30/11/11

Γυμνοί τόποι και φυλακές (τοπίων)

30-11-2011

Στο ταβερνείο του Υμηττού (''του Βαρδή'') τρεις παρέες συνέτρωγαν. Πιάσαμε ένα τραπέζι με τον φίλο του λαϊκού τραγουδιού Χρήστο Τσίτο και τα παιδιά άλλο ένα, δίπλα, βάζοντας τα παιχνίδια τους, αυτοκινητάκια και κούκλες. Η σερβιτόρα συνηθισμένη από παρελθούσες στιγμές ασφυξίας του μαγαζιού, σαν να μας μάλωσε κάπως για την "επέκτασή" μας με κάπως τραβηγμένη τη φωνή της. Στην κουζίνα πέντε σώματα έπρεπε να συνεργαστούν, αλλά χωρίς την ύλη άλλων εποχών.

Η πόρτα των Γυναικείων Φυλακών Ελαιώνος Θηβών ανοίγει αργά, σαν από ένα χέρι αόρατο, υπερβατικό. Θυμίζει λίγο το "Σουσάμι άνοιξε" των παραμυθιών. Μπαίνω με τα πράγματα σε 2 σακκούλες, γυναίκα και παιδιά απέξω, στο αμάξι, και καθώς το χάσμα της θύρας αρχίζει, αντίστροφα τώρα, να ''κλείνει'', αισθάνομαι στο απειροχιλιοστό του δευτερολέπτου πως φυλακίζομαι κι εγώ. Οι σπείρες των συρματοπλεγμάτων στέκονται ψηλά αποκλείοντας κάθε νοερή δυνατότητα απόδρασης, και διαβαίνω σε έναν μεγάλο διάδρομο όπου στο τέλος του βρίσκεται άλλο ένα άδειο φυλάκιο-πόστο και μια νέα, ενδιάμεση αυτή τη φορά, θύρα, μετά την οποία μια πλατεία και ολόγυρά της τα χαμηλά κτίσματα με κάγκελα στα παράθυρα. Επικρατεί μια παράξενη ησυχία, αλλά εάν κανείς σταματήσει απότομα και βυθιστεί στο άπειρο θα ''πιάσει'' κάποιες ανεπαίσθητες φωνούλες, όπως π.χ. κάποιων πουλιών μέσα από χοντρά κρύσταλλα. Τι κάνουν τώρα οι γυναίκες; Τι σκέφτονται άραγε; Σίγουρα θα έχουν μάθει ότι όλοι οι απέξω βρίσκονται πια σε ένα νεόφαντο καθεστώς κατοχής, φυλακισμένοι και αυτοί, ιδού η δική τους τιμωρία. Γιατί σίγουρα κανείς αφελής δεν μπορεί να δεχτεί ότι μόνο αυτές αμάρτησαν, τη στιγμή που όλη η Ελλάδα τιμωρείται. Η μπατσίνα που με φωνάζει, πώς δεν μ' αρέσουν οι γυναίκες με αυτό το ξεπλυμένο ή κραυγαλέο πλατινέ μαλλί, σαν αγόρι που το έντυσαν κορίτσι. Γυναίκες πάμπολλες σε αυτόν τον κόσμο άσχημες, αδιάφορες ερωτικά, απωθητικές και εξ επαγγέλματος και εκ νοοτροπίας, αντρογυναίκες, χωρίς γούστο και καλαισθησία, βλοσυρές και υπάκουες, χωρίς φινέτσα, χωρίς χαμόγελο, χωρίς σκέρτσο, μια κατήφεια όλο το είναι τους, μπατσίνες, δικηγορίνες της τάξης, καθηγητριούλες με τον χάρακα στην παλάμη και τον κανόνα της Γραμματικής στην κωλότεπη. Θου, Κύριε, φυλακήν... Αλλά για όλα αυτά πάντοτε υπάρχει και η αντίθετη γνώμη, που λέγει ότι όλες αυτές είναι ωραίες και θελκτικές - Θεός φυλάξοι... τα μάτια μας.

Η Χαλκίδα μια ερημιά. Ο αέρας να λυσσομανά, στην παραλία με το κυάλι βλέπεις καμιά κινούμενη φιγούρα. Κι όμως, καθ' οδόν για το εστιατόριο, να μια γυναίκα-παλικάρι που, την αθεόφοβη, ολομόναχη μπαίνει στη θάλασσα. Να τη βλέπεις να κρυώνεις. Καταλήγουμε στο "Ρακάδικο" και επανέρχονται οι ωραίες εικόνες των Χανίων, με οφτή πατάτα και την καραμπίνα στον τοίχο από το Μάλεμε (σύμπτωση). Τρεις μήνες μετά, όλα μοιάζουν τόσο μακρινά. Αλλά πού θα πάει, το καλοκαίρι πάντα επιστρέφει σαν παραπονεμένο παιδί.

Πώς είναι ένας εκθεσιακός χώρος φωτογραφίας πριν από τα εγκαίνια; Οι καθαρίστριες σφουγγαρίζουν πάνω στο ξύλο. Η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων μεταξύ σφύρας και άκμονος, κινητού τηλεφώνου και υπολογιστή. Το βιβλιοπωλείο άδειο. Στο καφέ δυο φοιτητριούλες (μάλλον) σιγομουρμουρίζουν. Τα τοπία απρόσωπα μέσα στα κάδρα. Ναι, γυμνά κι αυτά και αιχμάλωτα. Κάπου ένας χωματόδρομος στρίβει, κάπου ένα εκκλησάκι θρηνεί κάποιον χαμό. Παλιά, θυμάστε, δεν θέλαμε να υπάρχουν πρόσωπα μέσα στις φωτογραφίες και γι' αυτό τραβάγαμε μόνο την ωραία, την απέριττη, την παρθένα φύση. Ήμουν κι εγώ εκεί, φωνάζει μέσα από τις εικόνες ο φωτογράφος. Η αλήθεια είναι ότι την ήθελα πιο ζωντανή αυτή την έκθεση, να φωνάζουν οι άνθρωποι μέσα από τις δραστηριότητές τους, οι απόκοσμοι, οι ξεχασμένοι, οι ακρίτες. Νεκρές οι φύσεις, σαν τον θάνατο της ζωής, σιωπή και ερημία, ίσα ίσα να ακούς τα βήματά σου. Τα φύλλα των δέντρων σε όλες τις εποχές τους, θαλερά, ανάκατα, φθαρμένα, γερασμένα, πεσμένα, σε πλήρη άνθηση και φούντωση. Τα δέντρα μια βεντάλια που κάνει αέρα στην απρόσωπη φύση. Και βέβαια κάπου πάντα μέσα στις εικόνες και ο μοναχός, ο σταυρός, το εκκλησάκι στην κορφή του βράχου και τα σκαλοπάτια να σε πηγαίνουν εκεί σαν ακορντεόν, ω τι ίλιγγος. Περπατήστε με, λέγει η Ελλάδα, μιλήστε μου, μην με αφήνετε μόνη, θα μαραζώσω ολοκληρωτικά. Ο φωτογράφος (Βασίλης Μαλισιόβας) αναζητεί τον έρωτα μακριά από την κακογουστιά της πόλης και την ακαλαισθησία. Εκεί που πάει δεν περνά το ψέμα κι η απάτη. Εκεί το καθαρό τοπίο κρυσταλλώνει και τον διπρόσωπο χαρακτήρα μας, τα αστικά καθώς πρέπει διαλύονται και εξαϋλώνονται. Πίσω από τις πλάτες των ορέων τα πράγματα είναι απλά και διάφανα.
Έχει να πει πολλά ο τετραπέρατος αυτός φωτογράφος, που εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο την ελευθερία του, βάζοντας στοιχήματα με τον χρόνο. Αλλά τελικά η απέραντη σοδειά του έπρεπε να φυλακιστεί κατ' επιλογήν (πόσα λίγα μέσα σε τόσα πολλά που έχει να δείξει και να πει κανείς) στον εκθεσιακό αυτόν χώρο, που όπως θα'λεγε και ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου είναι για "μίνι κώλους". Σαν τον μίνι κώλο δηλαδή της υπεύθυνης δημοσίων σχέσεων.

29/11/11

Καθ' επίδρασιν Απικίου

29.11.2011

Εκείνου που πεινάει
η μνήμη του πονάει
θυμάται ωραία βράδια
πιάτα, φιλιά και χάδια
παρέες κι όλο χάχανα
σαλάτες κι όλο λάχανα
λαρύγγια να θερμαίνονται
στόματα να ευφραίνονται
να καταφθάνουν δίσκοι
να τέρπονται οι ουρανίσκοι
να ''πιάνουν'' οι ρετσέτες
να κρέμονται οι πετσέτες
το μάτι να γυαλίζει
ο οίνος να κελαρύζει
να πάλλονται οι σιαγόνες
να θέλγονται οι ''γοργόνες''
να τρέχουν τα γκαρσόνια
με ''όρη'' από μακαρόνια
να ιδρώνουν μες στα φράκα τους
νοτίζοντας τη βράκα τους
παίρνοντας τας παραγγελίας
των ''κυριών με καμελίας"
μεσόκοποι με τα πούρα τους
χάνονται στη μουρμούρα τους
οι ''δίπλα'' στην τσιπούρα τους
και τα μωρά στα... ούρα τους
ώσπου προβάλλει ο ''θείος'' σεφ
ψηλόλιγνος όπως το σερφ
παρατώντας τη μαρμίτα
και ρουφώντας μιαν Αμίτα
πλάι περνάει απ' τις ροτόντες
λόγια αρπάζει, φράσεις-τσόντες,
σχόλια που κρυφακούει
το'χει πάθος, το'χει χούι
κάπως σαν αφηρημένος
και στις σκέψεις του δοσμένος
νοσταλγεί τις ευωχίες
τις παλιές, και τις μοιχίες
ζαλισμένων δαιτυμόνων
ελευθέρων-κηδεμόνων,
τα φιλιά κάτω απ' το θόλο
με οσμές από τον μόλο
μυρωδιές μέσ' από ανάσες
αύρα υπέροχη από μάσες,
ρεστοράν φωτολουσμένα
τα φοντάν παρατημένα
τα τραπέζια σε αταξία
τα υλικά σε ''επιμειξία''
πάνω στο λευκό λεκέδες
δυο μοναχικοί κεφτέδες
κάπου αλλού η ζωή περνάει
κι ο ''πρωτάρης'', φτου, ξερνάει
οι θαμώνες ταξιδεύουν σε κομψά ξενοδοχεία
σώματα γυμνά θωπεύουν στης αγάπης τη λοχεία
πίσω τα'χουν όλα αφήσει
σα σκιές έχουν σκορπίσει
η κυρία πάει στο μπάνιο
κι έκπληκτη διαπιστώνει
"θα'χει πέσει, μέσα, χάμω
το βραχιόλι μου'', θυμώνει,
του ζητεί να τρέξει τώρα
"μα είναι περασμένη  η ώρα"
"τρέχα, πλένει η λαντζέρα
θα το βάλει αυτή στη χέρα"
"θα'χει πέσει στο χαλάκι" -
πάει, ψάχνει, ένα μπαλάκι
βρίσκει μόνο από'να μπέμπη
τρεις πεσμένοι πασατέμποι
κάπως τον περιγελούνε
μειδιώντας, δεν γελούνε.
Όλο το προσωπικό
σαν επί προσωπικού
σκύβει εδώ, εκεί κι αλλού
μ' ένα στιλ μυωπικό -
ώσπου ο νέος σομελιέ,
α, χαρές και αγκαλιέ(ς),
"εύρηκα'' αναφωνεί
με φωνή που όλο δονεί
λόχο-σκεύη στην κουζίνα
την κρυστάλλινη βιτρίνα
κι ο ανήρ Θεόν δοξάζει
κι όλο γλύκα αλαλάζει -
τον σομελιέ χαρτζιλικώνει
το βραχιόλι της τσεπώνει -
πού να σκεφθεί ο χαζοβιόλης
πως σαν ξεπόρτισε ο χάννος, μόλις
κάλεσε τον σερβιτόρο
ήσυχα και δίχως ντόρο
από κάτω να τη φάγει
να τη βάλει στην αρπάγη
(ήτανε πτωχό το γεύμα
κι έτσι μ' ένα αθώο νεύμα
θέλησε συμπλήρωμα
και της σάρκας μύρωμα).

Π. Χριστοφιλίδης








27/11/11

Γράμμα σε έναν εξαίρετο συγγραφέα

(Τίτλος: Κειμενολαγνεία)


16-11-2011




Αξιότιμε κύριε Ευσταθιάδη,

τα κείμενά σας κάποια αόρατος χειρ αγαθοποιός, μια μοίρα καλή, μου τα σέρβιρε στο πιάτο μου - και από την πρώτη μπουκιά με αιχμαλώτισαν.

Κι όταν λέγει κανείς εδώ αιχμαλώτισαν, εννοεί:

α) το να πορεύεται πάνω στις γραμμές των κειμένων όλο πάθος και έκσταση,

β) το να εκπλήσσεται ολοένα από τον εξαίσιο τρόπο εκφοράς των σκέψεων, που όσο πιο μεθυστικός γίνεται τόσο περισσότερο υποτάσσει τον αναγνώστη να βαδίσει μέχρι το τέλος, την τελική πνοή,

γ) το να αιφνιδιάζεται από τις υπέροχες - πρωτοφανέρωτες γλωσσικές συνάψεις, που την ίδια στιγμή αναβαθμίζουν τη μορφή και απογειώνουν το περιεχόμενο, δ) το να ξεδιπλώνονται πάνω στο βελούδινο πεδίο της γλωσσικής καταγραφής στοχασμοί, διανοήματα και εξομολογήσεις, συναισθήματα που κατά θαυμαστό τρόπο ταυτίζονται με τα αντίστοιχα του δέκτη, και επομένως όχι μόνο ηδύτατα αναγνωρίζονται αλλά και με το χάδι του βλέμματος χαιρετιούνται, ως ''δικά του, οικεία και συγγενή πρώτου βαθμού'',

ε) το να υποκλίνεται μπροστά στο κείμενο-οικοδόμημα, σε αυτόν τον ναό με τα άγνωστα γι' αυτόν σύμβολα και τις σοφότατες παραπομπές, μπροστά σε καθένα γλωσσικό στολίδι, σε καθένα γλωσσικό περιδέραιο, που προκαλεί αυτόματα την πιεστική ανάγκη να ''πάρεις τους δρόμους της γραφής'', να τρέξεις σαν τρελός οδοιπόρος να βρεις τις πηγές από τις οποίες αναβλύζει αυτό το κάλλος, μουσικό, αισθητικό, πνευματικό,

στ) το να δαγκώνει μπουκιά μπουκιά το ονειρώδες έδεσμα, το να το ''τρώγει'' αργά αργά, ''παπαδιαμαντικά'', μη χάνοντας ούτε μία λέξη, καθώς και η τελευταία ακόμη συμβάλλει στη συγκρότηση αυτού του γλωσσικού θησαυρού,

ζ) το να θυμώνει με όλους τους εξωτερικούς παράγοντες που ζηλεύοντας ίσως τη μοναχική απόλαυση του δέκτη, πάντα βρίσκουν μιαν αφορμή να τον διακόψουν, να τον αποσπάσουν, να τον σύρουν στην πεζότητα της καθημερινής συνθήκης,

η) το να αισθάνεται την ανάγκη να υπογραμμίσει τα διαμάντια του κειμένου, να τα ακούσει μέσα του μία και δεύτερη και τρίτη φορά, να τα απαγγείλει με ενθουσιασμό σε όποιον τρίτον βρεθεί στο περιβάλλον της κειμενικής ηδονής του,

θ) το να πεισμώνει τεχνητά επιχειρώντας έστω μία φορά να εντοπίσει κάποιο ''λάθος'', μια στρεβλή εκτίμηση, μια λανθασμένη ανάγνωση της πραγματικότητας - και λανθασμένη υπό την προϋπόθεση ότι ο ίδιος ως ''ειδικός'' μπορεί να απορρίψει με τεκμήρια την εκφερόμενη αντίληψη (και προς απογοήτευσή του, να μη βρίσκει κανένα αδύναμο σημείο, το κείμενο να είναι ''δεμένο'' τόσο καλά και τόσο φροντισμένα ''οχυρωμένο'' που να μην δίδει σε κανέναν πεισματάρη ή φίλαυτο ή τυχοδιώκτη αναγνώστη μια μικρή έστω λαβή για να αντιτείνει κάτι),


ι) (σε συνέχεια του προηγούμενου) το να παραδέχεται την υψηλότατη ποιότητα του κειμένου, να μην πω τελειότητα, σε βαθμό τέτοιον που να σιωπά μπρος σε κάτι που τον ξεπερνά κατά πολύ, σε κάτι που του επιβάλλεται με την αλκή του, σε κάτι που τον χαυνώνει ευτυχισμένα,

κ) το να αισθάνεται από τα πρώτα του βήματα πάνω στο κείμενο ότι εδώ ''ομιλεί μια αυθεντία'', και μάλιστα με τρόπο κάθε άλλο παρά εγωπαθή, ότι εδώ υποχρεώνεται να σιωπήσει και να υποδεχτεί σαν θεία μετάληψη αυτά τα ευλογημένα λόγια με τα οποία ένας δημιουργός δεν περηφανεύεται για τίποτε, αλλά αντίθετα εκφράζει με τον πλέον ειλικρινή και πηγαίο τρόπο τη δική του ευτυχία μέσα από την αναστροφή του με συγκεκριμένα πνευματικά, οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα,

λ) το να υψώνει μέσα του τον σοφό, νοήμονα και γλωσσοπλάστη δημιουργό στη θέση ενός άγνωστου επίγειου θεού, που τον βαπτίζει στην κολυμβήθρα μιας νέας πίστης, που ως χθες ή του ήταν άγνωστη ή για άγνωστους λόγους είχε εξοβελιστεί από το πεδίο των ενδιαφερόντων του, μ) το να σκύβει πάνω από τις λέξεις και να τις φιλά, και να τις φυλάττει λες και κάποιος άνεμος δριμύς και φθονερός θα ήταν ποτέ σε θέση να χαλάσει τη διάταξή τους και να τις σκορπίσει, αποσυνθέτοντας έτσι το μελωδικό σώμα τους κ.λπ.

Η αποκορύφωση της ευτυχίας έρχεται, όπως θα ήταν φυσικό, στην τελευταία γραμμή του κειμένου. Εκεί ο δημιουργός με τη ''φόρα'' όλης του της γλωσσικής προσπάθειας έχει τη θεϊκή τύχη να εμπνέεται από κόσμους διανοητικούς ανώτατου επιπέδου, να ''ζωγραφίζει'' πάνω στο λευκό χαρτί μια παράσταση που συναιρεί, ως ο κορυφαίος πρέσβης, όλο το προϋπάρξαν κάλλος. Εκεί λοιπόν η μεγάλη υπέρβασ,η, η λαμπρή αφαίρεση, ο ταιριαστός αφορισμός, το καλύτερο ''φινάλε'', το πιο μεθυστικό φιλί του κειμένου, εκεί το όνειρο των ονείρων, εκεί ο έρωτας των ερώτων.

Κείμενα-μικροί Παρθενώνες, κείμενα-εξαίρετες ενορχηστρώσεις, κείμενα στυλιστικής επίδειξης, κείμενα γλωσσικής δεξιοτεχνίας, κείμενα ισχυρότατης πνευματικής κατάρτισης, κείμενα βαθιάς γνώσης, κείμενα διαφήμιση σαφήνειας, καθαρότητας, ήθους και γλωσσικού γούστου.

Εάν δεν ήταν κείμενα, θα ήταν αρχιτεκτονήματα που θα ζουν για πάντα, θα ήταν μελωδίες αθάνατες, θα ήταν ειδυλλιακοί τόποι της ελληνικής επικράτειας που μόνο με την όψη τους ''ανασταίνεσαι'', θα ήταν φάρμακα κατά της πεζότητας, της πλήξης, της αισθητικής υποβάθμισης και της ηθικής δυσωδίας της εποχής μας.
 
Μόνο ένας αριστοκράτης πνεύματος και ψυχής θα μπορούσε να σκαρώσει τέτοια κείμενα, θα μπορούσε τις εκλεκτές εμπειρίες και τα κάθε λογής βιώματά του να τα μετασχηματίζει σε περιεκτικότατα παρά το μικρό μέγεθός τους ''ταξίδια'' στον παράδεισο των ιδεών.
Την ώρα που διαβάζεις αυτά τα κείμενα, στέλνεις χίλια ''bravissimo'' στον δημιουργό τους, παρακαλείς τον Θεό όπου κι αν βρίσκεται αυτός ο εκλεκτός δημιουργός να περιβάλλεται από την προστασία της καλής τύχης και της πνευματικής αειφορίας, ''δεν βλέπεις'' τίποτε άλλο γύρω σου, παρά τις εικόνες που ανάβει με κάθε λέξη-φλόγα, φλόγα φωτός πνευματικού.
Τέτοια κείμενα, που μόνο η λέξη κειμενολαγνεία θα τα εκπροσωπούσε κατάλληλα για να βοηθήσει τους άλλους να αντιληφθούν την ευτυχισμένη αιχμαλωσία του αναγνώστη, όταν φτάνει κανείς στην άκρη τους, δεν πρέπει να οδηγούνται σε ένα άσημο ράφι βιβλιοθήκης, αλλά μάλλον παρά τω πλευρώ του δέκτη, στο προσκεφάλι του, κάτω από το μαξιλάρι του, σταθερά μέσα στην εσωτερική τζέπη του σακακιού του, δίπλα στην ταυτότητα και στο διαβατήριο και αυτά ως πνευματική ταυτότητα και ''μουσικό κουτί'', για να ταξινομούνται οι πιστοί τους σε μιαν άλλη, εντελώς δική τους συνομοταξία φιλόμουσων.
Αυτά τα κείμενα δεν τα αγοράζεις - τα ερωτεύεσαι και ζητείς να σε συντροφεύουν διά βίου (τόσο πλατύς είναι ο κόσμος τους).
Μεταξύ δημιουργού και δέκτη η μόνη συναλλαγή είναι εκείνη που διαμείβεται μεταξύ ενός δασκάλου της ευτυχίας και ενός πρόθυμου μύστη.

Αξιότιμε κύριε Ευσταθιάδη,

σας ευχαριστώ από καρδιάς. Μου ανοίγετε δρόμους αναγνωστικής μέθεξης μακρείς, που εύχεται κανείς να είναι... ατέλειωτοι.

Κι αν εντός του εγγύς μέλλοντος έχω την τύχη να φτάσω στην άκρη τους, εσάς θα καλέσω για να χαράξετε τη νέα πορεία.


Πέτρος Χριστοφιλίδης

25/11/11

Ένα φύλλο

25.11.2011

(Χρόνια πολλά στις Κατερίνες)

Μπήκε μέσα φουριόζα κραδαίνοντας το χαρτί. Με τη φόρα που είχε πάρει έτοιμη ήταν να το κολλήσει σε καμιά αθώα μούρη. Οξυμμένη η φωνή της, δεν αποκολλιόταν από το αποτέλεσμα, τους φτωχούς αριθμούς, τη μελαγχολία του ελάχιστου. Τα νούμερα την κατέβαζαν πολύ χαμηλά, σχεδόν την εξίσωναν με τον σύγχρονο πένητα. Ήθελε να ξεθυμάνει, να βρει έναν στόχο και να αρχίσει να πυροβολεί. Εξ ου και ο αόριστος πληθυντικός, μας πεθαίνουν, μας φτωχαίνουν, μας μαραίνουν. Πρέπει να κοιτούσε για πολύ γύρω της αλλά δεν κινιόταν τίποτε ως αντανακλαστική αντίδραση, ούτε μια φωνή, ούτε μια κραυγή, ούτε ένα χέρι. Την τύλιγε το άδειο του χώρου, το μικρό των αριθμών. Ένωθε ότι είχε κοντύνει απελπιστικά. Ένα κύμα απόγνωσης την χτύπησε. Μια σκοτοδίνη. Σκέφτηκε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου τρέχουσες ανάγκες κι ανελαστικές δαπάνες. Είδε τον εαυτό της γυμνό μέσα σε μια θάλασσα απειλητική, τα παιδιά της να περιμένουν κάτι στη φωλιά τους από κείνη, κι αυτή να βυθίζεται στο τίποτα. Ο βρόχος των υποχρεώσεων σφίχτηκε κάποια εκατοστά γύρω από τον λαιμό της. Πέθαινε με τη σκέψη, κατέρρεε νοερά μπροστά στα αδιάκριτα μάτια των άλλων, πατούσε στο δάπεδο και γινόταν σκουλήκι που σερνόταν.
Κράδαινε το φύλλο, ξέπνοα. Το φύλλο, όπως ενός δέντρου, χωρίς χυμούς, να ακούγεται στη χούφτα το τραγάνισμά του, έτοιμο να σπάσει μονομιάς, να συντριβεί χωρίς οστά, να θρυμματιστεί και να γίνει στάχτη μέσα στην επόμενη νύχτα.
Και τα ρούχα της πόσο παλιωμένα έδειχναν σε αυτή την παράσταση. Το πρόσωπό της πόσο γέρασε μέσα σε μια μέρα. Το καφέ στο πανωφόρι της έγινε του θανάτου και τα χείλη της ξεράθηκαν. Και η μοναχική φωνή να νοσεί, η χωρίς αντίλαλο, η χωρίς αντίδραση. Άδειασε ξαφνικά ο κόσμος γύρω της κι έμεινε πάνω στην σκηνή ξεχασμένος ηθοποιός, σε άδειο θέατρο. Μόνο κάποιος Θεός κι αυτός αν υπήρχε, θα τη σιγόνταρε, εάν κάποια επιφάνειά Του ερχόταν σαν θάμα.
Οι αριθμοί είναι το υπέροχο ανάστημα, το πρόσωπο που κοιτά αφ' υψηλού, στρατιωτικά. Αλλιώς, ο άνθρωπος ένα κουβάρι κάνει το σώμα του και συσπειρώνεται έτοιμος να δοθεί στον δήμιό του.
Ένα κουρελόχαρτο στα χέρια της, η απόδειξη της κατάντιας της, το σοκ της απότομης μεταστροφής των δεδομένων στη ζωή της. Γιατί κάποτε βέβαια έλαμπαν και μέρες ξενοιασιάς...
Οι ώμοι της κύρτωσαν λίγα χιλιοστά και το ξεφύσημα θα έλεγες ότι θα πήγαινε να σβήσει μια φωτιά που άρχισε να την σιγοκαίει από χαμηλά.
Με τόσα πεθαίνω, τ' ακούς, πεθαίνω... Πεθαίνω κι εγώ και μαζί και τα παιδιά μου, όλοι πεθαίνουμε... Κι άμα πεθάνω, θα πάρει σειρά κάποιος άλλος, αν δεν έχετε πεθάνει κι εσείς μαζί, ένα μέρος της καρδιάς σας.
Λόγια που σε έκαναν να κατεβάζεις την κεφαλή, παρά την αθωότητα των ανειδοποίητων. Λόγια που σε ρίπιζαν με μιαν ενοχή, μεταφερμένη από άλλους, πιο κοντά στις πηγές του κακού. Όταν ο άνθρωπος πεθαίνει, όλοι είμαστε υπεύθυνοι σε κάποιον βαθμό.

Όλη η εικόνα της ήταν αυτό το ρυτιδωμένο φύλλο, όλη η διάτρητη προσωπικότητά της, όλο το εύθραυστο σαρκίο της. Δεν θα ανέθρωσκε στις ώρες του στοχασμού της, τη φανταζόσουν να κλείνεται μέσα σε μαύρο κλουβί, να τα βάζει με τη γη και μοιραία και με την μπάλα του σώματός της.
Χίλιες φορές θα ''πέθαινε'' πριν δει λίγο φως στο μαύρο της κοίτης της.

Ήταν πολύ νέα βέβαια για να πεθάνει πραγματικά. Αλλά ήδη μέσα της είχε υποστείλει τη σημαία. Φαινόταν απίθανο κάποιος άγγελος να βρισκόταν στη στιγμή να καταργήσει τον πόνο της, για το παρόν και το μέλλον. Ο χρόνος μπροστά της, το ένιωθε, θα ήταν μια κόλαση, με καρφιά και αίματα. Κοιτούσε τους δρόμους κι όλο πλάτες αντίκριζε. Και τα δόντια της καρφιά, και τα δάκρυά της αίματα.

Οι αριθμοί ήτανε ψυχροί δικαστές που βλοσυρά και αμείλικτα την κοιτούσαν να σέρνεται. Θα ξεφούσκωνε σαν το μπαλόνι με τρελό χορό και θα κόπαζε κάποτε μοιραία η φωνή της. Κάποτε θα γινόταν ένα κουρελάκι. Μια γάτα πατημένη σε οδόστρωμα που πρώτα χυνόταν με τον όγκο της κι έπειτα γινόταν μια χαλκομανία, κι ύστερα πάλι ένα με την άσφαλτο, ο θάνατος να έχει αφομοιωθεί και να έχει μικρύνει τόσο όσο να μη διακρίνεται πάνω στο χαλί του δρόμου.

Εάν πέθαινε πραγματικά, θα έπεφτε σαν αποκαϊδι πάνω στα ρούχα, σαν ιπτάμενος κόκκος σκόνης, τους χειμώνες σαν νιφάδα μεθυσμένη.

Ζώντας, θα είχε στρέψει τα μάτια της μέσα στην άβυσσο του μέσα της, μια αδύναμη στ' αλήθεια παρουσία, μια απαρατήρητη μετριότητα, ένα σώμα χωρίς λάμψη, ένα σβησμένο των δρόμων φανάρι.

Θα γυρνούσαν να την κοιτάξουν μόνο αν έσπαγε το γυαλί του φανού και γινόταν απ' το τίποτα χίλια κομμάτια. Τότε κάποιος θα σταματούσε, θα έσκυβε μες στο πλήθος, θα σκούπιζε τις γυάλινες ψηφίδες, φτιάχνοντας έναν όχλο τους.
Για να μην κοπεί, θα τις έσερνε βιαστικά μέσα σε ένα πεταμένο φύλλο. Θα τις κατάπινε με μια χαψιά ο μεγαλόστομος κάδος.
Λίγες στιγμές αργότερα, η ζωή θα συνεχιζόταν δίχως διακοπή. Το φανάρι γυμνό θα κοκκάλιαζε σαν μαύρος σκελετός. Ο αέρας θα έστηνε έναν τρελό χορό μέσα του. Το ορφανό πουλί θα το έκανε φωλιά του.
Κάποιο πρωί θα το'βρισκαν όμως κι αυτό νεκρό, γερτό με το σώμα προς τα μπρος, σαν να'θελε να φιλήσει για τελευταία φορά το χώμα.

Ξέψυχα τα φτερά του, θα χόρευαν στα μάτια των αργόσχολων ακυβέρνητα. Ακίνητο το πουλί, ένα ξεσκονόπανο του ουρανού.

Από κάτω, δίχως φανάρια, η ζωή, τρελή, θα έτρεχε δαιμονισμένα.

20/11/11

Άσμα επαινετικό και ξέστηθο στον αθώο πυροστιχουργό

20-11-2011

Ωδή στον Χαράλαμπο Βασιλειάδη (και στην τσάντα του)


(Ο ''Τσάντας'' με τη θρυλική του ''σύντροφο'' υπό μάλης.
Η φωτογραφία από ''ΤΑ ΝΕΑ'', δημοσίευση της 14.11.2011.)



Στο βασίλειο του Άδη
λείπει του Βασιλειάδη
η αχώριστή του "φίλη"
που'σερνε τη φρέσκια ύλη.

Χαρτοφύλαξ από δέρμα
συνοδός μέχρι το τέρμα
κλειδοκράτωρ χίλιων στίχων
που'παιρναν ζωή στον ήχον.

Μέσα εκεί οι αναπνοές του
τα θεάματα, οι ματιές του
πάνω εκεί τα δυο του χέρια
κρύες νύχτες, μεσημέρια.

Μέσα εκεί ο ''λαουτζίκος''
οι κραυγές και οι καβγάδες
ένας σύζυγος αγροίκος
κάποιες παστρικές κυράδες.

Πάνω εκεί η κεφαλή του
έβρισκε ένα μαξιλάρι
να'χει ο νους του τη βολή του
να ''τα σιάξει'', να ριμάρει.

Μέσα εκεί η παλιά Αθήνα
η φτωχολογιά, οι ''πληβείοι''
οι ρεμπέτες σε ''βιτρίνα''
των προσφύγων μας οι βίοι.

Πάνω εκεί η μοναξιά
του ''πτωχού'' του αηδονιού
χάραζε με μια κοψιά
την οδό του τραγουδιού.

Μέσα εκεί όλα τα πάθη
πράματα ανθρωπινά
μοίρες, ενοχές και λάθη
έρωτες για όποιον ''πεινά''.

Πάνω εκεί γκρίζα σκιά
χρόνου στρωματογραφία
χρόνια πέτρινα, σκαιά
σαν νεκρή φωτογραφία.

Μέσα εκεί παίρνει φωνή
της ψυχής το ύδωρ λάλον
που φωνόγραφου χωνί
την ''πετά'' να κάνει σάλον
στις υπόγες, στις σκηνές
σε κουτούκια, καφενεία
κει που στέκει ο ναργιλές
το χασίσι, η ανομία.

Πάνω εκεί του χρόνου η σκόνη
το ταλέντο ασημώνει
από τραβηγμένα ξέφτια
πάει ο νους σε χθόνια κέφια
τα μπουζούκια να σολάρουν
τα βιολιά ν' ακομπανιάρουν
οι ζεϊμπέκηδες χτυπιούνται
οι δερβίσηδες κυκλούνται.

Μέσα εκεί κάπου θα ''δεις''
κάτι για τη Μικρασία
ένας πόνος, σαν καδής
θα'κρινε όλο σημασία
τις αναποδιές της μοίρας
που βαστιούνται ανά χείρας,
τα ξεριζωμένα αδέλφια
χαμοζούν στη Φιλαδέλφεια.

Πάνω εκεί στις χαρακιές
γράφεται το πρόσωπό του
χίλιες ανοιχτοχεριές
θάλλον το φιλότιμό του.

Μέσα εκεί βιασύνης χέρια
κάθε μέρα που σταλάζει
βούταγαν με άδειά του -
"πάρτε, φίλοι, δεν πειράζει".

Πάνω εκεί καθρεφτιστήκαν
άδολες χειρονομίες
συμφωνίες που κλειστήκαν
υποσχέσεις, αγωνίες.

Όλα τούτα πρόσκαιρα
σαν μικρόπνοα ρολόγια
διαδίδουν ηχηρά
τα αθάνατά του λόγια.

Όσο κι αν εζημιώθη
σε μερίδια, ποσοστά,
πλέον όλη η ανθρωπότη
του υποκλίνεται, σωστά.

Μ' όλη του την αθωότη
που'ναι η πιο βαθιά σοφία
μας εδίδαξε όλους ότι
στίχοι ''κάνουν τα λοφία''
όσα κέρδη ξεθυμαίνουν
τόσα άσματα ανασταίνουν
κι όσοι στο ψαθί τελεύουν
κλέη δίκια τούς παινεύουν.

Πεζοπόρε ολημερίς
με τριμμένο πανωφόρι,
είν' τα λόγια σου, θαρρείς,
της ψυχής φάροι και φόροι.

Συ, ζωγράφε καθ'οδόν
συ, μεταφραστά του βίου
παλμογράφε ορυμαγδών
μασκοφόρε ενός αγίου.

Συ, μικρέ πραματευτά
που συχνάζεις στην Ομόνοια
συ, του λόγου χορευτά
με της σκέψης τα δαιμόνια.

Πώς εμπόρεσες ν' αφήσεις
θησαυρούς, ν' αναχωρήσεις
πώς λησμόνησες, στην μπάντα,
την αχώριστή σου τσάντα;

Φαίνεται πως εξηγείται
από τούτο που αληθεύει:
σαν του Χάρου οι τερμίται,
λόχος που τον συνοδεύει,
φτάκαν στην εξώθυρά του
για να σβήσουν τη χαρά του
πρόλαβε σ' αυτή τη ''θήκη''
να αφήσει διαθήκη
τα στερνά του τα στιχάκια
ανεκτίμητα ''δωράκια''
στον συνθέτη που ακουμπούσε
και τη ''φλόγα'' απομυζούσε -
μες στην τσάντα τους σαν σπίτι
οι ''φωνές'' του δίχως βιάση
τον κηδέψαν, περιμέναν
τον συνθέτη να περάσει.
Σαν μαγιάτικο στεφάνι
όταν κείνος πια εφάνη
πρόθυμα τού χαριστήκαν,
λόγια-τσάντα ομού χαθήκαν.

ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ



Υ.Γ.: ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΕΠΟΜΕΝΩΝ: http://www.kozaro.com/ (Σημείωμα του Γιώργου Βιδάλη)
Ο Γιώργος Ζαμπέτας στην αυτοβιογραφία του «Και η βρόχα έπιπτε... στρέιτ θρου» (επιμέλεια Ιωάννας Κλειάσιου, εκδόσεις «Ντέφι») αναφέρει για τον Χαράλαμπο Βασιλειάδη: «Έμενε σ' ένα προσφυγικό χαμόσπιτο στη Νέα Φιλαδέλφεια. Εκεί πήγαινα και γράφαμε τραγούδια, γράφαμε στίχους, σβήναμε. Ήταν μπαξές! Του έλεγες τι θέλεις περίπου, πέντε λέξεις κι αμέσως τάκα τάκα το έφτιαχνε. Γύρναγε πάντα με μια τσάντα φορτωμένη στίχους, έτσι του βγήκε το παρατσούκλι. Ολη μέρα γύρναγε, έδινε στίχους, μοίραζε στίχους, του 'κλεβαν και στίχους. Του τα παίρνανε για ένα πακέτο τσιγάρα. Έχει γράψει πολλά τραγούδια, αλλά τα μισά μόνο έχουνε το όνομά του. Τον κλέβανε διάφοροι επιτήδειοι, δεν του γράφανε το όνομά του κι αυτός δεν έκανε και τίποτα, δεν τους κυνήγαγε... Ηταν τίμιος, χρυσός άνθρωπος».

Ο Ζαμπέτας βρισκόταν στο Λονδίνο όταν τον ειδοποίησαν ότι πέθανε. «Κοκάλωσα. Μου 'λειψε ένα κομμάτι από πάνω μου. Γύρισα αμέσως και πάω σπίτι τους. Μου λέει η γυναίκα του η κυρα-Αννα ότι την ώρα που πέθαινε άνοιξε την τσάντα του και έδωσε ένα τραγούδι για μένα. Το "Πού 'σαι Θανάση". Σημαδιακό τραγούδι... Ο Τσάντας ήταν μεγάλος θησαυρός για το ελληνικό τραγούδι, απ' τους μεγαλύτερους».

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του «Ντόμπρα και σταράτα» (επιμέλεια Κώστα Χατζηδουλή, εκδόσεις «Κάκτος»), μιλώντας για το αξεπέραστο τραγούδι του «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε» σημειώνει: «Σκόλασα ένα βράδυ από το μαγαζί και πήγα σπίτι για ύπνο. Η γυναίκα μου άρχισε την γκρίνια. Της λέω, άσε με στη σκοτούρα μου, μην αρχίζεις τη μουρμούρα, άμα ξημερώσει θα τα πούμε, μην ξυπνήσουνε τα παιδιά, σβήσε το φως να κοιμηθούμε. Έτσι γράφτηκε αυτό. Ο Τσάντας ο Βασιλειάδης το χτένισε τότε. Μικρασιάτης, πολύ μορφωμένος. Μεγάλος στιχουργός, από τους καλύτερους. Τα τραγούδια του τα πούλαγε πέντε δεκάρες ή τα χάριζε, όπως η Παπαγιαννοπούλου. Ξέρω πολλά τραγούδια που έδωσαν αυτοί κι έγιναν μεγάλες επιτυχίες χωρίς να παίρνουνε δεκάρα. Ναι, τζάμπα!».

«Του 'παιρναν τα τραγούδια για ένα πακέτο τσιγάρα»

Ο «Τσάντας» με τη σύζυγό του, Άννα: ακόμη μία από τις φωτογραφίες που εντοπίστηκαν έπειτα από δημοσιογραφική έρευνα σ' ένα παζάρι στο Μενίδι.




13/11/11

Παπαδήμος

Καταγωγή απ' τη Δεσφίνα
και στη ζωή μας μπήκε σφήνα
δεν θα τον πεις ποτέ κηφήνα
κι ούτε πως την περνάει φίνα
ήλθε να βάλει κάποιαν τάξη
πριν το πουλάκι μας πετάξει
στο Ψυχικό που κατοικεί
μεγάλη περηφάνια
και στη Φωκίδα παρακεί
βγήκαν απ' την αφάνεια
Δεσφίνα του Παπαλουκά
μα και του Παπαδήμου
αχ, επαρχία, στα μουγκά
φυλάττεις το τσαρδί μου
ήμουνα μικρό παιδάκι
κι έτρεφα καλό αρνάκι
τώρα δες με τραπεζίτη
πώς σηκώνω γω τη μύτη
εβόσκαγα στο Αίγιο
μετά όμως το Κολλέγιο
δρόμο πήρα για τις ΗΠΑ
με τα γράμματα ήμουν σκνίπα
και να, το'φερε η τύχη
που'βαλαν ψηλά τον πήχυ
βάλαν κάποιαν αγγελία
και ζητούν πρωθυπουργία
Φίλιππος και Νικηφόρος
κι ένας κάποιος... Εωσφόρος
παραλίγο να μ' αφήσουν
έξω, να με υποσκελίσουν
αλλά εγώ απ' τη Δεσφίνα
πήγα και τους μπήκα σφήνα
βασιλιάς μες στην Αθήνα
έγινα τούτον τον μήνα
τώρα θα με προσκυνούνε
στην αυλή μου θα κινούνε
θα θαυμάζουν τη χλωρίδα
και θ' ακούν για τη Φωκίδα
θα τους λέω ιστορίες
για αρνιά, για ενορίες
για παπάδες και σφαχτάρια
για γελάδες και πουλάρια
αν και ήμην πως ''αργός''
έγινα πρωθυπουργός
τώρα πάμε ολοταχώς
και υψώνεται αχός
θα κερδίσω την Ευρώπη
βάζοντας πολύ σιρόπι
τη Γερμανίδα καγκελάριο
θα τη δώσω σ' ένα ''αρχάριο''
να του μάθει πανωτόκια
πώς πετιούνται έξω τα φλόκια
και τον ξεπλυμένο Γάλλο
θα τον σκίσω στον καβάλο
Πάσχα τρεις μας στη Δεσφίνα
θα ''γυρνάμε'' προβατίνα
με φαγιά απ' τα μποστάνια
θα μας δίνουν νέα δάνεια
να'ν' καλά ο Παπαδήμος
που'ναι μάγος που'ναι μίμος
θα τους κάνει μαγγανείες
θα τους κόψει τις μανίες
θα τους στρώσει στο γαϊδούρι
και θα τους αλλάξει μούρη
έρχονται απ' την Εσπερία
κι ομοιάζουν με θηρία
στου Λουκά όμως τα χεράκια
θα γενούν ξανά αρνάκια...

12/11/11

4 εποχές (σε powerpoint)

Γίνεται άραγε πιο μεγάλη η φαντασία και πιο εύπεπτη η ποίηση όταν συνοδεύεται από εικόνες;



11/11/11

Η σύνοψη

11.11.2011

Η σύνοψη όσων συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες στην πολύπαθη Ελλάδα, που ζητούσε εναγωνίως κάποιον να την πάρει, τελικά βρίσκεται στο "Διδυμότειχο blues" που έγραψε ιστορία προ ορισμένων ετών με την διάσταση των ''κριτικών'' μηνυμάτων του:

ΑΓΧΩΜΕΝΗ ΜΑΛΑΚΙΑ.

10/11/11

Πάρτε με πάρτε με

Πάρτε με πάρτε με, η Ελλάς.
Ποιον θα την πάρει αυτήν, ρε παιδιά; ο κράχτης.
Ας τον παίξει μόνη της (τον ρόλο), ο μάγκας.
Άντε κυρά μου να τινάξεις καμιάν ελιά, ο φίλος του μάγκα.

(Μπορούμε [όσον αφορά τους ''από κάτω''] να φανταστούμε 11 εκατομμύρια πολιτών να κοιτούν στην ΤιΒι το θρίλερ του νέου πρωθυπουργού, να τρώνε πατατάκια και να αυνανίζονται με μπανάνες. Ειδικά το βυζί της Αφροδίτης ανάβει πόθους.)

8/11/11

Η ύπαρξη

Νεότητα και φθορά, παλλόμενος οίστρος και παρακμή, ζωντάνια και ''παράδοση'', όπως κι αν συγκροτηθούν τα ζεύγη, πάντοτε ο χρόνος θα κολακεύει την καλλονή της ακμής και θα σταυρώνει τα χέρια αμήχανα μπρος στην προϊούσα κατάπτωση του ανθρώπινου υποκειμένου. Ζούμε τις εποχές πάνω στη σάρκα μας, χαμογελάμε με την άνοιξη των νεανικών μας χρόνων προτού αρχίσουμε να συμβιβαζόμαστε με τα πρώτα σημάδια της ''πτώσης''. Δέντρο που θάλλει και μαραίνεται κι ο άνθρωπος, αρχικά με τη μέθη της νεανικής του αλκής και την υπεροψία απέναντι στα ζητήματα ''των άλλων'', κι ύστερα κατρακυλάει κι ο ίδιος δίχως να το συνειδητοποιεί στη θέση των ''βεβλημένων''.
Μονίμως με την αδυναμία να υπερβεί τη φύση του, να νικήσει την προσωρινότητά του, να χωρέσει στο μάκρος της διαδρομής του όλα τα σχέδια που αναθεωρεί εν τη πορεία του. Ο θάνατος πάντα ένα σύνορο άκαμπτο, που σκεπάζει την ύπαρξη και την απομακρύνει ολοένα από το προσκήνιο, από τα φώτα του κόσμου. Τι θα σκεπτόταν άραγε το υποκείμενο αιχμάλωτο στο νέο καθεστώς; ποιες φωνές θα τον συνόδευαν στο ταξίδι της ανυπαρξίας του; ποια μνήμη θα στεκόταν αγέρωχος φύλακας δίπλα στο έργο του; ποιος θα φρόντιζε την παρακαταθήκη του; πώς θα μιλούσαν άραγε τώρα για κείνον; θα είχε ξεπεραστεί το άγχος της σύγκρισης και το πάθος της μειονεξίας; θα είχε  σβήσει ο φθόνος και η φιλαυτία; άραγε οι χθεσινοί φίλοι τώρα θα έσκυβαν το κεφάλι αντιλαμβανόμενοι τις παρελθούσες μικρότητές τους; ποια συνείδηση θα ένιωθε καθαρή κι αμόλυντη μπρος στη φυγούσα ύπαρξη; ποιος θα μετάνιωνε για τα λόγια και τα έργα του που τον εξέθεσαν απέναντι στον τεθνεώτα; κι αφού σαν θέατρο σκιών περνά η ζωή, ποιες δυνάμεις μας ντοπάρουν ώστε σαν σκυλιά πεινασμένα από νίκες και διακρίσεις να ριχνόμαστε στις υποθέσεις του κόσμου; την ώρα που το εγώ υπάρχει και ''κυβερνά'' λησμονεί την αντιστροφή των ρόλων και επιχειρεί να εξουδετερώσει πάντα έναν που θα σταθεί εμπόδιο στην πορεία του - την ώρα που το εγώ δύει, γραπώνεται από τους στύλους κάθε ζωντανής σχέσης για να μην κρημνιστεί. Μια το εγωπαθές υποκείμενο και μια το κοινωνικό υποκείμενο. Η αιώνια μεταβλητότητα του θεατρίνου ανθρώπου, η αιώνια υποκρισία και παλινδρόμηση. Όταν αλλάζουν οι ανάγκες του, επιστρέφει σαν άσωτος υιός. Όταν νικά και κυριαρχεί, αδιαφορεί για την ύπαρξη των άλλων. "Δεν θέλω να  πεθάνω", λέει μέσα του όταν απειλείται η ύπαρξή του, ''θέλω να υπάρχω'' αλλά τίνι σκοπώ; θέλει να γίνει θεός για να κατακεραυνώνει τους εχθρούς του προτού καταντήσει ανθρωπάκι αδύναμο ζητιανεύοντας την βοήθεια των άλλων. Μια παραίτηση από ένα αξίωμα αρκεί για να σε γειώσει, μια καίρια αποτυχία για να σε κάνει να αισθανθείς πόσο τιποτένιος είσαι, μια συγκυρία για να σε φέρει ένα με το χώμα, ''πρόσωπο'' με τη γη που τόσο αλαζονικά πατάς.
Μια τιμωρία πάντοτε περιμένει στο τέλος της διαδρομής, ύστερα από κάθε ύβρη. Θέλει κάποια σοφία να μένεις απαρατήρητος και να ζεις λάθρα, μακριά από περαστικούς ψευδοεπαίνους και εγκώμια της μίας  βραδιάς. Ο έκπτωτος πολιτικός τώρα κυκλοφορεί χωρίς συνοδεία και απαξιώνεται και από τον πιο ''μικρό'' πολίτη. Η ύπαρξη είναι ένα μαχαίρι που το χρησιμοποιείς κατά το δοκούν, άλλοι για να σκοτώσουν τους αντιπάλους τους κι άλλοι για να μοιράσουν την ευτυχία ώστε να λάβουν και οι άλλοι. Στο τέλος, το μαχαίρι μένει τόσο στρεβλό και άκοπο, που ούτε αγώνας ούτε μοιρασιά μπορεί να λάβει χώρα. Το σώμα έτοιμο να συσπειρωθεί γύρω από τον πυρήνα του, και σαν μάζα ανόητη να μαζέψει το φως του από το τερέν μην αφήνοντας ούτε σκιά. Καληνύχτα, άνθρωπε. Μπορείς να κοιμηθείς πλήρως περιφρονημένος στην κλίνη της ησυχίας σου. Κανείς δεν θα σε αναζητήσει πια. Από γεννήσεώς σου ήσουν ήδη παρελθόν.

7/11/11

Η Δροσιά

7.11.2011

Η σημερινή Δροσιά λεγόταν τη δεκαετία του 1930 ''Ρουσσοχώρι'' λόγω της κατοίκησης της περιοχής από Ρωσοπόντιους ερχομένους από τη Μ.Ασία. Σήμερα η περιοχή φημίζεται για το πεϊνιρλί της. Μεταξύ των ''υλικών'' του και ο παστρουμάς. Πάντα μαθαίνεις ζώντας στην Αττική - και έχεις λόγους πάντα να θυμάσαι μέσα από μιαν αφήγηση τους Πόντιους. Το 2022 τα απομεινάρια και τα σημάδια της καταστροφής θα μας αναγκάσουν να αντιληφθούμε ότι το παρελθόν ''ξαναγυρνά'' και εξηγεί ιστορικά ανεπάρκειες, κοινωνικά ζητήματα, παράδοξα του παρόντος.

4/11/11

Παλινδρομήσεις

4-11-2011

Μια μπροστά και μία πίσω
άμα πια, θα σε χωρίσω
έχω χάσει το μυαλό μου
κι όλο ψάχνω το καλό μου
μια λευκό και μία μαύρο
την ησυχία μου πού θά'βρω
κάθε μέρα όλο με ''στέλνεις''
κι όλο έννοιες πια μου σέρνεις
ούτε συ δεν ξές* τι θέλεις (*ξέρεις)
μια στο ξίδι μια στο μέλι
τα'χεις όλο περδουκλώσει
και στα λόγια σου μαγκώσει
καθάρισε τις σκέψεις σου
με ένα μοντέρνο σάρωθρο
και μέτρησε τις λέξεις σου
μη και σου βάλω φίμωτρο
με κολυμπάς στα πέλαγα
τι 'θελα και σου γέλαγα
ανάθεμα την πρώτη ώρα
που μου'γνεψες σε αυτή τη χώρα
και πάνω μου μου χύθηκες
μ' είδες και παρασύρθηκες
κι εγώ χαζή σε πίστεψα
Θεός μου και σε νήστεψα
μα όταν μπήκε το στεφάνι
κάποια παλίρροια εφάνη
βήματα ασυνάρτητα
πάθη ρευστά, ακράτητα
πού το πας κι εγώ δεν ξέρω
πώς να σε αντέξω, γέρο
μια στα όρη ξαμολιέσαι
μια στο βούρκο όλο χαλιέσαι
είτε είσαι είτε δεν είσαι
το κεφάλι μου έλα σκίσε
που ένα βάσανο το τρώει
κι όλο οδύρεται, όι όι...

(Υ.Γ.: Η Ελλάς οδηγείται από μεθυσμένους, χωρίς χάρτη, χωρίς σκοπό...)

Πέτρος Χριστοφιλίδης

2/11/11

Περί του δημοψηφίσματος

Η γλώσσα είναι μια φωτογραφική απόδοση της κοσμικής πραγματικότητας. Ανάλογα με το μέγεθος του "κάδρου" της, περιέχει ή αποκλείει μέρη σημαντικά ή δευτερεύοντα της τρέχουσας ζωής. Επομένως, η δίκαιη και τίμια απόδοση ή μετάφραση των γεγονότων συμβαίνει όταν το γλωσσικό εκφώνημα είναι τόσο πλατύ όσο για να χωρέσει όλες τις αποχρώσεις τους. Τα κοσμικά φαινόμενα έχουν την ιδιοτυπία να μην είναι μόνο καλά ή κακά κατά απόλυτο τρόπο. Έτσι για παράδειγμα, εάν υποθέσουμε ότι σε μια πόλη συμβεί μια μεταρρύθμιση ή μεταβολή, από τον χρόνο έναρξης μιας νέας συνθήκης θα καταγράφονται τα κέρδη και οι απώλειες. Εάν π.χ. πεζοδρομηθεί η οδός Πανεπιστημίου μπορεί να τονωθεί η αγοραστική κίνηση, είναι δυνατόν ωστόσο η κυκλοφορία των οχημάτων να καταστεί εφιάλτης ή καθημερινό βάσανο των οδηγών τους. Επομένως, ανάλογα με την εκφορά του γλωσσικού μηνύματος προβάλλονται ή αποκλείονται μέρη της αληθείας που αναλογούν σε πτυχές ή παραμέτρους της κοσμικής ζωής. Έτσι οι διαζευκτικές ερωτήσεις έχουν τη συνήθεια να διαχωρίζουν με μια κάθετη τομή το υποτιθέμενο καλό από το υποτιθέμενο κακό, ενώ είναι πολύ πιθανόν οι ψυχικές καταστάσεις των υποκειμένων, το θυμικό και οι βουλήσεις τους, να εκφράζονται σε μια μέση ζώνη, όπου το ποιόν της αληθείας περιέχει και καλό και κακό, σαν να λέμε μια αλήθεια ανάμεικτη, όπως ένα φάρμακο που περιέχει μεν συστατικά καταπαύοντα μια δυσλειτουργία αλλά την ίδια στιγμή παράγοντα μια ανεπαίσθητη ή πρόδηλη ανωμαλία. Τίποτε στον κόσμο δεν είναι μόνο καλό ή μόνο κακό. Είναι καλό ή κακό υπό προϋποθέσεις, είναι καλό με πρόσμειξη κακού, ή είναι κακό με πρόσμειξη καλού. Εξ ου και το λαϊκόν και φερόμενον στα χείλη των επιχειρηματολογούντων: ουδέν κακόν αμιγές καλού. Άρα πάντα υπάρχει ένας τρίτος δρόμος για να βλέπουμε την πραγματικότητα, όπου μια δόση αγαθού ενώνεται αναγκαστικά με μια δόση δεινού, αλλά η αναλογία κάνει την διαφορά. Έτσι για παράδειγμα, εάν στις μέρες μας ένα κράτος-μέλος ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια, θα δει να απορρέουν από αυτό και θετικές και αρνητικές συνέπειες. Μπορεί φέρ' ειπείν να νιώσει ενισχυμένο στον τομέα της ασφάλειας, αλλά να βλαφθεί στον τομέα της αλιείας. Όλα λοιπόν μπαίνουν σε μια ζυγαριά και διαπιστώνεται το ειδικόν βάρος τους. Το ερώτημα λοιπόν ''θες ευρώ ή δραχμή;'' δεν μπορεί να απαντηθεί με ένα ναι ή ένα όχι. Εάν η τρέχουσα οικονομική σημασιολογία στο λεξικό της συνδέει την ύπαρξη του ευρώ με θετικά γνωρίσματα ενώ την ίδια στιγμή την ύπαρξη της δραχμής με αρνητικά, τόσο η ερώτηση μετασχηματίζεται σε ''θες καλό ή κακό;''. Όμως οι ποιότητες των πραγμάτων δεν είναι εξ ορισμού καλές ή κακές. Η χρήση τους είναι ο δείκτης της σημασίας τους, της αξίας τους, της κερδοφόρας ή ζημιογόνας παρουσίας τους. Κι όταν λέμε η χρήση τους, εννοούμε την υποκειμενική αντίληψη την προερχόμενη από το ανθρώπινο υποκείμενο, το οικονομικό ον που χρησιμοποιεί τα πράγματα. Άρα εδώ παλεύουν αντιλήψεις, απόψεις, χρήσεις των πραγμάτων σε έναν κόσμο όμως που μεταβάλλεται διαρκώς, που σημαίνει ότι είναι δυνατόν να μεταβάλει άρδην αυτές τις αντιλήψεις περί των πραγμάτων. Εάν π.χ. σε ένα διαφορετικό οικονομικό σύστημα το εθνικό μας νόμισμα (δραχμή) αντιπροσωπεύοντας μιαν ισχυρότερη κατά πολύ οικονομία, είχε βαρύνουσα αξία, τότε η παραπάνω ερώτηση θα απαντιόταν με το ''θέλω δραχμή''. Η οπτική λοιπόν των πραγμάτων και τα τρέχοντα δεδομένα επηρεάζουν τις αντιλήψεις των υποκειμένων, γεγονός που καθιστά τον άνθρωπο ''μέτρο όλων των πραγμάτων'' κατά τη σοφιστική ρήση. Το πρόβλημα λοιπόν με το δημοψήφισμα είναι ότι η νόσος μας έχει επεκταθεί τόσο πολύ στον εθνικό μας οργανισμό που το ''θες ευρώ ή δραχμή'' μεταφράζεται περίπου ως εξής: ''θες να ανασταλεί το πρόγραμμα της αγωγής που έχει αρχίσει να εφαρμόζεται και ελπίζεται ότι ίσως φέρει κάποιο αποτέλεσμα και να καθοριστεί ένα νέο πρόγραμμα διακόπτοντας την πορεία της όποιας θεραπείας ή θες να συνεχιστεί;''. Εφόσον πια είμαστε εν πλω, οι δυνάμεις της λογικής θα μας οδηγούσαν στην απάντηση ''να συνεχιστεί το πρόγραμμα της θεραπείας μας'', αλλά εάν το ''πάθος'' για μια στιγμή μόνο, την κρίσιμη στιγμή της εκλογής και απάντησης, κυριαρχούσε, τότε θα ήταν πολύ πιθανόν να ωθούσε σε μια διαφορετική ετυμηγορία, ''θέλω να διακοπεί''. Αυτό π.χ. θα συνέβαινε εάν ο ασθενής δεν πολυσυμπαθούσε τον θεράποντα ιατρό του, εάν για την αγωγή που έχει ήδη ξεκινήσει πληρώνει ακριβά, εάν ένιωθε αιχμάλωτος και δεμένος σαν πειραματόζωο στο πλαίσιο αυτής της αγωγής κ.λπ. Αφήστε, δε, που και τα 2 σκέλη της ερώτησης περιέχουν τεράστιο βαθμό αβεβαιότητας. Διότι εάν η θεραπεία με δάνεια και ευρώ δεν οδηγήσει σε αίσιο τέλος, τότε όλοι θα μετανιώσουν για την απάντησή τους, αλλά ήδη θα φέρουν την ευθύνη της. Ή εάν η ανάσταση της δραχμής είναι μια ουτοπική φαντασίωση και οδηγήσει σε διάλυση των τεθεισών οικονομικών σχέσεων, τότε και πάλι θα μετανιώσουν όλοι όσοι αστόχαστα την υποστήριξαν. Με λίγα λόγια, ο άρρωστος ποτέ δεν είχε προφητικές δυνατότητες - μόνο βέβαια η γλώσσα του σώματός του είναι καμιά φορά δείκτης μιας κάποιας ευημερίας ή αναζωογόνησης ή αντίθετα μιας προϊούσας επιβάρυνσης. Όμως πολύ συχνά διαβάζουμε στα συνταγολόγια ή μας ειδοποιούν οι ιατροί ότι με τη λήψη του φαρμάκου είναι πολύ πιθανόν τις πρώτες ημέρες να επιδεινωθεί η κλινική εικόνα. Όταν λοιπόν επιδεινώνεται η κλινική εικόνα, ο ασθενής αρχίζει να έχει αμφιβολίες. Λόγω του ότι το μέλλον είναι αόρατον και ασαφές ενώ η στιγμή της εθνικής  διά δημοψηφίσματος απόκρισης ''μοιραία'', συμβαίνει ώστε η ευθύνη της απόκρισης λόγω του ''στιγμιαίου'' του γεγονότος, να γιγαντώνεται και να εγγράφεται στη συνείδηση όλων ως κορυφαία πράξη. Ο ερωτηθείς όμως δεν μπορεί να εκφραστεί με τις απόλυτες και διαχωρισμένες αλήθειες από τις οποίες έχει να επιλέξει κι ούτε μπορεί να εκφράσει ''ανοιχτά'' την πραγματική - μύχια δική του αλήθεια. Στο παιδικό τραγουδάκι ''την Κική ή την Κοκό;'' το παιδί ζυγίζει μέσα του την ομορφιά π.χ. της μίας με τα άλλα τυχόν χαρίσματα της άλλης, κι έτσι βρίσκεται σε κάποιο δίλημμα. Εάν του δινόταν μια αράδα να μιλήσει, θα έγραφε και την Κική και την Κοκό. Δηλαδή θέλουμε και να είμαστε εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας για να μην νιώθουμε ότι αφιστάμεθα της συλλογικής προόδου που λέμε ότι επιτελείται αλλά την ίδια στιγμή θα θέλαμε ει δυνατόν το ευρώ να μεταμορφωνόταν στην παλαιά δραχμούλα και να είχε το αλλοτινό της αντίκρισμα. Η ζωή πάντα είναι ένα μείγμα από πραγματικές και ανεφάρμοστες προσδοκίες, από τωρινά και μελλοντικά δεδομένα, από ύλη απτή και από αέρα, από συμβιβασμούς και από όνειρα, από γεγονότα και εικασίες, από τετελεσμένα και προφητείες, από προσωρινή σιγουριά και από ρευστή αβεβαιότητα, και ο Χρόνος σκεπάζει με έναν μανδύα τις εσωτερικές μας συγκρούσεις καθώς το εγελιανό ''θέση και αντίθεση'' διαρκώς τίθεται ως συνθήκη ζωής. Κι αυτό, δε, που λέμε ευθύνη, θα είχε πραγματικό νόημα, μόνο αν κυβερνούσαμε τον χρόνο και μειώναμε το άδηλόν του, μόνο αν φτάναμε στη θέωση ώστε να διεισδύει η ματιά μας τόσο βαθιά στο μέλλον ώστε να προσγράφεται μέσα μας η πορεία του κόσμου όχι ως διχαλωτά σενάρια αλλά ως ευθύγραμμος κορμός. Είτε λοιπόν με το ευρώ είτε με την παλαιά ή αναστημένη δραχμή, πάντα θα κοκκαλώνουμε μπρος σε σταυροδρόμια των σκέψεων αναμετρώντας το βάρος της αρχικής μας επιλογής και ονειδίζοντας τη φορά που δώσαμε με μια δική μας ''στιγμιαία'' απόκριση. Όταν στους ''Όρνιθες'' σχηματίζεται μια νέα πολιτεία των ουρανών, η Νεφελοκοκκυγία, στην οποίαν έχουν επενδυθεί ελπίδες ότι θα αποτελεί παράδεισο σε σύγκριση με την ανθρώπινη, κανείς δεν φαντάζεται ότι αυτή η νέα πολιτεία, το πλάσμα δηλαδή των ελπίδων γρήγορα θα αποδειχθεί χειρότερη από την προϋπάρχουσα. Το ''πάμε για καλύτερα και βγαίνουνε χειρότερα'' είναι δηλαδή και αυτό μια πιθανότητα. Η οικονομία δυστυχώς δεν προβάλλει ανάγλυφα ερωτήματα τόσο εύκολα όσο θα ήταν φέρ' ειπείν εκείνα των φυσικών νόμων. Τα ερωτήματα απαιτούν ανοιχτές απαντήσεις, κατάφαση ή απόφαση, δηλαδή ναι ή όχι υπό όρους, σύνθετες νοητικές κατασκευές. Αυτή την ευελιξία δυστυχώς δεν τη δίδει το ερώτημα ενός δημοψηφίσματος. Τα όνειρά μας και οι ιδανικές μας απεικονίσεις μοιάζουν με την αρχαϊκή Σφίγγα, όπου φέρονταν στοιχεία από γυναίκα, ψάρι, λιοντάρι, σκύλο και πτηνό. Θέλουμε τη μεταμόρφωση του νομίσματος κατά έναν ερμαφρόδιτο τρόπο ώστε εξωτερικά να είναι ευρώ αλλά με εσωτερική αξία παλαιάς δραχμής, ώστε η Ευρώπη να γίνει ταμείον διεθνούς φιλανθρωπίας, ένας οικονομικός ερυθρός σταυρός, μια νοσοκόμα και αποκλειστική μάλιστα, χωρίς ουδεμία αξίωση και άνευ αποζημίωσης. Η Ευρώπη που στον νουν κάποιων μοιάζει με μέγαιρα θέλουμε με το ραβδί του μάγου να γίνει η μαμά μας. Αλλά ποιος έχει τώρα χρόνο να ακούει... όνειρα;;;

Π. Χριστοφιλίδης