29/8/12

Μια βραδιά στο ΟΑΚΑ


Το Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας έχει συνδεθεί άρρηκτα με κορυφαίες στιγμές της ευρωπαϊκής ιστορίας του Παναθηναϊκού – αντίθετα με τα κατά καιρούς λεγόμενα (που έχουν βεβαίως κάποια βάση αναφορικά με τα μικρότερης σημασίας παιχνίδια του πρωταθλήματος) περί «μη έδρας», όποιος έχει ζήσει (ή έστω θυμάται από τις τηλεοπτικές εικόνες) την ατμόσφαιρα που δημιουργείται όταν το στάδιο είναι γεμάτο και το πώς αυτή η ατμόσφαιρα έχει καταφέρει να αφυπνίσει το ευρωπαϊκό DNA της ομάδας ακόμα και σε περιόδους μέτριας απόδοσης στο ελληνικό πρωτάθλημα, συμφωνεί ότι το αχανές ΟΑΚΑ (που δυνάμει διευκολύνει την έλευση μεγαλύτερου αριθμού φιλάθλων ακόμα και από τον μελλοντικό Βοτανικό, πόσο μάλλον από την αγαπησιάρικη αλλά μικρή Λεωφόρο) όχι μόνο δεν αποτελεί εμπόδιο, αλλά, αντιθέτως, συνιστά πλεονέκτημα για τα ευρωπαϊκά βράδια του Παναθηναϊκού. Αρκεί, βεβαίως, να συμβάλει σε αυτήν την κατεύθυνση και η ίδια η ομάδα. Γιατί, όσο μεγαλειώδης κι αν είναι δυνητικά η ατμόσφαιρα, οι μεγάλες διαστάσεις του αγωνιστικού χώρου και η γενικότερη αίσθηση ανοιχτωσιάς που νιώθει κανείς μέσα σε αυτόν επιβραβεύουν σχεδόν αναπόφευκτα όποιον παίζει καλύτερη μπάλα και όχι εκείνον που αρκείται σε ένα κλειστό, συντηρητικό παιχνίδι. Και, δυστυχώς, την καλή μπάλα δεν την είδαμε όσοι αποφασίσαμε να πάμε χθες το βράδυ στο ΟΑΚΑ, στον επαναληπτικό αγώνα με τη Μάλαγα για τα play-off του Champions League. Δεν επρόκειτο, βεβαίως, για μια έκπληξη μεγατόνων. Όποιος είχε παρακολουθήσει το πρώτο παιχνίδι επί ισπανικού εδάφους είχε διαπιστώσει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία τη μεγάλη διαφορά κλάσης μεταξύ των δύο ομάδων (για την ακρίβεια: μεταξύ των παικτών των δύο ομάδων) – απλώς, η μαγική αβεβαιότητα του ποδοσφαίρου ήταν εκείνη που θα μπορούσε πολύ εύκολα να είχε δώσει στο σκορ διαστάσεις συντριβής ή και να είχε κάνει ντέρμπι τον επαναληπτικό, προτίμησε όμως να «λήξει» τον αγώνα με τη «σιγουράντζα» του συμβατικού 2-0 – ενός σκορ θεωρητικά μη απαγορευτικού, στην πράξη όμως συνώνυμου (σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό περιπτώσεων) με την τελική πρόκριση. Ο κόσμος δε γέμισε χθες το ΟΑΚΑ, δεν ήταν όμως και λίγος, με δεδομένες τις ως άνω περιστάσεις και τους γενικότερους επιβαρυντικούς παράγοντες (καλοκαίρι, οικονομική κρίση, απαξίωση του ποδοσφαιρικού θεάματος). Πιθανότατα ήταν η επιθυμία για έστω μια και μόνη βραδιά με το «σεντόνι» στο ΟΑΚΑ, ίσως πάλι το «ροντέο» του δεύτερου ημιχρόνου στη Μάλαγα δημιουργούσε κρυφές ελπίδες ότι όλα ήταν πιθανά.
Προσερχόμενος στο ΟΑΚΑ από την Κηφισίας έκανα μια μικρή στάση στο παρακείμενο Golden Hall – πήγαινα με την αίσθηση ότι ο κόσμος του γηπέδου με τα πράσινα φανελάκια, τα κασκόλ και τη στάση για «βρώμικο» δεν είχε καμία σχέση με το πολύφερνο εμπορικό κέντρο με τις λαμπερές βιτρίνες και την ψευδαίσθηση ευδαιμονίας – με μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν ήμουν ο μόνος θεατής του ΟΑΚΑ που είχε κάνει την ίδια σκέψη, να περάσει δηλαδή από το εμπορικό κέντρο. Σκηνές από το μέλλον, ίσως; Ποιος ξέρει… Έχουν ακουστεί πολλά και διάφορα για τη συνύπαρξη εμπορικού κέντρου και αθλητικών εγκαταστάσεων στο μελλοντικό γήπεδο του ΠΑΟ – στους πρόσφατους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, πάντως, οι φίλαθλοι που πήγαιναν στο Ολυμπιακό Πάρκο περνούσαν καθ’οδόν μέσα από ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο, το οποίο έκανε χρυσές δουλειές. Πλησιάζοντας προς τις εισόδους με πήρε η μυρουδιά από τους ψήστες των γνωστών «βρώμικων» – που απέκτησαν ξαφνικά πανελλήνια φήμη μετά τη θρυλική διαφήμιση με τον «ομορφάντρα». Τους σκέφτηκα με πολλή κατανόηση καθώς περνούσα ανάμεσά τους: Πού να βρίσκονται όλοι αυτοί άραγε τις υπόλοιπες μέρες, όταν τα φώτα του σταδίου είναι σβηστά; Τους φαντάζομαι να περνούν τον καιρό τους σε πανηγύρια ενοριών, σε παραλίες παραθεριστών, ίσως και σε άλλα γήπεδα. Έμπαινα αυθαίρετα στη σκέψη τους και στα όνειρά τους: πόσο πολύ θα ονειρεύονταν κι αυτοί να κάνει ο ΠΑΟ την υπέρβαση, πόσο θα ήθελαν να έχουν να περιμένουν κι άλλες βραδιές με «σεντόνι», με 70.000 νοματαίους να συρρέουν στο ΟΑΚΑ και με θερμοκρασίες που θα ευνοούσαν μια στάση για ζεστό λουκάνικο… Η προσέλευση στο Στάδιο ήταν ήρεμη, παρότι έμενε μόλις μισή ώρα για να ξεκινήσει ο αγώνας – καμία σχέση με τις ουρές άλλων εποχών. Οι κερκίδες, όπως έγραψα, ήταν μισογεμάτες – σκοπίμως, θαρρώ, οι διοργανωτές είχαν φροντίσει να γεμίσουν κυρίως οι θύρες του κάτω διαζώματος και εκείνες που είναι απέναντι από τις τηλεοπτικές κάμερες. Η ατμόσφαιρα καλή, χωρίς παρατράγουδα. Με χαρά είδα και πάλι πολλές γυναίκες στις εξέδρες – όχι τόσο πολλές όσο στον μπασκετικό «Πανάθα», αλλά και πάλι αρκετές. Είμαι τόσο μπολιασμένος από το παλιό στερεότυπο για τις «γυναίκες που δε σκαμπάζουν από ποδόσφαιρο» (πόσο μάλλον να πάνε και στο γήπεδο), το οποίο γενικά επιβεβαιώνεται και στο δικό μου κύκλο, ώστε η εικόνα τους στις κερκίδες να μου προκαλεί πάντα ευχάριστη έκπληξη – είτε απλώς συνοδεύουν συζύγους κι αγαπητικούς, είτε πρόκειται για κλασικά αγοροκόριτσα με μελανιές στα πόδια και βαριά φωνή, όπως μια χαρακτηριστική φιγούρα στο λεωφορείο της επιστροφής.
Το ματς το ίδιο δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική – αν δεν ήταν η όμορφη καλοκαιρινή βραδιά και η πάντα ξεχωριστή ατμόσφαιρα του γηπέδου (όσο κι αν την υπονομεύουν όσα γίνονται κατά καιρούς εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων), πολύ δύσκολα θα το θυμόταν κάποιος θεατής με ευχαρίστηση. Ο Παναθηναϊκός δεν απείλησε σε κανένα σημείο του παιχνιδιού τη Μάλαγα, που έκανε μια δυνατή προπόνηση χωρίς να χρειαστεί να ανεβάσει στροφές – σε μερικές στιγμές μάλιστα έδειξε και κάποια δείγματα του σπουδαίου ταλέντου πολλών παικτών της. Η απόδοση του Παναθηναϊκού στο δημιουργικό κομμάτι ήταν πολύ κάτω από τη βάση για ομάδα που φιλοδοξεί να περάσει στους ομίλους του Champions League, με πολλούς παίκτες-κλειδιά να υστερούν απελπιστικά – η ομάδα δεν πλησίασε καν τις τρεις μεγάλες ευκαιρίες που είχε δημιουργήσει στο β΄ ημίχρονο του αγώνα στη Μάλαγα. Ο κόσμος ωστόσο στο τέλος χειροκρότησε θερμά – ίσως γιατί οι παίκτες έδειξαν φιλότιμο, αγωνιστικότητα και πάθος, ίσως πάλι γιατί όλοι κατά βάθος ένιωθαν ποια είναι τα όρια της παρούσας ομάδας, με τα τόσα οικονομικά και διοικητικά προβλήματα, με παίκτες που σε άλλες εποχές δε θα άντεχαν για παραπάνω από μερικές εβδομάδες στην Παιανία. Το ταξίδι του Ευρω-Πανάθα, άλλοτε αδιαφιλονίκητου πρέσβη του ελληνικού ποδοσφαίρου στα πέρατα της αλλοδαπής, θα συνεχιστεί στο Europa League, το οποίο κακώς υποβαθμίζουν φίλαθλοι και ποδοσφαιράνθρωποι, καθώς αντικειμενικά προσφέρει πολύ περισσότερες δυνατότητες καλής πορείας (γιατί όχι και διάκρισης) στις ελληνικές ομάδες – δεν υπάρχουν εκεί οι ομάδες-μεγαθήρια των πολυεκατομμυριούχων ιδιοκτητών – κι όταν ξεπέφτει καμία από αυτές σε αυτό, σπανίως το αντιμετωπίζει με τη δέουσα σοβαρότητα, αφήνοντας έτσι το πεδίο ανοιχτό στα δεύτερα βιολιά των μεγάλων δυνάμεων και στους φιλόδοξους της περιφέρειας. Ας ελπίσουμε ότι η ομάδα, με όλες τις ανοιχτές πληγές της, θα «δέσει» και θα κάνει μια αξιοπρεπή πορεία, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για να ξαναζήσει το ΟΑΚΑ στιγμές του 1985, του 1987, του 1996, του 2000… Δε θα αλλάξει κανενός η ζωή μας αν συμβεί κάτι τέτοιο – αλλά στους καιρούς μας κάθε χαρά, ακόμα και μικρή, ακόμα και ανούσια, έχει τη σημασία της.
Χ.Α.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Δεν έχω σε τίποτα να διαφωνήσω, αυτή η βραδιά στο ΟΑΚΑ ήταν και για τους εκεί παρόντες και για τους τηλεορασόπληκτους άχρωμη, άοσμη και αδιάφορη. Εγώ με τα παιδιά μου είμαστε σε λούνα παρκ και μόνο λίγο από το β΄ ημ. τσίμπησα μετά, στην πλατεία, αλλά ήταν τέτοια η βαρυθυμία που δεν άντεχες να το βλέπεις, ο ΠΑΟ εδώ και 20 χρόνια αποτελεί ομάδα κακοποίησης του ποδ. θεάματος - τόση δυσπιστία υπάρχει μέσα μου για τις δυνατότητες αυτής της ομάδας που όποτε (όπως προχθές) μου προτείνεται δωρεάν είσοδος στο ΟΑΚΑ, το αποφεύγω, κακοκαρδίζοντας τον Τάκη. Η ανταπόκρισή σου από το ΟΑΚΑ είναι πολύ ωραία γραμμένη, το μάτι σου πιάνει πια πολλά δυσδιάκριτα και τα ταξινομεί ωραιότατα στο κυτίον των αναμνήσεων. Τελειώνοντας να πω πως ευτυχώς δεν άφησα τον οβολό μου στην Συμμαχία, θα το μετάνιωνα από τη γεύση τέτοιων άνοστων βραδιών.
Ίσως κάποιο βράδυ δεις στο ΟΑΚΑ τον Τάκη ή και τον Νίκο (με τα διαρκείας στο τσεπάκι) και κάπου πίσω τους στον σκοτεινό ορίζοντα ζωγραφιστεί και η δική μου μορφή.
Συγχαρητήρια, Χρήστο.