10/5/11

Η δημόσια υπηρεσία (μια φανταστική ιστορία) - από τον Μανώλη Βαρδή

10.5.2011

(Ορισμένοι διαβάζοντας το επόμενο κείμενο, ίσως διαβάσουν καλύτερα τον εαυτό τους. Απολαύστε το.)

.................................................................................

Η δημόσια υπηρεσία (μια φανταστική ιστορία)



(αντί του Β΄ Μέρους από το βιβλίο του Richard Sennett Ο ελαστικοποιημένος άνθρωπος, μια φανταστική ιστορία-διασκευή τμημάτων του έργου, από τον Μ. Βαρδή).

Ο κ. Κλείτου είναι ένας νέος δημόσιος υπάλληλος, ως εκ τούτου συλλαμβάνει τον εαυτό του να αισθάνεται σαν το γαλατικό χωριό, περιτριγυρισμένο από τις ρωμαϊκές φρουρές (και χωρίς μαγικό φίλτρο). Η εποχή δεν «σηκώνει» τους δημοσίους υπαλλήλους. Θυμάται τα νιάτα του όταν και αυτός δούλευε στον ιδιωτικό τομέα, έχοντας έναν βαθύ φθόνο (μείγμα αποστροφής και ζήλειας) για όλους αυτούς «μέσα στα γραφεία». Ο έλεγχος της συνείδησής του είναι αναδρομικός.

Μόνο που ο κ. Κλείτου είναι περισσότερο τραγικός απ’ όσο νομίζει. Το «δημόσιο» σαν ασφαλές λιμάνι ανάπτυξης της προσωπικότητας και υπηρεσίας του κοινού καλού δεν υπάρχει από καιρό. Ακούει γύρω του κραυγές για αναξιόπιστους δημοσίους υπαλλήλους, αντιπαραγωγικούς και γραφειοκράτες. Ακούει και νομίζει ότι ανήκει σε κάποια αποχαυνωτική «συγκλητική τάξη». Και απέξω είναι οι «πληβείοι» που ετοιμάζουν την επανάστασή τους! Το δημόσιο φθείρει, εκμαυλίζει, οδηγεί σε αποτυχίες και αδιέξοδα. Μόνο κάποια στιγμή συνειδητοποιεί ότι πέρα από τα σλόγκαν του «έξω κόσμου», η άλωση του δημοσίου έχει ήδη επέλθει. Είναι γεγονός. Από τα μέσα. Έσωθεν. Η επανάσταση του κόσμου δεν έχει πλέον άλλο νόημα από το να βάλει την τελειωτική σφραγίδα σ’ έναν επιτελεσμένο θάνατο.

Συνειδητοποιεί σιγά-σιγά (αφού είναι βραδύνους, ως δημόσιος υπάλληλος) ότι η «ευέλικτη εξειδίκευση» του νέου καπιταλισμού είναι η προθυμία ν’ αφήνεις τις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις του εξωτερικού κόσμου να καθορίζουν την εσωτερική δομή (των εταιρειών, τώρα και του δημοσίου). Συναντά στην καθημερινότητά του υπηρεσιακά προβλήματα που αφήνονται για την επίλυσή τους στις κατώτερες βαθμίδες, σε βαθμό εξάντλησης. Συγκέντρωση χωρίς συγκεντροποίηση! Η διοίκηση ολοένα και περισσότερο μεταβιβάζει τη λειτουργία της στα κάτω μέρη μίας δομής που δεν έχει πια το σχήμα της πυραμίδας, αλλά είναι σπειροειδής. Αυτό βαφτίζεται «απογραφειοκρατικοποίηση». Οι ανώτεροι πάντα δεν ξέρουν και δεν έχουν την ευθύνη. Αυτά μεταβιβάζονται, και μαζί μ’ αυτά και οι αποτυχίες. Ο κατακερματισμός της ευθύνης πανηγυρίζεται ελευθεριακά, όμως ο κ. Κλείτου ξέρει ότι αυτό το πανηγύρι είναι ο άλλος τρόπος για να πεις ότι δεν πρέπει να υπάρχει σχέδιο και σκοπός, που μια γραφειοκρατία οφείλει να υπηρετεί, αλλά, όπως στις εταιρείες, κάθε φορά-κάθε στιγμή τα σχέδια επανεπινοούνται και ανασκευάζονται (ευέλικτος καπιταλισμός).

Να έχεις ιδέες, να προτείνεις και να αναλαμβάνεις ρίσκα. Άλλο ένα σλόγκαν επιτυχίας. Λες και ο δημόσιος μηχανισμός είναι η ABM ή η Microsoft, ο κ. Κλείτου πρέπει να παίρνει ρίσκα, άρα να ζει στην ασάφεια και στην αβεβαιότητα. Το άγχος επιτείνεται γι’ αυτόν, καθώς η επίθεση στη γραφειοκρατία και στους περιορισμούς στην οργάνωση ναρκοθετεί τον ισομερή καταμερισμό του πλούτου: πλέον εκείνοι που μπορούν ν’ αρπάξουν τα πάντα, απλώς το κάνουν! Είναι υπερβολικός ο κ. Κλείτου. Υπάρχουν οι ομάδες εργασίας, αυτά τα μικρά παραγωγικά κυκλώματα, στα οποία κυριαρχούν οι διαπροσωπικές δεξιότητες, η επικοινωνία και η προσαρμοστικότητα. Δεν υπάρχει πλέον χώρος για τη συσσωρευμένη πείρα των «παλαιών», δεν ενδιαφέρουν οι εξειδικευμένες πληροφορίες, το μόνο που έχει σημασία είναι «να μην αφήνεις να σου προσάπτουν τίποτα». Είναι υπερβολικός ο κ. Κλείτου. Ζει σ’ έναν τύπο εξουσίας που είναι χωρίς κύρος: όταν οι υπάλληλοι έχουν την ανάγκη να δικαιολογηθούν, δεν υπάρχει κανείς ανώτερος ν’ απαντήσει. Ο θεός του Καλβίνου έχει φύγει (μαζί με τον Weber). Είναι υπερβολικός ο κ. Κλείτου. Aπλώς, πρέπει να αποστασιοποιείται, να είναι καλός ομαδικός παίχτης, να συλλαμβάνει το άμεσο καθήκον, και να μην εμπλέκεται σε μηχανορραφίες και αντιζηλίες. Δεν του ζητείται τίποτε άλλο.

Όμως, ας μην τον αδικούμε. Είναι παλιομοδίτης. Ο φιλόσοφος Paul Ricoeur έλεγε «όταν κάποιος υπολογίζει σ’ εμένα, είμαι υπόλογος για τις πράξεις μου ενώπιον κάποιου άλλου». Ο φιλόσοφος υποστηρίζει ότι μπορούμε να συμμορφωνόμαστε μ’ αυτόν τον κανόνα μόνο αν φανταζόμαστε συνεχώς ότι κάποιος παρακολουθεί όλα όσα κάνουμε και λέμε και επιπλέον αυτός ο μάρτυρας δεν είναι παθητικός παρατηρητής, αλλά κάποιος που στηρίζεται σ’ εμάς. Για να είμαστε αξιόπιστοι, πρέπει να νιώθουμε ότι κάποιος μάς έχει ανάγκη. Ποιος έχει πλέον ανάγκη τον κ. Κλείτου, για να είναι αξιόπιστος; To σύστημα εκπέμπει αδιαφορία. Οι αγορές κυριαρχούν, τα πάντα αλλάζουν κάθε στιγμή, ανασχεδιάζονται οι επιχειρήσεις και οι εργάτες είναι αναλώσιμοι. Φευγαλέες υπάρξεις. Σκιώδεις δημόσιοι υπάλληλοι. Δεν έχει σημασία ο κ. Κλείτου, ούτε για τον ίδιο του τον εαυτό.

Οι ύμνοι στην ανεξαρτησία και στην αυτονομία, οι προωθημένες απόψεις για ευέλικτα ωράρια και μικρό αλλά ευέλικτο κράτος, γεννούν το αίσθημα του ευάλωτου. Ο κ. Κλείτου δεν εμπιστεύεται πλέον κανέναν, διότι προϋπόθεση για να εμπιστευθείς είναι να μην αισθάνεσαι ευάλωτος. Ο κ. Κλείτου είχε φίλους σαν αυτόν. Δεν τους εμπιστεύεται πλέον και δεν τον εμπιστεύονται. Ζουν στο ρευστό πεδίο του μοντάζ και του συμφύρματος, αυτό το πεδίο δεν έχει γραμμική αφήγηση, δεν συνενώνει κομμάτια σ’ ένα σχέδιο, δεν έχει όραμα, δεν δημιουργεί «χαρακτήρες» (δηλαδή φιλίες, δηλαδή συγκρούσεις).

Ο καθένας είναι πια ελεύθερος να επανεπινοεί τον εαυτό του! Φτωχέ κ. Κλείτου!!



MANΩΛΗΣ ΒΑΡΔΗΣ
 
ΠΗΓΗ: www.democracycrisis.com




6/5/11

Ένα ποίημα της Ιωάννας Γαλανάκη

6.5.2011

ΙΩΑΝΝΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Χωρίς όνομα

Όταν περπατούσαμε στο μόλο με τις διάβροχες πέτρες
πέρα από τις πολεμίστρες, στο κάστρο του νερού,
στιλπνή ελπίδα ένα δελφίνι αναπήδησε και πέτρωσε
έμβλημα πάνω από τη δυτική σου πύλη.

Ύστερα ανέβηκες στο δώμα και είδες το πλοίο με το
μαύρο πανί να επιστρέφει.
Έπεσες μέσα μου για να πεθάνεις.

Το πέλαγό μου δεν πήρε το όνομά σου.

(εκ της συλλογής "Αραδήν", 2010, εκδ. Publibook)

..................................................................................

Τα ερωτηματικά του αναγνώστη:

Όταν περπατούσαμε στο μόλο με τις διάβροχες πέτρες
Πλάθεται εδώ μια εικόνα παρα-θαλάσσια, σε μια ολιγόστιχη ποιητική αφήγηση η οποία μάλλον ξεκινάει από μια πραγματική εμπειρία και περνάει στη συνέχεια στη σφαίρα του φανταστικού ή του ονειρικού. Το ''περπατούσαμε'' ίσως απαιτεί τη συνοδεία, και αυτός ο συνοδός θα μπορούσε να είναι μια ερωτική μορφή. Παρακάτω εξάλλου η ποιητική αφηγήτρια χρησιμοποιεί το β΄ πρόσωπο, το ερωτικό. Η εικόνα υποβάλλει την ιδέα μιας γαλήνιας συνύπαρξης ή ''σύμπτωσης'' δίπλα στη θάλασσα. Το επίθετο ''διάβροχος'' προκαλεί ένα αίσθημα έκπληξης, καθώς συνηθέστατα χρησιμοποιείται στη γλώσσα μας το αντίθετό του. Θάλασσα λοιπόν, πέτρες και ίσως ίσως δύο συμπορευόμενες ή συναντώμενες μορφές.
πέρα από τις πολεμίστρες, στο κάστρο του νερού,
Η κάμερα ''ανοίγει'' και βλέπουμε και άλλα στοιχεία της εικόνας. Οι πολεμίστρες μάς παραπέμπουν σε κτίσμα-μνημείο, φρούριο, καστροπολιτεία, το κάστρο του νερού. Είναι όπως λέγεται στην έκδοση οι Κούλες Ηρακλείου, το ''Κάστρο του νερού''. Το ενετικό φρούριο Κούλες δεσπόζει στην είσοδο του ενετικού λιμανιού στο Ηράκλειο. Οι Ενετοί μαθαίνουμε το αποκαλούσαν "Φρούριο στη Θάλασσα" (Castello a Mare ή Rocca a Mare), αλλά διατηρεί την τούρκικη ονομασία του, Κούλες, από το Su Kulesi. Είναι από τα πιο οικεία και αγαπημένα μνημεία της πόλης, σύμβολο του Ηρακλείου. Με τη γνώση αυτή επιστρέφουμε στον α΄ στίχο και αντιλαμβανόμαστε πλέον τον τόπο του περιπάτου των ας πούμε δύο μορφών, εάν βέβαια πρόκειται για συνύπαρξη, διότι κατά το περπάτημα στο μόλο μπορεί να διασταυρώνονται και τα βήματα ανθρώπων με διαφορετική προέλευση αλλά ίσως, μοιραία, με κοινό προορισμό. Τώρα καταλαβαίνουμε ότι οι διάβροχες πέτρες συνδέονται με το κάστρο, το οποίο πολιορκεί η γλώσσα της θάλασσας, ή όπως δείχνει η φωτογραφία παρακάτω αγκαλιάζει τη γλώσσα του μόλου η θάλασσα.




στιλπνή ελπίδα ένα δελφίνι αναπήδησε και πέτρωσε
Κάπου ο Ελύτης αν θυμάμαι καλά μιλάει για την ξαφνική ανάδυση ενός δελφινιού και να'ναι η ώρα... Η ποιήτρια παίζει ωραιότατα με τις συνηχήσεις: στι-λπ-νή ε-λπ-ίδα / ε-λπίδα έ-να / στιλπ-νή έ-να / ε-λπίδα δ-ελφίνι, σαν να λέμε ελφίνι ή δελπίδα κ.λπ. Η αναπήδηση του δελφινιού μπορεί να εγγράφεται εδώ ως πραγματική εικόνα - ωστόσο, το ''πέτρωμα'' της εν λόγω εικόνας λαμβάνει διάφορες ερμηνευτικές διαστάσεις: ίσως πέτρωσε η εικόνα με την έννοια της ακέραιας και άσβεστης μνήμης / ίσως πέτρωσε η εικόνα πάνω στις διάβροχες πέτρες και στο κάστρο / ίσως πέτρωσε η εικόνα με την έννοια μιας ακινησίας, δηλαδή πρόκειται για μιαν εικόνα σε λήθαργο, μια ωραία κοιμωμένη εικόνα του υποσυνειδήτου ή της νωχελικής περιοχής της μνήμης. Για μιαν ελπίδα τελικά γίνεται λόγος, για μιαν αλλαγή, μιαν αισιόδοξη μεταβολή όπως σε ξαφνιάζει η ξαφνική αναπήδηση του δελφινιού.
έμβλημα πάνω από τη δυτική σου πύλη.
Το ''σου'' και το ''δυτικός'' και το ''πύλη'' μάς συνδέουν με το κάστρο, ενώ παρακάτω το β΄ πρόσωπο ίσως πηγαίνει πάλι σε πρόσωπο. Με ποιον συνομιλεί τελικά η ποιήτρια; Με κάποιο πρόσωπο-συνοδό όπως είπαμε πρωτύτερα; με το κάστρο; Ή υπάρχει κάποιος άλλος συνομιλητής; Ή μπερδεύονται στο ίδιο ποίημα διάφοροι συνομιλητές; Το δελφίνι πετάγεται μπρος στα μάτια της και μήπως την ίδια στιγμή είναι χαραγμένο και πάνω στο σώμα του κάστρου; Δηλαδή το ζωντανό δελφίνι ''ανταμώνει'' με το πετρωμένο δελφίνι; όπως δηλαδή το παρόν με το παρελθόν;
Ύστερα ανέβηκες στο δώμα και είδες το πλοίο με το
Εδώ μάλλον ένα πρόσωπο ανεβαίνει στο δώμα, εκτός κι αν η ποιήτρια ομιλεί εις εαυτόν. Η εικόνα είναι η απόλαυση των θαλάσσιων σκηνών, με αποκορύφωμα την έλευση ή την αποχώρηση του πλοίου. Ποιος έρχεται; ποιος αναχωρεί; ποιος περιμένει ποιον; ποιος αποχαιρετά ποιον; Κι αυτό το πλοίο όντως υπήρξε; 'Η μας πηγαίνει στο μύθο; Διαβάζουμε σε μιαν εγκυκλοπαίδεια:
"...Πριν την αναχώρηση, Αιγέας και Θησέας είχαν συμφωνήσει ότι ο δεύτερος θα σήκωνε τα λευκά πανιά αν ολοκλήρωνε με επιτυχία την αποστολή, αλλιώς οι σύντροφοί του θα άφηναν τα μαύρα, με τα οποία είχαν αναχωρήσει σε ένδειξη πένθους. Εξαιτίας όμως ίσως κάποιας κατάρας της Αριάδνης (την Αριανδη την παράτησε στην Ναξο), κανένας δεν θυμήθηκε να αλλάξει τα πανιά. Ο Αιγέας βλέποντας το πλοίο να φθάνει με μαύρα πανιά από το ακρωτήριο Σούνιο, αυτοκτόνησε από την απελπισία του πέφτοντας κάτω από το βράχο, δίνοντας έτσι στο Αιγαίο Πέλαγος το όνομά του. Βέβαια η λογικότερη εκδοχή τοποθετεί αλλού το σημείο παρατηρήσεως, αφού θα ήταν δύσκολο ο Αιγεύς να βρίσκεται συνεχώς επί εβδομάδες σε τόσο μακρινό (για την εποχή) σημείο όπως το Σούνιο έχοντας παρατήσει τα βασιλικά του καθήκοντα περιμένοντας τον Θησέα: έτσι λοιπόν, ο Αιγέας έβλεπε προς τη θάλασσα από το ναό της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη, όπου υπήρχε πύργος. Βλέποντας το πλοίο να επιστρέφει με μαύρα πανιά, έπεσε από τον πύργο και σκοτώθηκε. Στη θέση που έπεσε οι Αθηναίοι ίδρυσαν ένα μικρό φερώνυμο ιερό, το Αιγείον, που το κατέγραψε ο Παυσανίας ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη. Μόλις ο Θησέας επέστρεψε στην Αθήνα, οι Αθηναίοι εόρτασαν το γυρισμό του και τη νίκη του, που τους λύτρωσε από τον τρομερό φόρο, και τον ανακήρυξαν αμέσως βασιλιά τους".



Μήπως λοιπόν ο μύθος εδώ είναι γεωγραφικά αντεστραμμένος; και αντί των Αθηνών ως τόπου άφιξης είναι η Κρήτη το σημείο της άφιξης του καραβιού;

μαύρο πανί να επιστρέφει. Βλέπε τα προηγούμενα. Η τραγωδία όπως θυμόμαστε μπορεί κάλλιστα να προκύψει από μια παρεξήγηση, ή παρανόηση, ή άγνοια.

Έπεσες μέσα μου για να πεθάνεις.
Όπως ο Αιγέας έπεσε δηλαδή ας πούμε από τον βράχο στη θάλασσα. Και προσέξτε, έδωσε το όνομά του στο πέλαγος. Συνδέστε το αυτό με τον τίτλο του ποιήματος, Χωρίς όνομα.
Τα σημάδια και η απελπισία, το προανάκρουσμα του θανάτου. Το δελφίνι-ελπίδα και το πλοίο-μαύρο πανί. Από το γαλάζιο στο μαύρο. Ποιος είναι αυτός που αποφασίζει ή σκοπεύει να πεθάνει; Και εάν δύο είναι μαζί πάνω στο δώμα, ο θάνατος του ενός τον οδηγεί μέσα στην βαθιά αγκαλιά, τα ''μέσα'' του άλλου; Η αγκαλιά του άλλου είναι ο βυθός, ο κρημνός του βράχου; το ιδανικό καταφύγιο; βρίσκει σωτηρία αυτός που πεθαίνει στα ''μέσα'' του άλλου; Ή ο άλλος είναι η ίδια η θάλασσα που ''παίρνει'' και τον μυθικό ήρωα εάν δεχτούμε τη μυθική παραπάνω εκδοχή; Η ένωση των δύο πάντως φαίνεται να είναι λυτρωτική - ανακουφιστική, σαν να λέμε ο έρωτας που υποδέχεται τον θάνατο.
Το πέλαγό μου δεν πήρε το όνομά σου.
Από τον στίχο αυτόν καταλαβαίνουμε τελικά ότι ο άλλος ή η άλλη, η υποδοχεύς, ήταν η θάλασσα, το πέλαγος. Μέσα στο οποίο θυσιάζεται ο αυτόχειρ, χωρίς όμως καμία τιμή, καμία αναγνώριση ονόματος, εάν εξακολουθήσουμε να περπατάμε πάνω στο μόλο της ίδιας μυθικής εκδοχής. Πάντως, αυτός ο τελευταίος στίχος δημιουργεί το αίσθημα ενός άδοξου τέλους, μιας αποτυχίας, όταν ίσως δύο άνθρωποι έχουν ξεμακρύνει χρονικά τόσο πολύ ο ένας από τον άλλον, και ειδικά όταν ο ένας εξ αυτών έχει βυθιστεί σε παλαιά πελάγη. Μοιάζει τελικά η ποιήτρια να ανασέρνει εδώ μια μνήμη από το πέλαγος, το δικό της ή το κοινό, μια μνήμη νοσταλγική και ίσως πικρή, που είναι και ένας άλλος δρόμος ζωής που από μιαν επιλογή ή ένα λάθος ή μια παρανόηση έκλεισε οριστικά στο βαθύ παρελθόν.

Συμπληρώστε εδώ τις δικές σας αναγνωστικές απορίες.








Ναταλία Μελά

6.5.2011

 Στο εργαστήριό της δούλευε με έναν οξυγονοκολλητή/συγκολλητή κ.λπ., τον Τάσο, ρωμαλέο και πολυτεχνίτη (και κρυφο-γλύπτη, όπως έδειξαν οι φωτογραφίες του κινητού του). Την ώρα που εισήλθαμε ο Τάσος έβαφε ένα περιστέρι με μεγάλες πλατιές πινελιές, πιτσούνι μεγαλομέγεθες με σώμα πήλινο κανάτι και φτερά κεραμιδένια, στερεωμένα πάνω σε δυο πλευρικούς σιδερένιους άξονες. Θα ανοίξουν τα μάτια των επισκεπτών όταν το δουν σε κάποια γκαλερί της Σκουφά. Καθόταν στην καρέκλα του καλλιτέχνη. Ρωτούσαμε απαντούσε. Κάποια στιγμή κάπνισε και ένα πουράκι. Όταν ο λόγος βγαίνει αργός, είναι λιτός και προσπαθεί να συμπυκνώσει στα ολίγα τα βασικά διδάγματα και τις ουσίες της ζωής, τότε το βλέμμα ας αρκεστεί στον λόγο των ίδιων των έργων. Να σε ξυπνήσει κοκοράκι να σε τρυπήσει κατσικάκι, ο Προμηθέας είν' δεσμώτης τον προσκυνά η ανθρωπότης. Το μάρμαρο έρχεται άμορφο, μια μάζα, ένας όγκος, και ή δουλεύεται κατευθείαν είτε κατόπιν επεξεργασίας από μαρμαροτεχνίτη, κάποιον από εκείνους που εργάζονται πάνω ή δίπλα στην οδό Αναπαύσεως. Ο χαλκός μια χρυσίζουσα πλάκα, κόβεται εύκολα και κολλιέται. Μεγάλα τα βάρη των έργων, ασύλληπτα τα πολλά μηνύματά τους, οι συμβολισμοί τους, άπιαστος ο αριθμός των εργατοωρών των ανθρώπων της τέχνης, πάνω στο τραπέζι ή πάνω στα σκαλιά για να ''χτυπήσουν'' το κεφάλι.
(Εσείς τι σκέφτεστε δηλαδή όταν βλέπετε έναν κόκορα; Τη μάχη των δύο φύλων; το ημερήσιο κάλεσμα της Δημιουργίας; την αιώνια αναπαραγωγή των όντων που βουτάνε τυφλά και ακούσια στη θάλασσα της ζωής; Ή το εξώφυλλο στο "Η Άνδρος του Ανδρέα Εμπειρίκου";)
 Εάν σκεφτούμε ότι η έκδοση της Εκδοτικής Αθηνών γύρω από τη Μυθολογία αποτελείται από 5 τόμους, τότε και τα... εγγόνια της γλύπτριας (που νομίζω ότι είναι μαθηματικοί, ο γιος πάντως αρχιτέκτων και η κόρη επίσης καλλιτέχνις) θα αποθεώνουν τα πανάρχαια όντα, ατελείωτα γενεαλογικά δέντρα, γάμοι και ενώσεις, θεοί και ήρωες, σε κάθε γωνιά ή εσχατιά της Ελλάδος ''ζεις τον μύθο σου", με μια μοίρα παλιά (κι όχι με μπίρα ξανθιά, όπως θέλει η διαφήμιση). "Ο μύθος είναι πιο αληθινός από την ιστορία", θα ξαναπεί. (Την ακούω να επαναλαμβάνει σταθερά, λόγια κομμένα από συνεντεύξεις, μα η ζωή είναι τελικά μία, άμα ήσουν στου Απάρτη, χίλιες φορές θα το πεις.) Είναι βλέπεις και το διαχρονικό ταξίδι του μύθου που τον καθιστά πάντοτε επίκαιρο. Ας πούμε ο Ησίοδος μάς λέει ότι από το Χρυσό Γένος πάμε στο Σιδηρό, δηλαδή από την άνετη στην άγρια ζωή. Το ακούς αυτό και λες πως ναι, σήμερα κυβερνά τον κόσμο αυτό το άγριο βλέμμα, η βαρβαρότητα της ένδειας, είσαι άνεργος θα σε τρώγει το ημίφως είσαι άστεγος θα κουκουλώνεσαι με χαρτόνια είσαι χρεωμένος θα δώσεις το κορμί σου. Πού η νεότερη σεισάχθεια του Σόλωνα; Πουτάνες με ωραία γιλέκα καταντήσαμε, απλώς δεν βάζουμε ταμπέλα στο μανίκι ούτε ροζ φωτάκι στην παράγκα.
Τέλος πάντων, ήθελα να ρωτήσω και για την αυτοκτονία του Άρη, κάπως δείλιαζα. Τελικά την ανάγκασα φαίνεται να πει με σκυμμένο κάπως το βλέμμα, θύμηση κακιά ("μας τάραξε όλους"), πως "τελευταία δεν ήταν καλά" και κάτι για ''παράκρουση". Οι αυτοκτονίες γίνονται τα αινίγματα της ψυχής. Όλοι αυτοί οι Καρυωτάκηδες. Αλλά και αυτός που έψαχνε για κάποια δευτερόλεπτα η γλύπτρια να βρει το όνομά του, που ''τελείωσε'' βρε τη ζωή του στο Σκαραμαγκά, που έχει γράψει "Το ελληνικό φως", καλέ πέστε τον... Ο Περικλής Γιαννόπουλος, "έχω διαβάσει όλο το έργο του". 
Είχα δει και μια εκπομπή του Παρασκηνίου, 2001, "Με εργοδότη τη ζωή". Εκεί μιλούσε τι ωραία τραγουδιστικά η Ελένη, πες την Νίτσα Κωνσταντινίδη, αδελφή του Άρη. Μου αρέσει μια σκηνή όπου κουτσαίνοντας, "έχω κι ένα σίδερο στο πόδι", πάει να ανέβει μια σκάλα εξωτερική σιδερένια φιδογυριστή, την οποία προσέθεσε με το ζόρι στο σπίτι της Αίγινας ο Άρης (ακούς εκεί στο σφυρί το σπίτι Μόραλη! δώσε 1.000.000 ευρώ και το παίρνεις) γιατί δεν ταίριαζε στις αρχές του. Συγχωρεμένη πλέον κι αυτή όπως και η άλλη η αδελφή η Ηρώ, γυναίκες άλλης Ελλάδας, που βάζανε το ψωμί πάνω στην άμμο και το κάτουρο για το δήγμα της μέλισσας, σε κλαίω πατέρα 8 του Μαγιού που τα' λεγες. 
Διάβαζα και το βιβλίο του Άρη "Αμαρτωλοί και κλέφτες" (από Άγρα) και είμαι στη σελίδα 37, όπου ο Άρης ''πιάνει'' έναν άλλο εκπρόσωπο του μεταμοντερνισμού, τον Τζέιμς Στίρλινγκ, και ''εκθειάζει'' με το σκώμμα και την ειρωνεία τα ''παραστρατήματά'' του, αφού έχει μιλήσει προηγουμένως για ψεύτικη αρχιτεκτονική, για κλοπή της αρχαιότητας, για κτίσματα που σε κάνουν να νιώθεις απαξιωμένο μυρμήγκι, για χτήρια-χτικιά που εγκληματούν εις βάρος του σώματος, του πνεύματος, της ψυχής. Στην εκπομπή του Παρασκηνίου θα δείτε το σπίτι της Αναβύσσου, της Αίγινας, των Σπετσών το δικό του, το "Ξενία" της Μυκόνου και ξεναγός ένας Κύπριος επιχειρηματίας που τον λένε Λούη, αν δεν κάνω λάθος. Παίρνουμε το μήνυμα ότι το σπίτι είναι ''δοχείον ζωής'' και ότι εάν θες να μάθεις πού οφείλεται η δυστυχία του κόσμου και η έλλειψη χαράς δες τα κτήρια που σε περιβάλλουν: τα σκεπτόμουνα αυτά όλα χθες το πρωί σε έναν στενό ανήλιαγο διάδρομο του κτίσματος της ΙΗ΄ ΔΟΥ Αθηνών περιμένοντας στην ουρά για να καταθέσω τη δήλωσή μου, άντε μετά να δεις χαρούμενο υπάλληλο μέσα σε αυτές τις εργατικές κατακόμβες.



Τελικά κάπως ξεχαστήκαμε με την κουβέντα κι ο Τάσος τής λέει ότι έχουν έλθει να την πάρουν. Δίνει μια φουριόζα και σηκώνεται από τον θρόνο. Πενήντα κεφάλια τη χαιρετούν κι από πάνω ένα ελενίτ πείθει ότι άμα γνωρίζεις μιαν επιστήμη μπορείς να κάνεις ακόμη και στην ύπαιθρο θαύματα, η γνώση κουβαλιέται παντού, ακόμη και με τρίκυκλο. Βαριά η πόρτα του εργαστηρίου θα πέσει σαν μαρμάρινη πλάκα και το θαμπό φως της ογδόης απογευματινής θα κλείσει τα μάτια των αγαλμάτων, θα κυκλώσει σαν μαύρος χιτώνας τον μέλανα κόκορα με φτερά σαν ανεμόδαρτα λέπια. Ενώ τα εκατοντάδες σκονισμένα εργαλεία θα γυρίσουν μπρούμυτα για να ξαποστάσουν λιγάκι. Αυτό το πολύπαθο καλέμι θα ήθελα μονάχα να δω, αυτό που χτίζει τους μηρούς και πλάθει τους βραχίονες πολεμιστάδες μυτερούς κι "αγνώστους Βησσαρίωνες".

Υ.Γ.: Στη χθεσινή συνάντηση έλαβαν μέρος κατά σειρά εμφανίσεως οι Ηλέκτρα Δεμοίρου, Αλεξάνδρα Παναγή, Μάρω Τσίκα, Ιωάννα Γαλανάκη και Αγγελική Γιώτη.

2/5/11

Χρήστος Τσίτος ο Γεραμανικός

2.5.2011

Καθόμαστε χθες το απόγευμα στο Ουζερί του Μήτσου στο Χαλάνδρι, ένα μικρόστενο ουζερί, ορθογώνιο μα και ενωτικό. Η Ναυσικά Γεραμάνη, σύζυγος του Πάνου Γεραμάνη, μαζί με την αδελφή της και φίλες και συνεργάτιδες έφτιαχναν έναν ωραίο μπουφέ, με τυριά, φασόλια, κεφτεδάκια, κρασί, ντολμαδάκια κ.λπ. Ήλθε στο τραπέζι η Ναυσικά και την γνωρίσαμε. Καταγομένη από την Αγιά Πάργας, τον τελευταίο σταθμό του Πάνου, την άνοιξη του 2005, συνταξιούχος πλέον καθηγήτρια του ΤΕΙ Αθήνας, Τμήματος Επισκεπτών Υγείας. Με τα μαλλιά της καστανά να πέφτουνε σαν κύματα πάνω στο μέτωπο και ζωηροφρυδάτη, ηγετική η μορφή της, και στα μάτια η επιγραφή ότι έχει πλέον βυθιστεί μέσα της ο μεγάλος πόνος του χαμού και ότι έδωσε θέση και στη μεταθανάτια μοναξιά, που δύσκολα την ανέχεσαι. Έμενε μια θέση κενή στο τραπέζι, η Αλεξάνδρα κοιτούσε προς την πλατεία και η Ιωάννα προς το εσωτερικό του μαγαζιού. Ήλθε λοιπόν και κάθισε ο Χρήστος Τσίτος, η νέα γνωριμία μας, ένας άνθρωπος που ξέρει με ένταση να ζει τη ζωή και λέει ''ναι'' σε όλα. Είπε, είπε, και τι δεν μας είπε, μια νταμιζάνα λόγια και κρασί απίθωσε στο τραπέζι. Με την καταγωγή του από τους Φιλιάτες Θεσπρωτίας, αρτοποιός από τα 10, έχει ψήσει... Και ύστερα από τη δουλειά, στους ναούς του λαϊκού τραγουδιού, έτσι τον φαντάζομαι από τις χθεσινές του διηγήσεις, να στήνει ένα αυτί απόλυτης αφιέρωσης. ''Τότε βγαίναμε κάθε μέρα έξω'', λέει. Έχει, δε, φτιάξει ένα ογκωδέστατο αρχείο Γεραμάνη, ''κούτες ολόκληρες ως απάνω'', με εφημερίδες σε σειρά, κι έχει στήσει την παγίδα του για να πιάσει κάτι για τον Πάνο, θες παρουσία είναι αυτή θες λόγος θες ανάμνηση. "Έχω γύρω στις 1.200 κασέτες από την εκπομπή του Πάνου.




Ο Πάνος ήταν για μένα πατέρας, αδελφός, η ζωή μου. Τον γνώρισα το 1981 και από τότε έγινα μανιώδης συλλέκτης του. Είχαμε βγει και ορισμένες φορές σε όλα αυτά τα χρόνια ως τη φυγή του. Εάν δεν μπορούσα να γράψω την εκπομπή το απόγευμα, την έγραφα τη νύχτα", λέει. Μέσα στο 4ωρο περίπου της συνομιλίας μας, έτοιμος να σου δώσει τη σοφή απάντηση για όλα τα θέματα: από την υγιεινή των... άρτων έως τους παλιούς ρεμπέτες, τον τρόπο με τον οποίον ανέβηκαν ψηλά οι δοξασμένοι αστέρες της μουσικής σκηνής, τα αθηναϊκά και ίσως ακόμη λειτουργούντα κουτούκια στις συνοικίες. "Φάγαμε στη μουσική όλη την περιουσία μας. 500-600 χιλιάδες. Άλλοι έχτισαν πολυκατοικίες κι εμείς πήραμε μέσα μας όλες τις φωνές του πάλκου", λέει συμπληρωματικά. Και γελούν τα πρασινογάλαζα μάτια του. Κάποια στιγμή πέφτει στο τραπέζι το όνομα Καίτη Ντάλη. Σηκώνει το κινητό και σε 5 δεύτερα συνομιλεί μαζί της. "Πού; Στο ''Ρεπορτάζ''; Και γιατί δεν με ειδοποίησες βρε παιδί μου ότι είσαι εκεί;" κ.λπ. Μια παράξενη και ασυνήθιστη οικειότητα μεταξύ αυτού του απλού και ταπεινού επαγγελματία που περιμένει εδώ και ορισμένους μήνες τη σύνταξή του και της πασίγνωστης ''αποσυρμένης'' αοιδού. Είπε και τι δεν είπε, για τα κυκλώματα, τις ''κόκες'', τις δια...φυλικές σχέσεις με τις οποίες εκτοξεύεσαι στον μουσικό γαλαξία. Παραδέχεται ολίγα από τα σημερινά ονόματα, και αποθεώνει τη Βιτάλη.

Η ώρα έχει περάσει. Η Ιωάννα τώρα, σκέφτομαι οδηγώντας επιστρέφοντας, θα είναι χωμένη στα εκατοντάδες γραπτά της, η Αλεξάνδρα θα περιπατεί σαν Αμαζόνα γυρνώντας στο σπίτι, κι ο Χρήστος θα σέρνει κανέναν ζεϊμπέκικο χορό. Στα χείλη και στον νου η φλόγα των τραγουδιών των Αθανάτων, τα λερωμένα, τα άπλυτα... και, ουπς, να'μαι κι εγώ στη βάση μου, στην πλατεία Πλυτά.

Θα τα ξαναπούμε, Χρήστο, στη ναυαγισμένη Δύστο.

Π.Χ.

1/5/11

Προετοιμασία γάμου

1.5.2011

(...καθώς κουβεντιάζουμε για τους επικείμενους γάμους μας...)

- Παιδί μου, μόνο παιδεύεσαι -
πώς και δεν παντρεύεσαι;
- Μπαμπά μου, τεμπελιάζω,
διστάζω και δειλιάζω.
Εξάλλου, κορίτσια έξαλλα
μυαλά είναι κουραφέξαλα.
- Εγώ σου έχω νύφη
που γοητεύει... πλήθη.
- Κατάλαβα, έχει ήθος
ψηλό - μα δίχως στήθος.
- Δες τηνα πρώτα και μου λες...
- Μην έχει μυστικές... ουλές.
- Είναι καλή νοικοκυρά...
- ...και έχει χρήμα με ουρά;
- Στάσου, θα σου δώσει προίκα...
- Έχω ψάξει κι άλλη βρήκα.
- Λες αλήθεια, και πώς μοιάζει;
- Ίδια ο Αλμπέρτο Εσκενάζυ.
- Έχει χάρη, έχει νάζι;
- Κι ένα σπίτι στο Μπουρνάζι.
- Και τι επαγγέλλεται;
- Ποιος ξέρει τι του... μέλλεται;
- Άνεργη είναι, δεν δουλεύει;
- Πώς. Στα κανάλια μαγειρεύει.
- Δηλαδή ΤιΒι-Περσόνα;
- Στύβει μήλα... μια κασόνα.
- Τακτικά, θέρος χειμώνα;
- Αν δεν πάει στην Ελασσόνα.
- Έχει χτήματα εκεί πέρα;
- Εκπομπή, που ψάχνεις βέρα.
- Α, αγρότης μόνος ψάχνει...
- Μες στο πούσι και στην πάχνη.
- Ωραίο μεροκάματο...
- Ό,τι σου κάτσει γάμα το.
- Κι οι γονείς της είναι... σόι;
- Ο πατέρας στη βεράντα
 κι η μητέρα στο... κατώι.
- Ευτυχείς και χωρισμένοι;
- Όπως λεν, "ευτυ-χεσμένοι".
- Το πρωί ψήνει καφέ;
- Και ποτίζει κατιφέ.
- Σιδερώνει πουκαμίσες;
- Καθαρίζει και τις πίσσες!
- Κάθε πόσο πλένει τζάμια;
- Όσο υφαίνει κάποιος χράμια.
- Συμπαθής στις διαστάσεις;
- Στο κρεβάτι... κάνει στάσεις.
- Ε, μα τότε είναι λαχείο!
- Σα μαστίχα από τη Χίο.
- Εξαιρετική ποιότης!
- Να την πίνει κάθε πότης.
- Πάνε κάτω τα φαρμάκια!
- Αν σε βρει σε κάνει... μάκια.
- ''Σβήνω'' τότε τη δικιά μου.
- Μα δεν είδε... τα βρακιά μου.
- Δηλαδή; σ' ενδιαφέρει;
- Δεύτερο αν δεν είναι χέρι.
- Σου'πα, εδώ διαλέγεις ήθος.
- ...και προσθέτεις λίγο στήθος.
- Μην τα θέλουμε και όλα!
- Θέλεις... άλλα; Στην καριόλα!
- Παίρνεις κόρη από σπίτι.
- Και ΄΄τσιμπάς΄΄ σαν το σπουργίτι.
- Βρες μου εσύ το ιδανικό.
- Δίνεται, μα... δανεικό.
- Γδύνεται σαν πορνικό.
- Μού'ρθε τώρα μια ιδέα!
- Δεν πιστεύω να'ν' χυδαία.
- Θα τις πάρω... και τις δυο.
- Να σ' τα κάνουν ρημαδιό...
- Σα δοχεία συγκοινωνούντα.
- ...μη φρακάρουν στον πλακούντα.
- Η ΄΄δικιά σου΄΄ στο σαλόνι
σεβαστή σαν πορσελάνη
και αυτή να με κ...ώνει
με αργκό απ΄ το λιμάνι.
- Θα τα κάνεις θάλασσα.
- Εσύ φέρνεις τη χάλαζα.
- Δεν σε είδα, δεν σε ξέρω
θα με φαρμακώσεις γέρο
παραιτούμαι ως πατέρας
δεν μου πρέπει τέτοιο... γέρας.
- Μια στιγμή...
η μαμά απ' το σπίτι ΄΄λείπει΄΄
κι έχεις πια κολλήσει... λύπη -
θέλεις ΄΄συνιδιοκτήτη΄΄
να σε βάλω μες στο σπίτι;
- Δηλαδή να... παντρευτώ;
(Γκλουκ!)
Κάτσε πρώτα... να ρευτώ!
Τι μου λες ωρέ κατάπτυστε,
άσωτε και ανερμάτιστε;
- Δύο θα'ν' τα θηλυκά
δύο και τ' αρσενικά -
κάθε πίκρα θα ξεχάσεις
κι... αξεχάστως θα περάσεις.
- Και της μάνας σου η μνήμη;
- Κότσαρέ τηνε στην... κνήμη.
Θα' μαστε ξανά... Τριάδα.
- Πες μου κι άλλη μια κρυάδα.
- Κι όταν θα  φυσάει ρεύμα
θα'ρχεται σαν Άγιο Πνεύμα
θα Επιβλέπει τον Πατέρα
θα Επιπλήττει τον Υιό
θα Ενσκήπτει με... μαχαίρα
και θα Ενθέτει... και τις δυο.

Και με νέα αναχώρηση
θα τους κάνει... επιθεώρηση!
"- Είν' οι γόβες γυαλισμένες;"
"- Είν' οι σόλες σκονισμένες!"
"- Και τι κάνει η... υπηρεσία;"
                (...)
- Στο κρεβάτι... ικεσία (!).


..............................................
- Πιάστε τους Μάηδες...
- Και τους χαραμοφάηδες!


Πέτρος Χριστοφιλίδης

Γκράφιτο - Graffito

1.5.2011

Είχε εξαφθεί φαίνεται η σατιρική φαντασία του Παύλου Μάτεσι από καιρόν και τα γεγονότα των Δεκεμβριανών (2008) ήταν η αφορμή για να υψωθεί σαν τεράστια φλόγα στον αττικό ουρανό το "Graffito". Το εναρκτήριο γεγονός της ιστορίας είναι ένας αστικός λοιμός, που θυμίζει (ιστορικά) τον αρχαιοελληνικό και ο οποίος συλλαμβάνει τους εθνοπατέρες εν ώρα συνεδρίασης. Ο ένας μετά τον άλλον αφήνουν την τελευταία τους πνοή μέσα στο Βουλευτήριο, το οποίο ο συγγραφέας ονομάζει ''χτήριο της Εθνοβουλής", ώστε να πηγαίνει ο νους μας σε χτικιό. Το γεγονός αρχικά εκλαμβάνεται ως ανταρσία και αργότερα ως κίνημα της Βουλής κατά των πολιτών - τελικά με ενέργειες της Αυτοκρατορικής Χωροφυλακής κλείνει με τσιμέντο κάθε οπή της ''καριόλας της Βουλής" (μόνο 2 παραθυράκια της μένουν άχτιστα) και συγκεντρώνονται στην πλατεία της οι ύποπτοι για το γεγονός συγγενείς και συνεργάτες των εθνοπατέρων. Δίνεται διαταγή και καίγεται τόσο το χτήριο όσο και αυτό το πλήθος των ''προνομιούχων'' και μια τεράστια μυρωδιά τσίκνας απλώνεται στο χώρο. Η ιστορία συνεχίζεται με σκηνές σουρεαλιστικές, τρελής και αχαλίνωτης φαντασίας, πίσω από τις γραμμές των οποίων διαβάζουμε πρόσωπα και πράγματα της νεοελληνικής πραγματικότητας: οι βουλευτικές και μετά πτητικού ταλέντου κότες ανέρχονται στη στρατόσφαιρα, η πόλη αδειάζει σιγά σιγά από τους πληγέντες υπό του λοιμού οι οποίοι εξαερώνονται, ενώ από τη σελίδα 53 μπαίνουν στην ιστορία τα χερουβείμ, τα οποία (σελ. 74) σε σχηματισμό ενωμοτίας βρίσκονται ως λαθρομετανάστες αυτοεξορισμένοι στην τάλαινα πρωτεύουσα του Έθνους. Στη συνέχεια, εισέρχονται στην ιστορία διάφοροι άλλοι παράγοντες και στοιχεία (τα καβούρια, μια σέχτα αναρχοαυτόνομων γυναικών με επικεφαλής τη θεια Φωτούλα, το νησί Μέδουσα, που με τα χαρακτηριστικά του θυμίζει την τρυφηλή Μύκονο του εγχώριου πολιτικοοικονομικού μας συστήματος κ.λπ.). Στο τέλος, ο λοιμός μεταλλάσσεται, η πόλη χάνει την πρότερη όψη της, τα χτήριά της πίπτουν και ''γειώνονται", ο πληθυσμός της από 6 εκατομμύρια μετατρέπεται σε ένα κοπάδι διάσπαρτων 6.000 περίπου κατοίκων. Εντωμεταξύ, εκτός από τον λοιμό, και ένας σεισμός έχει μεταβάλει τα δεδομένα: η Βουλή με όποιο νεκρό υλικό έχει σωρευτεί στο χώρο της γίνεται μια τεράστια κουφάλα που βυθίζεται μέσα στη μαύρη γη με κατεύθυνση το άπειρο, ένα χαώδες άπειρο (Βουλή κουφάλα). Οι κότες και τα χερουβείμ που ο συγγραφέας δεν τα αφήνει σε ησυχία κάνουν αντίστροφες πορείες: οι κότες ξεκουμπίζονται από τα ουράνια ενώ τα χερουβείμ ανέρχονται για να βρουν και πάλι τη θέση τους. Στο τέλος, η πόλη υποδέχεται έναν νέο τρόπο ζωής, σχεδόν ειδυλλιακό και βουκολικό, έναν νέο τρόπο ζωής ενός νέου, καινοφανούς πολιτισμού όπου δεν χωρούν ούτε οι κυβερνήσεις, ούτε τα συντάγματα, ούτε οι νόμοι και φυσικά ούτε η Βουλή η φουκαριάρα. Η παλαιά αναρχική θεια Φωτούλα έχει ήδη δώσει τη θέση της σε νέες φράξιες αντικαθεστωτικές, αλλά ο όρος μένει πλέον χωρίς περιεχόμενο, καθώς καθεστώς δεν υπάρχει πλέον.
Ένας ευρηματικός Μάτεσις με μια γλώσσα ευφυέστατη δεν αφήνει τίποτε όρθιο από τα τρέχοντα θέματα της νεοελληνικής πραγματικότητας: το πολιτικό σύστημα, τα προνόμια των βουλευτών, η υπηρεσιοκρατία και υπαλληλοκρατία, η Εκκλησία και οι αρχές της, οι μονές και τα θρησκευτικά δόγματα, οι διπλωμάτες και οι δικαστές, τα επαναστατικά όνειρα των αναρχικών, οι θεσμοί, ο Άγνωστος Στρατιώτης, τα μάρμαρα και τα αγάλματα, το Μακεδονικό ζήτημα, οι γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις, η λάιφ στάιλ πραγματικότητα και ειδικά αυτή που συντίθεται από μόδιστρους, κουνιστούς και άλλα τεκνά, οι μετανάστες, οι θρύλοι για τον Μεγ-αλέξανδρο τον Μακεδόνα, το χτηριακό και πληθυσμιακό πρόβλημα της πρωτεύουσας, που χάνει τελικά την αποκλειστικότητα του τίτλου της από άλλες... κομητείες της επικρατείας... αυτά και άλλα πολλά γίνονται ο στόχος και το θέμα μιας αφήγησης φαιδράς, σαρδόνιας, κοροϊδευτικής, ταιριαστής με τον νεοελληνικό πολτό, αυτόν τον υπέροχο συμφυρμό από βασιλείς και αυλικούς, αστούς κάθε κατηγορίας, ανθρώπους της μόδας, της τέχνης, των Μίντια, όπως βέβαια και από παιδιά του λαού και μεταξύ των άλλων και αναρχόπαιδες νέας κοπής. Έτσι ζούμε εμείς εδώ στην Ελλάδα, ο ένας πλάι στο βασίλειο του άλλου, συνωστισμένοι μέχρι αηδίας, θυμωμένοι και καχύποπτοι. Ευτυχώς, ελέω λοιμού και σεισμού η Αθήνα αραιώνει και ένας νέος πολιτισμός χωρίς τις καθεστωτικές αγκυλώσεις και τις τροχοπέδες τους έρχεται να εγκατασταθεί - φερμένος από τα... όνειρά μας και τη... λογοτεχνική φαντασία.



Ο Μάτεσις ''παίζει'' με ορισμένα επίθετα-βρικόλακες και με λέξεις βάθους: εθνικός, επικοινωνιακός, αυτοκρατορικός, υπουργείο Χ, υπουργείο Ψ... Ο λοιμός μάς φέρνει στον νου τη γρίπη των πουλερικών. Οι βουλευτές είναι κάτοικοι της Βουλής, δηλαδή έχουν ρίξει άγκυρα στη Βουλή. Το γεγονός συμβαίνει μήνα Δεκέμβριο και σε συνεδρίαση απαρτίας και όσοι επιζούν είναι γύρω στους 6.000, όσοι δηλαδή στα αρχαία χρόνια χρειάζονταν για να έχει απαρτία η Εκκλησία του Δήμου. Η τουαλέτα της Βουλής λέγεται Εθνική Τουαλέτα και το Καφενείο Εθνικόν Αναψυκτήριον. Τα κόμματα έχουν κι αυτά ένα μερίδιο στην τιμή του έθνους: Εθνικόφρων Αριστερά, Εθνοδεξιά, Εθνοδεξιοτέρα... και κατ' αναλογία λέει Εθνική Αυτοκρατορική Χωροφυλακή. Όταν συμβαίνει ο λοιμός προσπαθούν να τον ερμηνεύσουν ως οργή Θεού ενώ με την πρώτη εμφάνιση χερουβείμ το μυαλό των επιζώντων πολιτών πάει στη Δευτέρα Παρουσία. Η Βουλή που χτίζεται γίνεται αόμματη και ο λοιμός ονομάζεται εξπρές, όπως νόμος-εξπρές. Το σύνθημα να καεί να καεί το μπουρδέλο η Βουλή δεν είναι δυνατόν να μην ανακληθεί κατά το ολοκαύτωμα των υπόπτων και την πυρπόλησή της, και οι περαστικοί νομίζουν ότι αυτό το ''ζεστό'' θέαμα έχει γίνει πλέον η νέα επέτειος. Και όλα αυτά με θεατή το δημαρχιακό χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο στο τέλος της ιστορίας έχει πια πιάσει μούχλα. Μου αρέσει μια φράση από τη σελίδα 25: Και όταν έπαιρνε σύνταξη, κάθε βουλευτής αποσυρόταν με το προσωπικό του αυτοκίνητο, τον προσωπικό του χωροφύλακα, την προσωπική του σύνταξη και την προσωπική του κότα. Οι κότες που όπως προείπαμε ανεβαίνουν στη στρατόσφαιρα και σαν εξορισμένες ζητούν την... παλινόρθωση για να ξαναπάρουν τη θέση που τους ανήκει.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε κατά τον Δεκέμβριο του 2009, μάλλον για να είναι επετειακό του λοιμού. Στη σελίδα, δε, 124 έχει και κάτι που μοιάζει επίκαιρο λόγω της περιπέτειας του χρέους μας (ο λόγος για τους Γερμανούς της Αγγελικούλας Siemens): Οι ίδιοι, ετόνισαν οι Γερμανοί, προσφέρονται να δανειοδοτήσουν τη ζημιογόνο χώρα, ώστε να είναι σε θέση να καταβάλει την πρέπουσα αποζημίωση στη γερμανική παθούσα ή μέλλουσα να πάθει κυβέρνηση (εννοείται όταν ο λοιμός θα εξερχόταν εκτός συνόρων). Και χθες το βράδυ, παραμονή Πρωτομαγιάς, σε ένα βιντεάκι της κρίσης (βλ. Ράδιο-Αρβύλα) κάπου λεγόταν: Οι ισχυροί και η διεθνής κερδοσκοπία πρώτα σε καταστρέφουν ώστε έπειτα να έλθουν σαν αθώοι γιατροί να εκφράσουν τη συμπάθειά τους και να σου προτείνουν μια δανειακή βοήθεια καθ' όλα ανεκτίμητη.

Προσοχή στον λοιμό του Διαδικτύου. Οι βουλευτές τα κακάρωναν με τη γλώσσα ή τη μασέλα πεταγμένη έξω, ενώ οι χρήστες της εδώ κοινότητας πιθανολογείται με τα δάχτυλα αποκαμωμένα, να βγάζουν τους τελευταίους τους σπασμούς, αργοκίνητα σημάδια μιας, εξ αντιθέτου, δακτυλοπαλλόμενης πιανιστικά νευρωτικής εποχής.

Π.Χ.