2/5/11

Χρήστος Τσίτος ο Γεραμανικός

2.5.2011

Καθόμαστε χθες το απόγευμα στο Ουζερί του Μήτσου στο Χαλάνδρι, ένα μικρόστενο ουζερί, ορθογώνιο μα και ενωτικό. Η Ναυσικά Γεραμάνη, σύζυγος του Πάνου Γεραμάνη, μαζί με την αδελφή της και φίλες και συνεργάτιδες έφτιαχναν έναν ωραίο μπουφέ, με τυριά, φασόλια, κεφτεδάκια, κρασί, ντολμαδάκια κ.λπ. Ήλθε στο τραπέζι η Ναυσικά και την γνωρίσαμε. Καταγομένη από την Αγιά Πάργας, τον τελευταίο σταθμό του Πάνου, την άνοιξη του 2005, συνταξιούχος πλέον καθηγήτρια του ΤΕΙ Αθήνας, Τμήματος Επισκεπτών Υγείας. Με τα μαλλιά της καστανά να πέφτουνε σαν κύματα πάνω στο μέτωπο και ζωηροφρυδάτη, ηγετική η μορφή της, και στα μάτια η επιγραφή ότι έχει πλέον βυθιστεί μέσα της ο μεγάλος πόνος του χαμού και ότι έδωσε θέση και στη μεταθανάτια μοναξιά, που δύσκολα την ανέχεσαι. Έμενε μια θέση κενή στο τραπέζι, η Αλεξάνδρα κοιτούσε προς την πλατεία και η Ιωάννα προς το εσωτερικό του μαγαζιού. Ήλθε λοιπόν και κάθισε ο Χρήστος Τσίτος, η νέα γνωριμία μας, ένας άνθρωπος που ξέρει με ένταση να ζει τη ζωή και λέει ''ναι'' σε όλα. Είπε, είπε, και τι δεν μας είπε, μια νταμιζάνα λόγια και κρασί απίθωσε στο τραπέζι. Με την καταγωγή του από τους Φιλιάτες Θεσπρωτίας, αρτοποιός από τα 10, έχει ψήσει... Και ύστερα από τη δουλειά, στους ναούς του λαϊκού τραγουδιού, έτσι τον φαντάζομαι από τις χθεσινές του διηγήσεις, να στήνει ένα αυτί απόλυτης αφιέρωσης. ''Τότε βγαίναμε κάθε μέρα έξω'', λέει. Έχει, δε, φτιάξει ένα ογκωδέστατο αρχείο Γεραμάνη, ''κούτες ολόκληρες ως απάνω'', με εφημερίδες σε σειρά, κι έχει στήσει την παγίδα του για να πιάσει κάτι για τον Πάνο, θες παρουσία είναι αυτή θες λόγος θες ανάμνηση. "Έχω γύρω στις 1.200 κασέτες από την εκπομπή του Πάνου.




Ο Πάνος ήταν για μένα πατέρας, αδελφός, η ζωή μου. Τον γνώρισα το 1981 και από τότε έγινα μανιώδης συλλέκτης του. Είχαμε βγει και ορισμένες φορές σε όλα αυτά τα χρόνια ως τη φυγή του. Εάν δεν μπορούσα να γράψω την εκπομπή το απόγευμα, την έγραφα τη νύχτα", λέει. Μέσα στο 4ωρο περίπου της συνομιλίας μας, έτοιμος να σου δώσει τη σοφή απάντηση για όλα τα θέματα: από την υγιεινή των... άρτων έως τους παλιούς ρεμπέτες, τον τρόπο με τον οποίον ανέβηκαν ψηλά οι δοξασμένοι αστέρες της μουσικής σκηνής, τα αθηναϊκά και ίσως ακόμη λειτουργούντα κουτούκια στις συνοικίες. "Φάγαμε στη μουσική όλη την περιουσία μας. 500-600 χιλιάδες. Άλλοι έχτισαν πολυκατοικίες κι εμείς πήραμε μέσα μας όλες τις φωνές του πάλκου", λέει συμπληρωματικά. Και γελούν τα πρασινογάλαζα μάτια του. Κάποια στιγμή πέφτει στο τραπέζι το όνομα Καίτη Ντάλη. Σηκώνει το κινητό και σε 5 δεύτερα συνομιλεί μαζί της. "Πού; Στο ''Ρεπορτάζ''; Και γιατί δεν με ειδοποίησες βρε παιδί μου ότι είσαι εκεί;" κ.λπ. Μια παράξενη και ασυνήθιστη οικειότητα μεταξύ αυτού του απλού και ταπεινού επαγγελματία που περιμένει εδώ και ορισμένους μήνες τη σύνταξή του και της πασίγνωστης ''αποσυρμένης'' αοιδού. Είπε και τι δεν είπε, για τα κυκλώματα, τις ''κόκες'', τις δια...φυλικές σχέσεις με τις οποίες εκτοξεύεσαι στον μουσικό γαλαξία. Παραδέχεται ολίγα από τα σημερινά ονόματα, και αποθεώνει τη Βιτάλη.

Η ώρα έχει περάσει. Η Ιωάννα τώρα, σκέφτομαι οδηγώντας επιστρέφοντας, θα είναι χωμένη στα εκατοντάδες γραπτά της, η Αλεξάνδρα θα περιπατεί σαν Αμαζόνα γυρνώντας στο σπίτι, κι ο Χρήστος θα σέρνει κανέναν ζεϊμπέκικο χορό. Στα χείλη και στον νου η φλόγα των τραγουδιών των Αθανάτων, τα λερωμένα, τα άπλυτα... και, ουπς, να'μαι κι εγώ στη βάση μου, στην πλατεία Πλυτά.

Θα τα ξαναπούμε, Χρήστο, στη ναυαγισμένη Δύστο.

Π.Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: