31/8/12

Σκύρον σκεπτόμενος (μέρος 2)

31-8-2012

(Φορτίσιμο τώρα)

Ο Μανώλης Τραχανάς είναι ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου ''Οι μουριές'', μια όαση των αισθήσεων πλησίον του τόπου διαμονής μας. Οι μουριές σκεπάζουν τους συνδαιτυμόνες και τους ξεκουράζουν ευεργετικά από τη θερινή φωτοχυσία. Ο ήλιος όμως πάντοτε παραμονεύει κι είναι να λυπάσαι τα αλογάκια που βόσκουν, όλο βόσκουν απέναντι από το εστιατόριο, στο ''Κτήμα Μουριές", εκεί όπου 36 αλογάκια, φοράδες, αρσενικά, πουλάρια συμβιώνουν σχεδόν αρμονικά. Καμιά φορά βλέπεις και κανέναν καβγά μεταξύ τους, που τον ερμηνεύουν με βάση την επιθυμία των φύλων. Στην ποτίστρα ωστόσο που σκιάζεται, αυτά που βλέπει κανείς μπροστά και πλησίον του εισόδιου πλατώματος, όλα αργά ή γρήγορα θα προσέλθουν για να δροσιστούν. Το χάδι των αλόγων ξυπνά το παιδί που όλοι κρύβουν μέσα τους. Ο Θοδωρής Παπαδόπουλος είναι Καβαλιώτης Καππαδόκης, φωτογράφος στο επάγγελμα, που κάθε πρωί και κάθε απόγευμα δίδει στους περαστικούς εξηγήσεις για τα σκυριανά αλογάκια. Ψάχνει την παράδοση, θέλει να μάθει για τη λατρεία του Άγιου Μάμα, πώς από την Ασία βρέθηκε ο άγιος αυτός στη Σκύρο. 2 Σεπτεμβρίου θα είναι από τους πρωταγωνιστές στην τοπική εορτή. Γύρω του συγκεντρώνονται οι περαστικοί, τα παιδιά δεν τον ακούν, αυτό που τα νοιάζει είναι να τελειώσει η τρέχουσα βόλτα με το αλογάκι για να το καβαλικέψουν αυτά, φορώντας με περηφάνια το καπέλο της Χριστίνας Ωνάση (λέμε τώρα).







Κοιτάζοντας την ουρά σκέφτεσαι την ιδιοτέλεια των ανθρώπων. Βάζουμε κάποια κέρματα στον κουμπαρά που ζητεί να "ενισχύσουμε το ταμείο'' - άλλοι κάνουν ένα τετράγωνο βόλτα με το αλογάκι και δεν αφήνουν τίποτε, ανθρώπινα γαϊδούρια σε καφέ αλογάκια (ΣΙΧΑΙΝΟΜΑΙ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΤΣΙΓΚΟΥΝΗΔΕΣ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝ ΜΑΣ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΚΛΥΣΕΙ ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ, ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΔΙΟΤΗΤΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΕΣ.) Απέναντι οι σερβιτόροι και οι κοπέλες στην κουζίνα δίνουν το δικό τους σόου, ο Μανώλης τρέχει και δεν φτάνει, το βλέμμα του συνθέτει πολλά: σου δίνει την εντύπωση πως έχει επίγνωση της ποιότητας του μαγαζιού και δουλεύει ήσυχος, μα όταν χτυπά τις αποδείξεις στην ταμειακή το αετίσιο βλέμμα του σέρνεται προς τα έξω, προς τον δρόμο, σαν από μια συνήθεια χρόνων πολλών, σαν κάποιον να περιμένει ή κάτι να τον ανησυχεί, ή απλώς παρατηρεί για να μαστιγώσει το κουράγιο του; ''Ποιος μαγειρεύει αυτά τα θεσπέσια εδέσματα'', τον ρωτάω, η σαλάτα ''Μουριές" σε κάνει να κλείνεις τα μάτια με τη σάλτσα της πάνω στο πράσινο. ''Η αδελφή μου'', απαντά μισοχαμογελώντας - και χαίρεσαι πραγματικά για αυτή την επιχείρηση - σύμπραξη. Εδώ δεν είναι Δημόσιο, σκέπτεσαι, εδώ η μαγείρισσα πρέπει από τις 10 ως τις 1 να έχει φτιάξει 20 φαγητά. Ο Μανώλης μάς δείχνει καθώς πηγαινοέρχεται τις δουλεμένες πλάτες του και τα άλκιμα χέρια του, με το μουσάκι του θυμίζει ρεμπέτη ομορφονιό, και πράγματι ένα βράδυ οι πενιές κι οι στίχοι μιας κομπανίας απλώνονταν σε όλο τον κάμπο κι έφταναν στο παραθύρι μας. Δεν γνωρίζω τελικά αν κάποιος θέλησε να υιοθετήσει κάποιο αλογάκι - στην περιοχή Τραχύ πάντως ζει ένας γίγαντας καρδιάς και σθένους, είναι ο κύριος Μανώλης Μαλαματίνης, εκπαιδευτής αλόγων. Τον πετυχαίνουμε μεσημεράκι, είναι γυμνός από τη μέση και πάνω, μέση δαχτυλίδι, πετούν οι φλέβες του στα μπράτσα, τα μαλλιά λίγο ακατάστατα κάτω από το θερινό καπελάκι, τα μάτια της θάλασσας. Μας καλοδέχεται και μας κάνει παραχώρηση να ανέβουμε στα αλογάκια του (αν και ήταν η ώρα του μεσημεριανού φαγητού των ζώων), 10 ευρώ το αλογάκι, για μια ανάβαση και κατάβαση στο υψωματάκι πάνω από το χώρο στάθμευσης των ζώων. ''10 φοράδες συντηρώ χωρίς καμία βοήθεια. Θέλω γύρω στα 7.000 ευρώ τον χρόνο. Ευτυχώς το χειμώνα κάνω κούρσες με τις οικογένειες των αξιωματικών της αεροπορίας. Αλλά το νησί δεν έχει (!) κτηνίατρο. Στη δυστοκία αυτής (δείχνει μία φοράδα) πήγα το άλογο στο Κορωπί (!)", λέει και μας δείχνει και τα τριφύλλια που καλλιεργεί στον κάμπο από κάτω για να γλιτώνει το κόστος των ζωοτροφών. Εδώ μένει χειμώνα καλοκαίρι ΕΠΙ 17 ΧΡΟΝΙΑ ΟΠΩΣ ΛΕΕΙ, ένας ακρίτας Σκύρου, που φυλάσσει εδάφη πατρογονικά, πατέρα και παππού, ''τα οστά τους τα έχω φυλάξει απέναντι'', αποκομμένος από τα άλλα μέλη εν Αθήναις της οικογένειάς του. ''Είμαι ηλεκτρολόγος και ξέρω από πολλά'', λέει θαρρετά κι εμείς καταλαβαίνουμε πως πιάνουν τα χέρια του ώστε να τα βγάζει πέρα μόνος του κι άλλους να εξυπηρετεί - και η γλώσσα του, βέβαια, μαέστρος καθώς ωραία ομιλεί και νουθετεί τα ζώα, τα καμάρια του. ''Μυρτώ, ήσυχα, έλα Λούνα κορίτσι μου, μπράβο Λούνα'', τον ακούς καθώς ανεβαίνουμε όλο ανασφάλεια στις φοράδες για μια 10λεπτη περιήγηση, δεν είμαστε συνηθισμένοι και φοβόμαστε ότι μπορεί και να μας ρίξουν τα άλογα κάτω, την ώρα που στριμώχνονται στο μονοπατάκι με κλίση προς τα πάνω ή προς τα κάτω, κι οι πέτρες χτυπιούνται από τα πεταλωμένα άλογα ή τις σκέτες οπλές τους. ''Μη φοβάστε, λέει, τα άλογα αγαπούν και σέβονται τους αναβάτες'', και η αγάπη του, ο κώδικάς της λειτουργεί κατευναστικά. Όλα πάνε καλά και παρά την δυσκαμψία μου κατορθώνω να περάσω το ένα ποδάρι πάνω από τη σέλα του αλόγου για να κατέβω λέγοντας μέσα μου απλώς ένα ''ουφ, όλα πήγαν καλά, άντε να πάθεις εδώ κάτι...''. Ο Μανώλης, 2ος Μανώλης κατά σειρά, τα ταϊζει 4 φορές την ημέρα, τα ποτίζει, τα ξυστρίζει, τα πεταλώνει, τα κουρεύει, τα γιατρεύει, τους βαζοβγάζει τη σέλα, τα γαληνεύει, τα διατάζει, τα αγαπά, δίχως τον έρωτα αυτόν πώς αλλιώς θα μπορούσε να υποφέρει τη σκληρή μοναξιά όπως τη φανταζόμαστε του χειμώνα; Έστω κι αν ο καιρός εκεί μπορεί σπάνια να αγριεύει. ''Θα ήθελα να φτιάξω ένα αναψυκτήριο εδώ, για τους επισκέπτες, αλλά...'' κι αρχίζει να απαριθμεί διαδικασίες γραφειοκρατικές και προαπαιτούμενα, όλα αυτά που εμποδίζουν την υγιή δημιουργική βούληση των εχεφρόνων κι οραματιστών ανθρώπων. Ο Μαλαματίνης κάνει κατόπιν συνεννόησης και μια κούρσα ορισμένων χιλιομέτρων με τα άλογα ως την παραλία Αγαλίπα, μέσα από μονοπάτια όπως λέγει. Αυτή κοστίζει 25 ευρώ το άλογο μα σου δίνεται η ευκαιρία να νιώσεις καβάλημα επί κάμποσα χιλιόμετρα στο πήγαινε έλα, ενδιαμέσως το μπάνιο σίγουρα θα είναι μια απόλαυση κι ειδικά με τον ίδρο της πορείας. Όταν πήγαμε να τον αποχαιρετήσουμε, τη 2η φορά, ψυχή ζώσα δεν υπήρχε στο "καταφύγιό" του, τα σταματημένα τζιπ δίπλα στον σκύλο-φύλακα του εξοχικού σπιτιού, μάς έδωσαν να καταλάβουμε ότι ο ατρόμητος Μανώλης από το Τραχύ έχει και πάλι κατηφορίσει στην Αγαλίπα λέγοντας καθ' οδόν όλα όσα μπορεί να εξομολογηθεί ένας μοναχικός λάτρης της πανίδας και της χλωρίδας στους αδαείς τουρίστες, ένας Έλληνας γνήσιος.
Λέω Αγαλίπα όμως και πάει ο νους μου στις παραλίες του νησιού, σε αυτό που αυτές εξέπεμψαν στο λίγο της γνωριμίας μας, μια τυχαιότητα κι αυτό που λάμπει στο μάτι μέσα στην ασταμάτητη ροή των πραγμάτων.
Ο Άγιος Πέτρος συμφιλιώνει σκηνίτες και γυμνιστές. Το κρεμάμενο πέος ή τα άσχημα βυζιά όλων εκείνων που με τρόπο βουτάνε σε απόσταση ολίγων μέτρων από τα αθώα μάτια των παιδιών δημιουργούν μια μαγική εικόνα επαναφοράς μιας πρωτόγονης αθωότητας. Όχι, οι γυναίκες πάνω στο στρώμα που λιάζουν τον ποπό τους δεν είναι πουτανάκια όπως θα σκεφτόταν ένας ενήλικος διεφθαρμένος όπως εγώ, την ομορφιά του τόπου χαίρονται κι αφήνουν να διεισδύσει ως μέσα βαθιά στο αιδοίο τους. Μπορείς να φανταστείς σε κλάσματα δευτερολέπτου τις ερωτικές κραυγές τους τα βράδια, αλλά όλα αυτά η φαντασία νοσηρώς τα πλάθει από μιντιακές προκαταλήψεις και εμπορικές συνταγές - κάτι μου λέει πως εδώ μέσα στο πευκόδασος το βράδυ δεν θα ακούγεται τίποτα φιλήδονο, αλλά θα διατηρείται η συνθήκη της διακριτικότητας (ήσυχο σεξ εντός στενού αντισκήνου).
Η Κυρα-Παναγιά είναι η λαϊκή αγορά όπου συνωθούνται μικροί και μεγάλοι, εδώ ίσως από σεβασμό στην ονομασία του τόπου όλοι φορούν αυτά που πρέπει πάνω από τα επίμαχα σημεία, η θάλασσα μια πισίνα, στα ανοιχτά δυο γιοτ, δίπλα στην άμμο 2-3 τροχόσπιτα, και μέσα στον ήσυχο θόρυβο κάπου πίσω από τους θάμνους εντοπίζω και μια γυναίκα-αλλοδαπή που, ημιλιπόθυμη; θύμα ηλίασης; ή κάτι άλλο; υποβαστάζεται από 2 άλλα άτομα που ζητούν να τη ''θεραπεύσουν'' με κάποιον τρόπο. Ποιος ξέρει ποια ήταν και ποιο πάθημα τη βρήκε, πού είναι τώρα και πώς το θυμάται. Εγώ το θυμάμαι το βίωμα κι είναι μέσα μου διαμπερές, σέρνεται πάνω στον ηλιοφωτισμένο χωματόδρομο που οδηγεί σε αυτόν τον επίγειο παράδεισο.
Η παραλία Άγιος Φωκάς η απεικόνιση της φυσικής παρθενίας, 2 σπίτια και 1 ταβέρνα κι αυτό είναι όλο, έτσι μόνο και μόνο για να σηματοδοτούν την δομημένη παρουσία, σαν μια κτιστή φωνή εν τη ερήμω. Εκεί ήταν που με αναγνώρισαν και 2 γυναίκες της Ομάδας Λογοτεχνικής Ανάγνωσης του Δήμου Δάφνης, προτού κι εγώ τους πω ότι τις αναγνώρισα σε ένα "Παρασκήνιο'' να στέκονται ευλαβικά μπροστά στους πίνακες ζωγράφων που μιλούσαν για το έργο τους στο Μουσείο Μπενάκη. Κολυμπούσαν συν τοις σφετέροις ανδράσιν, βγήκαν, τίναξαν τα πόδια τους να μην μπάσουν την άμμο στο αμάξι, δώσαμε ραντεβού στην έκθεση ζωγραφικής της Ε. Σκρινή, 2 μέρες αργότερα στην κοσμαγάπητη περιοχή Μαγαζιά του νησιού, σε μιαν έκθεση όπου η εκπληκτικής τεχνικής αποτύπωση σχεδίων κεντημάτων πάνω σε ξύλο σού ζέσταιναν το παράδοξο αίσθημα του ανήκειν στην ντόπια παράδοση αν και ερχόμενος από τον κόσμο της πόλης - και μπορεί να μην συνάντησα τις γυναίκες της λογοτεχνίας εκεί τη στιγμή που έφτασα, αλλά οι μελωμένοι λουκουμάδες που προσφέρονταν έξω από τον εκθεσιακό χώρο κράτησαν έστω αυτοί το ενδιαφέρον των παιδιών, όχι καλλιτεχνικό αλλά γευγιγνωστικό, προτού εισχωρήσουμε για να απολαύσουμε ένα υπέροχα στολισμένο, γνήσιο σκυριανό σπίτι, που έστεκε λίγα μέτρα πιο πέρα από τα φώτα της έκθεσης κι είχε ανοίξει τα κουφώματά του στο περιπλανώμενο κοινό (ένας αρχοντικός ναρκισσισμός). Η ευγενέστατη κυρία που μας άνοιξε την πόρτα (Ζαχαρούλα Λ.) για να θαυμάσουμε έπιπλα, κεντήματα και εικόνες (πολλές των τεθνεώτων της, ''αυτός ήταν ο πατέρας μου κι εδώ η μητέρα μου'', τρυφερό ενσταντανέ του ζεύγους προ πολλών χρόνων, πρόσωπα που έφυγαν νωρίς από τη ζωή της και τη σφράγισαν με μια πίκρα άκαμπτη σαν γέρικο κορμό ελιάς) μάς δήλωσε εξαρχής την ιδιότητά της κι έσυρε την κουβέντα αποφασιστικά μέσα στο μικρό χρονικά πεδίο μιας γρήγορης γνωριμίας - μιλούσε με το βάρος της φυγούσας ημέρας, με την κούραση τόσων χρόνων, με κάποιες αρρώστιες τελευταίων χρόνων να την έχουν σμιλέψει διαφορετικά (τα τελευταία χρόνια), σαν να έχουν κοντύνει κάπως το άγαλμά της: Διευθύντρια στο Αρσάκειο Αθηνών, γυναίκα που φαινόταν ότι είχε κουλαντρίσει γενιές και γενιές πολυάριθμων μαθητών άλλων εποχών, κατά σύμπτωση εκτός από δασκάλα (βλ. για σύγκριση το δασκαλόσογό μας) και Παγκρατιώτισσα, σε απόσταση αναπνοής η χειμερινή οικία της από την ξακουστή πλατεία Πλαστήρα. Κάποια στιγμή ένας όμορφος σγουρομάλλης νέος που πρόβαλλε από την αυλή (ανιψιός της;) τής θύμισε πως ''είναι 10, πρέπει να έλθεις να φας'' κι εκείνη μιλώντας ελεύθερα για όλους τους σπουδαίους της οικογένειάς της και του δέντρου της ανάμεσα στα άλλα πρόσωπα ανέφερε και τον καθηγητή Θεολογίας Σάββα Αγουρίδη.
Η παραλία Πεύκος δίνει νόημα σε κάθε ύπαρξη, καθώς σε κυκλώνει το ζωηρό πράσινο κι αιχμαλωτίζεσαι μέσα στο λαγαρό νερό, σαν ζωάκι που βρίσκει την τρύπα ή τη φωλιά του Παραδείσου. Με τέτοια ομορφιά αλλάζουν οι λαλιές των ανθρώπων, και δεν είναι τυχαίο πως με κάθε βουτιά κάπου μέσα στο απέραντο αυτό γαλάζιο και όχι μόνο μέσα σε αυτό, σε περίμενε και ένας άγνωστος συνομιλητής, μόνος ή συνοδευμένος - η μία λέξη φέρνει την άλλη και με όλα αυτά φτιάχνεται το μικρό κέντημα μιας φρούδας γνωριμίας, η Αρσακειάδα δασκάλα εδώ, μια καλοδιατηρημένη Μαρουσιώτισσα εκεί με τον γενειοφόρο άνδρα της, ίδιος ο Γιάννης Καλπούζος, του το είπα κι ας μην ήταν, μια γυναίκα σε ρόλο στατικής επιθεωρήτριας των παιδικών συντροφιών και δράσεων από το Αιγάλεω, στην παραλία Καλαμίτσα όπου έγειρε τώρα ο νους μου, η οποία (ιδού αντίδοτο στην καλπάζουσα κρίση) ''κουβαλά όλες τις προμήθειες από την Αθήνα κι επιλύει το ζήτημα της διατροφής των παιδιών'', που ολοένα τρέχουν, παίζουν, βουτάνε, τσακώνονται, γδέρνονται, ματώνουν, κλαίνε, ενθουσιάζονται, πανηγυρίζουν, αμφισβητούν τις νίκες των άλλων στο πόλο των ρηχών νερών, και στο τέλος τέλος πάντοτε ζητούν μια φέτα ψωμί με μερέντα ή με λάδι και τομάτα. (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

29/8/12

Μια βραδιά στο ΟΑΚΑ


Το Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας έχει συνδεθεί άρρηκτα με κορυφαίες στιγμές της ευρωπαϊκής ιστορίας του Παναθηναϊκού – αντίθετα με τα κατά καιρούς λεγόμενα (που έχουν βεβαίως κάποια βάση αναφορικά με τα μικρότερης σημασίας παιχνίδια του πρωταθλήματος) περί «μη έδρας», όποιος έχει ζήσει (ή έστω θυμάται από τις τηλεοπτικές εικόνες) την ατμόσφαιρα που δημιουργείται όταν το στάδιο είναι γεμάτο και το πώς αυτή η ατμόσφαιρα έχει καταφέρει να αφυπνίσει το ευρωπαϊκό DNA της ομάδας ακόμα και σε περιόδους μέτριας απόδοσης στο ελληνικό πρωτάθλημα, συμφωνεί ότι το αχανές ΟΑΚΑ (που δυνάμει διευκολύνει την έλευση μεγαλύτερου αριθμού φιλάθλων ακόμα και από τον μελλοντικό Βοτανικό, πόσο μάλλον από την αγαπησιάρικη αλλά μικρή Λεωφόρο) όχι μόνο δεν αποτελεί εμπόδιο, αλλά, αντιθέτως, συνιστά πλεονέκτημα για τα ευρωπαϊκά βράδια του Παναθηναϊκού. Αρκεί, βεβαίως, να συμβάλει σε αυτήν την κατεύθυνση και η ίδια η ομάδα. Γιατί, όσο μεγαλειώδης κι αν είναι δυνητικά η ατμόσφαιρα, οι μεγάλες διαστάσεις του αγωνιστικού χώρου και η γενικότερη αίσθηση ανοιχτωσιάς που νιώθει κανείς μέσα σε αυτόν επιβραβεύουν σχεδόν αναπόφευκτα όποιον παίζει καλύτερη μπάλα και όχι εκείνον που αρκείται σε ένα κλειστό, συντηρητικό παιχνίδι. Και, δυστυχώς, την καλή μπάλα δεν την είδαμε όσοι αποφασίσαμε να πάμε χθες το βράδυ στο ΟΑΚΑ, στον επαναληπτικό αγώνα με τη Μάλαγα για τα play-off του Champions League. Δεν επρόκειτο, βεβαίως, για μια έκπληξη μεγατόνων. Όποιος είχε παρακολουθήσει το πρώτο παιχνίδι επί ισπανικού εδάφους είχε διαπιστώσει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία τη μεγάλη διαφορά κλάσης μεταξύ των δύο ομάδων (για την ακρίβεια: μεταξύ των παικτών των δύο ομάδων) – απλώς, η μαγική αβεβαιότητα του ποδοσφαίρου ήταν εκείνη που θα μπορούσε πολύ εύκολα να είχε δώσει στο σκορ διαστάσεις συντριβής ή και να είχε κάνει ντέρμπι τον επαναληπτικό, προτίμησε όμως να «λήξει» τον αγώνα με τη «σιγουράντζα» του συμβατικού 2-0 – ενός σκορ θεωρητικά μη απαγορευτικού, στην πράξη όμως συνώνυμου (σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό περιπτώσεων) με την τελική πρόκριση. Ο κόσμος δε γέμισε χθες το ΟΑΚΑ, δεν ήταν όμως και λίγος, με δεδομένες τις ως άνω περιστάσεις και τους γενικότερους επιβαρυντικούς παράγοντες (καλοκαίρι, οικονομική κρίση, απαξίωση του ποδοσφαιρικού θεάματος). Πιθανότατα ήταν η επιθυμία για έστω μια και μόνη βραδιά με το «σεντόνι» στο ΟΑΚΑ, ίσως πάλι το «ροντέο» του δεύτερου ημιχρόνου στη Μάλαγα δημιουργούσε κρυφές ελπίδες ότι όλα ήταν πιθανά.
Προσερχόμενος στο ΟΑΚΑ από την Κηφισίας έκανα μια μικρή στάση στο παρακείμενο Golden Hall – πήγαινα με την αίσθηση ότι ο κόσμος του γηπέδου με τα πράσινα φανελάκια, τα κασκόλ και τη στάση για «βρώμικο» δεν είχε καμία σχέση με το πολύφερνο εμπορικό κέντρο με τις λαμπερές βιτρίνες και την ψευδαίσθηση ευδαιμονίας – με μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν ήμουν ο μόνος θεατής του ΟΑΚΑ που είχε κάνει την ίδια σκέψη, να περάσει δηλαδή από το εμπορικό κέντρο. Σκηνές από το μέλλον, ίσως; Ποιος ξέρει… Έχουν ακουστεί πολλά και διάφορα για τη συνύπαρξη εμπορικού κέντρου και αθλητικών εγκαταστάσεων στο μελλοντικό γήπεδο του ΠΑΟ – στους πρόσφατους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, πάντως, οι φίλαθλοι που πήγαιναν στο Ολυμπιακό Πάρκο περνούσαν καθ’οδόν μέσα από ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο, το οποίο έκανε χρυσές δουλειές. Πλησιάζοντας προς τις εισόδους με πήρε η μυρουδιά από τους ψήστες των γνωστών «βρώμικων» – που απέκτησαν ξαφνικά πανελλήνια φήμη μετά τη θρυλική διαφήμιση με τον «ομορφάντρα». Τους σκέφτηκα με πολλή κατανόηση καθώς περνούσα ανάμεσά τους: Πού να βρίσκονται όλοι αυτοί άραγε τις υπόλοιπες μέρες, όταν τα φώτα του σταδίου είναι σβηστά; Τους φαντάζομαι να περνούν τον καιρό τους σε πανηγύρια ενοριών, σε παραλίες παραθεριστών, ίσως και σε άλλα γήπεδα. Έμπαινα αυθαίρετα στη σκέψη τους και στα όνειρά τους: πόσο πολύ θα ονειρεύονταν κι αυτοί να κάνει ο ΠΑΟ την υπέρβαση, πόσο θα ήθελαν να έχουν να περιμένουν κι άλλες βραδιές με «σεντόνι», με 70.000 νοματαίους να συρρέουν στο ΟΑΚΑ και με θερμοκρασίες που θα ευνοούσαν μια στάση για ζεστό λουκάνικο… Η προσέλευση στο Στάδιο ήταν ήρεμη, παρότι έμενε μόλις μισή ώρα για να ξεκινήσει ο αγώνας – καμία σχέση με τις ουρές άλλων εποχών. Οι κερκίδες, όπως έγραψα, ήταν μισογεμάτες – σκοπίμως, θαρρώ, οι διοργανωτές είχαν φροντίσει να γεμίσουν κυρίως οι θύρες του κάτω διαζώματος και εκείνες που είναι απέναντι από τις τηλεοπτικές κάμερες. Η ατμόσφαιρα καλή, χωρίς παρατράγουδα. Με χαρά είδα και πάλι πολλές γυναίκες στις εξέδρες – όχι τόσο πολλές όσο στον μπασκετικό «Πανάθα», αλλά και πάλι αρκετές. Είμαι τόσο μπολιασμένος από το παλιό στερεότυπο για τις «γυναίκες που δε σκαμπάζουν από ποδόσφαιρο» (πόσο μάλλον να πάνε και στο γήπεδο), το οποίο γενικά επιβεβαιώνεται και στο δικό μου κύκλο, ώστε η εικόνα τους στις κερκίδες να μου προκαλεί πάντα ευχάριστη έκπληξη – είτε απλώς συνοδεύουν συζύγους κι αγαπητικούς, είτε πρόκειται για κλασικά αγοροκόριτσα με μελανιές στα πόδια και βαριά φωνή, όπως μια χαρακτηριστική φιγούρα στο λεωφορείο της επιστροφής.
Το ματς το ίδιο δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική – αν δεν ήταν η όμορφη καλοκαιρινή βραδιά και η πάντα ξεχωριστή ατμόσφαιρα του γηπέδου (όσο κι αν την υπονομεύουν όσα γίνονται κατά καιρούς εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων), πολύ δύσκολα θα το θυμόταν κάποιος θεατής με ευχαρίστηση. Ο Παναθηναϊκός δεν απείλησε σε κανένα σημείο του παιχνιδιού τη Μάλαγα, που έκανε μια δυνατή προπόνηση χωρίς να χρειαστεί να ανεβάσει στροφές – σε μερικές στιγμές μάλιστα έδειξε και κάποια δείγματα του σπουδαίου ταλέντου πολλών παικτών της. Η απόδοση του Παναθηναϊκού στο δημιουργικό κομμάτι ήταν πολύ κάτω από τη βάση για ομάδα που φιλοδοξεί να περάσει στους ομίλους του Champions League, με πολλούς παίκτες-κλειδιά να υστερούν απελπιστικά – η ομάδα δεν πλησίασε καν τις τρεις μεγάλες ευκαιρίες που είχε δημιουργήσει στο β΄ ημίχρονο του αγώνα στη Μάλαγα. Ο κόσμος ωστόσο στο τέλος χειροκρότησε θερμά – ίσως γιατί οι παίκτες έδειξαν φιλότιμο, αγωνιστικότητα και πάθος, ίσως πάλι γιατί όλοι κατά βάθος ένιωθαν ποια είναι τα όρια της παρούσας ομάδας, με τα τόσα οικονομικά και διοικητικά προβλήματα, με παίκτες που σε άλλες εποχές δε θα άντεχαν για παραπάνω από μερικές εβδομάδες στην Παιανία. Το ταξίδι του Ευρω-Πανάθα, άλλοτε αδιαφιλονίκητου πρέσβη του ελληνικού ποδοσφαίρου στα πέρατα της αλλοδαπής, θα συνεχιστεί στο Europa League, το οποίο κακώς υποβαθμίζουν φίλαθλοι και ποδοσφαιράνθρωποι, καθώς αντικειμενικά προσφέρει πολύ περισσότερες δυνατότητες καλής πορείας (γιατί όχι και διάκρισης) στις ελληνικές ομάδες – δεν υπάρχουν εκεί οι ομάδες-μεγαθήρια των πολυεκατομμυριούχων ιδιοκτητών – κι όταν ξεπέφτει καμία από αυτές σε αυτό, σπανίως το αντιμετωπίζει με τη δέουσα σοβαρότητα, αφήνοντας έτσι το πεδίο ανοιχτό στα δεύτερα βιολιά των μεγάλων δυνάμεων και στους φιλόδοξους της περιφέρειας. Ας ελπίσουμε ότι η ομάδα, με όλες τις ανοιχτές πληγές της, θα «δέσει» και θα κάνει μια αξιοπρεπή πορεία, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για να ξαναζήσει το ΟΑΚΑ στιγμές του 1985, του 1987, του 1996, του 2000… Δε θα αλλάξει κανενός η ζωή μας αν συμβεί κάτι τέτοιο – αλλά στους καιρούς μας κάθε χαρά, ακόμα και μικρή, ακόμα και ανούσια, έχει τη σημασία της.
Χ.Α.

28/8/12

ΜΠΑΛΚΑΝ ΤΟΥΡΣ

Άλλο να το ακούει κανείς, τελικά, και άλλο να το βλέπει. Τριάντα περίπου χρόνια μετά από την εποχή που οι εκδρομές με πούλμαν μέσω πρακτορείων όπως ο "Άγγελος Τουρς" (και άλλων, βέβαια) σε Βουλγαρία-Ρουμανία ήταν η πρώτη, αρκετά οικονομική όσο και ενδιαφέρουσα επαφή πολλών ελλήνων με το εξωτερικό, ήρθε ο καιρός που σε μέρη όπως η Θάσος τα μισά (ίσως και περισσότερα) αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στους δρόμους τους καλοκαιρινούς μήνες έχουν βουλγαρικές ή και ρουμανικές πινακίδες - και οι καταστηματάρχες της περιοχής προσαρμόζονται ανάλογα. Στη φωτογραφία διακρίνεται διαφημιστική πινακίδα στα ΒΑ της Θάσου, η οποία διαλαλεί στα ρουμανικά την καθημερινή διαθεσιμότητα ψητών αμνοεριφίων στην παρακείμενη χασαποταβέρνα... Οι διαδρομές βέβαια γίνονται και προς την αντίθετη κατεύθυνση: Πέρα από τον γνωστό "οδοντιατρικό" ή χιονοδρομικό τουρισμό των ελλήνων στις κοντινές βουλγαρικές πόλεις, στην Ξάνθη εδώ και μήνες διαφημίζεται εκδρομή για τη συναυλία στη Σόφια γνωστότατου ροκ συγκροτήματος, το οποίο ακολούθως (σε λίγες ημέρες για την ακρίβεια) θα εμφανιστεί και στην Αθήνα... πλην όμως τα κόστη σε χρόνο και χρήμα είναι πολύ μικρότερα για μετάβαση στην εφαπτόμενη γειτονική χώρα.

26/8/12

Σκύρον σκεπτόμενος (1)

26.8.2012

Η Σκύρος είναι μια ατρόμητη νύμφη του Αιγαίου, που ούτε ζητιανεύει την προσοχή σου ούτε διαφημίζει τις αρετές της. Είναι ένα κορίτσι που διαθέτει λίγα και καλά, κι όποιος επιθυμεί ας σταθεί να τη φιλήσει, αυτή πάντως δεν παρακαλεί. Ταξιδιώτες κι εμείς του Αυγούστου και ίσως θετικά προδιατεθειμένοι απέναντι στον νησιωτικό μύθο, ζήσαμε αυτό το παραπάνω, λίγες και καλές στιγμές, ωστόσο ένα αίσθημα ότι μας περιβάλλει η γνησιότητα της ποιότητας ήταν κυρίαρχο κατά τον χρόνο της παραμονής μας, 5-18.8.2012.


Η κα Γεωργία Π.-Ε. είναι η φετινή σπιτονοικοκυρά μας. Μια γυναίκα εργατική, τόσο που οι χαρακιές στο δέρμα της προδίδουν τον πόνο του βίου της. Το χωριό λέγεται Καλικρί, κατά την ετυμολογική εκδοχή του Μ. Φαλτάιτς στο βιβλίο του «Σκύρος» το «-κρι» συνδέεται με τα κριάρια, και πράγματι η Σκύρος του 2012 επιστρατεύει τις αγέλες των αιγών της για να ετοιμάσει μιαν ωραία έκπληξη στον αδαή αστό που κυκλοφορεί στας εξοχάς της νήσου. Το Καλικρί έχει το πλεονέκτημα να σε υποδέχεται στη μετάβασή σου προς την δυτική παραλία Καλαμίτσα, που με τη σειρά της έχει το πλεονέκτημα να προτιμάται όταν ο καιρός αγριεύει στα ανατολικά. Δωμάτιο ενιαίο με 3-4 σκαλάκια που διαχωρίζουν τα επίπεδα των κάτω και άνω κρεβατιών, μια μορφή συμβίωσης που συμφιλιώνει τα γυμνά μας σώματα που θα μπορούσε να κλέψει ως θέαμα ο νοικάρης του πίσω συγκροτήματος ή κανένας διαβάτης περαστικός όταν οι κουρτίνες των παραθύρων θα ανέμιζαν στην ανεμελιά τους. «Δούλεψα 12 χρόνια σε γκαλερί στο Κολωνάκι, εισαγωγές βάζων από την Κίνα. Γνώρισα το αριστοκρατικό Κολωνάκι άλλων δεκαετιών. Μια πελάτισσά μας θυμάμαι, περνούσε κάθε πρώτη του μήνα και άφηνε τη συμβολή της για το μαγαζί, τέτοια ήθη. Έβγαλα λεφτά με σκληρή δουλειά, τα πουρμπουάρ τότε ήταν μέρος της συναλλαγής. Δυστυχώς, η ιδιοκτήτρια αρρώστησε και ο γιος έμπλεξε με τα ναρκωτικά, μπήκα ένα πρωί στο μαγαζί και κάπνιζε, τον βρήκα με μια φίλη του στο υπόγειο, κοκκαλωμένο. Σταμάτησα, αργότερα αναγκάστηκα να πωλήσω οικόπεδα εδώ στο νησί και μπαίνοντας σε πρόγραμμα επιδότησης έφτιαξα τα δωμάτια, αλλά εδώ ο τουρισμός είναι ζήτημα να ανθεί πλέον για κανέναν μήνα, 15 Σεπτέμβρη θα κόψω το ρεύμα» λέει, καθώς οι οικονομικές πιέσεις δεν κάνουν διακρίσεις. Μιλάμε χαμηλόφωνα στον κήπο του σπιτιού, μπροστά μας καλοσυντηρημένο γρασίδι και στο κέντρο του, α, απόλαυση του ματιού και της ψυχής, μια μεγάλη μουριά που σαν επόπτρια δεσπόζει, μεγάλη παρηγοριά να κάθεσαι το μεσημέρι στον κορμό της και να σε σκεπάζει η σκιερή δροσιά της. Τα πίσω δωμάτια είναι νοικιασμένα σε Ευβοείς για όλον τον χρόνο, συναθροίζονται τα βράδια γύρω από ένα τραπέζι κι εμείς λουφάζουμε στη βεράντα μας ακούγοντας οικογενειακές ιστορίες που ξεσπούν σε χάχανα. Βρισκόμαστε ακριβώς στη διασταύρωση όπου μια ταμπέλα που δείχνει «Λιναριά» σε στέλνει στο γραφικό λιμάνι του νησιού, εκεί όπου μόνος του ο «Αχιλλέας» πηγαίνει και έρχεται όλον τον χρόνο, μάλιστα την στιγμή που φτάνει στο λιμανάκι οι θαμώνες του «Κάβου», εξαίσιου μπαρ-καφέ σκαρφαλωμένου σε βράχο, χαιρετούν τους αφιχθέντες με αναμμένα σπαρματσέτα και κεριά, Καλώς ήλθατε! Δίπλα από τα δωμάτια, ένα σπιτάκι δίπλα στον δρόμο, και μέσα του μια ντόπια οικογένεια, το αίσθημα μιας πτωχικής αυτάρκειας βασιλεύει εδώ, τα 3 παιδιά παίζουν και βρέχονται στη βεράντα της πρόσοψης, άλλοτε κυκλοφορούν ξυπόλυτα, άλλοτε μπουγελώνονται, η μητέρα δουλεύει στο Σκύρος Παλάς ως μαγείρισσα, τα βράδια που γυρνάει καπνίζει στα σκοτεινά και παίρνει τις ανάσες της, ο άντρας της στο πίσω μέρος του σπιτιού έχει φτιάξει μποστάνι, τον βλέπουμε από τη βεράντα μας να ποτίζει και δεν μπορώ να διακρίνω με σιγουριά αν ο κίτρινος καρπός πάνω στο χώμα είναι πεπόνι ή κολοκύθα. Είναι τελικά κολοκύθα, την οποία η σύζυγος ενός ανώτατου τραπεζικού, που κάνει καριέρα στην Κύπρο (ένα και μόνο απόγευμα, καθώς οι βεράντες μας συνορεύουν, τον κατέλαβε μια ρητορική μανία και επί 2 ώρες έκανε μιαν υπέροχη οικονομική ανάλυση, με πλήθος τεκμηρίων που φέρονταν «εκ των έσω» και που μας έκαναν να τον παρακολουθούμε άφωνοι, ανάμεσα στα πολλά σοφότατα/διδακτικά που παρουσίαζε μού έμεινε ότι ο κος Ζάρα ράβει τα ρούχα του σε πλοία έξω από το Γιβραλτάρ, ιδού εδώ φοροδιαφυγή μεγατόνων!), μια γυναίκα που έχει σαν άστρο το ότι δούλεψε πιστότατα στο γραφείο Κουτσόγιωργα επί σειρά ετών την δεκαετία 1980, εποχή κοινωνικής κινητικότητας, θα τη χρησιμοποιήσει ωραιότατα για να φτιάχνει στον Βύρωνα σπιτικές κολοκυθόπιτες. Εδώ στη Σκύρο πιάνεις εύκολα κουβέντες και μαθαίνεις πολλά, από ντόπιους και επισκέπτες. Ρήγας λέγεται το μαυρισμένο παλικάρι που δουλεύει στο παραδιπλανό μποστάνι, στην πρώτη επίσκεψη ένας τράγος, μια κατσίκα κι ένα πρόβατο, «κλειδωμένα» πίσω από ένα συρματόπλεγμα σύρθηκαν προς το μέρος μας ζητώντας κι αυτά λίγη από την στοργή μας, μπροστά φυτεμένα τα παντζάρια του χειμώνα, τα βλήτα, τα κοκκάρια, οι μελιτζάνες κ.λπ., οι οδηγοί των ΙΧ κάνουν μια στάση στον Ρήγα και τον ρωτούν «τι έχει σήμερα». Αυτός σκύβει, κόβει, μαζεύει, πολλά τα χαρίζει, χουβαρντάς και γενναιόδωρος όσο και η μάνα γη. «Εδώ τον χειμώνα όλα είναι πανάκριβα, δεν μπορείς να ζήσεις την οικογένειά σου αν αγοράζεις από το μάρκετ, πας με 100 ευρώ και φεύγεις με ελάχιστα. Εγώ έχω ετοιμάσει ήδη τα βασικά του χειμώνα», λέει και είναι έτοιμος να σε φιλέψει από τις ντοματούλες του ή να σου κόψει από τις συκιές του, αν αυτό εδώ που γεννάται χωρίς χημικές βοήθειες δεν λέγεται φυσικό, άραγε ποιο είναι; Του αφήνουμε πάντα ένα ποσό μεγαλύτερο από αυτό που ζητάει, μια αθώα εδώ φοροδιαφυγή που τη γλυκαίνει η καλοσύνη του. Άραγε πώς η τεχνολογία θα μπορούσε να μεσολαβεί στη μικρή διαδρομή από τους πόρους της γης, από την άρση του δουλεμένου χεριού του ως την ποδιά μας ή την αγκάλη μας; Καμία ταμειακή δεν θα μπορούσε να στέκεται μπάστακας σε αυτές τις καλοκαιρινές δωρεές της ίδιας της φύσης και των ανθρώπων της. Εξηγεί πως κατά βάση είναι οικοδόμος, αλλά οι δουλειές μειώθηκαν, τα πρωινά πάει στον μπαξέ του και ποτίζει, τα απογεύματα αν του τύχει καμία δουλειά, πάει στη Χώρα, μιλά για σπασίματα χοντρότοιχων, για δουλειές με κομπρεσέρ, για αναπλάσεις, σε πείθει, τα μπράτσα του ατσάλι και τα πόδια του όλο μυς, η κυρία Όλγα, η μάνα του, μια μονίμως μαυροφορεμένη, το ίδιο πάντα φοράει; αναρωτιέσαι, πρέπει μυστικά να τον θαυμάζει – ένα πρωινό γνωρίζουμε και τη γυναίκα του Ρήγα, μια νοστιμότατη Ρωσίδα με ρίζες ρωσοποντιακές, 40άρα που την κάνεις για 20άρα. Διαβάζεις καθόλου ρώσικη λογοτεχνία; Τη ρωτάω – τώρα με τα παιδιά μόνο τα ξεφυλλίζω, δεν προλαβαίνω. Παιδιά κι εδώ όπως και πριν, παιδιά που δεν κρατούν κινητά αλλά 2 γλυκύτατα κουνελάκια, ένα λευκό κι ένα γκρίζο, τα χαϊδεύουν, τα παίζουν, τα πειράζουν διαρκώς κι εκείνα υπομένουν, μπροστά τους τα παιδιά μας στην αρχή φαίνονται χαζοπούλια, μετά εξοικειώνονται κι αυτά, ζωντανά είναι δεν είναι λούτρινα, το συνειδητοποιούν κι αρχίζουν κι αυτά δειλά δειλά να τα ακουμπούν.

Τι να πρωτοπεριγράψεις από το μωσαϊκό τόσων εικόνων και από τη μουσική τόσων μαρτυριών;

Ο Δημήτρης Φτούλης κι η Αμέρ(ι)σα Μανωλάκη είναι οι φύλακες άγγελοι του Αρχαιολογικού Μουσείου. Αυτό που δεν ξέρει κανείς ξένος είναι ότι ενώ εργάζονται τυπικά ως φύλακες αρχαιοτήτων, κάνουν τα πάντα, και σε ανασκαφές πάνε, κι από συντήρηση ξέρουν κ.λπ. «Όποτε γίνεται κάποια οικοδομή, πηγαίνουμε. Μας έχει τύχει να ανοίγουν βόθρο και από τον ήχο του χτυπήματος του σκαπτικού να αντιλαμβανόμαστε ότι εκεί στα 10 μέτρα κάτι υπάρχει. Θυμάμαι ότι έτσι βρήκαμε 5 αλλεπάλληλους τάφους στα Μαγαζιά, αυτά εκεί που βλέπετε (μας δείχνει κάποια εκθέματα στις προθήκες της άνω πτέρυγας) τα έχει επιμεληθεί η σύζυγός μου», λέει για την Αμέρσα, δεν ξέρω πώς συμβαίνει καμιά φορά με το ένστικτό μου αλλά ο τρόπος που στέκονταν οι δυο τους όταν περάσαμε το κατώφλι του μουσείου μου έβαλε την ιδέα ότι δεν είναι απλώς ζεύγος στο μουσείο, αλλά και στη ζωή – και, τι περίεργο, καθώς τους πιάνω κουβέντα κι η ώρα είναι περασμένες 2 το μεσημέρι, η υποψία μου βγαίνει αληθινή. Δυο άνθρωποι που πονούν για το νησί τους και βουτούν άμα λάχει και στα έγκατά του. «Όταν πρωτοδιορίστηκα προ 30 και βάλε χρόνια, λέει ο Δημήτρης, κάπου στα 197… ήμουν εκείνος από τους εργάτες που έσκαψαν στο Παλαμάρι, τώρα αν πάτε θα καταλάβετε ότι η θάλασσα έχει φάει μέρος του οικισμού», δηλαδή, σκεπτόμαστε, κάποιες αρχαιότητες είναι σαν να τις σκεπάζει το νερό. Το βράδυ της ίδιας μέρας, καθώς είχαμε πιάσει κουβέντα με την κυρία Καλή σε ένα γραφικό καλντερίμι της Χώρας κι ενώ μας εξηγούσε με πόνο πώς λησταί Αμαρουσίου της έκλεψαν όλα τα κεντήματα και τα κεραμικά που είχε συλλέξει στο σπίτι της, να σου προβάλλουν από το κάθετο σοκάκι τρεις γυναίκες, μια εικόνα που αν δεν υπάρχει στην τέχνη τη φτιάχνει η ζωή με χρώματα που προκαλούν συγκίνηση. Η αδελφή του φύλακα Δημήτρη και μια άλλη ντόπια με πατημένα σίγουρα τα 50 βάσταζαν μια γριά 100χρονη και παρά την ηλικία της αγέρωχη, μυαλωμένη, βασίλισσα την είπα. Πόσα είπε μέσα σε δευτερόλεπτα μέσα στην ψυχή μου αυτή η ξαφνική σκηνή! Η γριά η μαυροφορεμένη στο κέντρο, με κάποια δυσκολία βέβαια στην κίνηση, ξεσήκωσε τον καλό λόγο της κυρα-Καλής που άρχισε να της εύχεται και να την μακαρίζει εν όψει 15αύγουστου. Ήταν σαν ένας σοφός Πατριάρχης, η Βίβλος του νησιού, που κυκλοφορούσε με τους δορυφόρους του αργά και υπομονετικά μέσα από τα υποφωτισμένα καλντερίμια, από κείνα που απείχαν λίγο από τα άλλα, τα κοσμικά και θορυβώδη. Με πόσον σεβασμό και κατανόηση την κρατούσαν οι άλλες δυο, πώς την παραδέχονταν με το βήμα τους, τελούνταν εκείνη τη στιγμή μια πράξη τιμής, νόμιζες – η γραία θα μπορούσε να μας πει πολλά, το πρώτο ωστόσο και μόνο που θυμήθηκε ήταν πώς κανόνισαν οι ντόπιοι τους συνεργάτες των κατακτητών μετά την αποχώρηση των τελευταίων. «Ξύλο, τους έδωκαν, έγινε λαϊκό δικαστήριο και αποφάσισαν να τους δώκουν ξύλο, σε αυτούς που μοίρασαν τα αγαθά τους στους Ιταλούς και στους Γερμανούς και συνεργάστηκαν μαζί τους», είπε περίπου και η πομπή δεν στάθηκε παρά λίγο εκεί, διότι η γραία δεν μπορούσε εύκολα να στέκεται όρθια, εξ ου και η μαρτυρία ήταν βιαστική, τρεχάτη, λέω τρεχάτη και ο νους μου πάει στα τροχάδια, τα ντόπια υποδήματα που κάναν τους βρακάδες του νησιού να τρέχουν γρηγορότερα για να προλάβουν τις χίλιες δουλειές της ημέρας, τότε, στα βουνά και στα διάσελα, στους κάμπους και στις ακρογιαλιές. (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

20/8/12

Σκύρος 2012

20-8-2012

Ταξίδι της επιστροφής
κι από το θρόνο μιας κορφής
το τελευταίο βλέμμα
(νησιά με αιώνιο στέμμα)

Τώρα κανείς δεν ομιλεί -
στη βλάστηση τη χαμηλή
τοξεύεται τ' αγέρι
λιώνει το μεσημέρι

Λουόμενοι μονάχοι
λάμνουν στο νερό
το άτι φιλώντας στάχυ
φτιάχνει δεσμό γερό

Γριές ελιές στο κάμα
αθάνατη πηγή
άγουροι νιοι στο σκάμμα
ξεμύτισαν στη γη

Το σκουριασμένο γιώτα χι
το αγέρωχο τρακτέρ
σαπιόβαρκα σε υγρή αχτή
κι ο τόπος ένας αντικέρ

Κρημνοί με μονοπάτια
ρωγμές σ' αρχαία κάστρα
στη θάλασσα ρυτίδες
στα μέτωπα αυλακιές
του ήλιου οι αχτίδες
φωτίζουν τις πληγές

Καψαλισμένα δάση
και σπηλαιώδεις βράχοι
πολύκλαδες συκιές
πολύκλινες σκιές
του ήλιου οι βελόνες
γράφουνε στις κολόνες

Φωλιές μες στα φυλλώματα
έχθρες και φιλιώματα
κυψέλες και αγέλες
καμπάνες και αφάνες
του ήλιου οι ενέσεις
σεμνές σαν παραινέσεις

Ταξίδι της επιστροφής
τα ξίφη αυτής της εποχής
ξανά μες στο θηκάρι
(οι μνήμες στο συρτάρι
βαθιά ψυχής χαράζονται)
νησιά που δεν κουράζονται
ολοχρονίς εργάζονται
ακούραστο το χέρι σπέρνει
κι ο καιρός φονιάς το δέρνει
ως του ήλιου η άνω κρήνη
να εκραγεί, να κράξει "ειρήνη"
ώσπου όλα τα φαντάσματα
να'βγουν από τα χαλάσματα.

Πέτρος Χριστοφιλίδης