτιμελείς, ψυχικά ωστόσο κάπως κομμένους και κερματισμένους, σχισμένους μέσα μας.
Τερατώδες όμως και το σχίσιμο των λέξεων: όλη τη ζωή μας τη φωνάζαμε "Κάστη", παραλείποντας αυτόν τον άγνωστο ιό που έλαχε να κατεβάσει τον διακόπτη στην τελευταία στροφή.
Ας ευχηθούμε, ο καθείς προς τον εαυτό του και μεταξύ μας, να ξεπεράσουμε τα χρόνια της και ας ζητήσουμε από τον Θεό μιαν πιο ευτυχή έξοδο, ίσως στο κέντρο δικών μας προσώπων, με την τελευταία μπουκιά του αγαπημένου μας φαγητού, στο αργό σβήσιμο μιας νόστιμης μελωδίας. Ή, και μέσα σε έναν παραδεισένιο ολάνθιστο κήπο κάτω από τη χαίτη των κλαδιών και τα μάτια των ανθέων.
Με τον σύζυγό της Γεώργιο Σαγάνη έζησαν έγγαμο βίο 40 χρόνων. Καθ' όλο το διάστημα αυτό, γνωρίσαμε και εμείς τις αρετές των δύο αυτών προσώπων, που ζώντας σεμνά και ταπεινά ήξεραν να προσφέρουν εγκάρδια και γενναιόδωρα. Η οικία που με αίμα και αυτοθυσίες απέκτησαν, προοδευτικά και εν μέσω διαφόρων προβλημάτων, έγινε η φωλιά της μεταξύ τους αγάπης. Στο λεύκωμα της οικογενειακής μας ζωής υπάρχουν ποικίλες σκηνές που διαδραματίστηκαν εκεί, ιδίως σε γιορτινές ημέρες, των οποίων η λάμψη σκέπαζε το άλγος των καθημερινών προβλημάτων. Ως παιδιά, γνωρίσαμε τον κήπο του σπιτιού, άλλοτε κατοικητήριο οικιακών ζώων, κι όταν αυτά αποσύρθηκαν μια μικρή πράσινη όαση-εξαίρεση, ένας ανθόκηπος-δενδρόκηπος με την επιμέλεια του θείου μας και προπάντων για την τέρψη της θείας μας (αληθινή τερψιθέα). Τέκνα δεν ήταν γραπτό να αποκτήσουν. Έτσι τα αγαθά της μητρότητας και της πατρότητας τα γεύονταν εξ αντανακλάσεως, μέσα από τη συντροφιά με παιδιά που βάφτισαν, που κράτησαν στα χέρια τους, που ντάντεψαν ευκαιριακά, που γλύκαναν με λόγο και μουσική, που κέρασαν με δώρα ακριβά. Η μουσική ήταν το μόνιμο ανταλλακτήριο της χαράς. Τα χρόνια αθόρυβα πέρναγαν, όλοι ανεβαίναμε την κλίμακα της ζωής, οι ανάγκες μας άλλαξαν, οι κουβέντες μας πήραν άλλο χρώμα, καθώς αντιστοιχίζονταν με τα νέα δεδομένα του καιρού και του τόπου μας. Παρ' όλα αυτά, παρά τα χάσματα και τα διαλείμματα, την ασυνέχεια της επικοινωνίας μας, οι γιορτινές επισκέψεις παρέμειναν ένας ενωτικός οικογενειακός θεσμός όπου μπορούσες κάθε φορά να κάνεις απολογισμούς, να μετράς απώλειες, και την ίδια στιγμή να αισθάνεσαι πως ''είμαστε πάλι εδώ''. Με την πάροδο του χρόνου, τα βήματα της θείας μας λιγόστεψαν, πραγματικά εγκαταστάθηκε στην οικία της και δεν ήταν λίγες οι ώρες της μοναξιάς της μέσα στο ημερήσιο πρόγραμμα, όταν ο θείος μας, πράγμα απόλυτα κατανοητό, έπρεπε να εργάζεται για να φέρνει φρέσκο εισόδημα. Εκείνη συνεισέφερε με τη σύνταξή της, πάντοτε προγραμματισμένη, προβλέψιμη και θαυματουργή. Μα της ζωής το κύμα το παράφορο, που ως συνήθως σαρώνει βάρκες και κουπιά, σηκώθηκε ψηλά τα τελευταία 3 χρόνια και άλλαξε την συντηρημένη με πολύν κόπο αυτή ισορροπία. Η απώλεια του θείου μας μάς άνοιξε για τα καλά την πόρτα του σπιτιού, εκεί δηλαδή όπου μπαίναμε μόνο αραιά, συνήθως με την γιορτινή ευκαιρία. Η αναπλήρωση της απώλειάς του, στόχος δύσκολος, θα γινόταν με τη δική μας συντροφιά και την προσφορά υπηρεσιών. Ήταν μια απώλεια σαν μακρινός απόηχος των παλαιών εκείνων απωλειών, που προκαλούσε ένα μυστικό πικρό αίσθημα στην επισκόπηση όλης της ταινίας της ζωής. Έτσι για τη θεία μας έμειναν οι υπόλοιπες χαρές και μικροχαρές της: τα αγαπημένα πρόσωπα, ένα πιάτο ζεστό καλοφτιαγμένο φαγητό, μια νοσταλγική μελωδία που ξυπνούσε το κλίμα άλλων εποχών και βέβαια η όποια θαλπωρή του σπιτιού, πολύτιμο απόκτημα και σταθερός ως το τέλος δεσμός. Όταν πια έμεινε κλινήρης έμοιαζε να επιπλέει μέσα σε μια θάλασσα από εικόνες και αναμνήσεις, που ακόμη και τα πιο αθώα και μικροσκοπικά αντικείμενα νόμιζες ότι έφερναν στην επιφάνεια. Ήταν η περίοδος της βασανιστικής ακινησίας, όταν το σώμα αργεί, η ψυχή βαραίνει και μόνο ο νους χοροπηδά ανάλογα με την κίνηση του βλέμματος. Από το ανοιχτό παράθυρο ένας άλλος κήπος παραδινόταν στη θέα του, που χωρίς την επιμέλεια του συζύγου της και αγνοημένος σχεδόν έμοιαζε να πρέπει να ντυθεί στα χρώματα της θλίψης που απλώθηκε ύστερα από την νωπή απώλεια. Άνθρωπος ανέκαθεν των λίγων και ουσιαστικών λόγων, των απτών και έμπρακτων αποδείξεων, περιβλήθηκε τη σιωπή του ασθενούς που σκεπάζει χίλιες σκέψεις και ψυχής νοήματα.
Ό,τι κι αν θα κάναμε, στον ελεύθερο ή συμπιεσμένο χρόνο μας, αυτή τη σκληρόπετση σιωπή δύσκολα θα την αποδιώχναμε. Ο ακίνητος άνθρωπος εξάλλου είναι ένας εύκολος στόχος, που βέλη δέχεται, αρρώστιες, φόβους και απειλές, βιαστικές κουβέντες, όλα έρχονται και παρέρχονται πάνω και γύρω από το σώμα του, κι αυτό εκεί, σαν κορμός δένδρου που ζει μέχρι κάποτε να παλιώσει και να το ξεριζώσουν. Η χαρά του κόσμου είναι η κίνηση, η ποικιλία, η εναλλαγή, η μετατόπιση. Ο ακίνητος άνθρωπος βλέπει όλα γύρω του με κάποιον ρυθμό να κινούνται, ακόμη και τις τηλεοπτικές εικόνες να διαδέχονται η μία την άλλη, κι εκείνος καρφωμένος στην έδρα του, μονίμως να παρατηρεί και να επεξεργάζεται στη μοναξιά του, όλα όσα λέγονται και επαναλαμβάνονται, και μέσα από την αιώνια επανάληψή τους καταντούν πληκτικά και ανόητα.
Κάπως έτσι η θεία μας έφτασε ως εδώ κι αφού διέσχισε κάμποσο το ζεστό κι αποπνικτικό αυτό καλοκαίρι, με τα δέντρα στον κήπο αμίλητα, με μιαν άπνοια και συνάμα πόνο βουβό στον έξω κόσμο, κάπου κάπου με κάποια κελαηδίσματα πουλιών και παιδικών φωνών, και με τους ανεμιστήρες να βομβίζουν μέσα στο δωμάτιο ανακυκλώνοντας τις ίδιες εικόνες. Με το αίμα να παγώνει κάθε μέρα, με τις ανάσες να βγαίνουν πιο δύσκολα, με το κουρασμένο σώμα, σύμβολο ζωής, να εξοικειώνεται με την ιδέα της αθανασίας.
Τώρα που μπροστά μας κοιμάται ανάλαφρη και λυτρωμένη από όλα όσα την καταπίεζαν, απαλλαγμένη ακόμη και από μας που καλοπροαίρετα την καταπιέζαμε ή της επιβαλλόμασταν, ταξιδεύει ελεύθερα στον κόσμο, χωρίς κανέναν κόμπο στο λαιμό, χωρίς κανένα κράτημα στα πόδια, πιο ελεύθερη από ποτέ. Τα μέλη της λύθηκαν και πλέον μπορεί να πηγαίνει παντού κι όχι μόνο με τη σκέψη της. Μια νέα ισορροπία εγκαθιδρύεται εδώ, απώλειες πια δεν υπάρχουν κι ούτε πόνος για αυτές, ενωμένη όπως θέλουμε να πιστεύουμε με όσους αποχαιρέτισε αναπάντεχα, θα βρει την πιο μεγάλη δύναμη και αυτάρκεια. Η θνητότητα είναι μια φυλακή. Θα υψωθεί σαν καλοκαιρινό αστέρι μιας νύχτας φεγγαρόλουστης, στην τερψιθέα ενός κόσμου που θα επιμένει να βασανίζεται μέσα στα δίχτυα της καθημερινότητας, ήττες, προσδοκίες, μικρές χαρές κι αναλαμπές. Για αυτήν ένα μονίμως ολόδροσο καλοκαίρι θα πνέει, κι από την άποψη αυτή εμείς τώρα αφηνόμαστε να τυραννιόμαστε, στο λίγο του κόσμου που μας αναλογεί, για όλα όσα κάναμε και δεν κάναμε, για όλους όσους χάνουμε ή δεν φτάνουμε, σε έναν αγώνα ζωής που μας βρίσκει σωματικά μεν αρτιμελείς, ψυχικά ωστόσο κάπως κομμένους και κερματισμένους, σχισμένους μέσα μας.
Τερατώδες όμως και το σχίσιμο των λέξεων: όλη τη ζωή μας τη φωνάζαμε "Κάστη", παραλείποντας αυτόν τον άγνωστο ιό που έλαχε να κατεβάσει τον διακόπτη στην τελευταία στροφή.
Ας ευχηθούμε, ο καθείς προς τον εαυτό του και μεταξύ μας, να ξεπεράσουμε τα χρόνια της και ας ζητήσουμε από τον Θεό μιαν πιο ευτυχή έξοδο, ίσως στο κέντρο δικών μας προσώπων, με την τελευταία μπουκιά του αγαπημένου μας φαγητού, στο αργό σβήσιμο μιας νόστιμης μελωδίας. Ή, και μέσα σε έναν παραδεισένιο ολάνθιστο κήπο κάτω από τη χαίτη των κλαδιών και τα μάτια των ανθέων.