29.11.2011
Εκείνου που πεινάει
η μνήμη του πονάει
θυμάται ωραία βράδια
πιάτα, φιλιά και χάδια
παρέες κι όλο χάχανα
σαλάτες κι όλο λάχανα
λαρύγγια να θερμαίνονται
στόματα να ευφραίνονται
να καταφθάνουν δίσκοι
να τέρπονται οι ουρανίσκοι
να ''πιάνουν'' οι ρετσέτες
να κρέμονται οι πετσέτες
το μάτι να γυαλίζει
ο οίνος να κελαρύζει
να πάλλονται οι σιαγόνες
να θέλγονται οι ''γοργόνες''
να τρέχουν τα γκαρσόνια
με ''όρη'' από μακαρόνια
να ιδρώνουν μες στα φράκα τους
νοτίζοντας τη βράκα τους
παίρνοντας τας παραγγελίας
των ''κυριών με καμελίας"
μεσόκοποι με τα πούρα τους
χάνονται στη μουρμούρα τους
οι ''δίπλα'' στην τσιπούρα τους
και τα μωρά στα... ούρα τους
ώσπου προβάλλει ο ''θείος'' σεφ
ψηλόλιγνος όπως το σερφ
παρατώντας τη μαρμίτα
και ρουφώντας μιαν Αμίτα
πλάι περνάει απ' τις ροτόντες
λόγια αρπάζει, φράσεις-τσόντες,
σχόλια που κρυφακούει
το'χει πάθος, το'χει χούι
κάπως σαν αφηρημένος
και στις σκέψεις του δοσμένος
νοσταλγεί τις ευωχίες
τις παλιές, και τις μοιχίες
ζαλισμένων δαιτυμόνων
ελευθέρων-κηδεμόνων,
τα φιλιά κάτω απ' το θόλο
με οσμές από τον μόλο
μυρωδιές μέσ' από ανάσες
αύρα υπέροχη από μάσες,
ρεστοράν φωτολουσμένα
τα φοντάν παρατημένα
τα τραπέζια σε αταξία
τα υλικά σε ''επιμειξία''
πάνω στο λευκό λεκέδες
δυο μοναχικοί κεφτέδες
κάπου αλλού η ζωή περνάει
κι ο ''πρωτάρης'', φτου, ξερνάει
οι θαμώνες ταξιδεύουν σε κομψά ξενοδοχεία
σώματα γυμνά θωπεύουν στης αγάπης τη λοχεία
πίσω τα'χουν όλα αφήσει
σα σκιές έχουν σκορπίσει
η κυρία πάει στο μπάνιο
κι έκπληκτη διαπιστώνει
"θα'χει πέσει, μέσα, χάμω
το βραχιόλι μου'', θυμώνει,
του ζητεί να τρέξει τώρα
"μα είναι περασμένη η ώρα"
"τρέχα, πλένει η λαντζέρα
θα το βάλει αυτή στη χέρα"
"θα'χει πέσει στο χαλάκι" -
πάει, ψάχνει, ένα μπαλάκι
βρίσκει μόνο από'να μπέμπη
τρεις πεσμένοι πασατέμποι
κάπως τον περιγελούνε
μειδιώντας, δεν γελούνε.
Όλο το προσωπικό
σαν επί προσωπικού
σκύβει εδώ, εκεί κι αλλού
μ' ένα στιλ μυωπικό -
ώσπου ο νέος σομελιέ,
α, χαρές και αγκαλιέ(ς),
"εύρηκα'' αναφωνεί
με φωνή που όλο δονεί
λόχο-σκεύη στην κουζίνα
την κρυστάλλινη βιτρίνα
κι ο ανήρ Θεόν δοξάζει
κι όλο γλύκα αλαλάζει -
τον σομελιέ χαρτζιλικώνει
το βραχιόλι της τσεπώνει -
πού να σκεφθεί ο χαζοβιόλης
πως σαν ξεπόρτισε ο χάννος, μόλις
κάλεσε τον σερβιτόρο
ήσυχα και δίχως ντόρο
από κάτω να τη φάγει
να τη βάλει στην αρπάγη
(ήτανε πτωχό το γεύμα
κι έτσι μ' ένα αθώο νεύμα
θέλησε συμπλήρωμα
και της σάρκας μύρωμα).
Π. Χριστοφιλίδης
Εκείνου που πεινάει
η μνήμη του πονάει
θυμάται ωραία βράδια
πιάτα, φιλιά και χάδια
παρέες κι όλο χάχανα
σαλάτες κι όλο λάχανα
λαρύγγια να θερμαίνονται
στόματα να ευφραίνονται
να καταφθάνουν δίσκοι
να τέρπονται οι ουρανίσκοι
να ''πιάνουν'' οι ρετσέτες
να κρέμονται οι πετσέτες
το μάτι να γυαλίζει
ο οίνος να κελαρύζει
να πάλλονται οι σιαγόνες
να θέλγονται οι ''γοργόνες''
να τρέχουν τα γκαρσόνια
με ''όρη'' από μακαρόνια
να ιδρώνουν μες στα φράκα τους
νοτίζοντας τη βράκα τους
παίρνοντας τας παραγγελίας
των ''κυριών με καμελίας"
μεσόκοποι με τα πούρα τους
χάνονται στη μουρμούρα τους
οι ''δίπλα'' στην τσιπούρα τους
και τα μωρά στα... ούρα τους
ώσπου προβάλλει ο ''θείος'' σεφ
ψηλόλιγνος όπως το σερφ
παρατώντας τη μαρμίτα
και ρουφώντας μιαν Αμίτα
πλάι περνάει απ' τις ροτόντες
λόγια αρπάζει, φράσεις-τσόντες,
σχόλια που κρυφακούει
το'χει πάθος, το'χει χούι
κάπως σαν αφηρημένος
και στις σκέψεις του δοσμένος
νοσταλγεί τις ευωχίες
τις παλιές, και τις μοιχίες
ζαλισμένων δαιτυμόνων
ελευθέρων-κηδεμόνων,
τα φιλιά κάτω απ' το θόλο
με οσμές από τον μόλο
μυρωδιές μέσ' από ανάσες
αύρα υπέροχη από μάσες,
ρεστοράν φωτολουσμένα
τα φοντάν παρατημένα
τα τραπέζια σε αταξία
τα υλικά σε ''επιμειξία''
πάνω στο λευκό λεκέδες
δυο μοναχικοί κεφτέδες
κάπου αλλού η ζωή περνάει
κι ο ''πρωτάρης'', φτου, ξερνάει
οι θαμώνες ταξιδεύουν σε κομψά ξενοδοχεία
σώματα γυμνά θωπεύουν στης αγάπης τη λοχεία
πίσω τα'χουν όλα αφήσει
σα σκιές έχουν σκορπίσει
η κυρία πάει στο μπάνιο
κι έκπληκτη διαπιστώνει
"θα'χει πέσει, μέσα, χάμω
το βραχιόλι μου'', θυμώνει,
του ζητεί να τρέξει τώρα
"μα είναι περασμένη η ώρα"
"τρέχα, πλένει η λαντζέρα
θα το βάλει αυτή στη χέρα"
"θα'χει πέσει στο χαλάκι" -
πάει, ψάχνει, ένα μπαλάκι
βρίσκει μόνο από'να μπέμπη
τρεις πεσμένοι πασατέμποι
κάπως τον περιγελούνε
μειδιώντας, δεν γελούνε.
Όλο το προσωπικό
σαν επί προσωπικού
σκύβει εδώ, εκεί κι αλλού
μ' ένα στιλ μυωπικό -
ώσπου ο νέος σομελιέ,
α, χαρές και αγκαλιέ(ς),
"εύρηκα'' αναφωνεί
με φωνή που όλο δονεί
λόχο-σκεύη στην κουζίνα
την κρυστάλλινη βιτρίνα
κι ο ανήρ Θεόν δοξάζει
κι όλο γλύκα αλαλάζει -
τον σομελιέ χαρτζιλικώνει
το βραχιόλι της τσεπώνει -
πού να σκεφθεί ο χαζοβιόλης
πως σαν ξεπόρτισε ο χάννος, μόλις
κάλεσε τον σερβιτόρο
ήσυχα και δίχως ντόρο
από κάτω να τη φάγει
να τη βάλει στην αρπάγη
(ήτανε πτωχό το γεύμα
κι έτσι μ' ένα αθώο νεύμα
θέλησε συμπλήρωμα
και της σάρκας μύρωμα).
Π. Χριστοφιλίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου