6.5.2011
ΙΩΑΝΝΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
Χωρίς όνομα
Όταν περπατούσαμε στο μόλο με τις διάβροχες πέτρες
πέρα από τις πολεμίστρες, στο κάστρο του νερού,
στιλπνή ελπίδα ένα δελφίνι αναπήδησε και πέτρωσε
έμβλημα πάνω από τη δυτική σου πύλη.
Ύστερα ανέβηκες στο δώμα και είδες το πλοίο με το
μαύρο πανί να επιστρέφει.
Έπεσες μέσα μου για να πεθάνεις.
Το πέλαγό μου δεν πήρε το όνομά σου.
(εκ της συλλογής "Αραδήν", 2010, εκδ. Publibook)
..................................................................................
Τα ερωτηματικά του αναγνώστη:
Όταν περπατούσαμε στο μόλο με τις διάβροχες πέτρες
Πλάθεται εδώ μια εικόνα παρα-θαλάσσια, σε μια ολιγόστιχη ποιητική αφήγηση η οποία μάλλον ξεκινάει από μια πραγματική εμπειρία και περνάει στη συνέχεια στη σφαίρα του φανταστικού ή του ονειρικού. Το ''περπατούσαμε'' ίσως απαιτεί τη συνοδεία, και αυτός ο συνοδός θα μπορούσε να είναι μια ερωτική μορφή. Παρακάτω εξάλλου η ποιητική αφηγήτρια χρησιμοποιεί το β΄ πρόσωπο, το ερωτικό. Η εικόνα υποβάλλει την ιδέα μιας γαλήνιας συνύπαρξης ή ''σύμπτωσης'' δίπλα στη θάλασσα. Το επίθετο ''διάβροχος'' προκαλεί ένα αίσθημα έκπληξης, καθώς συνηθέστατα χρησιμοποιείται στη γλώσσα μας το αντίθετό του. Θάλασσα λοιπόν, πέτρες και ίσως ίσως δύο συμπορευόμενες ή συναντώμενες μορφές.
πέρα από τις πολεμίστρες, στο κάστρο του νερού,
Η κάμερα ''ανοίγει'' και βλέπουμε και άλλα στοιχεία της εικόνας. Οι πολεμίστρες μάς παραπέμπουν σε κτίσμα-μνημείο, φρούριο, καστροπολιτεία, το κάστρο του νερού. Είναι όπως λέγεται στην έκδοση οι Κούλες Ηρακλείου, το ''Κάστρο του νερού''. Το ενετικό φρούριο Κούλες δεσπόζει στην είσοδο του ενετικού λιμανιού στο Ηράκλειο. Οι Ενετοί μαθαίνουμε το αποκαλούσαν "Φρούριο στη Θάλασσα" (Castello a Mare ή Rocca a Mare), αλλά διατηρεί την τούρκικη ονομασία του, Κούλες, από το Su Kulesi. Είναι από τα πιο οικεία και αγαπημένα μνημεία της πόλης, σύμβολο του Ηρακλείου. Με τη γνώση αυτή επιστρέφουμε στον α΄ στίχο και αντιλαμβανόμαστε πλέον τον τόπο του περιπάτου των ας πούμε δύο μορφών, εάν βέβαια πρόκειται για συνύπαρξη, διότι κατά το περπάτημα στο μόλο μπορεί να διασταυρώνονται και τα βήματα ανθρώπων με διαφορετική προέλευση αλλά ίσως, μοιραία, με κοινό προορισμό. Τώρα καταλαβαίνουμε ότι οι διάβροχες πέτρες συνδέονται με το κάστρο, το οποίο πολιορκεί η γλώσσα της θάλασσας, ή όπως δείχνει η φωτογραφία παρακάτω αγκαλιάζει τη γλώσσα του μόλου η θάλασσα.
στιλπνή ελπίδα ένα δελφίνι αναπήδησε και πέτρωσε
Κάπου ο Ελύτης αν θυμάμαι καλά μιλάει για την ξαφνική ανάδυση ενός δελφινιού και να'ναι η ώρα... Η ποιήτρια παίζει ωραιότατα με τις συνηχήσεις: στι-λπ-νή ε-λπ-ίδα / ε-λπίδα έ-να / στιλπ-νή έ-να / ε-λπίδα δ-ελφίνι, σαν να λέμε ελφίνι ή δελπίδα κ.λπ. Η αναπήδηση του δελφινιού μπορεί να εγγράφεται εδώ ως πραγματική εικόνα - ωστόσο, το ''πέτρωμα'' της εν λόγω εικόνας λαμβάνει διάφορες ερμηνευτικές διαστάσεις: ίσως πέτρωσε η εικόνα με την έννοια της ακέραιας και άσβεστης μνήμης / ίσως πέτρωσε η εικόνα πάνω στις διάβροχες πέτρες και στο κάστρο / ίσως πέτρωσε η εικόνα με την έννοια μιας ακινησίας, δηλαδή πρόκειται για μιαν εικόνα σε λήθαργο, μια ωραία κοιμωμένη εικόνα του υποσυνειδήτου ή της νωχελικής περιοχής της μνήμης. Για μιαν ελπίδα τελικά γίνεται λόγος, για μιαν αλλαγή, μιαν αισιόδοξη μεταβολή όπως σε ξαφνιάζει η ξαφνική αναπήδηση του δελφινιού.
έμβλημα πάνω από τη δυτική σου πύλη.
Το ''σου'' και το ''δυτικός'' και το ''πύλη'' μάς συνδέουν με το κάστρο, ενώ παρακάτω το β΄ πρόσωπο ίσως πηγαίνει πάλι σε πρόσωπο. Με ποιον συνομιλεί τελικά η ποιήτρια; Με κάποιο πρόσωπο-συνοδό όπως είπαμε πρωτύτερα; με το κάστρο; Ή υπάρχει κάποιος άλλος συνομιλητής; Ή μπερδεύονται στο ίδιο ποίημα διάφοροι συνομιλητές; Το δελφίνι πετάγεται μπρος στα μάτια της και μήπως την ίδια στιγμή είναι χαραγμένο και πάνω στο σώμα του κάστρου; Δηλαδή το ζωντανό δελφίνι ''ανταμώνει'' με το πετρωμένο δελφίνι; όπως δηλαδή το παρόν με το παρελθόν;
Ύστερα ανέβηκες στο δώμα και είδες το πλοίο με το
Εδώ μάλλον ένα πρόσωπο ανεβαίνει στο δώμα, εκτός κι αν η ποιήτρια ομιλεί εις εαυτόν. Η εικόνα είναι η απόλαυση των θαλάσσιων σκηνών, με αποκορύφωμα την έλευση ή την αποχώρηση του πλοίου. Ποιος έρχεται; ποιος αναχωρεί; ποιος περιμένει ποιον; ποιος αποχαιρετά ποιον; Κι αυτό το πλοίο όντως υπήρξε; 'Η μας πηγαίνει στο μύθο; Διαβάζουμε σε μιαν εγκυκλοπαίδεια:
"...Πριν την αναχώρηση, Αιγέας και Θησέας είχαν συμφωνήσει ότι ο δεύτερος θα σήκωνε τα λευκά πανιά αν ολοκλήρωνε με επιτυχία την αποστολή, αλλιώς οι σύντροφοί του θα άφηναν τα μαύρα, με τα οποία είχαν αναχωρήσει σε ένδειξη πένθους. Εξαιτίας όμως ίσως κάποιας κατάρας της Αριάδνης (την Αριανδη την παράτησε στην Ναξο), κανένας δεν θυμήθηκε να αλλάξει τα πανιά. Ο Αιγέας βλέποντας το πλοίο να φθάνει με μαύρα πανιά από το ακρωτήριο Σούνιο, αυτοκτόνησε από την απελπισία του πέφτοντας κάτω από το βράχο, δίνοντας έτσι στο Αιγαίο Πέλαγος το όνομά του. Βέβαια η λογικότερη εκδοχή τοποθετεί αλλού το σημείο παρατηρήσεως, αφού θα ήταν δύσκολο ο Αιγεύς να βρίσκεται συνεχώς επί εβδομάδες σε τόσο μακρινό (για την εποχή) σημείο όπως το Σούνιο έχοντας παρατήσει τα βασιλικά του καθήκοντα περιμένοντας τον Θησέα: έτσι λοιπόν, ο Αιγέας έβλεπε προς τη θάλασσα από το ναό της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη, όπου υπήρχε πύργος. Βλέποντας το πλοίο να επιστρέφει με μαύρα πανιά, έπεσε από τον πύργο και σκοτώθηκε. Στη θέση που έπεσε οι Αθηναίοι ίδρυσαν ένα μικρό φερώνυμο ιερό, το Αιγείον, που το κατέγραψε ο Παυσανίας ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη. Μόλις ο Θησέας επέστρεψε στην Αθήνα, οι Αθηναίοι εόρτασαν το γυρισμό του και τη νίκη του, που τους λύτρωσε από τον τρομερό φόρο, και τον ανακήρυξαν αμέσως βασιλιά τους".
Μήπως λοιπόν ο μύθος εδώ είναι γεωγραφικά αντεστραμμένος; και αντί των Αθηνών ως τόπου άφιξης είναι η Κρήτη το σημείο της άφιξης του καραβιού;
μαύρο πανί να επιστρέφει. Βλέπε τα προηγούμενα. Η τραγωδία όπως θυμόμαστε μπορεί κάλλιστα να προκύψει από μια παρεξήγηση, ή παρανόηση, ή άγνοια.
Έπεσες μέσα μου για να πεθάνεις.
Όπως ο Αιγέας έπεσε δηλαδή ας πούμε από τον βράχο στη θάλασσα. Και προσέξτε, έδωσε το όνομά του στο πέλαγος. Συνδέστε το αυτό με τον τίτλο του ποιήματος, Χωρίς όνομα.
Τα σημάδια και η απελπισία, το προανάκρουσμα του θανάτου. Το δελφίνι-ελπίδα και το πλοίο-μαύρο πανί. Από το γαλάζιο στο μαύρο. Ποιος είναι αυτός που αποφασίζει ή σκοπεύει να πεθάνει; Και εάν δύο είναι μαζί πάνω στο δώμα, ο θάνατος του ενός τον οδηγεί μέσα στην βαθιά αγκαλιά, τα ''μέσα'' του άλλου; Η αγκαλιά του άλλου είναι ο βυθός, ο κρημνός του βράχου; το ιδανικό καταφύγιο; βρίσκει σωτηρία αυτός που πεθαίνει στα ''μέσα'' του άλλου; Ή ο άλλος είναι η ίδια η θάλασσα που ''παίρνει'' και τον μυθικό ήρωα εάν δεχτούμε τη μυθική παραπάνω εκδοχή; Η ένωση των δύο πάντως φαίνεται να είναι λυτρωτική - ανακουφιστική, σαν να λέμε ο έρωτας που υποδέχεται τον θάνατο.
Το πέλαγό μου δεν πήρε το όνομά σου.
Από τον στίχο αυτόν καταλαβαίνουμε τελικά ότι ο άλλος ή η άλλη, η υποδοχεύς, ήταν η θάλασσα, το πέλαγος. Μέσα στο οποίο θυσιάζεται ο αυτόχειρ, χωρίς όμως καμία τιμή, καμία αναγνώριση ονόματος, εάν εξακολουθήσουμε να περπατάμε πάνω στο μόλο της ίδιας μυθικής εκδοχής. Πάντως, αυτός ο τελευταίος στίχος δημιουργεί το αίσθημα ενός άδοξου τέλους, μιας αποτυχίας, όταν ίσως δύο άνθρωποι έχουν ξεμακρύνει χρονικά τόσο πολύ ο ένας από τον άλλον, και ειδικά όταν ο ένας εξ αυτών έχει βυθιστεί σε παλαιά πελάγη. Μοιάζει τελικά η ποιήτρια να ανασέρνει εδώ μια μνήμη από το πέλαγος, το δικό της ή το κοινό, μια μνήμη νοσταλγική και ίσως πικρή, που είναι και ένας άλλος δρόμος ζωής που από μιαν επιλογή ή ένα λάθος ή μια παρανόηση έκλεισε οριστικά στο βαθύ παρελθόν.
Συμπληρώστε εδώ τις δικές σας αναγνωστικές απορίες.
ΙΩΑΝΝΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
Χωρίς όνομα
Όταν περπατούσαμε στο μόλο με τις διάβροχες πέτρες
πέρα από τις πολεμίστρες, στο κάστρο του νερού,
στιλπνή ελπίδα ένα δελφίνι αναπήδησε και πέτρωσε
έμβλημα πάνω από τη δυτική σου πύλη.
Ύστερα ανέβηκες στο δώμα και είδες το πλοίο με το
μαύρο πανί να επιστρέφει.
Έπεσες μέσα μου για να πεθάνεις.
Το πέλαγό μου δεν πήρε το όνομά σου.
(εκ της συλλογής "Αραδήν", 2010, εκδ. Publibook)
..................................................................................
Τα ερωτηματικά του αναγνώστη:
Όταν περπατούσαμε στο μόλο με τις διάβροχες πέτρες
Πλάθεται εδώ μια εικόνα παρα-θαλάσσια, σε μια ολιγόστιχη ποιητική αφήγηση η οποία μάλλον ξεκινάει από μια πραγματική εμπειρία και περνάει στη συνέχεια στη σφαίρα του φανταστικού ή του ονειρικού. Το ''περπατούσαμε'' ίσως απαιτεί τη συνοδεία, και αυτός ο συνοδός θα μπορούσε να είναι μια ερωτική μορφή. Παρακάτω εξάλλου η ποιητική αφηγήτρια χρησιμοποιεί το β΄ πρόσωπο, το ερωτικό. Η εικόνα υποβάλλει την ιδέα μιας γαλήνιας συνύπαρξης ή ''σύμπτωσης'' δίπλα στη θάλασσα. Το επίθετο ''διάβροχος'' προκαλεί ένα αίσθημα έκπληξης, καθώς συνηθέστατα χρησιμοποιείται στη γλώσσα μας το αντίθετό του. Θάλασσα λοιπόν, πέτρες και ίσως ίσως δύο συμπορευόμενες ή συναντώμενες μορφές.
πέρα από τις πολεμίστρες, στο κάστρο του νερού,
Η κάμερα ''ανοίγει'' και βλέπουμε και άλλα στοιχεία της εικόνας. Οι πολεμίστρες μάς παραπέμπουν σε κτίσμα-μνημείο, φρούριο, καστροπολιτεία, το κάστρο του νερού. Είναι όπως λέγεται στην έκδοση οι Κούλες Ηρακλείου, το ''Κάστρο του νερού''. Το ενετικό φρούριο Κούλες δεσπόζει στην είσοδο του ενετικού λιμανιού στο Ηράκλειο. Οι Ενετοί μαθαίνουμε το αποκαλούσαν "Φρούριο στη Θάλασσα" (Castello a Mare ή Rocca a Mare), αλλά διατηρεί την τούρκικη ονομασία του, Κούλες, από το Su Kulesi. Είναι από τα πιο οικεία και αγαπημένα μνημεία της πόλης, σύμβολο του Ηρακλείου. Με τη γνώση αυτή επιστρέφουμε στον α΄ στίχο και αντιλαμβανόμαστε πλέον τον τόπο του περιπάτου των ας πούμε δύο μορφών, εάν βέβαια πρόκειται για συνύπαρξη, διότι κατά το περπάτημα στο μόλο μπορεί να διασταυρώνονται και τα βήματα ανθρώπων με διαφορετική προέλευση αλλά ίσως, μοιραία, με κοινό προορισμό. Τώρα καταλαβαίνουμε ότι οι διάβροχες πέτρες συνδέονται με το κάστρο, το οποίο πολιορκεί η γλώσσα της θάλασσας, ή όπως δείχνει η φωτογραφία παρακάτω αγκαλιάζει τη γλώσσα του μόλου η θάλασσα.
στιλπνή ελπίδα ένα δελφίνι αναπήδησε και πέτρωσε
Κάπου ο Ελύτης αν θυμάμαι καλά μιλάει για την ξαφνική ανάδυση ενός δελφινιού και να'ναι η ώρα... Η ποιήτρια παίζει ωραιότατα με τις συνηχήσεις: στι-λπ-νή ε-λπ-ίδα / ε-λπίδα έ-να / στιλπ-νή έ-να / ε-λπίδα δ-ελφίνι, σαν να λέμε ελφίνι ή δελπίδα κ.λπ. Η αναπήδηση του δελφινιού μπορεί να εγγράφεται εδώ ως πραγματική εικόνα - ωστόσο, το ''πέτρωμα'' της εν λόγω εικόνας λαμβάνει διάφορες ερμηνευτικές διαστάσεις: ίσως πέτρωσε η εικόνα με την έννοια της ακέραιας και άσβεστης μνήμης / ίσως πέτρωσε η εικόνα πάνω στις διάβροχες πέτρες και στο κάστρο / ίσως πέτρωσε η εικόνα με την έννοια μιας ακινησίας, δηλαδή πρόκειται για μιαν εικόνα σε λήθαργο, μια ωραία κοιμωμένη εικόνα του υποσυνειδήτου ή της νωχελικής περιοχής της μνήμης. Για μιαν ελπίδα τελικά γίνεται λόγος, για μιαν αλλαγή, μιαν αισιόδοξη μεταβολή όπως σε ξαφνιάζει η ξαφνική αναπήδηση του δελφινιού.
έμβλημα πάνω από τη δυτική σου πύλη.
Το ''σου'' και το ''δυτικός'' και το ''πύλη'' μάς συνδέουν με το κάστρο, ενώ παρακάτω το β΄ πρόσωπο ίσως πηγαίνει πάλι σε πρόσωπο. Με ποιον συνομιλεί τελικά η ποιήτρια; Με κάποιο πρόσωπο-συνοδό όπως είπαμε πρωτύτερα; με το κάστρο; Ή υπάρχει κάποιος άλλος συνομιλητής; Ή μπερδεύονται στο ίδιο ποίημα διάφοροι συνομιλητές; Το δελφίνι πετάγεται μπρος στα μάτια της και μήπως την ίδια στιγμή είναι χαραγμένο και πάνω στο σώμα του κάστρου; Δηλαδή το ζωντανό δελφίνι ''ανταμώνει'' με το πετρωμένο δελφίνι; όπως δηλαδή το παρόν με το παρελθόν;
Ύστερα ανέβηκες στο δώμα και είδες το πλοίο με το
Εδώ μάλλον ένα πρόσωπο ανεβαίνει στο δώμα, εκτός κι αν η ποιήτρια ομιλεί εις εαυτόν. Η εικόνα είναι η απόλαυση των θαλάσσιων σκηνών, με αποκορύφωμα την έλευση ή την αποχώρηση του πλοίου. Ποιος έρχεται; ποιος αναχωρεί; ποιος περιμένει ποιον; ποιος αποχαιρετά ποιον; Κι αυτό το πλοίο όντως υπήρξε; 'Η μας πηγαίνει στο μύθο; Διαβάζουμε σε μιαν εγκυκλοπαίδεια:
"...Πριν την αναχώρηση, Αιγέας και Θησέας είχαν συμφωνήσει ότι ο δεύτερος θα σήκωνε τα λευκά πανιά αν ολοκλήρωνε με επιτυχία την αποστολή, αλλιώς οι σύντροφοί του θα άφηναν τα μαύρα, με τα οποία είχαν αναχωρήσει σε ένδειξη πένθους. Εξαιτίας όμως ίσως κάποιας κατάρας της Αριάδνης (την Αριανδη την παράτησε στην Ναξο), κανένας δεν θυμήθηκε να αλλάξει τα πανιά. Ο Αιγέας βλέποντας το πλοίο να φθάνει με μαύρα πανιά από το ακρωτήριο Σούνιο, αυτοκτόνησε από την απελπισία του πέφτοντας κάτω από το βράχο, δίνοντας έτσι στο Αιγαίο Πέλαγος το όνομά του. Βέβαια η λογικότερη εκδοχή τοποθετεί αλλού το σημείο παρατηρήσεως, αφού θα ήταν δύσκολο ο Αιγεύς να βρίσκεται συνεχώς επί εβδομάδες σε τόσο μακρινό (για την εποχή) σημείο όπως το Σούνιο έχοντας παρατήσει τα βασιλικά του καθήκοντα περιμένοντας τον Θησέα: έτσι λοιπόν, ο Αιγέας έβλεπε προς τη θάλασσα από το ναό της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη, όπου υπήρχε πύργος. Βλέποντας το πλοίο να επιστρέφει με μαύρα πανιά, έπεσε από τον πύργο και σκοτώθηκε. Στη θέση που έπεσε οι Αθηναίοι ίδρυσαν ένα μικρό φερώνυμο ιερό, το Αιγείον, που το κατέγραψε ο Παυσανίας ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη. Μόλις ο Θησέας επέστρεψε στην Αθήνα, οι Αθηναίοι εόρτασαν το γυρισμό του και τη νίκη του, που τους λύτρωσε από τον τρομερό φόρο, και τον ανακήρυξαν αμέσως βασιλιά τους".
Μήπως λοιπόν ο μύθος εδώ είναι γεωγραφικά αντεστραμμένος; και αντί των Αθηνών ως τόπου άφιξης είναι η Κρήτη το σημείο της άφιξης του καραβιού;
μαύρο πανί να επιστρέφει. Βλέπε τα προηγούμενα. Η τραγωδία όπως θυμόμαστε μπορεί κάλλιστα να προκύψει από μια παρεξήγηση, ή παρανόηση, ή άγνοια.
Έπεσες μέσα μου για να πεθάνεις.
Όπως ο Αιγέας έπεσε δηλαδή ας πούμε από τον βράχο στη θάλασσα. Και προσέξτε, έδωσε το όνομά του στο πέλαγος. Συνδέστε το αυτό με τον τίτλο του ποιήματος, Χωρίς όνομα.
Τα σημάδια και η απελπισία, το προανάκρουσμα του θανάτου. Το δελφίνι-ελπίδα και το πλοίο-μαύρο πανί. Από το γαλάζιο στο μαύρο. Ποιος είναι αυτός που αποφασίζει ή σκοπεύει να πεθάνει; Και εάν δύο είναι μαζί πάνω στο δώμα, ο θάνατος του ενός τον οδηγεί μέσα στην βαθιά αγκαλιά, τα ''μέσα'' του άλλου; Η αγκαλιά του άλλου είναι ο βυθός, ο κρημνός του βράχου; το ιδανικό καταφύγιο; βρίσκει σωτηρία αυτός που πεθαίνει στα ''μέσα'' του άλλου; Ή ο άλλος είναι η ίδια η θάλασσα που ''παίρνει'' και τον μυθικό ήρωα εάν δεχτούμε τη μυθική παραπάνω εκδοχή; Η ένωση των δύο πάντως φαίνεται να είναι λυτρωτική - ανακουφιστική, σαν να λέμε ο έρωτας που υποδέχεται τον θάνατο.
Το πέλαγό μου δεν πήρε το όνομά σου.
Από τον στίχο αυτόν καταλαβαίνουμε τελικά ότι ο άλλος ή η άλλη, η υποδοχεύς, ήταν η θάλασσα, το πέλαγος. Μέσα στο οποίο θυσιάζεται ο αυτόχειρ, χωρίς όμως καμία τιμή, καμία αναγνώριση ονόματος, εάν εξακολουθήσουμε να περπατάμε πάνω στο μόλο της ίδιας μυθικής εκδοχής. Πάντως, αυτός ο τελευταίος στίχος δημιουργεί το αίσθημα ενός άδοξου τέλους, μιας αποτυχίας, όταν ίσως δύο άνθρωποι έχουν ξεμακρύνει χρονικά τόσο πολύ ο ένας από τον άλλον, και ειδικά όταν ο ένας εξ αυτών έχει βυθιστεί σε παλαιά πελάγη. Μοιάζει τελικά η ποιήτρια να ανασέρνει εδώ μια μνήμη από το πέλαγος, το δικό της ή το κοινό, μια μνήμη νοσταλγική και ίσως πικρή, που είναι και ένας άλλος δρόμος ζωής που από μιαν επιλογή ή ένα λάθος ή μια παρανόηση έκλεισε οριστικά στο βαθύ παρελθόν.
Συμπληρώστε εδώ τις δικές σας αναγνωστικές απορίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου