Ή περί αλαζονείας και προσφυγής
«Αχ, να ξέραμε, τουλάχιστον να ξέραμε…»
Άντον Τσέχοφ, Τρεις αδελφές
«[…] ο έχων δύο λόγους να ευτυχεί, θα δώσει σίγουρα τον έναν σ’ εκείνον που έχει πολλούς λόγους να δυστυχεί […]»
Κική Δημουλά
Στις 17 Ιουνίου 1816, τέσσερα πλοία σαλπάρουν από το λιμάνι στο νησί Αιξ για τη Σενεγάλη. Σκοπός του ταξιδιού είναι να επανιδρυθεί η γαλλική αποικία στη χώρα της Αφρικής. Στα πλοία επιβαίνουν 365 άνθρωποι. Το ιστιοφόρο «Μέδουσα» μεταφέρει στη Σενεγάλη τον Γάλλο κυβερνήτη Ζιλιάν Σματς, ο οποίος προορίζεται να παραλάβει την αποικία από τους Βρετανούς. Καπετάνιος του πλοίου, του μοναδικού που περνά τον τροπικό, ο Ιγκ Ντιρουά ντε Σομερέ, ένας αριστοκράτης πιστός στους Βουρβόνους, που έχει 25 χρόνια να ταξιδέψει. Στις 2 Ιουλίου, από υπεροψία και κακή εκτίμηση, ο πλοίαρχος ρίχνει το πλοίο στα ρηχά, σε κάποιον ύφαλο, έξω από τις ακτές της Σαχάρας. Στο «Μέδουσα» επιβαίνουν 149 ψυχές. Μέσα στον γενικό πανικό, το πρώτο πράγμα που κάνουν ο καπετάνιος και ο μέλλων κυβερνήτης είναι να σπεύσουν να σώσουν το τομάρι τους. Οι δυο τους παίρνουν μια βάρκα, τη γεμίζουν τρόφιμα, και εγκαταλείπουν τους υπόλοιπους επιβάτες στη μοίρα τους, σε τέσσερις βάρκες και μία σχεδία, όπου μοναδικά εφόδια των ναυαγών είναι βαρέλια με κρασί, μπράντι και λίγα μουχλιασμένα παξιμάδια. Ούτε δύο λεύγες από τη φρεγάτα, ο υποπλοίαρχος, από απροσεξία, κόβει το σχοινί το οποίο συγκρατεί τη σχεδία σε μια βάρκα. Η σχεδία αρχίζει να πλέει ακυβέρνητη, χωρίς κουπιά, χωρίς δοιάκι. Επί 15 ημέρες η σχεδία πλέει αβοήθητη στα κύματα. Την εντοπίζει το πλοίο «Άργος», συνοδό σκάφος του «Μέδουσα», στις 17 Ιουλίου. Διασώζονται 15 ναυαγοί, πέντε από αυτούς εκπνέουν, μόλις βγαίνουν στη στεριά. Όσο η σχεδία πλέει ακυβέρνητη, ένα άθυρμα, πολλοί από όσους έχουν αρχικώς επιβιβαστεί δολοφονούνται από τους κατώτερους αξιωματικούς, άλλοι έχουν πεθάνει από τις κακουχίες, πολλοί… φαγώνονται, κυριολεκτικώς, τα σχετικά αφηγείται ο Τζούλιαν Μπαρνς στο βιβλίο του Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια (Ψυχογιός, 1992).
Oι άνθρωποι στη σχεδία, για να κάνουμε ένα πρώτο σχόλιο, εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους από τους αλαζόνες επικεφαλής τους, τους ηγέτες τους, τον πλοίαρχο και το διοικητή, ενώ κάποιος ανόητος έκοψε τον κάβο. Στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν οι ναυαγήσαντες, κατέφυγαν σε κάθε διαθέσιμο μέσο –και στον κανιβαλισμό. «Είναι η ίδια η Γαλλία, ολόκληρη η κοινωνία μας που ο ζωγράφος επιβίβασε σε αυτή τη σχεδία της Μέδουσας», παρατήρησε ο Ζιλ Μισελέ, όταν είδε τον πίνακα που ζωγράφισε ο Ζαν Λουί Τεοντόρ Ζερικώ.
Η σχεδία της Μέδουσας
Ο Ζερικώ (1791-1824) ολοκλήρωσε τη Σχεδία της Μέδουσας τον Ιούλιο του 1819. Πέρασε οκτώ μήνες στο ατελιέ του, απέναντι από το νοσοκομείο Μπωζόν, για να μπορεί να μελετά την ανατομία των μελλοθανάτων, τον πόνο, την οδύνη των άλλων. Ο εικοσιοκτάχρονος ζωγράφος στηρίχτηκε, για να συνθέσει τον πίνακά του, στη μαρτυρία του Σαβινύ και του Κορεάρ, δύο εκ των διασωθέντων, την οποία δημοσίευσαν τον Νοέμβριο του 1817 και εξέδωσαν σε βιβλίο το 1821 (Naufrage de la Fregate La Meduse, Corréard, Παρίσι). Ο ζωγράφος έκοψε τα μαλλιά του πριν αρχίσει να ζωγραφίζει, ξύρισε το κεφάλι του –οι μοναχοί, πριν μπουν σε ναό για να τον ιστορήσουν, νηστεύουν, υποβάλλονται σε κουρά, ώστε να επιτύχουν την τέλεια εκμηδένιση του εγώ μέσα στο χώρο…-, βρήκε τον μαραγκό του «Μέδουσα», να του φτιάξει ακριβές αντίγραφο της σχεδίας, τοποθέτησε γύρω του στο εργαστήριο κομμένα κεφάλια και τεμαχισμένα μέλη, αποσιωπητικά βίου, δούλεψε απόλυτα συγκεντρωμένος απευθείας πάνω σε άσπρο καμβά (Jonathan Miles, Medusa. The shipwerk, the scandal, the masterpiece, Jonathan Cape, 2007).
Στον πίνακα του Ζερικώ, που εξετέθη πρώτη φορά στο Παρισινό Σαλόνι στις 25 Αυγούστου του 1819 υπό τον τίτλο Σκηνή ναυαγίου, ώστε να διασκεδαστούν οι αντιδράσεις που είχαν προκληθεί (βλ. σχετικά το άρθρο του Μπρούνο Σενίκ στο περ. Ουτοπία, τχ. 82, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2008, όπου αναπαράγονται ο πίνακας και τα προσχέδια), ο θεατής δεν βλέπει ούτε την πρόσκρουση στον ύφαλο στα ρηχά ούτε τη στιγμή της σωτηρίας. Δεν βλέπει, επίσης, το παλαμάρι να κόβεται, τον κανιβαλισμό, τις ανταρσίες το βράδυ, τους ναυαγούς βυθισμένους μέχρι τη μέση στο νερό δίπλα στη σχεδία, την πεταλούδα που εμφανίστηκε λίγο πριν από τη διάσωση, σύμφωνα με τη μαρτυρία των επιζώντων. Στη σχεδία, διαπιστώνει ο θεατής στο Σαλόν κι εμείς σήμερα, ο οίκτος δεν περισσεύει, η αρετή έχει εξοριστεί. Μόνον οι δυνατοί, οι υγιείς, οι σκληραγωγημένοι, θα επιβιώσουν. Ο Ζερικώ ζωγραφίζει σώματα μυώδη, χωρίς πληγές, χωρίς ουλές – και την ποιητική των ουλών. Όλοι οι επιζώντες ναυαγοί φαίνονται υγιείς και ο πίνακας, παρά το ευρύτατα αναπεπταμένο πεδίο στο οποίο εκτείνεται (491 επί 716 εκατ.), παρά το θέμα του, αποπνέει δυναμισμό και σφρίγος.
Στο κέντρο του πίνακα στέκει ο Κορεάρ, με το βλέμμα προσηλωμένο στον ορίζοντα, στο πλοίο που φτάνει να τους σώσει. Προσοχή, ωστόσο. Το πλοίο στον ορίζοντα μόλις που διακρίνεται, ίσαμε μια πεταλούδα είναι. Εκεί, στο βάθος, οι ναυαγοί βλέπουν τον ήλιο –το κίτρινο χρώμα τον υποδηλώνει. Αλλά ανατέλλει ο ήλιος ή μήπως δύει; Αρχίζει μια καινούργια ημέρα, της σωτηρίας η μέρα, ή προμηνύεται άλλο ένα φριχτό βράδυ στη θάλασσα; Κανείς δεν μπορεί να πει αν είναι η ώρα του λυκόφωτος ή του λυκαυγούς. Κι έπειτα, προς τα πού πλέει η σχεδία; Αν παρατηρήσουμε το πανί, θα το δούμε «φουσκωμένο». Ο αέρας, όμως, φαίνεται να πνέει προς τα αριστερά του πίνακα, όχι προς τα δεξιά και προς τα εμπρός, προς τα εκεί από όπου φαίνεται να έρχεται το πλοίο, προς τα σημάδια της σωτηρίας. Έτσι, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι ο ήλιος ανατέλλει, η σχεδία δεν πλέει προς την ελπίδα –ο εντέλει διασωθείς Κορεάρ, που ελπίζει, κυνηγήθηκε για τις ιδέες του, φυλακίστηκε, δημοσίευσε λιβέλους και πέθανε πικραμένος, ξεχασμένος και μόνος.
Οι ναυαγοί, λοιπόν, σώθηκαν σε μία σχεδία, εγκαταλελειμμένοι από τους ηγέτες τους, αλλά ο ήλιος δεν φαίνεται να ανατέλλει για αυτούς, για να διατυπώσουμε ένα δεύτερο σχόλιο, και όσοι, οιστρηλατημένοι από την ελπίδα, τη σωτηρία, ένα άλλο αύριο, καλύτερο, πεθαίνουν απογοητευμένοι (βλ. και την ομότροπη ανάγνωση του Άντριου Μόσιον στον Guardian, στα τέλη Μαΐου 2007).
Αλλά πόσες μορφές βλέπουμε στη σύνθεση; Μετράμε 20 μορφές –ο νεαρός Ντελακρουά πόζαρε για μία από αυτές, μια μορφή πεθαμένη. Έξι από τους 20 εμφανώς είναι νεκροί. Έξι φαίνεται ότι είναι ζωντανοί. Ενδιάμεσα βλέπουμε 8 μορφές. «Ένας μισοπροσεύχεται, ένας μισοστηρίζει, τρεις κοιτάζουν με ανέκφραστο πρόσωπο το σύντροφό τους που χαιρετά το πλοίο, ένας τον κοιτάζει εναγώνια, δύο, που απεικονίζονται σε προφίλ, παρατηρούν, αντίστοιχα, τα κύματα που πέρασαν και τα κύματα που έρχονται», περιγράφει για λογαριασμό μας ο Τζούλιαν Μπαρνς. Οι Σαβινώ και Κορεάρ, ωστόσο, μιλούν στη μαρτυρία τους για 15 επιζώντες. Τους υπόλοιπους 5 τους έχει ανασύρει ο ζωγράφος, χάριν ισορροπίας της σύνθεσης, λες και πηγαινοέρχεται από το Αλλού στο Εδώ - η λήθη των νεκρών είναι πάντοτε θεμελιώδης και θεμελιωτική, για αυτό, συχνά πυκνά ενσώματοι μάς επισκέπτονται.
Οι ναυαγοί, λοιπόν, εγκαταλειφθέντες στη μοίρα τους, ελπίζουν και δεν ελπίζουν –εκεί όπου φωτίζει ο ήλιος, το φως βασιλεύει. Αλλά ποιοι, εντέλει, είναι οι ναυαγοί;
Η ελεημοσύνη για τη λήθη
Στον πίνακα του Ζερικώ, που εκτίθεται στο Λούβρο, μία και μοναδική μορφή κοιτάζει κατά πρόσωπο το θεατή, μας κοιτά κατά πρόσωπο, ένας γέρος μας κοιτά, ο οποίος πενθεί εμπρός και αριστερά στον πίνακα, με την πλάτη γυρισμένη σε όλους όσοι ζουν πάνω στη σχεδία-κιβωτό. Ο άνδρας αυτός, τι κάνει; Στηρίζει με το ένα χέρι το κεφάλι του, με το άλλο του το χέρι κρατά το νεκρό νεαρό—το γιο του; το σύντροφό του; Σκέφτεται - θυμίζω, σκέφτομαι πάει να πει σκοπεύω, η σκέψη συχνά απαλλαγμένη από του σώματος το βάρος, της μνήμης το βάρος στοχεύει μακριά, κάνει υποθέσεις, υπολογίζει, προβάλλει στον ορίζοντα του μέλλοντος πόθους-, σκέφτεται, σκεφτόμαστε, πενθεί, να βγάλει το θάνατο από μέσα του;
Αναμιμνήσκει τη ζωή του; Συνειδητοποιεί ότι δεν θα διασωθεί; – Το «Άργος» διακρινόταν στον ορίζοντα συνολικά για ένα ολόκληρο μισάωρο, αλλά σαν αυτός να είναι «αλλού», σαν η λήθη να τον δεξιώνεται. Ας δούμε, παρακαλώ, και κάτι ακόμα. Το σκάφος της σωτηρίας έχει φανεί εδώ και 15 λεπτά. Χάνεται για λίγο και ύστερα είναι ορατό για άλλα δεκαπέντε λεπτά, να διαυλακίζει τη θάλασσα. Υπό αυτή την οπτική, ο γέροντας - νέος γέρος, άραγε, ή μήπως γέρος νέος;- και ο ναυαγός που κάνει σινιάλο στο μπροστινό μέρος της σχεδίας μπορούν να «διαβαστούν» ως σχόλιο για την ελπίδα, τη σωτηρία, το ορατό επέκεινα – η ελπίδα πάντοτε απατηλή μπορεί να αποδειχτεί, σπέρμα μαύρο.
Για ποιους, όμως, η ελπίδα της σωτηρίας μπορεί να είναι μια αυταπάτη, θέλω να πω, ποιοι μάλλον νοσταλγούν το μέλλον παρά το προσδοκούν; και πόσοι;
Στον πίνακα βλέπουμε νέους, μεσήλικες, γυναίκες, έναν μιγάδα –η Γαλλία κατάργησε τη δουλεία μόλις το 1848, δεκαπέντε χρόνια πριν από τη Διακήρυξη του Αβραάμ Λίνκολν. Ο μιγάδας μάς υποδεικνύει την πορεία προς την αποδοχή της ετερότητας, αυτός, εξάλλου, ανεμίζει το κόκκινο ξέφτι προς το πλοίο που έρχεται και δεν φτάνει, προς το μέλλον της Γαλλίας, εν προκειμένω. Παιδιά στον πίνακα δεν βλέπουμε· να έχουν, άραγε, πνιγεί, να έχουν φαγωθεί;
Αποσυνάγωγους, ναυαγούς και ναυαγημένους, ζωγραφίζει ο Ζερικώ, όχι διασωθέντες –το μέλλον διαρκεί, ως γνωστόν, πολύ.
Το πλοίο έχει απωθηθεί στο βάθος της σκηνής του ναυαγίου, στο βάθος και του δικού μας ναυαγίου, μια νύξη είναι το πλοίο, το λ έχει πάντα κάτι από φωνήεν – ο Βίκτωρας Ουγκώ μας το έχει μάθει καλά. Μια υπόμνηση είναι το πλοίο, μια αχνή οπισθογράφηση για το μέλλον, όπως η Κιβωτός του Νώε, στην οροφή της Καπέλα Σιστίνα, διά χειρός Μιχαήλ Αγγέλου, η οποία βρίσκεται σε δεύτερο επίπεδο. Το μάτι στη συγκλονιστική σύνθεση στην οροφή συγκρατούν οι βασανισμένες, καθημαγμένες μορφές των προκατακλυσμιαίων πλασμάτων, η μόνη αξιοπρέπεια που έχουν είναι ότι βρίσκονται αποκλεισμένοι, αφού ο Κατακλυσμός σηματοδότησε την απόσυρση των θεών από τον κόσμο, κι αυτοί, εσταυρωμένοι, δεν αποδέχονται το Θεό για να πεθάνουν, μονάχα δίνουν τα σώματά τους στην πυρά της ατρόμητης λαγνείας που το πένθος και ο πόνος γεωργούν, σώματα εν συσπάσει και για αυτό σφριγηλά και λάγνα, όπως τα κορμιά στη Σχεδία. (Ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης, σχολιάζοντας τη λέξη του Ιερού Αυγουστίνου σχετικά με τη λαγνεία στις Εξομολογήσεις, ότι, δηλαδή, «η λαγνεία επιθυμεί να αποκαλείται πλησμονή και αφθονία» [II, 6], σημείωνε πως η πλησμονή έχει σχέση με το φαγητό και το ποτό, ενώ η αφθονία με τα πλούτη, επομένως η λαγνεία δεν αφορά «κανονικά» σε αφροδίσιες επιθυμίες και ηδονές [Summa Theologicae, II,ii,153]. )
Για όλους αυτούς τους αποσυνάγωγους –κάθε απόμακρος και απομακρυσμένος, κάθε αποκλεισμένος, ο μόνος ενσαρκωτής της έννοιας του πλησίον-, για τους αποσυνάγωγους ελπίδα δεν φαίνεται να υπάρχει. Ούτε και μέλλον, αφού η κιβωτός έχει ήδη φύγει, το πλοίο δεν λέει να έρθει.
Η Σχεδία της Μέδουσας, αν συμφωνήσουμε στην ανάγνωση που εισηγούμαστε εδώ, είναι συγχρόνως έργο υψηλής τέχνης, πολιτικό σχόλιο περί ύβρεως, αλαζονείας, για να περιοριστούμε σε μία από τις σημασίες του ουσιαστικού (επίσης, έπαρση, αυθάδεια, θρασύτητα, ακολασία, ασέλγεια, ατιμία, προσβολή, κακομεταχείριση, ντρόπιασμα, μοιχεία, σύμφωνα με το Λεξικό της αρχαίας ελληνικής του Αθανάσιου Φραγκούλη), μια εποχή για την εποχή του («το επέχειν περί τινος, μη εκφέρειν κρίσιν εκ του προχείρου περί αυτού», θυμίζω την πρώτη σημασία της λέξης στις Πυρρώνειες Υποτυπώσεις, Α, 22,16, του Σέξτου Εμπειρικού ) -από το 1815 ο Ναπολέων Βοναπάρτης βρίσκεται εξόριστος στο νησί της Αγίας Ελένης και τη Γαλλία κυβερνούν οι Βουρβόνοι. Δεν είναι τυχαίο ασφαλώς ότι σε όλη τη διάρκεια της έκθεσης του πίνακα στο Σαλόν οι πολυπληθείς θεατές έμεναν ώρα μπρος στον πίνακα, ούτε, όμως, είναι προς παραξενισμόν, από την άλλη, ότι ο Ζερικώ αναγκάστηκε να εκθέσει τον πίνακα στη Μ. Βρετανία για να μπορέσει να τον πουλήσει –κι όμως, μένουν πολλά από τα έργα τέχνης, αν αποσπαστούν από την ιστορία της τέχνης τους.
Η ελεημοσύνη για τη φτώχεια
Έντεκα χρόνια ύστερα από το θάνατο του Ζερικώ, το 1835, ο Αλέξις ντε Τοκβίλ, παρουσίασε στη Βασιλική Ακαδημία του Χερβούργου το πρώτο Μνημόνιο για τη φτώχεια. «Ταξιδεύοντας ανά την Ευρώπη», γράφει ο συγγραφέας του Η δημοκρατία στην Αμερική, «απορεί κανείς μπροστά σε ένα θέαμα εξαιρετικά περίεργο και φαινομενικά ανεξήγητο. Οι χώρες που φαίνονται οι φτωχότερες είναι εκείνες όπου, στην πραγματικότητα, υπάρχουν οι λιγότεροι άποροι, ενώ στα κράτη που θαυμάζετε για τον πλούτο τους ένα μέρος του πληθυσμού αναγκάζεται να καταφεύγει στην ελεημοσύνη», σύμφωνα με τη μετάφραση της Ελίζας Παπαδάκη (Πόλις, 2005). Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι το έργο, περί ου ο λόγος, γνώρισε στη Γαλλία από το 1980 μέχρι το 2005 πέντε διαφορετικές εκδόσεις και το 1997 εκδόθηκε ταυτοχρόνως σε Ευρώπη και ΗΠΑ.
Σε αντίθεση με τους φιλελεύθερους οικονομολόγους της εποχής του, ο Τοκβίλ δεν επικροτεί τον ολοένα αυξανόμενο καταμερισμό της εργασίας –θυμίζω ότι το 1776 είχε κυκλοφορήσει Ο πλούτος των εθνών. Από τον homo lupus του Χομπς (οι άνθρωποι που απολαμβάνουν «φυσικά δικαιώματα», δέον όπως χρησιμοποιούν όλα τα μέσα για να προστατεύσουν τη ζωή τους και να κάνουν ό, τι επιθυμούν, ενάντια σε όποιον θέλουν, και να “κατέχουν, χρησιμοποιούν και απολαμβάνουν όλα όσα θα ήθελαν ή θα μπορούσαν να αποκτήσουν”, με αποτέλεσμα μία διαρκή πάλη για επιβίωση - ”πόλεμος όλων εναντίον όλων”, σύμφωνα με τη διάσημη διατύπωση του Χομπς στο έργο του Λεβιάθαν, 1651, Ι,), οι κοινωνίες στη Δύση έχουν περάσει στον homo economicus του Άνταμ Σμιθ.
«Όταν ένας τεχνίτης επιδίδεται συνεχώς και αποκλειστικά στην κατασκευή ενός και μόνον αντικειμένου, καταλήγει τελικά στο να κάνει την εργασία αυτή με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία. […] Γίνεται, έτσι, καθημερινά περισσότερο επιδέξιος και λιγότερο δραστήριος και μπορούμε να πούμε ότι σε αυτόν υποβαθμίζεται ο άνθρωπος, στο μέτρο που τελειοποιείται ο εργάτης. […] Όταν ένας εργάτης έχει καταναλώσει με αυτόν τον τρόπο σημαντικό μέρος της ύπαρξής του, η σκέψη του έχει εσαεί σταματήσει στο καθημερινό αντικείμενο του μόχθου», γράφει ο Τοκβίλ στη Δημοκρατία στην Αμερική (χρησιμοποιώ τη μετάφραση του Μπάμπη Λυκούδη, Στοχαστής, 1996-1997), και συναντά τον Κάρολο Μαρξ και τους επιγόνους του, σε μια προσπάθεια να πείσει τους αναγνώστες του ότι ένα από τα πλέον αποτελεσματικά μέτρα για την καταπολέμηση της φτώχειας είναι η μικροϊδιοκτησία, με την παραχώρηση στους εργάτες ενός μικρού μεριδίου στο εργοστάσιο στο οποίο εργάζονται και κάποια ιδιοκτησία μέσα από την αύξηση των μισθών, όπως μια κάποια αποταμίευση. Ο Γάλλος ακαδημαϊκός, βουλευτής και υπουργός Εξωτερικών θεωρεί αναγκαία τη δημιουργία «μιας τράπεζας των φτωχών», η οποία θα συνενώνει το ταμιευτήριο και το ενεχυροδανειστήριο.
Εν τω μεταξύ, την ποιητική της Αμαρτίας έχει διαδεχτεί η ποιητική της Ηθικής και του Δικαίου. Στον πίνακα Ο Θάνατος του φιλάργυρου του Ιερώνυμου Μπος (περ. 1494, Εθνική Πινακοθήκη, Ουάσινγκτον), ο οποίος συγκροτούσε τρίπτυχο με τις συνθέσεις Το πλοίο των τρελών και Αλληγορία της Βουλιμίας και της Λαγνείας, ένας φιλάργυρος είναι στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατος. Διστάζει μεταξύ του Εσταυρωμένου, και τη σωτηρία του, την οποία σημασιοδοτεί ένας άγγελος, και σε ένα σακούλι γεμάτο χρυσάφι, που του προσφέρει ένας δαίμονας που προβάλλει πίσω από μια κουρτίνα. Ο θάνατος μπαίνει στο δωμάτιο από την πόρτα, ενώ μπροστά στο κρεβάτι ένας ηλικιωμένος άντρας με ροζάριο κρεμασμένο στη ζώνη γεμίζει με χρυσάφι το σακούλι που κρατά ένας άλλος δαίμονας κρυμμένος σε μπαούλο. Εκατόν εξήντα χρόνια αργότερα, ο φιλάργυρος του Μολιέρου (1668) δεν εγκαλείται ως αμαρτωλός, αλλά ελέγχεται ως ταραξίας των ηθών και των κοινωνικών συμβάσεων. Τον αμαρτωλό του Μεσαίωνα έχει διαδεχτεί ο homo economicus, η αλαζονεία, ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, η ύβρις, αν προτιμάτε, έχει ενδυθεί, ήδη από τις 10 Δεκεμβρίου του 1513, οπότε ο Μακιαβέλι ολοκλήρωσε τον Ηγεμόνα, μια οπτική θεώρηση των πραγμάτων ανθρωπολογική, αφού η πολιτική συμπεριφορά δεν διαχωρίζεται από τη γενικότερη ανθρώπινη συμπεριφορά, ήτοι «ένας σοφός ηγεμόνας πρέπει να σκεφτεί έναν τρόπο διακυβέρνησης με τον οποίο οι πολίτες του, πάντα και σε οποιονδήποτε καιρό, να έχουν την ανάγκη του κράτους και τη δική του. [Τότε] θα του είναι πάντοτε πιστοί», σύμφωνα με τη μετάφραση της Μαρίας Κασωτάκη (Πατάκης, 1993).
Για να επανέλθουμε στη Σχεδία, πίνακα εμβληματικό ο οποίος ενέπνευσε τον Πόου και τον Βερν στα μυθιστορήματά τους Η αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ από το Ναντακέτ και Η σφίγγα των πάγων, αντίστοιχα, όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει ο Αναστάσης Βιστωνίτης (Το Βήμα, 3 Μαΐου 2007), στην αλαζονεία, στην κενοδοξία, στην περπερεία του Κλήμη του Αλεξανδρέως, στην αβελτηρία και στην ασχετοσύνη του καπετάνιου πρέπει να αναζητηθούν οι αιτίες για την πρόσκρουση του «Μέδουσα» στον ύφαλο, και τη σχεδία, τη μικρή αυτή χώρα των επιζώντων, το ήθος τους (τόπος, ενδιαίτημα, διαδρομή, αν φέρουμε στο νου μας την πρώτη σημασία του ουσιαστικού και την Ιλιάδα), να πλέει άθυρμα στο πέλαγος, η απληστία του γαλλικού κράτους έστειλε το πλοίο στην Αφρική, σε μια πηγή πλουτισμού, η πολιτική ψευδολογία και τα παρακολουθήματά της υποστήριξε την απληστία και την αλαζονεία του κράτους, των ηγεμόνων και του πλοιάρχου. ( Η τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας είναι «να υποβάλλεις στο λαό σωτήρια ψεύδη με κάποιον καλό σκοπό», έχει επισημάνει ο δαιμόνιος ιερέας Τζόναθαν Σουίφτ στο σατιρικό φυλλάδιό του Η τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας [Ἀμστερνταμ, 1733, Άγρα, 1995], με τον Μακιαβέλι να απηχεί σε όλο το κείμενό του –η πολιτική είναι ένα παιχνίδι παθών και αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, συνεπώς η υποκρισία συνιστά έναν από τους θεμελιώδεις κανόνες της, ειδικά όταν ο λαός τελεί υπό την επήρεια των αναλγητικών εκείνων που θεραπεύουν από την υπευθυνότητα.)
Στη σχεδία οι επιζώντες ελπίζουν και δεν ελπίζουν, βρίσκονται σε ένα μεταίχμιο, με μόνη περιουσία το σώμα τους, τις ψυχικές και σωματικές δυνάμεις τους, παλεύουν με τα κύματα. Κάποιοι, λίγοι, θα διασωθούν. Αλλά τίποτα δεν θα είναι πια ίδιο για αυτούς.
Πολλούς αιώνες πριν, ο Ιερός Αυγουστίνος (354-430) έχει ήδη γράψει πως αυτό που οδήγησε στο Προπατορικό Αμάρτημα ήταν η αλαζονική βούληση και η υπερηφάνεια –το βασικότερο ελάττωμα και των Ρωμαίων, έκδηλο στην ανάγκη τους για δόξα-, η αλαζονεία, δηλαδή, η οποία παροτρύνει τον άνθρωπο να εκτοπίσει τον Θεό, να ενεργεί αγνοώντας σκόπιμα τα ανθρώπινα όρια. «Τι είναι η υπερηφάνεια αν όχι η ανάρμοστη προαγωγή, και είναι ανάρμοστη προαγωγή όταν η ψυχή εγκαταλείπει Αυτόν στον οποίο και μόνο όφειλε να παραμένει κοντά ως σκοπό της και γίνεται ένα είδος σκοπού καθεαυτόν», λέει ο Αυγουστίνος στην Πολιτεία του Θεού (XIV, 13), και προτείνει ως λύση την ταπεινοφροσύνη –τον 6ο αιώνα ο Πάπας Γρηγόριος Α’ ανέδειξε τη superbia, την ύβρι, σε πηγή όλων των αμαρτιών, και τη vana gloria, τη ματαιοδοξία, ως μητέρα όλων των αμαρτημάτων, πριν τα δύο αμαρτήματα να συγχωνευτούν σε ένα, την «αλαζονεία» (βλ. Michael Eric Dyson, Αλαζονεία, Νεφέλη, 2007) – το λεγόμενο «αυγουστίνειο παράδοξο», ότι η ψυχή εξυψούμενη από την ταπεινοφροσύνη, έχει την τάση να εξεγείρεται ως προς την υποταγή της στον Θεό, επιφυλάσσομαι να συζητήσω σε άλλη ευκαιρία).
Σε ό, τι αφορά στην ύβρι, υπενθυμίζω απλώς ότι οι αρχαίοι Έλληνες έσπευδαν να την καταδικάσουν σε κάθε ευκαιρία μετ’ επιτάσεως και αποδοκίμαζαν την υπερηφάνεια, αφού φαλκίδευε την ανδρεία, την εγκράτεια, τη σοφία, αρετές που καθιστούσαν εφικτή την ενάρετη ζωή. Ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος, ο Αισχύλος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτωνας αντιμετώπιζαν την υπερηφάνεια ως το μέγιστο κακό, ως ηθικό πάθος, και εντόπιζαν σε αυτήν τη βασικότερη αιτία της μειωμένης ηθικής κρίσης και του εκφυλισμού της πολιτικής τάξης, όπως μας έχει δείξει ο C.M. Bowra στο βιβλίο του The Greek Experience.
Μεταξύ χαυνότητος και μικροψυχίας
Ο Σταγειρίτης, πάντως -για να αναφερθούμε στην αντίδραση τρόπον τινά στον αυγουστιανισμό από τον Θωμά τον Ακινάτη, ο οποίος θεμελίωσε το σύστημά του στον Αριστοτέλη, και θεωρούσε πως η ταπεινοφροσύνη αποσπά το νου από την υπερβολική επιθυμία των μεγάλων πραγμάτων-, ο συγγραφέας των Πολιτικών είχε την πεποίθηση ότι η μεγαλοψυχία ή «σωστή υπερηφάνεια ή ο αυτοσεβασμός», για να προσφύγω στον W.D. Ross (Αριστοτέλης, ΜΙΕΤ, 1993), κατέχει ιδιαίτερη θέση στον κατάλογο των αρετών. Για τον Αριστοτέλη, μεγαλόψυχος είναι εκείνος ο άντρας του οποίου οι αξίες και οι απαιτήσεις είναι εξίσου μεγάλες. «Μεγαλόψυχος», γράφει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια (Δ, 1123b κ. εξ., μτφ. Δημήτρης Λυπουρλής, Ζήτρος, 2006), «είναι […] ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του άξιο μεγάλων πραγμάτων και είναι πράγματι άξιος μεγάλων πραγμάτων. Γιατί ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του άξιο μεγάλων πραγμάτων χωρίς στην πραγματικότητα να το αξίζει, είναι ανόητος». Είναι κακό, λέει ο Σταγειρίτης, να διεκδικείς περισσότερα, να επιζητείς μεγαλύτερη αναγνώριση, οπότε είσαι ματαιόδοξος, φαντασμένος, κενόδοξος, χαύνος, ή λιγότερα από ό, τι αξίζεις, οπότε είσαι μικρόψυχος.
Η αρετή της υπερηφάνειας, της μεγαλοψυχίας, είναι το μέσον μεταξύ της χαυνότητος και της μικροψυχίας. Η μεγαλοψυχία «είναι κάτι σαν στολίδι των αρετών, αφού τις κάνει μεγαλύτερες και αφού δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς εκείνες» (ό.π., 1124a ). O υπερήφανος άνθρωπος, κατά τον Αριστοτέλη, απαιτεί και αξίζει τα περισσότερα, δεδομένου ότι κατέχει όλες τις άλλες αρετές.
Αλαζονεία και χρεοκοπία
Εν αντιθέσει με τον μικρόψυχο και τον χαύνο, σε αντίθεση με τη λέξη του Αυγουστίνου περί υπερηφανείας και του Ακινάτη περί ταπεινοφροσύνης, και την προειδοποίηση του Σολομώντος ότι «προ συντριβής ηγείται ύβρις, προ δε πτώματος κακοφροσύνη» (Παροιμίαι, ιστ’, 18), παρά τις προειδοποιήσεις της Τραπέζης της Ελλάδος, όσοι κυβέρνησαν τη χώρα που τη λένε Ελλάδα τα τελευταία και βάλε χρόνια, αλαζόνες και άπληστοι, ερασιτέχνες της πολιτικής, σε πολλές περιπτώσεις, ενδιαφερόμενοι μόνο να είναι περίωποι, για να θυμηθούμε τον Ησύχιο, εγκατέλειψαν τη σχεδία με όλους, όσοι μπορεί και να διασωθούν, να πλέει στο πέλαγος σε κατάσταση ομηρίας, με δημόσιο έλλειμμα ίσο με 13,6% και έλλειμμα ισοζυγίου πληρωμών ίσο με 11% του ΑΕΠ, ένα ελληνικό παράδοξο – χρειάζεται να θυμίσω ότι το 2008 η κυβέρνηση άλλαξε το ύψος του ελλείμματος πέντε φορές και το έκρυβε μέχρι τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009, οπότε η νέα κυβέρνηση αναγκάστηκε να το εμφανίσει διπλάσιο; Η σχεδία κατ’ ουσίαν τελεί υπό πτώχευση, αφού τα ταμεία είναι άδεια, η χώρα, το κράτος μεγαλύτερο «έσοδο» του οποίου ήταν ο ξένος δανεισμός της «Νέας Εποχής» και της «Επανίδρυσης του Κράτους» έχει χρεοκοπήσει, πάντως, ηθικά και πολιτικά.
Εμείς, πάνω στη σχεδία, με το μέλλον άδηλο, χωρίς τη δική μας «Αργώ», κάποιοι να ελπίζουν, κάποιοι ημιθανείς -αυτό που μας σκοτώνει δεν είναι η πτώση, είναι το ξαφνικό(;) σταμάτημα-, αναρωτιόμαστε κατά πόσον θα σωθούμε και σκεφτόμαστε, αφού επιμένουμε η ζωή να μη σφετεριστεί τις όποιες παραισθήσεις τελειότητας μπορεί και να έχουμε, αφού ξέρουμε πως η ζωή θα διαβρώσει την όποια αίσθηση έχουμε για τη μοναδικότητά μας, αναρωτιόμαστε, αφού το διαπιστώσαμε πως δεν μπορούμε να κατοικήσουμε στην ψευδαίσθηση ενός παρόντος δανεισμένου, σε μια παγίδα ανασφαλή, με την ληθαργική εντύπωση ότι πατάμε γερά στα πόδια μας, αναρωτιόμαστε οργισμένοι με την κυβέρνηση της ΝΔ και τη μέχρι πρότινος, άρα συνυπεύθυνη, αξιωματική αντιπολίτευση, αναρωτιόμαστε οργίλοι με εκείνους που δηλώνουν αλληλέγγυοι με τους νέους νεόπτωχους, που κατεβαίνουν στους δρόμους, σε ένα κράτος του οποίου ο κοινωνικός χαρακτήρας κατεδαφίζεται, αναρωτιόμαστε για το κλεπτοκρατικό, ανορθολογικό, πεφυσιωμένο, αυθαίρετο μοντέλο ανάπτυξης της Μεταπολίτευσης, που καταρρέει –και αυτή μαζί του –τρία νούμερα, το έλλειμμα, το επιτόκιο του δανεισμού και το χρέος συμπυκνώνουν με τρόπο αναμφισβήτητο τη θλιβερή έκπτωση. Αναρωτιόμαστε, γιατί το πρόβλημα του ελλείμματος είναι πολιτικό, το έλλειμμα είναι ότι η πολιτική ελλείπει, αναρωτιόμαστε ως πολίτες, ή, μάλλον, αναρωτιόμαστε, γιατί επειγόμαστε να γίνουμε πάλι πολίτες στην πόλιν -κυρίως αυτή ελλείπει, η πόλις, ενότητα, οντότητα, καλύτερα, χωρική και κοινωνική μα προπαντός πολιτική, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η αυτάρκεια, η δυνατότητα, πάει να πει, να παρέχει ευζωία στους πολίτες της, χωρίς να προστρέχει σε βοήθεια ή σε σχέσεις εξάρτησης από άλλη πόλη για να προσποριστεί τα προς τα ζην. Αυτή την πόλιν μάς έχουν αρνηθεί όλοι όσοι περπερεύονται, για να θυμηθούμε το Κατά Ματθαίον και τα Πονήματα του Ευστάθιου Θεσσαλονίκης, όσοι ακόμα και τώρα αλαζονεύονται, κουνάνε το δάχτυλο στην κοινωνία, μας κουνάνε το δάχτυλο, οι Επιμηθείς αυτοί, κομπάζουν και καυχώνται για τη λύση και τρομοκρατούν την κοινωνία, με διλήμματα του τύπου «ή δανειζόμαστε ή βουλιάζουμε», αυτοί που ακριβώς αυτό έκαναν τόσα χρόνια, δανείζονταν και μας ωθούσαν να πράξουμε αναλόγως και εμείς – στις 19 Μαΐου αποπληρώνουμε δάνειο που λάβαμε προ τριακονταετίας με τόκο, σε δραχμές 17%.
«Ο δε μη δυνάμενος κοινωνείν ή μηδέ δεόμενος δι’ αυτάρκειαν ουθέν μέρος πόλεως, ώστε ή θηρίον ἠ θεός», επισημαίνει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά (1253a, 30, 31, 32). Η πόλις προηγείται του ανθρώπου και όχι το αντίθετο, η πόλις καθιστά τον άνθρωπο ζώον πολιτικό. Αναρωτιόμαστε και αναστοχαζόμαστε – ο Αριστοτέλης στο Δέκατο και τελευταίο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων ακριβώς την περισυλλογή αναγνωρίζει ως την ύψιστη δραστηριότητα του ανθρώπου- και επαναπροσδιορίζουμε το δημόσιο χώρο ως πεδίο πολιτικής έκφρασης.
Αναρωτιόμαστε, αναρωτιέμαι, λόγου χάριν, επειδή, με τον τρόπο του Κάφκα, «δεν έχω τίποτα εξασφαλισμένο, για όλα πρέπει να παλέψω, όχι μόνο για το παρόν και το μέλλον, αλλά για το παρελθόν», όπως πλείστοι όσοι πενηντάρηδες σήμερα, γενιά του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης, που τώρα επείγει να θητεύσει στην αυτοκριτική, αυτήν στην οποία είχαμε μαθητεύσει στις οργανώσεις της Αριστεράς, στην αυτοκριτική όχι ως όψιμη αυτομαστίγωση ή έωλη προ πολλού βακτηρία, ούτε για να αφεθούμε στην ευδαιμονία της λήθης. Ξέρουμε πως η προδοσία έρχεται πάντοτε από το μέλλον, το μάθαμε και όσοι από εμάς, ceteris paribus, ζαλισμένοι από την ανάπηρη γοητεία τής εν τω μικροκόσμω αυτάρκειάς μας, αυτίτες –πάντοτε ο Σταγειρίτης-, σαν οινοβαρείς από του βίου μας το ευδόκιμον τόσο ώστε να επιτρέψουμε σε πολιτικάντηδες, άθλιους δήθεν επαγγελματίες, θλιβερούς και αγραμμάτους, λογιστές και διαχειριστές και παρακοιμώμενους των ποικιλώνυμων εξουσιών και δημοσιογραφίσκους που το παίζουν θεοί των αποκαλύψεων – «πού ης εν τω θεμελιούν με την γην», ρωτά ο Θεός τον Ιώβ και είναι λυσιτελής ο λόγος αυτός-, να σχεδιάσουν για λογαριασμό μια ζωή επί πιστώσει, μια κατάδικη ζωή.
Αναρωτιέμαι λυπημένος, γιατί δικαιούνται να λυπούνται μόνο όσοι έχουν μνήμη –μνήμη είναι πάντοτε να είσαι-, αναρωτιέμαι οργισμένος, αναρωτιέμαι διότι, πάνω από όλα, στη σχεδία της Ελλάδας, μια αλληγορία για την οποία συστήνει η Σχεδία της Μέδουσας, πρέπει να κρατήσουμε την υπόσταση και την τίμια αυτογνωσία μας, την ανθρωπιά μας, και ακμαίο το πνεύμα. Αναρωτιέμαι και ακούω να αναρωτιούνται άνθρωποι γύρω μου πελαγωμένοι, φοβισμένοι, επιβάτες σε ένα ναυάγιο σκοτεινοί και σκοτεινιασμένοι, με τα δεδομένα του ήδη στενεμένου βίου τους να έχουν καταρρεύσει. Έχουμε και λέμε, λοιπόν - πάντοτε ανοίγουμε δρόμους με τις λέξεις, μήπως και το πάθος γίνει μάθος, αφού η σημερινή κρίση πρώτα πρώτα για τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα της Μεταπολίτευσης, όπως τα καταγράφει ο καθηγητής του Yale, Στάθης Ν. Καλύβας (Η Καθημερινή, 2 Μαΐου 2010) μας υποχρεώνει να στοχαστούμε: αμάρτημα πρώτο, η αντίφαση ανάμεσα στην αληθινή και στην εικονική πραγματικότητα· αμάρτημα δεύτερο, η αντίφαση ανάμεσα στην άντληση κρατικών πόρων και την απαίτηση κρατικών παροχών· αμάρτημα τρίτο, η αντίφαση ανάμεσα στην κατανάλωση και στην παραγωγή· αμάρτημα τέταρτο, η αντίφαση ανάμεσα στη φτώχεια του κράτους και τον πλούτο των κατοίκων του· αμάρτημα πέμπτο, η αντίφαση ανάμεσα στο τεράστιο κράτος και το αδύναμο κράτος· αμάρτημα έκτο, η αντίφαση ανάμεσα στον δημόσιο λόγο και την ιδιωτική πρακτική· αμάρτημα έβδομο, η αντίφαση ανάμεσα στον αριστερισμό στα λόγια και το συντηρητισμό στην πράξη –«κανένας θεσμός, μόνο ο λαός», επέμενε ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Απορίες για την απορία
Μήπως, αλήθεια, δεν δουλεύαμε αρκετά; Αν εμπιστευθούμε τις στατιστικές του ΟΟΣΑ, θα διαπιστώσουμε ότι οι Έλληνες το 2008 δούλευαν σε ετήσια βάση περισσότερο από κάθε άλλο λαό μεταξύ των χωρών-μελών του διεθνούς οργανισμού –εξαιρείται μόνον η Κορέα. Συγκεκριμένα, μας θυμίζει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου (Η Καθημερινή, 21 Μαρτίου 2010) ο μέσος Έλληνας δούλευε 2.120 ώρες τον χρόνο, ο μέσος Αμερικανός εργαζόταν 1.792 ώρες και ο Γερμανός 1.432 ώρες.
Έπειτα, ίσως, θα σκεφτούμε ότι δουλεύαμε μεν αλλά ότι πληρωνόμασταν καλά, παρά την τόσο σκληρή αγορά εργασίας, μάλλον περισσότερο από ό,τι άντεχε η οικονομία μας. Τα στοιχεία, ωστόσο, του ίδιου οργανισμού είναι κατηγορηματικά: το 2008, η μέση αμοιβή ενός εργαζομένου μέσης απασχόλησης στην Ελλάδα βρισκόταν μόλις στην 20ή θέση στο σχετικό κατάλογο: 26.929 δολ. για την Ελλάδα έναντι 49.486 για τις Η.Π.Α. και 35.292 για τη Γερμανία. Αν τώρα συνυπολογίσουμε τη δεκαετία 1998-2008, το ποσοστό των μισθών στο εθνικό εισόδημα έφτασε από 60% σε 47,5% (στη Γαλλία το ποσοστό είναι 69%, στη Γερμανία 67%). Σε ό,τι αφορά στο ύψος του μέσου μεικτού μισθού στην Ελλάδα, τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ καταλήγουν στα 1.560 ευρώ (3.300 στη Γαλλία, 2.530 στη Γερμανία, 2.300 στην Ισπανία), ενώ η σχέση μισθού και παραγωγικότητας καταγράφεται σε 3,1 για τη χώρα μας, με μόνη την Ιταλία να σημειώνει επίδοση χαμηλότερη (2,9), ενώ στη Γερμανία ο αντίστοιχος λόγος είναι 4,1 και στην Ισπανία 3,6. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν εντοπίζεται στο ότι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες και πληρώνονται πολύ, αλλά στο ποιο μοντέλο ανάπτυξης έχει υιοθετηθεί. Τώρα πλέον καλούμαστε να μεταρρυθμίσουμε σε ελάχιστο χρόνο σχεδόν όλες τις βασικές υποδομές της χώρας, πρωτίστως, ως γνωστόν, τη δημόσια διοίκηση…
Σε ό,τι αφορά, τώρα, στις κρατικές δαπάνες, η Ελλάδα στα τέλη του 2008 κατατασσόταν στην 20ή θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε. (46% του ΑΕΠ, 51% μέσος όρος). Το ζητούμενο, έτσι, δεν είναι αν πρέπει να γίνουν οικονομίες στις δημόσιες δαπάνες, αλλά κυρίως ποιοι θα καταβάλουν το τίμημα και πού θα βρεθούν κεφάλαια, ώτε να υπάρξουν αναπτυξιακές πρωτοβουλίες.
Αν δεν είναι, λοιπόν, τα έξοδα το μείζον πρόβλημα, μήπως, αναρωτιόμαστε, ήταν τα έσοδα; Βάσει των στοιχείων, κατατασσόμαστε στην 22η θέση στους 27 (37% του ΑΕΠ!), ένεκα φοροδιαφυγής και φοροαπαλλαγών.
Σε όλους όσοι θα ισχυριστούν ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις ήταν σχεδόν ανύπαρκτες, αμέσως εγείρεται ο αντίλογος, ότι το 2007, σε τιμές του 2000, οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου στην Ελλάδα ήταν 16 δισ. σε κατοικίες, 10 δισ. σε άλλες κατασκευές, 11 δισ. σε προϊόντα μετάλλου και μηχανές, 8 δισ. σε μέσα μεταφοράς. Άρα, το πρόβλημα βρίσκεται στις δημόσιες επενδύσεις.
Σκεφτόμαστε, ακόμα, μήπως το πρόβλημα δεν είναι ο πληθωρισμός αλλά η ανεργία, αφού η εργασία αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως κόστος. Ακόμη και πριν από την κρίση, το ποσοστό της ανεργίας στους νέους στην Ελλάδα ήταν μεταξύ των υψηλότερων στις χώρες του ΟΟΣΑ, έχοντας διαμορφωθεί στο 20,6% το 2008 (μέσος όρος ΟΟΣΑ: 13,2%), ενώ τον Ιανουάριο του 2010 το ποσοστό των ανέργων ανήλθε στο 11,3% από 9,4% τον αντίστοιχο μήνα του 2009. Ο αριθμός των ανέργων, έτσι, αυξήθηκε κατά 101.440 άτομα. Το ευρωπαϊκό ίδρυμα CEDEFOP εκτιμά ότι αντί των 45.000 θέσεων εργασίας που δημιουργούσε η ελληνική οικονομία στη διάρκεια της δεκαετίας 2000-2009 (βλ. Απόστολος Δεδουσόπουλος, «Η τάση απασχόλησης στην Ελλάδα», Η Αυγή, 2 Μαΐου 2010, ένθετο «Η απασχόληση στα χρόνια της κρίσης»), την περίοδο 2010-2020 θα δημιουργούνται μόνο 10.000 θέσεις. Η ΓΣΕΕ υποστηρίζει πως η πραγματική ανεργία στη χώρα κυμαίνεται στο 17,5% (800.000 άνεργοι –Χριστίνα Κοψίνη, Η Καθημερινή, 21 Απριλίου 2010)- στην ηλικιακή ομάδα 25-35, την πολυπληθέστερη και την πιο δυναμική που εισέρχεται στην αγορά εργασίας, η ανεργία από 2,6% το 2009 έφτασε στο 14,6% φέτος, πενταπλασιάστηκε δηλαδή.
Κάποιοι από όλους αυτούς τους άνεργους ανθρώπους θα προστεθούν στο ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, που βάσει στοιχείων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας ανέρχεται σε 20% -«κατώφλι κινδύνου φτώχειας»: 6.480 ευρώ ανά άτομο, μέσο ετήσιο ατομικό ισοδύναμο εισόδημα: 12.763 ευρώ. Σύμφωνα με την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών EU-SILC, το χρηματικό όριο της φτώχειας διαμορφώνεται στο ετήσιο ποσό των 5.910 ευρώ ανά άτομο, και σε 12.411 ευρώ για νοικοκυριό με δύο ενήλικες και δύο παιδιά κάτω των 14 ετών (Γεωργία Λινάρδου, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 11 Απριλίου 2010).
Ο όγκος πωλήσεων, για να περάσουμε στον τομέα της κατανάλωσης, (1ο δίμηνο 2009-1ο δίμηνο 2010), για είδη βασικής διατροφής, έχει μειωθεί κατά -1,5% στο γάλα, -5,5% στο γιαούρτι, -15,4% στα απορρυπαντικά πλυντηρίων, -7,4% στο ψωμί, σύμφωνα με την εταιρία Nielsen (Δήμητρα Μανιφάβα, Η Καθημερινή, 2 Μαΐου 2010). Σε ό,τι αφορά στις δαπάνες για φαγητό, αυτές είναι της τάξης του 38,9% συνολικά –σε μια χώρα, στην οποία το 70% του ΑΕΠ στηρίζεται στην κατανάλωση, όλα τα μέτρα που έχουν ανακοινωθεί και όσα θα ακολουθήσουν θα εγκλωβίζουν όλο και περισσότερο τη χώρα σε ένα θανατηφόρο σπιράλ, σημείωνε ο Δημήτρης Χρήστου τις προάλλες στην Αυγή.
Μέχρι πριν από ένα χρόνο, σύμφωνα με τα στοιχεία του Eurostat, ξοδεύαμε 77,7% των δαπανών για εστιατόρια και καφενεία (8,4% οι Ισπανοί, 9,6% οι Πορτογάλοι). Έναν χρόνο ύστερα, η Nielsen κατέγραψε στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η πρόθεσή μας ήταν να μειώσουμε τα έξοδα για διασκέδαση κατά 83% και για τη χρήση του κινητού κατά 53%. Συγχρόνως, το 1ο δεκαήμερο του Μαρτίου, ταξινομήθηκαν, μεταξύ άλλων, 2 Μπέντλεϊ, 1 Άστον Μάρτιν, 18 Πόρσε, 281 Άουντι, 229 Μερτσέντες, 194 BMW, 74 Βόλβο, 52 Κράισλερ, 24 Λέξους, 1 Χάμερ, 1 Τζάγκιουαρ -54,8% αύξηση πωλήσεων σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2009. Μάλιστα, σε συνέντευξή του ο Βολφ Κλιντς, Πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής της Γερμανικής Βουλής για τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, αποκάλυψε ότι η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ποσοστό αυτοκινήτων Πόρσε Καγιέν στην Ευρώπη (Λίνα Γιάνναρου, Η Καθημερινή, 28 Μαρτίου 2010) –η Αθήνα είναι δεύτερη μετά τη Μόσχα σε ποσοστά Καγιέν ανά κάτοικο! (Μέσα στο 2009, εν μέσω κρίσης, πουλήθηκαν συνολικά 20.100 πολυτελή Ι.Χ.)
Εάν πάρουμε υπόψη τα εισοδήματα που δηλώνονται στην εφορία, θα διαπιστώσουμε ότι από τις 5.598.885 φορολογικές δηλώσεις που κατατίθενται, σε 34.577 εμφανίζεται εισόδημα άνω των 95.000 ευρώ ετησίως, ενώ εισόδημα άνω των 900.000 ευρώ δηλώνουν 74.000 φορολογούμενοι, και 41,6% του συνόλου των επιχειρήσεων δηλώνουν μηδενικά κέρδη ή ζημίες, ενώ κέρδη έως 15.000 ευρώ δηλώνει το 70,3% των επιχειρήσεων και από τα 1.600 κέντρα διασκέδασης που ελέγχθηκαν μόνο 96 δήλωσαν κέρδη μεγαλύτερα από 80.000 ευρώ ετησίως (Τασούλα Καραϊσκάκη, Η Καθημερινή, 23 Απριλίου 2010). Το 2008, σύμφωνα με την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης που εκπόνησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑ), το 20% πιο πλούσιο τμήμα του πληθυσμού της Ελλάδας έχει μεγαλύτερο εισόδημα κατά 5,9 φορές σε σύγκριση με το αντίστοιχο 20% του φτωχότερου πληθυσμού…
Ζωή επί πιστώσει
Το 2004, χορηγήθηκαν σε νοικοκυριά δάνεια ύψους 52.323 εκ. ευρώ, το 2009, 119.200 εκ. ευρώ.
Το 2004, χορηγήθηκαν στεγαστικά δάνεια ύψους 17.025 εκ. ευρώ, το 2009, 35.855 εκ. ευρώ –οι ελληνικές τράπεζες χορήγησαν συνολικά 158.219 δάνεια το 2004 και 298.004 το 2009.
Ήδη στις αρχές Ιανουαρίου του 2003, ο βρετανικός Observer επισημαίνει πως «το χρέος καθίσταται η φυσική κατάσταση των μεσαίων τάξεων». Στο πλαίσιο μιας μελέτης που δημοσιεύτηκε τότε, υπολογιζόταν ότι 1,7 δισ. λίρες στερλίνες που είχαν καταναλωθεί κατά την περίοδο των Χριστουγέννων δεν επρόκειτο να πληρωθούν πριν από τα τέλη Ιανουαρίου 2003. Και τέσσερις μήνες αργότερα, ο Φρεντερίκ Κλερμόν επισήμαινε στη Le Monde Diplomatique (Απρίλιος 2003) πως το συνολικό χρέος της αμερικανικής οικογένειας είχε ανέλθει από 200 δισ. δολάρια το 1964 σε 7.200 δισ. έως το τέλος του 2002, οπότε είχε φτάσει το 40% του συνολικού ατομικού εισοδήματος. «Η πίστωση, το χρέος, είναι η μαμή της σπατάλης και των απορριμμάτων –και σε αυτόν ακριβώς τον ρόλο βρίσκεται η αιτία της εντυπωσιακής σταδιοδρομίας, που πίστωση και χρέος έχουν διαγράψει στην καταναλωτική κοινωνία», επισημαίνει ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, ένας από τους πλέον ρηξικέλευθους κοινωνικούς στοχαστές στην εποχή μας, στο βιβλίο του Σπαταλημένες Ζωές, το οποίο φέρει τον χαρακτηριστικό επί του προκειμένου τίτλο «Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας» (Κατάρτι, 2005).
Γεγονός είναι ότι τη μερίδα του λέοντος από το τεράστιο ποσό που εμφανίζεται ως δημόσιο χρέος την έχουν ιδιοποιηθεί τα «μεγάλα ψάρια». Ό,τι περίσσεψε, όμως, διαχύθηκε στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και, έτσι, διατηρήθηκε μια κάποια οικονομική άνεση, η αυταπάτη της ευζωίας, η οποία συχνά εκφράστηκε με ξιπασμένες, νεοπλουτίστικες συμπεριφορές. Διασφαλίστηκε, έτσι, η ιδεολογική συναίνεση της κοινωνίας, πριν πολλοί ναυαγήσουν στα νερά της ίδιας αυταπάτης όπου η χώρα εν συνόλω ναυάγησε. Τώρα, πια, οι ψευδαισθήσεις έχουν τελειώσει: οι κάρτες αδειάζουν, οι βακτηρίες των δανείων αποδεικνύονται πολύ εύθραυστες, η ανεργία δημιουργεί πανικό, κυρίως σε εκείνους που δεν πίστεψαν ποτέ ότι οι βιτρίνες του Κολωνακίου είναι συνώνυμες της ευζωίας, κυρίως σε όσους εργάζονται, παράγουν και δημιουργούν, η δουλειά λείπει ή γίνεται «ελαστική», όλο και πιο ελαστική, ανασφάλιστη, απροστάτευτη, αβέβαιη, ενώ τα νέα μέτρα, αυτά που για την ώρα προτείνονται ως εκ των ων ουκ άνευ, για να μη χρεοκοπήσουμε οικονομικώς, μας γυρίζουν… μισόν αιώνα πίσω –υπενθυμίζεται ότι το δώρο των Χριστουγέννων νομοθετήθηκε το 1946, το επίδομα αδείας το 1966 (Νόμος 4504/66), το οκτάωρο θεσπίστηκε με το Προεδρικό Διάταγμα 27 (1932) και επεκτάθηκε το 1936.
Το ναυάγιο και ο Σεφέρης
Σε πρόσφατη έρευνα της V-PRC η οποία δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 9 Μαΐου 2010, το 64% από όσους ερωτήθηκαν αποδίδει σε εσωτερικούς παράγοντες τις αιτίες για την κρίση, 6 στους 10 πολίτες αισθάνονται εκτεθειμένοι στη φτώχεια, έχουν την πεποίθηση ότι θα διευρυνθούν οι κοινωνικές ανισότητες και προβλέπουν έντονες κοινωνικές συγκρούσεις και αύξηση των ποσοστών της εγκληματικότητας – «η εκτόξευση της εγκληματικότητας είναι αλάνθαστο σημάδι ότι η θερμοκρασία στα υπόγεια της κοινωνίας ανεβαίνει επικίνδυνα», εύστοχα παρατήρησε ο Σταύρος Λυγερός (Η Καθημερινή, 4 Μαΐου 2010).
Ήδη στο χώρο της εργασίας, παρατηρεί ο επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Χριστόφορος Βερναρδάκης αναπτύσσονται τάσεις ατομικών λύσεων, πολιτικού κυνισμού, ακραίας ιδιώτευσης, τάσεις ακραίων πολιτικών λύσεων, τάσεις διευρυμένων φαινομένων χαμηλής αυτοεκτίμησης και ατομικής ανεπάρκειας, οι εργαζόμενοι λειτουργούν όλο και περισσότερο ως μονώτες, για να θυμηθούμε τα Ηθικά Νικομάχεια.
Τα μέτρα για την ώρα προσλαμβάνονται μάλλον ως πληροφορία, ακόμα δεν εισπράττονται ως βίωμα στην καθημερινή ζωή, τις συνέπειές τους δεν τις έχουμε ακόμα αισθανθεί στο πετσί μας. Τότε, όταν το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί, οι νεόπτωχοι θα πληθύνουν, μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα έρθουν αντιμέτωπες με τη χρεοκοπία – η κατάρρευση του όποιου παραγωγικού ιστού επιταχύνεται, τα νέα δάνεια προορίζονται για την αποπληρωμή των παλιών, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ επιδεινώνεται διαρκώς, όπως οι σχετικοί δείκτες υποδεικνύουν-, η κοινωνική δυναμική που δύσκολα θα ανασχεθεί, δεδομένου ότι δεν διαφαίνεται εναλλακτική θεσμική λύση.
Εξάλλου, η ίδια η σοσιαλδημοκρατία δαιμονοποίησε την πολιτική, την περιθωριοποίησε, την ενοχοποίησε και προέκρινε την άρση της σχετικής αυτονομίας του πολιτικού από την οικονομία, λόγου χάριν, την επικοινωνία και την ηθική· το πολιτικό ταυτίστηκε με το συγκεντρωτισμό, τη γραφειοκρατία, τις πελατειακές σχέσεις –η σχετική συζήτηση απασχολεί ήδη το δημόσιο διάλογο (βλ. ενδεικτικά, Μιχάλης Σπουρδαλάκης, «Κρίση της πολιτικής», Εποχή, 29 Μαρτίου 2009, και κυρίως, Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο μαρασμός της σοσιαλδημοκρατίας, το πέρασμα, 2009).
Όλα δείχνουν ότι το φθινόπωρο η «ελληνική πραγματικότητα», αυτό το τόσο βολικό μέχρι πρότινος μόρφωμα που χρησιμοποιήθηκε ως άλλοθι, ώστε η κριτική, η αντιλογία να πέφτει στο κενό –«εδώ είναι Ελλάδα, τι να κάνουμε…»- και, συγχρόνως, να διατρανώνεται η ιδιαιτερότητά μας -«η νοοτροπία του Έλληνα δεν αλλάζει»-, λες και είμαστε όντα εκτός ιστορικών και κοινωνικών συγκυριών, η «ελληνική πραγματικότητα», ένα ανιστορικό σχήμα-πρόσχημα, σε λίγους μήνες θα είναι εντελώς διαφορετική. Δεν μας πληγώνει η Ελλάδα, όπως διατείνεται ο πρωθυπουργός της ναυαγισμένης χώρας. Η αλαζονεία, η αβελτηρία, η οίηση, η απληστία, ο κυνισμός, η ανοησία, η ανικανότητα, η αδιαφορία μάς πληγώνουν. Ευθύνη για το ναυάγιο δεν έχουν μόνο όσοι διαχειρίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες τα κοινά, αλλά και όσοι προέκριναν την ανοχή και όλοι εκείνοι που φρόντισαν με την έστω κατ’ ελάχιστον… διαφθορά τους να νομιμοποιήσουν το «μεγάλο φαγοπότι», για να θυμηθώ τον τίτλο μιας ωραίας ταινίας. Όλοι οι παραπάνω τώρα ρίχνουν το ανάθεμα, οι μεν στους δε, και άπαντες μιλούν για την αλλαγή στην «ελληνική πραγματικότητα», αυτήν που δεν έγινε επί της ουσίας τριάντα χρόνια τώρα. Όλοι αυτοί ρίχνουν στο λαό την ευθύνη, αυτόν που θα πληρώσει το λογαριασμό, όσο και όπως αντέξει. Και σε αυτή τη διάχυση της ευθύνης από πάνω προς τα κάτω, που συνοδεύεται από ικανές δόσεις καταστροφολογίας, ιδιαίτερα από τους τηλεταγούς και τους ποικιλώνυμους εθνικούς παιδαγωγούς και πάτρωνές τους, στηρίζεται ένας ιδεολογικός λόγος που αναπαράγει, για να γεωργηθεί στο σόφισμα ότι το ναυάγιο ήταν μοιραίο και οι συνέπειες παρεπόμενες – τίποτε άλλο δεν μπορούσε να γίνει. Τα οικονομικά στοιχεία, που από επαγγελματική, δημοσιογραφική διαστροφή παραθέσαμε, για να τα υπενθυμίσουμε σε όσους επιμένουν να διαθέτουν μνήμη βραχεία, ωστόσο, υποδεικνύουν ότι πολλά μπορούσαν τόσα χρόνια τώρα να γίνουν και δεν έγιναν.
Όχι, αυτή τη φορά δεν είναι η Ελλάδα που μας πληγώνει, ακόμη κι αν συμφωνήσουμε ότι, όπως νομίζω, ο καθένας από εμάς με διαφορετικό τρόπο νιώθει την έννοια της πατρίδας από τον άλλο, αφού η συζήτηση περί πατρίδας, και μάλιστα η όψιμη και συνθηματολογικού χαρακτήρα συζήτηση, δρομολογεί πάντοτε έναν λόγο και έναν αντίλογο για τη διαφορά.
Οι πάσης φύσεως επιβήτορες της εξουσίας, αυτοί είναι που μας οργίζουν.
Για το ναυάγιο του «Μέδουσα» δεν φταίει η κακιά στιγμή, η μοίρα, θαρρώ το έδειξα στο μικρό αυτό κείμενο. Για το ναυάγιο δεν φταίνε οι ναυαγοί, φταίει ο καπετάνιος, ευθύνεται ο κυβερνήτης – για αυτό περιέγραψα το ναυάγιο της γαλλικής φρεγάτας με ρήματα σε -ιστορικό- ενεστώτα, σε χρόνο επιούσιο.
Δεν είμαι σε θέση να πω ποια θα είναι η δική μας «Αργώ», ούτε πότε θα φανεί. Δεν ξέρω αν θα χρεοκοπήσει η χώρα και πότε.
Ξέρω, πάντως, ότι «η εμμονή είναι ένα χρέος απέναντι στον όρκο που δώσαμε στην ελπίδα, ότι δε θα την εγκαταλείψουμε ποτέ, ούτε κι όταν εκείνη μας εγκαταλείψει», όπως ομολόγησε η Κική Δημουλά στο πλαίσιο μιας ομιλίας της στην Αρχαιολογική Εταιρεία, στις 26 Ιανουαρίου 2009.
Προσυπογράφω. Ο καθείς και η ελπίδα του, ο καθένας και η «Αργώ» του.
Εμμένω. Εμμένουμε και για αυτό επιμένουμε να είμαστε πολίτες.
Δροσιά, 9.5.2010, Ηλίας Καφάογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου