31.5.2010
Τεκμήριο ευτυχίας είναι το μάτι να χάνεται στον ανοιχτό ορίζοντα, να στέκεσαι ψηλά σαν μικρός θεός και να εποπτεύεις την κίνηση του κόσμου. Η θάλασσα ή η λιμνοθάλασσα να είναι κοιμισμένη, και με τις νησίδες της να φτιάχνεται ένας πίνακας κυβιστικός. Τα σπίτια τα κοντά και οι παλιές επιγραφές να έχουν μείνει κάπου στο παρελθόν. Ο ήλιος να τρώγει την πέτρα, ένας αλατόλοφος να φωτίζει ξαφνικά το βλέμμα, τα καλάμια να υψώνονται σαν τα μυστήρια της μοίρας. Να βαδίζεις με τις σκέψεις σου δίπλα στο νερό, και μια ροπή να θέλει να σε ρίξει μέσα. Το ποτάμι να ρέει αδιάφορο για τα γύρω τεκταινόμενα. Όλα τα δέντρα να έχουν ξυπνήσει σαν για να πάνε στη συναυλία. Τα πουλιά να σχολιάζουν κρυμμένα, κι όλο κάτι αθέατο να κροταλίζει μέσα στα σπαρτά και στους θάμνους. Ο άνθρωπος είναι πολύ μικρός μέσα στον Χρόνο. Οι παλιές φάμπρικες έχουν χάσει τη φωνή τους. Μέσα στα στάχυα και στα αγκάθια τα πλαστικά της σύγχρονης παραγωγής και ένα τρυπημένο βρακί. Τελικά όλα αυτά είναι απλώς μια εισαγωγή στη μουσική της ημέρας. Ο προορισμός μας είναι το κοίλο των φθαρμένων θεάτρων, εκεί που μείναν τα κόκκαλα σπασμένα και διάσπαρτα. Καθόμαστε μέσα στη μεγάλη αγκαλιά και από πάνω γριές βελανιδιές γίνονται δροσερές βεντάλιες. Στο βάθος κάποιο πράσινο χαλί. Ή ένα συννεφιασμένο φεγγάρι. Ή μια ανάμνηση. Ξεδοντιασμένα και τα τείχη. Οι στιγμές είναι για κάθε υποκείμενο μια εγκάρσια πολύχρωμη τομή πάνω στη μονοτονία και στη χλωμάδα της συνήθειας. Οι μηχανές αστράφτουν. Απαθανατίζοντας τη στιγμή, κρατάς τη βεβαιότητα της ευτυχούς αλλαγής. Η ελληνική ύπαιθρος ποτέ δεν σε πρόδωσε. Εκεί μένει και σε περιμένει. Και σου χαρίζει από τα δώρα της. Αλλά είμαστε βιαστικοί όπως πάντα και όταν φτάνουμε, έχουμε ήδη ετοιμάσει την επιστροφή μας. Κι έτσι επιστρέφοντας πέφτει ένας βράχος πάνω μας όλο πίκρα και μας κρύβει τη θέα, βάζοντας ερωτηματικό κι εμπόδιο στο σχέδιο μιας νέας απόδρασης. Λέμε απόδρασης, γιατί το ξέρουμε πια καλά, φυλακισμένοι είμαστε μια για πάντα.
Πέτρος Χριστοφιλίδης
31/5/10
25/5/10
"Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ"
«Hσθάνθη τοσαύτην
εμπιστοσύνην και ασφάλειαν»
Μια λοξή ανάγνωση στη Γυφτοπούλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη«κρεττότερον ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν»
Η φράση αποδίδεται από τον Δούκα στον Λουκά Νοταρά
Μνήμη Άγγελου Ελεφάντη,
δύο χρόνια από το θάνατό του (29 Μαΐου 2008)
«Ότε ανέτειλεν η ημέρα, η παραμονή της 29ης Mαΐου, ουδεμία ακτίς ηλίου κατέβη να φωτίση την Aϊμά εις το ειδωλολατρικόν εκείνο άσυλον, όπου άκουσα είχε καταφύγει. Yγρός και τεθολωμένος αιθήρ επέκειτο υπέρ την γην και πυκνά νέφη εκάλυπτον την κτίσιν. Πικρά κατήφεια εδέσποζε της φύσεως. Oυδεμία αηδών ηκούσθη μινυρίζουσα εις τους δρυμώνας, ουδείς βοσκός ηκούσθη φυσών χαρμοσύνως τον αυλόν του επί των βράχων και ουδέν έρρυθμον άσμα υλοτόμου ή γεωργού επράυνε τον σκληρόν και μονότονον κτύπον της σκαπάνης και του πελέκεως. Aπειράριθμος αγέλη μαύρων κοράκων εφάνη την πρωΐαν υπεριπταμένη, αυτών αντήχησαν οι κρωγμοί απαύστως και αφού επ’ ολίγον εσκίασαν τας υψηλάς και απορρώγας του Tαϋγέτου κορυφάς, έγιναν κατά μικρόν άφαντοι, διευθυνθέντες προς τα βορειοανατολικά. Oυδέν άλλο πτηνόν εφάνη ιπτάμενον ή ηκούσθη κελαδούν. Περί των χελιδόνων ιστορείται ότι αύται, μόλις μείνασαι ένα μήνα κατά το έτος εκείνο υπό τον ελληνικόν ουρανόν, μετενάστευσαν αθρόαι εις την Iταλίαν».
Έτσι αρχίζει το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος Γυφτοπούλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, το οποίον τιτλοφορείται «O τελευταίος φθόγος». Θυμίζουμε ότι η Γυφτοπούλα δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις που διηύθυνε ο Βλάσης Γαβριηλίδης από τις 21 Απριλίου μέχρι τις 11 Οκτωβρίου 1884, είναι το πρώτο έργο του που ο Σκιαθίτης υπέγραψε με το όνομά του ολόκληρο, το μεγαλύτερο σε έκταση έργο του (σελ. 347-658 στον πρώτο τόμο των Aπάντων, στην κριτική έκδοση N.Δ. Tριανταφυλλόπουλου, την οποία χρησιμοποιούμε εδώ), και άρχισε να το γράφει το 1883.
Tο μυθιστόρημα ξεκινά στη Pόδο.
O Γεώργιος Γεμιστός, ο ειδωλολάτρης φιλόσοφος, πιο γνωστός ως Πλήθων, οραματιστής τολμηρός, αρνητής και πολέμιος της θρησκείας των πατέρων του, ειδωλολάτρης, συμβουλάτορας του αυτοκράτορα και αντίπαλος του Πατριάρχη, καταδιώκεται. Mαζί του, η εξάχρονη Aϊμά. Tη ρίχνει από ένα βράχο, για να τη γλιτώσει. Εκείνη επιβιώνει. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1453, συναντούμε τον Πλήθωνα στο Mυστρά, αφοσιωμένο στην εγκαθίδρυση και εξάπλωση της παγανιστικής λατρείας. «Kατώνιει εν τω Πληθώνειω άκρω, όπερ είχε φροντίσει να παρασκευάση ευαρμόστως προς τας αρχαίας ελληνικάς παραδόσεις. Eίδωλα και ξόανα θεών, τα μόνα άτινα είχον διασωθεί από τη μανία των μοναχών, σύμβολα και εμβλήματα αρχαία, [...] ουδέν εκ των κλασικών εμβλημάτων έλειπεν εκ του άντρου του Πλήθωνος».
(Ο Νίκος Τζόγιας ως Πλήθων σε τηλεοπτική παραγωγή του 1974)
Στο Πληθώνειο άντρο συγκεντρώνονται οι μυημένοι και ο Πλήθωνας τελετουργεί ως ιερέας με ύμνους δικής του έμπνευσης. Aνησυχεί για την τουρκική απειλή. Θέλει να πάρει πάλι κοντά του την Aϊμά την οποία έχει εκτοπίσει. Δεν μαθαίνουμε για ποιο λόγο, μέχρι και την τελευταία αράδα του μυθιστορήματος. Περιπέτεια στην περιπέτεια, η Aϊμά φτάνει στο άντρο με τα αγάλματα των θεών του Oλύμπου, «τα τρομερά εκείνα πράγματα, οι λίθινοι εκείνοι άνθρωποι, επτά ή οκτώ τον αριθμό, οίτινες ίσταντο παρ’ αλλήλους ακίνητοι και βλοσυροί και ουδέν είχον το φαιδρόν, αλλ’ εφαίνοντο αλλόκοτοι την νύκτα». Aπομένουν λίγες ώρες πριν... Πριν ένας τρομερός σεισμός να ταρακουνήσει συθέμελα τη γη, την ανθρωπότητα. H Aϊμά καταπλακώνεται από τα αγάλματα. Πεθαίνει. Eίκοσι Εννέα Mαΐου Χίλια Τετρακόσια Πενήντα Τρία.
Ετικέτες
Γεώργιος Γεμιστός,
Γυφτοπούλα,
Έλληνας,
Παπαδιαμάντης,
Πλήθων,
Ρωμιός
Τι βλέπω κάθε μέρα από το παράθυρό μου
Μια πλευρά της Ιταλικής Πρεσβείας διακοσμημένη αλά Τσίλερ. Τον κήπο με το γραφικό μονοπάτι, από λίθινα αποσπάσματα, το οποίο χωρίζει το γρασίδι στα δυο. Έναν μοναχικό σκύλο, που είτε περιπατεί φιλοσοφώντας επί του μονοπατιού, είτε λιάζεται νωχελικά, είτε επιτηρεί την ερημία του, είτε ποζάρει για όλους τους παρατηρητές του. Σήμερα ο Γιώργος Βέης μού έστειλε ένα βίντεο με αξεπέραστου κάλλους γιαπωνέζικους κήπους.
Πέτρος Χριστοφιλίδης
21/5/10
Τα 7α γενέθλια του Βίκτωρος Ωρολογαδέλη
21.5.2010
(Τα Μαγιοπούλια. Ο Βίκτωρ Ωρολογαδέλης ζει στο Παλαιό Φάληρο και είναι οικογενειακός φίλος.)
Επτά
Επτά ημέρες έφτασαν
για τη Δημιουργία
επτά τα χρόνια της σκλαβιάς
τη μαύρη Επταετία.
Επτά οι νάνοι θαύμασαν
τα κάλλη της Χιονάτης
επτά ημέρες κάποτε
δούλευε ο εργάτης.
Επτά το 7ήμερο
που κόβουμε το χρόνο
στη Θύρα 7 ανήμερο
πλήθος πληρώνει φόνο.
Επτά ξυπνάει ο είλωτας
να πάει στη δουλειά του
επτάψυχος ο Έλληνας
που'χασε τη μιλιά του.
Επτά τραγούδια θα σου πω
για να διαλέξεις ένα
μ' ένα σου μόνο "σ' αγαπώ"
μ' ανέστησες και μένα.
Τώρα οι ειδήσεις στις εφτά
σερβίρονται στα πιάτα
τα θέματα είναι καυτά
θες να σε κάψουν; φάτα.
Επτά στις εκκλησίες μας
και στα καμπαναριά τους
το 7 βάζουν οι ποιητές
μες στα τροπάριά τους.
Το ραντεβού ήταν στις 7
το λέει και το τραγούδι
αν βρεις αγάπη με λεφτά
φωτιά στο πελεκούδι.
7 φοράει ο γκολτζής
στην πλάτη του επάνω
μ' εφτά χορδές ο βιολιτζής
νότες επτά το πιάνο.
Επτά οι αρχαίοι οι σοφοί,
τα θαύματα του κόσμου
μ' επτά λογάκια και σαφή
του ζην το νόημα δώσ' μου.
Επτά τα χρόνια της φαγούρας
επτά τα μέρη μες στο σπίτι
Επτά Αργείοι επί Θήβας
Επτάλοφος; η Πόλη, ήτοι.
Στη Λέσβο ήτανε επτά,
λεν, οι αρχαίες Μούσες
μα γι' άλλους ήτανε εννιά
λέγαν στις Συρακούσες:
Καλλιόπη η ηδύτατη γλυκιά σαν το σιρόπι
Κλειώ η ροδομάγουλη, και "δεν αντέχω πλιο"
Πολύμνια η πολεμική κι αντάρα κει στα Ίμια
Ευτέρπη πάρε τον αυλό υπό τη δική σου σκέπη
κι η Τερψιχόρη του Χορού, που τέρπει ένα αγόρι
Ερατώ με μία λύρα, βγήκε για εραστή στη γύρα
Μελπομένη μοναχούλα, άσε την να περιμένει
Θάλεια με κοντό φουστάνι, όχι, όχι, είναι χάλια
Ουρανία η Πλατυτέρα, ψάχνει σεξ από ανία.
7 χρονώ ο Βίκτωρας
καρέ καρέ θεριεύει
7 Γενάρη ο μπαμπάς* *Ιωάννης
κερνά και βασιλεύει
7 φαγιά φτιάχνει η μαμά** **Δωροθέα
και μας καλοκαρδίζει
με πίεση γύρω στο επτά
και η γιαγιά*** ν' ανθίζει. ***Μακρίνα
Π.Χ.
(Τα Μαγιοπούλια. Ο Βίκτωρ Ωρολογαδέλης ζει στο Παλαιό Φάληρο και είναι οικογενειακός φίλος.)
Επτά
Επτά ημέρες έφτασαν
για τη Δημιουργία
επτά τα χρόνια της σκλαβιάς
τη μαύρη Επταετία.
Επτά οι νάνοι θαύμασαν
τα κάλλη της Χιονάτης
επτά ημέρες κάποτε
δούλευε ο εργάτης.
Επτά το 7ήμερο
που κόβουμε το χρόνο
στη Θύρα 7 ανήμερο
πλήθος πληρώνει φόνο.
Επτά ξυπνάει ο είλωτας
να πάει στη δουλειά του
επτάψυχος ο Έλληνας
που'χασε τη μιλιά του.
Επτά τραγούδια θα σου πω
για να διαλέξεις ένα
μ' ένα σου μόνο "σ' αγαπώ"
μ' ανέστησες και μένα.
Τώρα οι ειδήσεις στις εφτά
σερβίρονται στα πιάτα
τα θέματα είναι καυτά
θες να σε κάψουν; φάτα.
Επτά στις εκκλησίες μας
και στα καμπαναριά τους
το 7 βάζουν οι ποιητές
μες στα τροπάριά τους.
Το ραντεβού ήταν στις 7
το λέει και το τραγούδι
αν βρεις αγάπη με λεφτά
φωτιά στο πελεκούδι.
7 φοράει ο γκολτζής
στην πλάτη του επάνω
μ' εφτά χορδές ο βιολιτζής
νότες επτά το πιάνο.
Επτά οι αρχαίοι οι σοφοί,
τα θαύματα του κόσμου
μ' επτά λογάκια και σαφή
του ζην το νόημα δώσ' μου.
Επτά τα χρόνια της φαγούρας
επτά τα μέρη μες στο σπίτι
Επτά Αργείοι επί Θήβας
Επτάλοφος; η Πόλη, ήτοι.
Στη Λέσβο ήτανε επτά,
λεν, οι αρχαίες Μούσες
μα γι' άλλους ήτανε εννιά
λέγαν στις Συρακούσες:
Καλλιόπη η ηδύτατη γλυκιά σαν το σιρόπι
Κλειώ η ροδομάγουλη, και "δεν αντέχω πλιο"
Πολύμνια η πολεμική κι αντάρα κει στα Ίμια
Ευτέρπη πάρε τον αυλό υπό τη δική σου σκέπη
κι η Τερψιχόρη του Χορού, που τέρπει ένα αγόρι
Ερατώ με μία λύρα, βγήκε για εραστή στη γύρα
Μελπομένη μοναχούλα, άσε την να περιμένει
Θάλεια με κοντό φουστάνι, όχι, όχι, είναι χάλια
Ουρανία η Πλατυτέρα, ψάχνει σεξ από ανία.
7 χρονώ ο Βίκτωρας
καρέ καρέ θεριεύει
7 Γενάρη ο μπαμπάς* *Ιωάννης
κερνά και βασιλεύει
7 φαγιά φτιάχνει η μαμά** **Δωροθέα
και μας καλοκαρδίζει
με πίεση γύρω στο επτά
και η γιαγιά*** ν' ανθίζει. ***Μακρίνα
Π.Χ.
17/5/10
Είναι μια μικρή σχεδία…
Είναι μια μικρή σχεδία…
Ή περί αλαζονείας και προσφυγής
«Αχ, να ξέραμε, τουλάχιστον να ξέραμε…»
Άντον Τσέχοφ, Τρεις αδελφές
«[…] ο έχων δύο λόγους να ευτυχεί, θα δώσει σίγουρα τον έναν σ’ εκείνον που έχει πολλούς λόγους να δυστυχεί […]»
Κική Δημουλά
Oι άνθρωποι στη σχεδία, για να κάνουμε ένα πρώτο σχόλιο, εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους από τους αλαζόνες επικεφαλής τους, τους ηγέτες τους, τον πλοίαρχο και το διοικητή, ενώ κάποιος ανόητος έκοψε τον κάβο. Στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν οι ναυαγήσαντες, κατέφυγαν σε κάθε διαθέσιμο μέσο –και στον κανιβαλισμό. «Είναι η ίδια η Γαλλία, ολόκληρη η κοινωνία μας που ο ζωγράφος επιβίβασε σε αυτή τη σχεδία της Μέδουσας», παρατήρησε ο Ζιλ Μισελέ, όταν είδε τον πίνακα που ζωγράφισε ο Ζαν Λουί Τεοντόρ Ζερικώ.
Ή περί αλαζονείας και προσφυγής
«Αχ, να ξέραμε, τουλάχιστον να ξέραμε…»
Άντον Τσέχοφ, Τρεις αδελφές
«[…] ο έχων δύο λόγους να ευτυχεί, θα δώσει σίγουρα τον έναν σ’ εκείνον που έχει πολλούς λόγους να δυστυχεί […]»
Κική Δημουλά
Στις 17 Ιουνίου 1816, τέσσερα πλοία σαλπάρουν από το λιμάνι στο νησί Αιξ για τη Σενεγάλη. Σκοπός του ταξιδιού είναι να επανιδρυθεί η γαλλική αποικία στη χώρα της Αφρικής. Στα πλοία επιβαίνουν 365 άνθρωποι. Το ιστιοφόρο «Μέδουσα» μεταφέρει στη Σενεγάλη τον Γάλλο κυβερνήτη Ζιλιάν Σματς, ο οποίος προορίζεται να παραλάβει την αποικία από τους Βρετανούς. Καπετάνιος του πλοίου, του μοναδικού που περνά τον τροπικό, ο Ιγκ Ντιρουά ντε Σομερέ, ένας αριστοκράτης πιστός στους Βουρβόνους, που έχει 25 χρόνια να ταξιδέψει. Στις 2 Ιουλίου, από υπεροψία και κακή εκτίμηση, ο πλοίαρχος ρίχνει το πλοίο στα ρηχά, σε κάποιον ύφαλο, έξω από τις ακτές της Σαχάρας. Στο «Μέδουσα» επιβαίνουν 149 ψυχές. Μέσα στον γενικό πανικό, το πρώτο πράγμα που κάνουν ο καπετάνιος και ο μέλλων κυβερνήτης είναι να σπεύσουν να σώσουν το τομάρι τους. Οι δυο τους παίρνουν μια βάρκα, τη γεμίζουν τρόφιμα, και εγκαταλείπουν τους υπόλοιπους επιβάτες στη μοίρα τους, σε τέσσερις βάρκες και μία σχεδία, όπου μοναδικά εφόδια των ναυαγών είναι βαρέλια με κρασί, μπράντι και λίγα μουχλιασμένα παξιμάδια. Ούτε δύο λεύγες από τη φρεγάτα, ο υποπλοίαρχος, από απροσεξία, κόβει το σχοινί το οποίο συγκρατεί τη σχεδία σε μια βάρκα. Η σχεδία αρχίζει να πλέει ακυβέρνητη, χωρίς κουπιά, χωρίς δοιάκι. Επί 15 ημέρες η σχεδία πλέει αβοήθητη στα κύματα. Την εντοπίζει το πλοίο «Άργος», συνοδό σκάφος του «Μέδουσα», στις 17 Ιουλίου. Διασώζονται 15 ναυαγοί, πέντε από αυτούς εκπνέουν, μόλις βγαίνουν στη στεριά. Όσο η σχεδία πλέει ακυβέρνητη, ένα άθυρμα, πολλοί από όσους έχουν αρχικώς επιβιβαστεί δολοφονούνται από τους κατώτερους αξιωματικούς, άλλοι έχουν πεθάνει από τις κακουχίες, πολλοί… φαγώνονται, κυριολεκτικώς, τα σχετικά αφηγείται ο Τζούλιαν Μπαρνς στο βιβλίο του Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια (Ψυχογιός, 1992).
Oι άνθρωποι στη σχεδία, για να κάνουμε ένα πρώτο σχόλιο, εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους από τους αλαζόνες επικεφαλής τους, τους ηγέτες τους, τον πλοίαρχο και το διοικητή, ενώ κάποιος ανόητος έκοψε τον κάβο. Στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν οι ναυαγήσαντες, κατέφυγαν σε κάθε διαθέσιμο μέσο –και στον κανιβαλισμό. «Είναι η ίδια η Γαλλία, ολόκληρη η κοινωνία μας που ο ζωγράφος επιβίβασε σε αυτή τη σχεδία της Μέδουσας», παρατήρησε ο Ζιλ Μισελέ, όταν είδε τον πίνακα που ζωγράφισε ο Ζαν Λουί Τεοντόρ Ζερικώ.
5/5/10
Αι Αθήναι
5.5.2010
(Ονειρεύτηκα πως μας ξεναγούσε η Άρτεμις Σκουμπουρδή στην πόλη των Αθηνών...)
"...Η λέξη Ψυρής, δηλαδή, σημαίνει Ψαριανός, διότι τα Ψαρά λέγονταν παλαιότερα Η Νήσος Ψύρα ή Ψυρίη. Όταν λοιπόν εσείς λέτε στους φίλους σας "πήγα στου Ψυρή", είναι σαν να τους λέτε "πήγα στου Ψαριανού ή στων Ψαριανών τα μέρη", που βέβαια η ράχη τους δεν είναι καθόλου ολόμαυρη, αλλά με την αλλαγή της δημογραφικής συνθέσεως... μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα. Ίσως, δε, έχετε δειπνήσει στο γνωστό εστιατόριο ΄΄Τάκη 13" και έχετε αναρωτηθεί ποιος είναι αυτός ο Τάκης, κανένας χουλιγκάνος της θύρας 13; Όχι, αγαπητοί μου, η οδός Τάκη ονομάστηκε έτσι από τον Τάκη ή Τάτση, ο οποίος στην ελληνοαρβανίτικη διάλεκτο είναι ο ''Δημητράκης", και κάποτε ζούσε κάπου εδώ ένας Αρβανίτης με αυτό το όνομα, εξ ου και η βρύση του Τάτση, η οποία υπήρχε στην οδό Τάτση. Δηλαδή είχαμε μια βρύση που πήρε το όνομα ενός Αρβανίτη, ο οποίος έδωσε το όνομά του ακολούθως σε μιαν οδό, και το οποίο στη συνέχεια έγινε και το όνομα ενός εστιατορίου, όπου πηγαίνουμε εμείς για νέκταρ και αμβροσία. Τώρα βέβαια θα μου πείτε, η ονοματοθεσία τι είναι κατ' ουσίαν; Δεν είναι η διαιώνιση ενός ιδιωτικού ονόματος, κάποιου ιδιώτη δηλαδή, που σφράγισε με την παρουσία του, τη ζωή και τις δραστηριότητές του, μιαν εποχή εις ταύτην την πόλιν; Ε, ναι, αυτό είναι. Και ιδού ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:
- Η στάσις Αγγελοπούλου αλλά και η ομώνυμη περιοχή, πλησίον της οδού Κοδριγκτώνος, ονομάστηκαν από την αθηναϊκή οικογένεια των Αγγελοπούλων Αθανάτων, η οποία είχε στην κυριότητά της μεγάλην έκτασιν ακινήτων. Την παράδοση της φήμης συνεχίζει όπως βλέπετε η Γιάννα Αγγελοπούλου, που ενυμφεύθη κ.λπ. κ.λπ., αλλά δεν είναι ώρα τώρα για κουτσομπολιό.
- Η Γαργαρέτα κάτω από τον λόφο του Φιλοπάππου και με όριο την λεωφόρο Συγγρού από την αθηναϊκή οικογένεια του Γαργαρέτα. Θεός σχωρέστους.
- Το Γουδί από την οικογένεια Γουδή.
- Το Δουργούτι απ' τον Δουργούτη.
- Τα Εξάρχεια από τον Ηπειρώτη παντοπώλη Έξαρχο.
- Η περιοχή Θων (Αλεξάνδρας και Κηφισίας γωνία) από την έπαυλη του Νικολάου Θων, οικονομικού συμβούλου του Γεωργίου του Α΄.
- Το Καματερό από τον βυζαντινό άρχοντα Καματηρό.
- Η περιοχή Κολιάτσου από κτήματα της οικογενείας Κολιάτσου.
- Ο Κοπανάς απ' τον Κοπανά.
- Το Κουκάκι από τον Γεώργιο Κουκάκη, αλλοτινό εργοστασιάρχη σιδερένιων κρεβατιών.
- Η περιοχή Κυπριάδου από την εταιρεία Κυπριάδης - Κυριαζής και σία, η οποία έκτισε τον συνοικισμό.
- Η Λαμπρινή προς τιμήν του Σουλιώτη οπλαρχηγού Λάμπρου Βεϊκου.
- Οι Λόφοι Σκουζέ και Στρέφη, από τους Σκουζέ και Στρέφη αντίστοιχα. Μα καλά, αυτοί όλοι ως αλλοτινοί ιδιοκτήτες έχουν πεθάνει, τα ίδια ονόματα θα κρατούμε ες αεί;
- Στην περιοχή Μακρυγιάννη, στη συμβολή των οδών Μακρυγιάννη και Διάκου, ήτανε κατά τους επαναστατικούς χρόνους η (μοναχική) οικία του στρατηγού Μακρυγιάννη, οπότε... Αααα, εδώ, πάω πάσο, Μακρυγιάννης ίσον Θεός, δεν αλλάζει εδώ το όνομα με τίποτα. Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου δηλαδή στεγάζεται πλησίον της αλλοτινής εκείνης οικίας, θα μπορούσε επομένως να λέγεται ΄΄Μακρυγιάννειον Βιβλιοφιλικόν Ίδρυμα΄΄ ή κάτι τέτοιο - αλλά θυμίζει κάτι από γεροντοκόρους και θα στενοχωρούσε, οπότε...
- Η Άρτεμις της Αμαρύνθου, η Αμαρυσία Άρτεμις ουσιαστικά έχει δώσει το όνομά της στο Αμαρούσιον. Εδώ δηλαδή έχουμε μια θεά, που δοξάζω το όνομά της.
[Στο σημείο εκείνο του ονείρου ήλθε μπρος στα μάτια μου η εικόνα ενός αιματοβαμμένου βωμού, και μια ελαφίνα έτρεχε πέρα μακριά με κατεύθυνση παρθένα δάση. Κάποια στιγμή η έλαφος μού γύρισε το βλέμμα, και τότε είδα να τρέχει δάκρυ από τον έναν οφθαλμόν της. Πάνω στη στιγμή πέρασα στο επίπεδο της αφύπνισης και το δάκρυ ήτανε ένα καζανάκι που έτρεχε και το οποίο το κακόφτιαξε ο υδραυλικός μας και μάλιστα δεν μου έδωσε και απόδειξη ο κανάγιας. Σαν να με σκούντησε εκείνη τη στιγμή κάτι και αποχαιρέτησα το χαμένο παρελθόν.]..."
(Κ. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών, εκδ. ΤΑΠΑ, Αθήναι 2005.)
(Ονειρεύτηκα πως μας ξεναγούσε η Άρτεμις Σκουμπουρδή στην πόλη των Αθηνών...)
"...Η λέξη Ψυρής, δηλαδή, σημαίνει Ψαριανός, διότι τα Ψαρά λέγονταν παλαιότερα Η Νήσος Ψύρα ή Ψυρίη. Όταν λοιπόν εσείς λέτε στους φίλους σας "πήγα στου Ψυρή", είναι σαν να τους λέτε "πήγα στου Ψαριανού ή στων Ψαριανών τα μέρη", που βέβαια η ράχη τους δεν είναι καθόλου ολόμαυρη, αλλά με την αλλαγή της δημογραφικής συνθέσεως... μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα. Ίσως, δε, έχετε δειπνήσει στο γνωστό εστιατόριο ΄΄Τάκη 13" και έχετε αναρωτηθεί ποιος είναι αυτός ο Τάκης, κανένας χουλιγκάνος της θύρας 13; Όχι, αγαπητοί μου, η οδός Τάκη ονομάστηκε έτσι από τον Τάκη ή Τάτση, ο οποίος στην ελληνοαρβανίτικη διάλεκτο είναι ο ''Δημητράκης", και κάποτε ζούσε κάπου εδώ ένας Αρβανίτης με αυτό το όνομα, εξ ου και η βρύση του Τάτση, η οποία υπήρχε στην οδό Τάτση. Δηλαδή είχαμε μια βρύση που πήρε το όνομα ενός Αρβανίτη, ο οποίος έδωσε το όνομά του ακολούθως σε μιαν οδό, και το οποίο στη συνέχεια έγινε και το όνομα ενός εστιατορίου, όπου πηγαίνουμε εμείς για νέκταρ και αμβροσία. Τώρα βέβαια θα μου πείτε, η ονοματοθεσία τι είναι κατ' ουσίαν; Δεν είναι η διαιώνιση ενός ιδιωτικού ονόματος, κάποιου ιδιώτη δηλαδή, που σφράγισε με την παρουσία του, τη ζωή και τις δραστηριότητές του, μιαν εποχή εις ταύτην την πόλιν; Ε, ναι, αυτό είναι. Και ιδού ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:
- Η στάσις Αγγελοπούλου αλλά και η ομώνυμη περιοχή, πλησίον της οδού Κοδριγκτώνος, ονομάστηκαν από την αθηναϊκή οικογένεια των Αγγελοπούλων Αθανάτων, η οποία είχε στην κυριότητά της μεγάλην έκτασιν ακινήτων. Την παράδοση της φήμης συνεχίζει όπως βλέπετε η Γιάννα Αγγελοπούλου, που ενυμφεύθη κ.λπ. κ.λπ., αλλά δεν είναι ώρα τώρα για κουτσομπολιό.
- Η Γαργαρέτα κάτω από τον λόφο του Φιλοπάππου και με όριο την λεωφόρο Συγγρού από την αθηναϊκή οικογένεια του Γαργαρέτα. Θεός σχωρέστους.
- Το Γουδί από την οικογένεια Γουδή.
- Το Δουργούτι απ' τον Δουργούτη.
- Τα Εξάρχεια από τον Ηπειρώτη παντοπώλη Έξαρχο.
- Η περιοχή Θων (Αλεξάνδρας και Κηφισίας γωνία) από την έπαυλη του Νικολάου Θων, οικονομικού συμβούλου του Γεωργίου του Α΄.
- Το Καματερό από τον βυζαντινό άρχοντα Καματηρό.
- Η περιοχή Κολιάτσου από κτήματα της οικογενείας Κολιάτσου.
- Ο Κοπανάς απ' τον Κοπανά.
- Το Κουκάκι από τον Γεώργιο Κουκάκη, αλλοτινό εργοστασιάρχη σιδερένιων κρεβατιών.
- Η περιοχή Κυπριάδου από την εταιρεία Κυπριάδης - Κυριαζής και σία, η οποία έκτισε τον συνοικισμό.
- Η Λαμπρινή προς τιμήν του Σουλιώτη οπλαρχηγού Λάμπρου Βεϊκου.
- Οι Λόφοι Σκουζέ και Στρέφη, από τους Σκουζέ και Στρέφη αντίστοιχα. Μα καλά, αυτοί όλοι ως αλλοτινοί ιδιοκτήτες έχουν πεθάνει, τα ίδια ονόματα θα κρατούμε ες αεί;
- Στην περιοχή Μακρυγιάννη, στη συμβολή των οδών Μακρυγιάννη και Διάκου, ήτανε κατά τους επαναστατικούς χρόνους η (μοναχική) οικία του στρατηγού Μακρυγιάννη, οπότε... Αααα, εδώ, πάω πάσο, Μακρυγιάννης ίσον Θεός, δεν αλλάζει εδώ το όνομα με τίποτα. Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου δηλαδή στεγάζεται πλησίον της αλλοτινής εκείνης οικίας, θα μπορούσε επομένως να λέγεται ΄΄Μακρυγιάννειον Βιβλιοφιλικόν Ίδρυμα΄΄ ή κάτι τέτοιο - αλλά θυμίζει κάτι από γεροντοκόρους και θα στενοχωρούσε, οπότε...
- Η Άρτεμις της Αμαρύνθου, η Αμαρυσία Άρτεμις ουσιαστικά έχει δώσει το όνομά της στο Αμαρούσιον. Εδώ δηλαδή έχουμε μια θεά, που δοξάζω το όνομά της.
[Στο σημείο εκείνο του ονείρου ήλθε μπρος στα μάτια μου η εικόνα ενός αιματοβαμμένου βωμού, και μια ελαφίνα έτρεχε πέρα μακριά με κατεύθυνση παρθένα δάση. Κάποια στιγμή η έλαφος μού γύρισε το βλέμμα, και τότε είδα να τρέχει δάκρυ από τον έναν οφθαλμόν της. Πάνω στη στιγμή πέρασα στο επίπεδο της αφύπνισης και το δάκρυ ήτανε ένα καζανάκι που έτρεχε και το οποίο το κακόφτιαξε ο υδραυλικός μας και μάλιστα δεν μου έδωσε και απόδειξη ο κανάγιας. Σαν να με σκούντησε εκείνη τη στιγμή κάτι και αποχαιρέτησα το χαμένο παρελθόν.]..."
(Κ. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών, εκδ. ΤΑΠΑ, Αθήναι 2005.)
4/5/10
Δίκη που'μεινε στη μέση
4.5.2010
(Μια δίκη μου'λαχε κι εμένα, κι αυτή μου βγήκε χωλή... Κόπηκε στη μέση. Αναβλήθηκε, λέει! Τζάμπα κόπος, χρόνος, λόγια... Το παρακάτω μνημειώνει ορισμένα στιγμιότυπα με χιουμοριστικό τρόπο. Πάσα αναφορά σε πρόσωπα και πράγματα εξυπηρετεί μονάχα τις ανάγκες της ριμάδας και ίσταται υπεράνω της πραγματικότητος.)
Η πρώτη μου δίκη
Στον Ασπρόπυργο ένα ''αλάνι''
τσάκωσαν οι πολιτσμάνοι
καβαλούσε ένα ΄΄παπάκι΄΄
τσίριζε το μηχανάκι -
τριγυρνούσε δίχως άδεια
κι έπεσε σε μπάτσων... χάδια.
Του φορέσαν χειροπέδες
και τον πήγανε στο Τμήμα
κει, σε άθλιους καναπέδες
έπρεπε να πει το ποίημα.
Ως επίλεκτος φαντάρος
μύριζε τη βαρβατίλα
σαν φυλακισμένος γλάρος
χλώμιασε από τη νίλα.
Το'δε ο Χρήστος* το ΄΄πουλάκι΄΄ Σημ.: *Χ.Ε. (ο φερόμενος ως κατηγορούμενος)
κι είπε κάπως να... ευθυμήσει
θα το ΄΄πείραζε΄΄ λιγάκι
να το δει αν θα μαρτυρήσει.
Με μια σύριγγα γαμψή
τον ΄΄ετσίμπησε΄΄ στον ώμο
μια χορδή νεύρου κομψή
τον ετίναξε στο... δρόμο.
Τιναζόταν το καημένο
στην παραμικρή επαφή
κι ύστερα ζεματισμένο
αμυνόταν στο ΄΄καρφί΄΄.
Για να μην το παίζει μάγκας
οι δαγκάνες της μαρμάγκας
παραδίπλα απ' το ΄΄μοτέρ΄΄ του
μούδιασαν το ΄΄κομπρεσέρ΄΄ του.
Από νύχτα ξελογιάστρα
ψήθηκε μέσα στη... γάστρα
μέσα, ευχή στη Θεοτόκο *Σημ.: Η σύλληψις έγινε την 14.8.2002
έξω, υπομονή και μόκο.
Σα λυθήκαν τα δεσμά του
κι ησυχάσαν τα κανιά του
πήρε δρόμο για το Δάμο* *Σημ.: φίλος του κατηγόρου-θύματος
την οργή να ρίξει χάμω.
Ήταν τόσο φουρκισμένος
κι ένιωθε αδικημένος
που τον είχανε ΄΄πειράξει΄΄
στου ΄΄πειράματος΄΄ την τάξη.
(Μια δίκη μου'λαχε κι εμένα, κι αυτή μου βγήκε χωλή... Κόπηκε στη μέση. Αναβλήθηκε, λέει! Τζάμπα κόπος, χρόνος, λόγια... Το παρακάτω μνημειώνει ορισμένα στιγμιότυπα με χιουμοριστικό τρόπο. Πάσα αναφορά σε πρόσωπα και πράγματα εξυπηρετεί μονάχα τις ανάγκες της ριμάδας και ίσταται υπεράνω της πραγματικότητος.)
Η πρώτη μου δίκη
Στον Ασπρόπυργο ένα ''αλάνι''
τσάκωσαν οι πολιτσμάνοι
καβαλούσε ένα ΄΄παπάκι΄΄
τσίριζε το μηχανάκι -
τριγυρνούσε δίχως άδεια
κι έπεσε σε μπάτσων... χάδια.
Του φορέσαν χειροπέδες
και τον πήγανε στο Τμήμα
κει, σε άθλιους καναπέδες
έπρεπε να πει το ποίημα.
Ως επίλεκτος φαντάρος
μύριζε τη βαρβατίλα
σαν φυλακισμένος γλάρος
χλώμιασε από τη νίλα.
Το'δε ο Χρήστος* το ΄΄πουλάκι΄΄ Σημ.: *Χ.Ε. (ο φερόμενος ως κατηγορούμενος)
κι είπε κάπως να... ευθυμήσει
θα το ΄΄πείραζε΄΄ λιγάκι
να το δει αν θα μαρτυρήσει.
Με μια σύριγγα γαμψή
τον ΄΄ετσίμπησε΄΄ στον ώμο
μια χορδή νεύρου κομψή
τον ετίναξε στο... δρόμο.
Τιναζόταν το καημένο
στην παραμικρή επαφή
κι ύστερα ζεματισμένο
αμυνόταν στο ΄΄καρφί΄΄.
Για να μην το παίζει μάγκας
οι δαγκάνες της μαρμάγκας
παραδίπλα απ' το ΄΄μοτέρ΄΄ του
μούδιασαν το ΄΄κομπρεσέρ΄΄ του.
Από νύχτα ξελογιάστρα
ψήθηκε μέσα στη... γάστρα
μέσα, ευχή στη Θεοτόκο *Σημ.: Η σύλληψις έγινε την 14.8.2002
έξω, υπομονή και μόκο.
Σα λυθήκαν τα δεσμά του
κι ησυχάσαν τα κανιά του
πήρε δρόμο για το Δάμο* *Σημ.: φίλος του κατηγόρου-θύματος
την οργή να ρίξει χάμω.
Ήταν τόσο φουρκισμένος
κι ένιωθε αδικημένος
που τον είχανε ΄΄πειράξει΄΄
στου ΄΄πειράματος΄΄ την τάξη.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)