30-11-2011
Στο ταβερνείο του Υμηττού (''του Βαρδή'') τρεις παρέες συνέτρωγαν. Πιάσαμε ένα τραπέζι με τον φίλο του λαϊκού τραγουδιού Χρήστο Τσίτο και τα παιδιά άλλο ένα, δίπλα, βάζοντας τα παιχνίδια τους, αυτοκινητάκια και κούκλες. Η σερβιτόρα συνηθισμένη από παρελθούσες στιγμές ασφυξίας του μαγαζιού, σαν να μας μάλωσε κάπως για την "επέκτασή" μας με κάπως τραβηγμένη τη φωνή της. Στην κουζίνα πέντε σώματα έπρεπε να συνεργαστούν, αλλά χωρίς την ύλη άλλων εποχών.
Η πόρτα των Γυναικείων Φυλακών Ελαιώνος Θηβών ανοίγει αργά, σαν από ένα χέρι αόρατο, υπερβατικό. Θυμίζει λίγο το "Σουσάμι άνοιξε" των παραμυθιών. Μπαίνω με τα πράγματα σε 2 σακκούλες, γυναίκα και παιδιά απέξω, στο αμάξι, και καθώς το χάσμα της θύρας αρχίζει, αντίστροφα τώρα, να ''κλείνει'', αισθάνομαι στο απειροχιλιοστό του δευτερολέπτου πως φυλακίζομαι κι εγώ. Οι σπείρες των συρματοπλεγμάτων στέκονται ψηλά αποκλείοντας κάθε νοερή δυνατότητα απόδρασης, και διαβαίνω σε έναν μεγάλο διάδρομο όπου στο τέλος του βρίσκεται άλλο ένα άδειο φυλάκιο-πόστο και μια νέα, ενδιάμεση αυτή τη φορά, θύρα, μετά την οποία μια πλατεία και ολόγυρά της τα χαμηλά κτίσματα με κάγκελα στα παράθυρα. Επικρατεί μια παράξενη ησυχία, αλλά εάν κανείς σταματήσει απότομα και βυθιστεί στο άπειρο θα ''πιάσει'' κάποιες ανεπαίσθητες φωνούλες, όπως π.χ. κάποιων πουλιών μέσα από χοντρά κρύσταλλα. Τι κάνουν τώρα οι γυναίκες; Τι σκέφτονται άραγε; Σίγουρα θα έχουν μάθει ότι όλοι οι απέξω βρίσκονται πια σε ένα νεόφαντο καθεστώς κατοχής, φυλακισμένοι και αυτοί, ιδού η δική τους τιμωρία. Γιατί σίγουρα κανείς αφελής δεν μπορεί να δεχτεί ότι μόνο αυτές αμάρτησαν, τη στιγμή που όλη η Ελλάδα τιμωρείται. Η μπατσίνα που με φωνάζει, πώς δεν μ' αρέσουν οι γυναίκες με αυτό το ξεπλυμένο ή κραυγαλέο πλατινέ μαλλί, σαν αγόρι που το έντυσαν κορίτσι. Γυναίκες πάμπολλες σε αυτόν τον κόσμο άσχημες, αδιάφορες ερωτικά, απωθητικές και εξ επαγγέλματος και εκ νοοτροπίας, αντρογυναίκες, χωρίς γούστο και καλαισθησία, βλοσυρές και υπάκουες, χωρίς φινέτσα, χωρίς χαμόγελο, χωρίς σκέρτσο, μια κατήφεια όλο το είναι τους, μπατσίνες, δικηγορίνες της τάξης, καθηγητριούλες με τον χάρακα στην παλάμη και τον κανόνα της Γραμματικής στην κωλότεπη. Θου, Κύριε, φυλακήν... Αλλά για όλα αυτά πάντοτε υπάρχει και η αντίθετη γνώμη, που λέγει ότι όλες αυτές είναι ωραίες και θελκτικές - Θεός φυλάξοι... τα μάτια μας.
Η Χαλκίδα μια ερημιά. Ο αέρας να λυσσομανά, στην παραλία με το κυάλι βλέπεις καμιά κινούμενη φιγούρα. Κι όμως, καθ' οδόν για το εστιατόριο, να μια γυναίκα-παλικάρι που, την αθεόφοβη, ολομόναχη μπαίνει στη θάλασσα. Να τη βλέπεις να κρυώνεις. Καταλήγουμε στο "Ρακάδικο" και επανέρχονται οι ωραίες εικόνες των Χανίων, με οφτή πατάτα και την καραμπίνα στον τοίχο από το Μάλεμε (σύμπτωση). Τρεις μήνες μετά, όλα μοιάζουν τόσο μακρινά. Αλλά πού θα πάει, το καλοκαίρι πάντα επιστρέφει σαν παραπονεμένο παιδί.
Πώς είναι ένας εκθεσιακός χώρος φωτογραφίας πριν από τα εγκαίνια; Οι καθαρίστριες σφουγγαρίζουν πάνω στο ξύλο. Η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων μεταξύ σφύρας και άκμονος, κινητού τηλεφώνου και υπολογιστή. Το βιβλιοπωλείο άδειο. Στο καφέ δυο φοιτητριούλες (μάλλον) σιγομουρμουρίζουν. Τα τοπία απρόσωπα μέσα στα κάδρα. Ναι, γυμνά κι αυτά και αιχμάλωτα. Κάπου ένας χωματόδρομος στρίβει, κάπου ένα εκκλησάκι θρηνεί κάποιον χαμό. Παλιά, θυμάστε, δεν θέλαμε να υπάρχουν πρόσωπα μέσα στις φωτογραφίες και γι' αυτό τραβάγαμε μόνο την ωραία, την απέριττη, την παρθένα φύση. Ήμουν κι εγώ εκεί, φωνάζει μέσα από τις εικόνες ο φωτογράφος. Η αλήθεια είναι ότι την ήθελα πιο ζωντανή αυτή την έκθεση, να φωνάζουν οι άνθρωποι μέσα από τις δραστηριότητές τους, οι απόκοσμοι, οι ξεχασμένοι, οι ακρίτες. Νεκρές οι φύσεις, σαν τον θάνατο της ζωής, σιωπή και ερημία, ίσα ίσα να ακούς τα βήματά σου. Τα φύλλα των δέντρων σε όλες τις εποχές τους, θαλερά, ανάκατα, φθαρμένα, γερασμένα, πεσμένα, σε πλήρη άνθηση και φούντωση. Τα δέντρα μια βεντάλια που κάνει αέρα στην απρόσωπη φύση. Και βέβαια κάπου πάντα μέσα στις εικόνες και ο μοναχός, ο σταυρός, το εκκλησάκι στην κορφή του βράχου και τα σκαλοπάτια να σε πηγαίνουν εκεί σαν ακορντεόν, ω τι ίλιγγος. Περπατήστε με, λέγει η Ελλάδα, μιλήστε μου, μην με αφήνετε μόνη, θα μαραζώσω ολοκληρωτικά. Ο φωτογράφος (Βασίλης Μαλισιόβας) αναζητεί τον έρωτα μακριά από την κακογουστιά της πόλης και την ακαλαισθησία. Εκεί που πάει δεν περνά το ψέμα κι η απάτη. Εκεί το καθαρό τοπίο κρυσταλλώνει και τον διπρόσωπο χαρακτήρα μας, τα αστικά καθώς πρέπει διαλύονται και εξαϋλώνονται. Πίσω από τις πλάτες των ορέων τα πράγματα είναι απλά και διάφανα.
Έχει να πει πολλά ο τετραπέρατος αυτός φωτογράφος, που εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο την ελευθερία του, βάζοντας στοιχήματα με τον χρόνο. Αλλά τελικά η απέραντη σοδειά του έπρεπε να φυλακιστεί κατ' επιλογήν (πόσα λίγα μέσα σε τόσα πολλά που έχει να δείξει και να πει κανείς) στον εκθεσιακό αυτόν χώρο, που όπως θα'λεγε και ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου είναι για "μίνι κώλους". Σαν τον μίνι κώλο δηλαδή της υπεύθυνης δημοσίων σχέσεων.
Στο ταβερνείο του Υμηττού (''του Βαρδή'') τρεις παρέες συνέτρωγαν. Πιάσαμε ένα τραπέζι με τον φίλο του λαϊκού τραγουδιού Χρήστο Τσίτο και τα παιδιά άλλο ένα, δίπλα, βάζοντας τα παιχνίδια τους, αυτοκινητάκια και κούκλες. Η σερβιτόρα συνηθισμένη από παρελθούσες στιγμές ασφυξίας του μαγαζιού, σαν να μας μάλωσε κάπως για την "επέκτασή" μας με κάπως τραβηγμένη τη φωνή της. Στην κουζίνα πέντε σώματα έπρεπε να συνεργαστούν, αλλά χωρίς την ύλη άλλων εποχών.
Η πόρτα των Γυναικείων Φυλακών Ελαιώνος Θηβών ανοίγει αργά, σαν από ένα χέρι αόρατο, υπερβατικό. Θυμίζει λίγο το "Σουσάμι άνοιξε" των παραμυθιών. Μπαίνω με τα πράγματα σε 2 σακκούλες, γυναίκα και παιδιά απέξω, στο αμάξι, και καθώς το χάσμα της θύρας αρχίζει, αντίστροφα τώρα, να ''κλείνει'', αισθάνομαι στο απειροχιλιοστό του δευτερολέπτου πως φυλακίζομαι κι εγώ. Οι σπείρες των συρματοπλεγμάτων στέκονται ψηλά αποκλείοντας κάθε νοερή δυνατότητα απόδρασης, και διαβαίνω σε έναν μεγάλο διάδρομο όπου στο τέλος του βρίσκεται άλλο ένα άδειο φυλάκιο-πόστο και μια νέα, ενδιάμεση αυτή τη φορά, θύρα, μετά την οποία μια πλατεία και ολόγυρά της τα χαμηλά κτίσματα με κάγκελα στα παράθυρα. Επικρατεί μια παράξενη ησυχία, αλλά εάν κανείς σταματήσει απότομα και βυθιστεί στο άπειρο θα ''πιάσει'' κάποιες ανεπαίσθητες φωνούλες, όπως π.χ. κάποιων πουλιών μέσα από χοντρά κρύσταλλα. Τι κάνουν τώρα οι γυναίκες; Τι σκέφτονται άραγε; Σίγουρα θα έχουν μάθει ότι όλοι οι απέξω βρίσκονται πια σε ένα νεόφαντο καθεστώς κατοχής, φυλακισμένοι και αυτοί, ιδού η δική τους τιμωρία. Γιατί σίγουρα κανείς αφελής δεν μπορεί να δεχτεί ότι μόνο αυτές αμάρτησαν, τη στιγμή που όλη η Ελλάδα τιμωρείται. Η μπατσίνα που με φωνάζει, πώς δεν μ' αρέσουν οι γυναίκες με αυτό το ξεπλυμένο ή κραυγαλέο πλατινέ μαλλί, σαν αγόρι που το έντυσαν κορίτσι. Γυναίκες πάμπολλες σε αυτόν τον κόσμο άσχημες, αδιάφορες ερωτικά, απωθητικές και εξ επαγγέλματος και εκ νοοτροπίας, αντρογυναίκες, χωρίς γούστο και καλαισθησία, βλοσυρές και υπάκουες, χωρίς φινέτσα, χωρίς χαμόγελο, χωρίς σκέρτσο, μια κατήφεια όλο το είναι τους, μπατσίνες, δικηγορίνες της τάξης, καθηγητριούλες με τον χάρακα στην παλάμη και τον κανόνα της Γραμματικής στην κωλότεπη. Θου, Κύριε, φυλακήν... Αλλά για όλα αυτά πάντοτε υπάρχει και η αντίθετη γνώμη, που λέγει ότι όλες αυτές είναι ωραίες και θελκτικές - Θεός φυλάξοι... τα μάτια μας.
Η Χαλκίδα μια ερημιά. Ο αέρας να λυσσομανά, στην παραλία με το κυάλι βλέπεις καμιά κινούμενη φιγούρα. Κι όμως, καθ' οδόν για το εστιατόριο, να μια γυναίκα-παλικάρι που, την αθεόφοβη, ολομόναχη μπαίνει στη θάλασσα. Να τη βλέπεις να κρυώνεις. Καταλήγουμε στο "Ρακάδικο" και επανέρχονται οι ωραίες εικόνες των Χανίων, με οφτή πατάτα και την καραμπίνα στον τοίχο από το Μάλεμε (σύμπτωση). Τρεις μήνες μετά, όλα μοιάζουν τόσο μακρινά. Αλλά πού θα πάει, το καλοκαίρι πάντα επιστρέφει σαν παραπονεμένο παιδί.
Πώς είναι ένας εκθεσιακός χώρος φωτογραφίας πριν από τα εγκαίνια; Οι καθαρίστριες σφουγγαρίζουν πάνω στο ξύλο. Η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων μεταξύ σφύρας και άκμονος, κινητού τηλεφώνου και υπολογιστή. Το βιβλιοπωλείο άδειο. Στο καφέ δυο φοιτητριούλες (μάλλον) σιγομουρμουρίζουν. Τα τοπία απρόσωπα μέσα στα κάδρα. Ναι, γυμνά κι αυτά και αιχμάλωτα. Κάπου ένας χωματόδρομος στρίβει, κάπου ένα εκκλησάκι θρηνεί κάποιον χαμό. Παλιά, θυμάστε, δεν θέλαμε να υπάρχουν πρόσωπα μέσα στις φωτογραφίες και γι' αυτό τραβάγαμε μόνο την ωραία, την απέριττη, την παρθένα φύση. Ήμουν κι εγώ εκεί, φωνάζει μέσα από τις εικόνες ο φωτογράφος. Η αλήθεια είναι ότι την ήθελα πιο ζωντανή αυτή την έκθεση, να φωνάζουν οι άνθρωποι μέσα από τις δραστηριότητές τους, οι απόκοσμοι, οι ξεχασμένοι, οι ακρίτες. Νεκρές οι φύσεις, σαν τον θάνατο της ζωής, σιωπή και ερημία, ίσα ίσα να ακούς τα βήματά σου. Τα φύλλα των δέντρων σε όλες τις εποχές τους, θαλερά, ανάκατα, φθαρμένα, γερασμένα, πεσμένα, σε πλήρη άνθηση και φούντωση. Τα δέντρα μια βεντάλια που κάνει αέρα στην απρόσωπη φύση. Και βέβαια κάπου πάντα μέσα στις εικόνες και ο μοναχός, ο σταυρός, το εκκλησάκι στην κορφή του βράχου και τα σκαλοπάτια να σε πηγαίνουν εκεί σαν ακορντεόν, ω τι ίλιγγος. Περπατήστε με, λέγει η Ελλάδα, μιλήστε μου, μην με αφήνετε μόνη, θα μαραζώσω ολοκληρωτικά. Ο φωτογράφος (Βασίλης Μαλισιόβας) αναζητεί τον έρωτα μακριά από την κακογουστιά της πόλης και την ακαλαισθησία. Εκεί που πάει δεν περνά το ψέμα κι η απάτη. Εκεί το καθαρό τοπίο κρυσταλλώνει και τον διπρόσωπο χαρακτήρα μας, τα αστικά καθώς πρέπει διαλύονται και εξαϋλώνονται. Πίσω από τις πλάτες των ορέων τα πράγματα είναι απλά και διάφανα.
Έχει να πει πολλά ο τετραπέρατος αυτός φωτογράφος, που εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο την ελευθερία του, βάζοντας στοιχήματα με τον χρόνο. Αλλά τελικά η απέραντη σοδειά του έπρεπε να φυλακιστεί κατ' επιλογήν (πόσα λίγα μέσα σε τόσα πολλά που έχει να δείξει και να πει κανείς) στον εκθεσιακό αυτόν χώρο, που όπως θα'λεγε και ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου είναι για "μίνι κώλους". Σαν τον μίνι κώλο δηλαδή της υπεύθυνης δημοσίων σχέσεων.