31-8-2012
(Φορτίσιμο τώρα)
Ο Μανώλης Τραχανάς είναι ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου ''Οι μουριές'', μια όαση των αισθήσεων πλησίον του τόπου διαμονής μας. Οι μουριές σκεπάζουν τους συνδαιτυμόνες και τους ξεκουράζουν ευεργετικά από τη θερινή φωτοχυσία. Ο ήλιος όμως πάντοτε παραμονεύει κι είναι να λυπάσαι τα αλογάκια που βόσκουν, όλο βόσκουν απέναντι από το εστιατόριο, στο ''Κτήμα Μουριές", εκεί όπου 36 αλογάκια, φοράδες, αρσενικά, πουλάρια συμβιώνουν σχεδόν αρμονικά. Καμιά φορά βλέπεις και κανέναν καβγά μεταξύ τους, που τον ερμηνεύουν με βάση την επιθυμία των φύλων. Στην ποτίστρα ωστόσο που σκιάζεται, αυτά που βλέπει κανείς μπροστά και πλησίον του εισόδιου πλατώματος, όλα αργά ή γρήγορα θα προσέλθουν για να δροσιστούν. Το χάδι των αλόγων ξυπνά το παιδί που όλοι κρύβουν μέσα τους. Ο Θοδωρής Παπαδόπουλος είναι Καβαλιώτης Καππαδόκης, φωτογράφος στο επάγγελμα, που κάθε πρωί και κάθε απόγευμα δίδει στους περαστικούς εξηγήσεις για τα σκυριανά αλογάκια. Ψάχνει την παράδοση, θέλει να μάθει για τη λατρεία του Άγιου Μάμα, πώς από την Ασία βρέθηκε ο άγιος αυτός στη Σκύρο. 2 Σεπτεμβρίου θα είναι από τους πρωταγωνιστές στην τοπική εορτή. Γύρω του συγκεντρώνονται οι περαστικοί, τα παιδιά δεν τον ακούν, αυτό που τα νοιάζει είναι να τελειώσει η τρέχουσα βόλτα με το αλογάκι για να το καβαλικέψουν αυτά, φορώντας με περηφάνια το καπέλο της Χριστίνας Ωνάση (λέμε τώρα).
Κοιτάζοντας την ουρά σκέφτεσαι την ιδιοτέλεια των ανθρώπων. Βάζουμε κάποια κέρματα στον κουμπαρά που ζητεί να "ενισχύσουμε το ταμείο'' - άλλοι κάνουν ένα τετράγωνο βόλτα με το αλογάκι και δεν αφήνουν τίποτε, ανθρώπινα γαϊδούρια σε καφέ αλογάκια (ΣΙΧΑΙΝΟΜΑΙ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΤΣΙΓΚΟΥΝΗΔΕΣ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝ ΜΑΣ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΚΛΥΣΕΙ ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ, ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΔΙΟΤΗΤΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΕΣ.) Απέναντι οι σερβιτόροι και οι κοπέλες στην κουζίνα δίνουν το δικό τους σόου, ο Μανώλης τρέχει και δεν φτάνει, το βλέμμα του συνθέτει πολλά: σου δίνει την εντύπωση πως έχει επίγνωση της ποιότητας του μαγαζιού και δουλεύει ήσυχος, μα όταν χτυπά τις αποδείξεις στην ταμειακή το αετίσιο βλέμμα του σέρνεται προς τα έξω, προς τον δρόμο, σαν από μια συνήθεια χρόνων πολλών, σαν κάποιον να περιμένει ή κάτι να τον ανησυχεί, ή απλώς παρατηρεί για να μαστιγώσει το κουράγιο του; ''Ποιος μαγειρεύει αυτά τα θεσπέσια εδέσματα'', τον ρωτάω, η σαλάτα ''Μουριές" σε κάνει να κλείνεις τα μάτια με τη σάλτσα της πάνω στο πράσινο. ''Η αδελφή μου'', απαντά μισοχαμογελώντας - και χαίρεσαι πραγματικά για αυτή την επιχείρηση - σύμπραξη. Εδώ δεν είναι Δημόσιο, σκέπτεσαι, εδώ η μαγείρισσα πρέπει από τις 10 ως τις 1 να έχει φτιάξει 20 φαγητά. Ο Μανώλης μάς δείχνει καθώς πηγαινοέρχεται τις δουλεμένες πλάτες του και τα άλκιμα χέρια του, με το μουσάκι του θυμίζει ρεμπέτη ομορφονιό, και πράγματι ένα βράδυ οι πενιές κι οι στίχοι μιας κομπανίας απλώνονταν σε όλο τον κάμπο κι έφταναν στο παραθύρι μας. Δεν γνωρίζω τελικά αν κάποιος θέλησε να υιοθετήσει κάποιο αλογάκι - στην περιοχή Τραχύ πάντως ζει ένας γίγαντας καρδιάς και σθένους, είναι ο κύριος Μανώλης Μαλαματίνης, εκπαιδευτής αλόγων. Τον πετυχαίνουμε μεσημεράκι, είναι γυμνός από τη μέση και πάνω, μέση δαχτυλίδι, πετούν οι φλέβες του στα μπράτσα, τα μαλλιά λίγο ακατάστατα κάτω από το θερινό καπελάκι, τα μάτια της θάλασσας. Μας καλοδέχεται και μας κάνει παραχώρηση να ανέβουμε στα αλογάκια του (αν και ήταν η ώρα του μεσημεριανού φαγητού των ζώων), 10 ευρώ το αλογάκι, για μια ανάβαση και κατάβαση στο υψωματάκι πάνω από το χώρο στάθμευσης των ζώων. ''10 φοράδες συντηρώ χωρίς καμία βοήθεια. Θέλω γύρω στα 7.000 ευρώ τον χρόνο. Ευτυχώς το χειμώνα κάνω κούρσες με τις οικογένειες των αξιωματικών της αεροπορίας. Αλλά το νησί δεν έχει (!) κτηνίατρο. Στη δυστοκία αυτής (δείχνει μία φοράδα) πήγα το άλογο στο Κορωπί (!)", λέει και μας δείχνει και τα τριφύλλια που καλλιεργεί στον κάμπο από κάτω για να γλιτώνει το κόστος των ζωοτροφών. Εδώ μένει χειμώνα καλοκαίρι ΕΠΙ 17 ΧΡΟΝΙΑ ΟΠΩΣ ΛΕΕΙ, ένας ακρίτας Σκύρου, που φυλάσσει εδάφη πατρογονικά, πατέρα και παππού, ''τα οστά τους τα έχω φυλάξει απέναντι'', αποκομμένος από τα άλλα μέλη εν Αθήναις της οικογένειάς του. ''Είμαι ηλεκτρολόγος και ξέρω από πολλά'', λέει θαρρετά κι εμείς καταλαβαίνουμε πως πιάνουν τα χέρια του ώστε να τα βγάζει πέρα μόνος του κι άλλους να εξυπηρετεί - και η γλώσσα του, βέβαια, μαέστρος καθώς ωραία ομιλεί και νουθετεί τα ζώα, τα καμάρια του. ''Μυρτώ, ήσυχα, έλα Λούνα κορίτσι μου, μπράβο Λούνα'', τον ακούς καθώς ανεβαίνουμε όλο ανασφάλεια στις φοράδες για μια 10λεπτη περιήγηση, δεν είμαστε συνηθισμένοι και φοβόμαστε ότι μπορεί και να μας ρίξουν τα άλογα κάτω, την ώρα που στριμώχνονται στο μονοπατάκι με κλίση προς τα πάνω ή προς τα κάτω, κι οι πέτρες χτυπιούνται από τα πεταλωμένα άλογα ή τις σκέτες οπλές τους. ''Μη φοβάστε, λέει, τα άλογα αγαπούν και σέβονται τους αναβάτες'', και η αγάπη του, ο κώδικάς της λειτουργεί κατευναστικά. Όλα πάνε καλά και παρά την δυσκαμψία μου κατορθώνω να περάσω το ένα ποδάρι πάνω από τη σέλα του αλόγου για να κατέβω λέγοντας μέσα μου απλώς ένα ''ουφ, όλα πήγαν καλά, άντε να πάθεις εδώ κάτι...''. Ο Μανώλης, 2ος Μανώλης κατά σειρά, τα ταϊζει 4 φορές την ημέρα, τα ποτίζει, τα ξυστρίζει, τα πεταλώνει, τα κουρεύει, τα γιατρεύει, τους βαζοβγάζει τη σέλα, τα γαληνεύει, τα διατάζει, τα αγαπά, δίχως τον έρωτα αυτόν πώς αλλιώς θα μπορούσε να υποφέρει τη σκληρή μοναξιά όπως τη φανταζόμαστε του χειμώνα; Έστω κι αν ο καιρός εκεί μπορεί σπάνια να αγριεύει. ''Θα ήθελα να φτιάξω ένα αναψυκτήριο εδώ, για τους επισκέπτες, αλλά...'' κι αρχίζει να απαριθμεί διαδικασίες γραφειοκρατικές και προαπαιτούμενα, όλα αυτά που εμποδίζουν την υγιή δημιουργική βούληση των εχεφρόνων κι οραματιστών ανθρώπων. Ο Μαλαματίνης κάνει κατόπιν συνεννόησης και μια κούρσα ορισμένων χιλιομέτρων με τα άλογα ως την παραλία Αγαλίπα, μέσα από μονοπάτια όπως λέγει. Αυτή κοστίζει 25 ευρώ το άλογο μα σου δίνεται η ευκαιρία να νιώσεις καβάλημα επί κάμποσα χιλιόμετρα στο πήγαινε έλα, ενδιαμέσως το μπάνιο σίγουρα θα είναι μια απόλαυση κι ειδικά με τον ίδρο της πορείας. Όταν πήγαμε να τον αποχαιρετήσουμε, τη 2η φορά, ψυχή ζώσα δεν υπήρχε στο "καταφύγιό" του, τα σταματημένα τζιπ δίπλα στον σκύλο-φύλακα του εξοχικού σπιτιού, μάς έδωσαν να καταλάβουμε ότι ο ατρόμητος Μανώλης από το Τραχύ έχει και πάλι κατηφορίσει στην Αγαλίπα λέγοντας καθ' οδόν όλα όσα μπορεί να εξομολογηθεί ένας μοναχικός λάτρης της πανίδας και της χλωρίδας στους αδαείς τουρίστες, ένας Έλληνας γνήσιος.
Λέω Αγαλίπα όμως και πάει ο νους μου στις παραλίες του νησιού, σε αυτό που αυτές εξέπεμψαν στο λίγο της γνωριμίας μας, μια τυχαιότητα κι αυτό που λάμπει στο μάτι μέσα στην ασταμάτητη ροή των πραγμάτων.
Ο Άγιος Πέτρος συμφιλιώνει σκηνίτες και γυμνιστές. Το κρεμάμενο πέος ή τα άσχημα βυζιά όλων εκείνων που με τρόπο βουτάνε σε απόσταση ολίγων μέτρων από τα αθώα μάτια των παιδιών δημιουργούν μια μαγική εικόνα επαναφοράς μιας πρωτόγονης αθωότητας. Όχι, οι γυναίκες πάνω στο στρώμα που λιάζουν τον ποπό τους δεν είναι πουτανάκια όπως θα σκεφτόταν ένας ενήλικος διεφθαρμένος όπως εγώ, την ομορφιά του τόπου χαίρονται κι αφήνουν να διεισδύσει ως μέσα βαθιά στο αιδοίο τους. Μπορείς να φανταστείς σε κλάσματα δευτερολέπτου τις ερωτικές κραυγές τους τα βράδια, αλλά όλα αυτά η φαντασία νοσηρώς τα πλάθει από μιντιακές προκαταλήψεις και εμπορικές συνταγές - κάτι μου λέει πως εδώ μέσα στο πευκόδασος το βράδυ δεν θα ακούγεται τίποτα φιλήδονο, αλλά θα διατηρείται η συνθήκη της διακριτικότητας (ήσυχο σεξ εντός στενού αντισκήνου).
Η Κυρα-Παναγιά είναι η λαϊκή αγορά όπου συνωθούνται μικροί και μεγάλοι, εδώ ίσως από σεβασμό στην ονομασία του τόπου όλοι φορούν αυτά που πρέπει πάνω από τα επίμαχα σημεία, η θάλασσα μια πισίνα, στα ανοιχτά δυο γιοτ, δίπλα στην άμμο 2-3 τροχόσπιτα, και μέσα στον ήσυχο θόρυβο κάπου πίσω από τους θάμνους εντοπίζω και μια γυναίκα-αλλοδαπή που, ημιλιπόθυμη; θύμα ηλίασης; ή κάτι άλλο; υποβαστάζεται από 2 άλλα άτομα που ζητούν να τη ''θεραπεύσουν'' με κάποιον τρόπο. Ποιος ξέρει ποια ήταν και ποιο πάθημα τη βρήκε, πού είναι τώρα και πώς το θυμάται. Εγώ το θυμάμαι το βίωμα κι είναι μέσα μου διαμπερές, σέρνεται πάνω στον ηλιοφωτισμένο χωματόδρομο που οδηγεί σε αυτόν τον επίγειο παράδεισο.
Η παραλία Άγιος Φωκάς η απεικόνιση της φυσικής παρθενίας, 2 σπίτια και 1 ταβέρνα κι αυτό είναι όλο, έτσι μόνο και μόνο για να σηματοδοτούν την δομημένη παρουσία, σαν μια κτιστή φωνή εν τη ερήμω. Εκεί ήταν που με αναγνώρισαν και 2 γυναίκες της Ομάδας Λογοτεχνικής Ανάγνωσης του Δήμου Δάφνης, προτού κι εγώ τους πω ότι τις αναγνώρισα σε ένα "Παρασκήνιο'' να στέκονται ευλαβικά μπροστά στους πίνακες ζωγράφων που μιλούσαν για το έργο τους στο Μουσείο Μπενάκη. Κολυμπούσαν συν τοις σφετέροις ανδράσιν, βγήκαν, τίναξαν τα πόδια τους να μην μπάσουν την άμμο στο αμάξι, δώσαμε ραντεβού στην έκθεση ζωγραφικής της Ε. Σκρινή, 2 μέρες αργότερα στην κοσμαγάπητη περιοχή Μαγαζιά του νησιού, σε μιαν έκθεση όπου η εκπληκτικής τεχνικής αποτύπωση σχεδίων κεντημάτων πάνω σε ξύλο σού ζέσταιναν το παράδοξο αίσθημα του ανήκειν στην ντόπια παράδοση αν και ερχόμενος από τον κόσμο της πόλης - και μπορεί να μην συνάντησα τις γυναίκες της λογοτεχνίας εκεί τη στιγμή που έφτασα, αλλά οι μελωμένοι λουκουμάδες που προσφέρονταν έξω από τον εκθεσιακό χώρο κράτησαν έστω αυτοί το ενδιαφέρον των παιδιών, όχι καλλιτεχνικό αλλά γευγιγνωστικό, προτού εισχωρήσουμε για να απολαύσουμε ένα υπέροχα στολισμένο, γνήσιο σκυριανό σπίτι, που έστεκε λίγα μέτρα πιο πέρα από τα φώτα της έκθεσης κι είχε ανοίξει τα κουφώματά του στο περιπλανώμενο κοινό (ένας αρχοντικός ναρκισσισμός). Η ευγενέστατη κυρία που μας άνοιξε την πόρτα (Ζαχαρούλα Λ.) για να θαυμάσουμε έπιπλα, κεντήματα και εικόνες (πολλές των τεθνεώτων της, ''αυτός ήταν ο πατέρας μου κι εδώ η μητέρα μου'', τρυφερό ενσταντανέ του ζεύγους προ πολλών χρόνων, πρόσωπα που έφυγαν νωρίς από τη ζωή της και τη σφράγισαν με μια πίκρα άκαμπτη σαν γέρικο κορμό ελιάς) μάς δήλωσε εξαρχής την ιδιότητά της κι έσυρε την κουβέντα αποφασιστικά μέσα στο μικρό χρονικά πεδίο μιας γρήγορης γνωριμίας - μιλούσε με το βάρος της φυγούσας ημέρας, με την κούραση τόσων χρόνων, με κάποιες αρρώστιες τελευταίων χρόνων να την έχουν σμιλέψει διαφορετικά (τα τελευταία χρόνια), σαν να έχουν κοντύνει κάπως το άγαλμά της: Διευθύντρια στο Αρσάκειο Αθηνών, γυναίκα που φαινόταν ότι είχε κουλαντρίσει γενιές και γενιές πολυάριθμων μαθητών άλλων εποχών, κατά σύμπτωση εκτός από δασκάλα (βλ. για σύγκριση το δασκαλόσογό μας) και Παγκρατιώτισσα, σε απόσταση αναπνοής η χειμερινή οικία της από την ξακουστή πλατεία Πλαστήρα. Κάποια στιγμή ένας όμορφος σγουρομάλλης νέος που πρόβαλλε από την αυλή (ανιψιός της;) τής θύμισε πως ''είναι 10, πρέπει να έλθεις να φας'' κι εκείνη μιλώντας ελεύθερα για όλους τους σπουδαίους της οικογένειάς της και του δέντρου της ανάμεσα στα άλλα πρόσωπα ανέφερε και τον καθηγητή Θεολογίας Σάββα Αγουρίδη.
Η παραλία Πεύκος δίνει νόημα σε κάθε ύπαρξη, καθώς σε κυκλώνει το ζωηρό πράσινο κι αιχμαλωτίζεσαι μέσα στο λαγαρό νερό, σαν ζωάκι που βρίσκει την τρύπα ή τη φωλιά του Παραδείσου. Με τέτοια ομορφιά αλλάζουν οι λαλιές των ανθρώπων, και δεν είναι τυχαίο πως με κάθε βουτιά κάπου μέσα στο απέραντο αυτό γαλάζιο και όχι μόνο μέσα σε αυτό, σε περίμενε και ένας άγνωστος συνομιλητής, μόνος ή συνοδευμένος - η μία λέξη φέρνει την άλλη και με όλα αυτά φτιάχνεται το μικρό κέντημα μιας φρούδας γνωριμίας, η Αρσακειάδα δασκάλα εδώ, μια καλοδιατηρημένη Μαρουσιώτισσα εκεί με τον γενειοφόρο άνδρα της, ίδιος ο Γιάννης Καλπούζος, του το είπα κι ας μην ήταν, μια γυναίκα σε ρόλο στατικής επιθεωρήτριας των παιδικών συντροφιών και δράσεων από το Αιγάλεω, στην παραλία Καλαμίτσα όπου έγειρε τώρα ο νους μου, η οποία (ιδού αντίδοτο στην καλπάζουσα κρίση) ''κουβαλά όλες τις προμήθειες από την Αθήνα κι επιλύει το ζήτημα της διατροφής των παιδιών'', που ολοένα τρέχουν, παίζουν, βουτάνε, τσακώνονται, γδέρνονται, ματώνουν, κλαίνε, ενθουσιάζονται, πανηγυρίζουν, αμφισβητούν τις νίκες των άλλων στο πόλο των ρηχών νερών, και στο τέλος τέλος πάντοτε ζητούν μια φέτα ψωμί με μερέντα ή με λάδι και τομάτα. (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
(Φορτίσιμο τώρα)
Ο Μανώλης Τραχανάς είναι ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου ''Οι μουριές'', μια όαση των αισθήσεων πλησίον του τόπου διαμονής μας. Οι μουριές σκεπάζουν τους συνδαιτυμόνες και τους ξεκουράζουν ευεργετικά από τη θερινή φωτοχυσία. Ο ήλιος όμως πάντοτε παραμονεύει κι είναι να λυπάσαι τα αλογάκια που βόσκουν, όλο βόσκουν απέναντι από το εστιατόριο, στο ''Κτήμα Μουριές", εκεί όπου 36 αλογάκια, φοράδες, αρσενικά, πουλάρια συμβιώνουν σχεδόν αρμονικά. Καμιά φορά βλέπεις και κανέναν καβγά μεταξύ τους, που τον ερμηνεύουν με βάση την επιθυμία των φύλων. Στην ποτίστρα ωστόσο που σκιάζεται, αυτά που βλέπει κανείς μπροστά και πλησίον του εισόδιου πλατώματος, όλα αργά ή γρήγορα θα προσέλθουν για να δροσιστούν. Το χάδι των αλόγων ξυπνά το παιδί που όλοι κρύβουν μέσα τους. Ο Θοδωρής Παπαδόπουλος είναι Καβαλιώτης Καππαδόκης, φωτογράφος στο επάγγελμα, που κάθε πρωί και κάθε απόγευμα δίδει στους περαστικούς εξηγήσεις για τα σκυριανά αλογάκια. Ψάχνει την παράδοση, θέλει να μάθει για τη λατρεία του Άγιου Μάμα, πώς από την Ασία βρέθηκε ο άγιος αυτός στη Σκύρο. 2 Σεπτεμβρίου θα είναι από τους πρωταγωνιστές στην τοπική εορτή. Γύρω του συγκεντρώνονται οι περαστικοί, τα παιδιά δεν τον ακούν, αυτό που τα νοιάζει είναι να τελειώσει η τρέχουσα βόλτα με το αλογάκι για να το καβαλικέψουν αυτά, φορώντας με περηφάνια το καπέλο της Χριστίνας Ωνάση (λέμε τώρα).
Κοιτάζοντας την ουρά σκέφτεσαι την ιδιοτέλεια των ανθρώπων. Βάζουμε κάποια κέρματα στον κουμπαρά που ζητεί να "ενισχύσουμε το ταμείο'' - άλλοι κάνουν ένα τετράγωνο βόλτα με το αλογάκι και δεν αφήνουν τίποτε, ανθρώπινα γαϊδούρια σε καφέ αλογάκια (ΣΙΧΑΙΝΟΜΑΙ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΤΣΙΓΚΟΥΝΗΔΕΣ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝ ΜΑΣ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΚΛΥΣΕΙ ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ, ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΔΙΟΤΗΤΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΕΣ.) Απέναντι οι σερβιτόροι και οι κοπέλες στην κουζίνα δίνουν το δικό τους σόου, ο Μανώλης τρέχει και δεν φτάνει, το βλέμμα του συνθέτει πολλά: σου δίνει την εντύπωση πως έχει επίγνωση της ποιότητας του μαγαζιού και δουλεύει ήσυχος, μα όταν χτυπά τις αποδείξεις στην ταμειακή το αετίσιο βλέμμα του σέρνεται προς τα έξω, προς τον δρόμο, σαν από μια συνήθεια χρόνων πολλών, σαν κάποιον να περιμένει ή κάτι να τον ανησυχεί, ή απλώς παρατηρεί για να μαστιγώσει το κουράγιο του; ''Ποιος μαγειρεύει αυτά τα θεσπέσια εδέσματα'', τον ρωτάω, η σαλάτα ''Μουριές" σε κάνει να κλείνεις τα μάτια με τη σάλτσα της πάνω στο πράσινο. ''Η αδελφή μου'', απαντά μισοχαμογελώντας - και χαίρεσαι πραγματικά για αυτή την επιχείρηση - σύμπραξη. Εδώ δεν είναι Δημόσιο, σκέπτεσαι, εδώ η μαγείρισσα πρέπει από τις 10 ως τις 1 να έχει φτιάξει 20 φαγητά. Ο Μανώλης μάς δείχνει καθώς πηγαινοέρχεται τις δουλεμένες πλάτες του και τα άλκιμα χέρια του, με το μουσάκι του θυμίζει ρεμπέτη ομορφονιό, και πράγματι ένα βράδυ οι πενιές κι οι στίχοι μιας κομπανίας απλώνονταν σε όλο τον κάμπο κι έφταναν στο παραθύρι μας. Δεν γνωρίζω τελικά αν κάποιος θέλησε να υιοθετήσει κάποιο αλογάκι - στην περιοχή Τραχύ πάντως ζει ένας γίγαντας καρδιάς και σθένους, είναι ο κύριος Μανώλης Μαλαματίνης, εκπαιδευτής αλόγων. Τον πετυχαίνουμε μεσημεράκι, είναι γυμνός από τη μέση και πάνω, μέση δαχτυλίδι, πετούν οι φλέβες του στα μπράτσα, τα μαλλιά λίγο ακατάστατα κάτω από το θερινό καπελάκι, τα μάτια της θάλασσας. Μας καλοδέχεται και μας κάνει παραχώρηση να ανέβουμε στα αλογάκια του (αν και ήταν η ώρα του μεσημεριανού φαγητού των ζώων), 10 ευρώ το αλογάκι, για μια ανάβαση και κατάβαση στο υψωματάκι πάνω από το χώρο στάθμευσης των ζώων. ''10 φοράδες συντηρώ χωρίς καμία βοήθεια. Θέλω γύρω στα 7.000 ευρώ τον χρόνο. Ευτυχώς το χειμώνα κάνω κούρσες με τις οικογένειες των αξιωματικών της αεροπορίας. Αλλά το νησί δεν έχει (!) κτηνίατρο. Στη δυστοκία αυτής (δείχνει μία φοράδα) πήγα το άλογο στο Κορωπί (!)", λέει και μας δείχνει και τα τριφύλλια που καλλιεργεί στον κάμπο από κάτω για να γλιτώνει το κόστος των ζωοτροφών. Εδώ μένει χειμώνα καλοκαίρι ΕΠΙ 17 ΧΡΟΝΙΑ ΟΠΩΣ ΛΕΕΙ, ένας ακρίτας Σκύρου, που φυλάσσει εδάφη πατρογονικά, πατέρα και παππού, ''τα οστά τους τα έχω φυλάξει απέναντι'', αποκομμένος από τα άλλα μέλη εν Αθήναις της οικογένειάς του. ''Είμαι ηλεκτρολόγος και ξέρω από πολλά'', λέει θαρρετά κι εμείς καταλαβαίνουμε πως πιάνουν τα χέρια του ώστε να τα βγάζει πέρα μόνος του κι άλλους να εξυπηρετεί - και η γλώσσα του, βέβαια, μαέστρος καθώς ωραία ομιλεί και νουθετεί τα ζώα, τα καμάρια του. ''Μυρτώ, ήσυχα, έλα Λούνα κορίτσι μου, μπράβο Λούνα'', τον ακούς καθώς ανεβαίνουμε όλο ανασφάλεια στις φοράδες για μια 10λεπτη περιήγηση, δεν είμαστε συνηθισμένοι και φοβόμαστε ότι μπορεί και να μας ρίξουν τα άλογα κάτω, την ώρα που στριμώχνονται στο μονοπατάκι με κλίση προς τα πάνω ή προς τα κάτω, κι οι πέτρες χτυπιούνται από τα πεταλωμένα άλογα ή τις σκέτες οπλές τους. ''Μη φοβάστε, λέει, τα άλογα αγαπούν και σέβονται τους αναβάτες'', και η αγάπη του, ο κώδικάς της λειτουργεί κατευναστικά. Όλα πάνε καλά και παρά την δυσκαμψία μου κατορθώνω να περάσω το ένα ποδάρι πάνω από τη σέλα του αλόγου για να κατέβω λέγοντας μέσα μου απλώς ένα ''ουφ, όλα πήγαν καλά, άντε να πάθεις εδώ κάτι...''. Ο Μανώλης, 2ος Μανώλης κατά σειρά, τα ταϊζει 4 φορές την ημέρα, τα ποτίζει, τα ξυστρίζει, τα πεταλώνει, τα κουρεύει, τα γιατρεύει, τους βαζοβγάζει τη σέλα, τα γαληνεύει, τα διατάζει, τα αγαπά, δίχως τον έρωτα αυτόν πώς αλλιώς θα μπορούσε να υποφέρει τη σκληρή μοναξιά όπως τη φανταζόμαστε του χειμώνα; Έστω κι αν ο καιρός εκεί μπορεί σπάνια να αγριεύει. ''Θα ήθελα να φτιάξω ένα αναψυκτήριο εδώ, για τους επισκέπτες, αλλά...'' κι αρχίζει να απαριθμεί διαδικασίες γραφειοκρατικές και προαπαιτούμενα, όλα αυτά που εμποδίζουν την υγιή δημιουργική βούληση των εχεφρόνων κι οραματιστών ανθρώπων. Ο Μαλαματίνης κάνει κατόπιν συνεννόησης και μια κούρσα ορισμένων χιλιομέτρων με τα άλογα ως την παραλία Αγαλίπα, μέσα από μονοπάτια όπως λέγει. Αυτή κοστίζει 25 ευρώ το άλογο μα σου δίνεται η ευκαιρία να νιώσεις καβάλημα επί κάμποσα χιλιόμετρα στο πήγαινε έλα, ενδιαμέσως το μπάνιο σίγουρα θα είναι μια απόλαυση κι ειδικά με τον ίδρο της πορείας. Όταν πήγαμε να τον αποχαιρετήσουμε, τη 2η φορά, ψυχή ζώσα δεν υπήρχε στο "καταφύγιό" του, τα σταματημένα τζιπ δίπλα στον σκύλο-φύλακα του εξοχικού σπιτιού, μάς έδωσαν να καταλάβουμε ότι ο ατρόμητος Μανώλης από το Τραχύ έχει και πάλι κατηφορίσει στην Αγαλίπα λέγοντας καθ' οδόν όλα όσα μπορεί να εξομολογηθεί ένας μοναχικός λάτρης της πανίδας και της χλωρίδας στους αδαείς τουρίστες, ένας Έλληνας γνήσιος.
Λέω Αγαλίπα όμως και πάει ο νους μου στις παραλίες του νησιού, σε αυτό που αυτές εξέπεμψαν στο λίγο της γνωριμίας μας, μια τυχαιότητα κι αυτό που λάμπει στο μάτι μέσα στην ασταμάτητη ροή των πραγμάτων.
Ο Άγιος Πέτρος συμφιλιώνει σκηνίτες και γυμνιστές. Το κρεμάμενο πέος ή τα άσχημα βυζιά όλων εκείνων που με τρόπο βουτάνε σε απόσταση ολίγων μέτρων από τα αθώα μάτια των παιδιών δημιουργούν μια μαγική εικόνα επαναφοράς μιας πρωτόγονης αθωότητας. Όχι, οι γυναίκες πάνω στο στρώμα που λιάζουν τον ποπό τους δεν είναι πουτανάκια όπως θα σκεφτόταν ένας ενήλικος διεφθαρμένος όπως εγώ, την ομορφιά του τόπου χαίρονται κι αφήνουν να διεισδύσει ως μέσα βαθιά στο αιδοίο τους. Μπορείς να φανταστείς σε κλάσματα δευτερολέπτου τις ερωτικές κραυγές τους τα βράδια, αλλά όλα αυτά η φαντασία νοσηρώς τα πλάθει από μιντιακές προκαταλήψεις και εμπορικές συνταγές - κάτι μου λέει πως εδώ μέσα στο πευκόδασος το βράδυ δεν θα ακούγεται τίποτα φιλήδονο, αλλά θα διατηρείται η συνθήκη της διακριτικότητας (ήσυχο σεξ εντός στενού αντισκήνου).
Η Κυρα-Παναγιά είναι η λαϊκή αγορά όπου συνωθούνται μικροί και μεγάλοι, εδώ ίσως από σεβασμό στην ονομασία του τόπου όλοι φορούν αυτά που πρέπει πάνω από τα επίμαχα σημεία, η θάλασσα μια πισίνα, στα ανοιχτά δυο γιοτ, δίπλα στην άμμο 2-3 τροχόσπιτα, και μέσα στον ήσυχο θόρυβο κάπου πίσω από τους θάμνους εντοπίζω και μια γυναίκα-αλλοδαπή που, ημιλιπόθυμη; θύμα ηλίασης; ή κάτι άλλο; υποβαστάζεται από 2 άλλα άτομα που ζητούν να τη ''θεραπεύσουν'' με κάποιον τρόπο. Ποιος ξέρει ποια ήταν και ποιο πάθημα τη βρήκε, πού είναι τώρα και πώς το θυμάται. Εγώ το θυμάμαι το βίωμα κι είναι μέσα μου διαμπερές, σέρνεται πάνω στον ηλιοφωτισμένο χωματόδρομο που οδηγεί σε αυτόν τον επίγειο παράδεισο.
Η παραλία Άγιος Φωκάς η απεικόνιση της φυσικής παρθενίας, 2 σπίτια και 1 ταβέρνα κι αυτό είναι όλο, έτσι μόνο και μόνο για να σηματοδοτούν την δομημένη παρουσία, σαν μια κτιστή φωνή εν τη ερήμω. Εκεί ήταν που με αναγνώρισαν και 2 γυναίκες της Ομάδας Λογοτεχνικής Ανάγνωσης του Δήμου Δάφνης, προτού κι εγώ τους πω ότι τις αναγνώρισα σε ένα "Παρασκήνιο'' να στέκονται ευλαβικά μπροστά στους πίνακες ζωγράφων που μιλούσαν για το έργο τους στο Μουσείο Μπενάκη. Κολυμπούσαν συν τοις σφετέροις ανδράσιν, βγήκαν, τίναξαν τα πόδια τους να μην μπάσουν την άμμο στο αμάξι, δώσαμε ραντεβού στην έκθεση ζωγραφικής της Ε. Σκρινή, 2 μέρες αργότερα στην κοσμαγάπητη περιοχή Μαγαζιά του νησιού, σε μιαν έκθεση όπου η εκπληκτικής τεχνικής αποτύπωση σχεδίων κεντημάτων πάνω σε ξύλο σού ζέσταιναν το παράδοξο αίσθημα του ανήκειν στην ντόπια παράδοση αν και ερχόμενος από τον κόσμο της πόλης - και μπορεί να μην συνάντησα τις γυναίκες της λογοτεχνίας εκεί τη στιγμή που έφτασα, αλλά οι μελωμένοι λουκουμάδες που προσφέρονταν έξω από τον εκθεσιακό χώρο κράτησαν έστω αυτοί το ενδιαφέρον των παιδιών, όχι καλλιτεχνικό αλλά γευγιγνωστικό, προτού εισχωρήσουμε για να απολαύσουμε ένα υπέροχα στολισμένο, γνήσιο σκυριανό σπίτι, που έστεκε λίγα μέτρα πιο πέρα από τα φώτα της έκθεσης κι είχε ανοίξει τα κουφώματά του στο περιπλανώμενο κοινό (ένας αρχοντικός ναρκισσισμός). Η ευγενέστατη κυρία που μας άνοιξε την πόρτα (Ζαχαρούλα Λ.) για να θαυμάσουμε έπιπλα, κεντήματα και εικόνες (πολλές των τεθνεώτων της, ''αυτός ήταν ο πατέρας μου κι εδώ η μητέρα μου'', τρυφερό ενσταντανέ του ζεύγους προ πολλών χρόνων, πρόσωπα που έφυγαν νωρίς από τη ζωή της και τη σφράγισαν με μια πίκρα άκαμπτη σαν γέρικο κορμό ελιάς) μάς δήλωσε εξαρχής την ιδιότητά της κι έσυρε την κουβέντα αποφασιστικά μέσα στο μικρό χρονικά πεδίο μιας γρήγορης γνωριμίας - μιλούσε με το βάρος της φυγούσας ημέρας, με την κούραση τόσων χρόνων, με κάποιες αρρώστιες τελευταίων χρόνων να την έχουν σμιλέψει διαφορετικά (τα τελευταία χρόνια), σαν να έχουν κοντύνει κάπως το άγαλμά της: Διευθύντρια στο Αρσάκειο Αθηνών, γυναίκα που φαινόταν ότι είχε κουλαντρίσει γενιές και γενιές πολυάριθμων μαθητών άλλων εποχών, κατά σύμπτωση εκτός από δασκάλα (βλ. για σύγκριση το δασκαλόσογό μας) και Παγκρατιώτισσα, σε απόσταση αναπνοής η χειμερινή οικία της από την ξακουστή πλατεία Πλαστήρα. Κάποια στιγμή ένας όμορφος σγουρομάλλης νέος που πρόβαλλε από την αυλή (ανιψιός της;) τής θύμισε πως ''είναι 10, πρέπει να έλθεις να φας'' κι εκείνη μιλώντας ελεύθερα για όλους τους σπουδαίους της οικογένειάς της και του δέντρου της ανάμεσα στα άλλα πρόσωπα ανέφερε και τον καθηγητή Θεολογίας Σάββα Αγουρίδη.
Η παραλία Πεύκος δίνει νόημα σε κάθε ύπαρξη, καθώς σε κυκλώνει το ζωηρό πράσινο κι αιχμαλωτίζεσαι μέσα στο λαγαρό νερό, σαν ζωάκι που βρίσκει την τρύπα ή τη φωλιά του Παραδείσου. Με τέτοια ομορφιά αλλάζουν οι λαλιές των ανθρώπων, και δεν είναι τυχαίο πως με κάθε βουτιά κάπου μέσα στο απέραντο αυτό γαλάζιο και όχι μόνο μέσα σε αυτό, σε περίμενε και ένας άγνωστος συνομιλητής, μόνος ή συνοδευμένος - η μία λέξη φέρνει την άλλη και με όλα αυτά φτιάχνεται το μικρό κέντημα μιας φρούδας γνωριμίας, η Αρσακειάδα δασκάλα εδώ, μια καλοδιατηρημένη Μαρουσιώτισσα εκεί με τον γενειοφόρο άνδρα της, ίδιος ο Γιάννης Καλπούζος, του το είπα κι ας μην ήταν, μια γυναίκα σε ρόλο στατικής επιθεωρήτριας των παιδικών συντροφιών και δράσεων από το Αιγάλεω, στην παραλία Καλαμίτσα όπου έγειρε τώρα ο νους μου, η οποία (ιδού αντίδοτο στην καλπάζουσα κρίση) ''κουβαλά όλες τις προμήθειες από την Αθήνα κι επιλύει το ζήτημα της διατροφής των παιδιών'', που ολοένα τρέχουν, παίζουν, βουτάνε, τσακώνονται, γδέρνονται, ματώνουν, κλαίνε, ενθουσιάζονται, πανηγυρίζουν, αμφισβητούν τις νίκες των άλλων στο πόλο των ρηχών νερών, και στο τέλος τέλος πάντοτε ζητούν μια φέτα ψωμί με μερέντα ή με λάδι και τομάτα. (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)