23/12/09

Τα πέτρινα χρόνια

Νοέμβρης του 1985. Τυπικό δευτεριάτικο απόγευμα. Κινηματογράφος ΝΙΡΒΑΝΑ, Λεωφόρος Αλεξάνδρας. Υπάρχει ακόμα – κι είναι είδηση αυτό. Από τις οκτώ αίθουσες που είχαμε στους Αμπελοκήπους απόμειναν τέσσερις – και ποιος ξέρει πόσες θα είναι στη θέση τους μετά από πέντε και δέκα χρόνια. 1985, είπαμε. Ο μήνας του Καλτεζά. Κόλαση το κέντρο της Αθήνας. Και τότε. Πρωθυπουργός, κάποιος Παπανδρέου. Και τότε. 15χρονος μαθητής της Α΄Λυκείου κι εγώ, μπαίνω στον κινηματογράφο με τον πατέρα μου. Κόσμος αρκετούτσικος για τη μέρα και την ώρα. Η μέχρι τότε επικοινωνία μου με τον νέο ελληνικό κινηματογράφο είναι μηδενική, ωστόσο η ταινία αυτή – λίγο τα σχόλια των δημοσιογράφων, περισσότερο το υπέροχο μουσικό θέμα που παίζεται από τα ραδιόφωνα – έχει εξάψει την περιέργειά μου. Ο τίτλος της: Πέτρινα χρόνια.


Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, όλα μοιάζουν τόσο οικεία, κι όλα είναι τόσο μα τόσο διαφορετικά. Ο κόσμος του 1985 είχε ψυχρό πόλεμο – ο κόσμος του 2009 μόνο θερμούς. Η Ελλάδα του 2009 δεν ήξερε τι θα πει ιδιωτική τηλεόραση, κινητή τηλεφωνία και lifestyle – μπορεί ο σημερινός 15άρης να τη φανταστεί χωρίς αυτά; Τη μεγάλη επανάσταση του διαδικτύου ούτε καν τη φανταζόμασταν. Όσο κοντά ή όσο μακριά κι αν είναι όμως το 1985, εκείνη την ημέρα του Νοέμβρη εγώ δεν επρόκειτο να την ξεχάσω ποτέ. Μπορεί να είναι πολλές, εκατοντάδες προφανώς οι επισκέψεις μου σε κινηματογραφικές αίθουσες στα 39 χρόνια του βίου μου. Ταινίες που έφεραν γέλιο, δάκρυ, που άρεσαν αλλά ξεχάστηκαν, που πέρασαν αλλά δεν άγγιξαν. Ποτέ όμως δε θα ξεχάσω τις βραδιές εκείνες που το πανί του κινηματογράφου γίνηκε στ’αλήθεια μαγικό. Δεν είναι και πολλές αυτές. Εννιά είναι όλες κι όλες οι ταινίες που είτε μέσα από την οθόνη του σινεμά, είτε μέσα από το τηλεοπτικό κουτί, διαμόρφωσαν τον δικό μου κινηματογραφικό κανόνα, μια ανθολογία που θα έκανε ίσως κάποιους ειδικούς να φρίξουν, που εκπροσωπεί όμως ό,τι εγώ βίωσα κατεξοχήν ως μαγεία του κινηματογράφου. Στην ανθολογία αυτή μια και μοναδική ταινία εκπροσωπεί τον νέο ελληνικό κινηματογράφο: Η πρώτη που είδα – και η καλύτερη. Τα Πέτρινα Χρόνια.
Χρόνια μετά προσπαθώ κι εγώ να εξηγήσω γιατί αγάπησα τόσο αυτήν την ταινία. Τι είναι αυτό που με έκανε, ανυποψίαστο παιδί ακόμα, να βγω από την αίθουσα ταξιδεμένος και συγκλονισμένος; Τι είναι αυτό που τη δεύτερη φορά, σε μια από τις κλασικές μεταμεσονύχτιες προβολές νέου ελληνικού κινηματογράφου στην ΕΡΤ, με έκανε να μπω στο σπίτι νυσταγμένος κατά τη μία μετά από έξοδο και να μην κοιμηθώ παρά μόνο στις τρεις και μαγεμένος; Ίσως είναι, απλά, η δύναμη κάποιων σκηνών: οι τρεις εκφράσεις της Ελένης στο βουβό ταγκό στο φέρρυ μποτ, το «σ’αγαπώ» με τα καθρεφτάκια από την ανδρική στη γυναικεία πτέρυγα, η αποθέωση της Ελένης στο προαύλιο των φυλακών. Ίσως είναι, τελικά, αυτή η επιμονή στον άνθρωπο, τον άνθρωπο με σάρκα, αίμα και οστά και όχι ως θεωρητική κατασκευή, που χαρακτηρίζει όλο το έργο του Παντελή Βούλγαρη και που βρίσκει την απόλυτη αποθέωσή της στα Πέτρινα Χρόνια. Ίσως πάλι έπαιξε το ρόλο της και η ευτυχής συγκυρία της απόλυτης κλιμάκωσης: Η καλύτερη στιγμή ενός έτσι κι αλλιώς εκλεκτού σκηνοθέτη, που δούλεψε με δυο εξαιρετικούς ηθοποιούς, που επιπλέον βρήκε έναν επίσης καλό συνθέτη στην πιο εμπνευσμένη ώρα του κι αυτός με τη σειρά του, όπως ομολογεί ο ίδιος, ευτύχησε «η γήινη μουσική του να βρει θεία διάσταση» χάρη στο κλαρίνο του Βασίλη Σαλέα.
Από την άλλη, πάλι, ξέρω ότι κι εγώ ο ίδιος αν το ψάξω, και οι εκ των ένδον γνωρίζοντες ή οι ειδικότεροι εμού θα μπορούσαν να βρουν και να δώσουν στοιχεία απομυθοποίησης – δεν τα θέλω, όμως. Ή, τουλάχιστον, δεν τα θέλω απόψε. Που η παρουσία του ίδιου του Παντελή μου δίνει τη μοναδική ευκαιρία να του πω ένα ευχαριστώ. Από αυτά που ξέρω ότι θέλει κάθε δημιουργός, ακόμα κι αν έχει χορτάσει από αυτά. Ένα ευχαριστώ γιατί με το μεράκι, το πάθος, τη δουλειά του χάρισε ένα έργο τέχνης που έκανε πιο πλούσια τη ζωή όχι μόνο τη δική μου, αλλά και πολλών άλλων θεατών που το αγάπησαν.

Κι αν θα’θελα να παρουσιάσω αυτό το έργο σε έναν ξένο, που δε γνωρίζει από Ελλάδα, ή σε έναν νέο, που δεν έζησε όσα περιγράφει η ταινία, θα του έλεγα ότι σε αυτό συμπυκνώνεται η ουσία της ιστορίας της αριστεράς στην Ελλάδα. Της αριστεράς που βρέθηκε στο περιθώριο της εξουσίας, αλλά κέρδισε τη μάχη των ιδεών – και της τέχνης. Της αριστεράς που πίστεψε σε μια ουτοπία, αλλά το έκανε με πίστη και πάθος, που μοιάζουν πια μακρινά στον 21ο αιώνα. Και δε νομίζω ότι υπάρχουν πιο ακριβή λόγια για να περιγράψουν αυτήν την ιστορία, δε νομίζω ότι θα ταίριαζε κάτι άλλο στο νόημα της ταινίας, από τους στίχους ενός άλλου δημιουργού, που συμπτωματικά μας καλεί κι αυτός τούτες τις μέρες να θυμηθούμε ή να γνωρίσουμε τα πιο ωραία του παραμύθια:
Εφιάλτης ήταν το είδωλο 
αλήθεια όμως το πάθος!
Η ιστορία αυτού του πάθους είναι τα Πέτρινα Χρόνια.

Χρήστος Αποστολόπουλος, 19 Δεκεμβρίου 2009

1 σχόλιο:

γιώργος τ. είπε...

ωραίο κείμενο, ντε προφούντις όπως γράφει κι ο Πέτρος... Καλά Χριστούγεννα και χρόνια σου πολλά!