20-11-2011
Ωδή στον Χαράλαμπο Βασιλειάδη (και στην τσάντα του)
Ο Ζαμπέτας βρισκόταν στο Λονδίνο όταν τον ειδοποίησαν ότι πέθανε. «Κοκάλωσα. Μου 'λειψε ένα κομμάτι από πάνω μου. Γύρισα αμέσως και πάω σπίτι τους. Μου λέει η γυναίκα του η κυρα-Αννα ότι την ώρα που πέθαινε άνοιξε την τσάντα του και έδωσε ένα τραγούδι για μένα. Το "Πού 'σαι Θανάση". Σημαδιακό τραγούδι... Ο Τσάντας ήταν μεγάλος θησαυρός για το ελληνικό τραγούδι, απ' τους μεγαλύτερους».
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του «Ντόμπρα και σταράτα» (επιμέλεια Κώστα Χατζηδουλή, εκδόσεις «Κάκτος»), μιλώντας για το αξεπέραστο τραγούδι του «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε» σημειώνει: «Σκόλασα ένα βράδυ από το μαγαζί και πήγα σπίτι για ύπνο. Η γυναίκα μου άρχισε την γκρίνια. Της λέω, άσε με στη σκοτούρα μου, μην αρχίζεις τη μουρμούρα, άμα ξημερώσει θα τα πούμε, μην ξυπνήσουνε τα παιδιά, σβήσε το φως να κοιμηθούμε. Έτσι γράφτηκε αυτό. Ο Τσάντας ο Βασιλειάδης το χτένισε τότε. Μικρασιάτης, πολύ μορφωμένος. Μεγάλος στιχουργός, από τους καλύτερους. Τα τραγούδια του τα πούλαγε πέντε δεκάρες ή τα χάριζε, όπως η Παπαγιαννοπούλου. Ξέρω πολλά τραγούδια που έδωσαν αυτοί κι έγιναν μεγάλες επιτυχίες χωρίς να παίρνουνε δεκάρα. Ναι, τζάμπα!».
Ο «Τσάντας» με τη σύζυγό του, Άννα: ακόμη μία από τις φωτογραφίες που εντοπίστηκαν έπειτα από δημοσιογραφική έρευνα σ' ένα παζάρι στο Μενίδι.
Ωδή στον Χαράλαμπο Βασιλειάδη (και στην τσάντα του)
(Ο ''Τσάντας'' με τη θρυλική του ''σύντροφο'' υπό μάλης.
Η φωτογραφία από ''ΤΑ ΝΕΑ'', δημοσίευση της 14.11.2011.)
Στο βασίλειο του Άδη
λείπει του Βασιλειάδη
η αχώριστή του "φίλη"
που'σερνε τη φρέσκια ύλη.
Χαρτοφύλαξ από δέρμα
συνοδός μέχρι το τέρμα
κλειδοκράτωρ χίλιων στίχων
που'παιρναν ζωή στον ήχον.
Μέσα εκεί οι αναπνοές του
τα θεάματα, οι ματιές του
πάνω εκεί τα δυο του χέρια
κρύες νύχτες, μεσημέρια.
Μέσα εκεί ο ''λαουτζίκος''
οι κραυγές και οι καβγάδες
ένας σύζυγος αγροίκος
κάποιες παστρικές κυράδες.
Πάνω εκεί η κεφαλή του
έβρισκε ένα μαξιλάρι
να'χει ο νους του τη βολή του
να ''τα σιάξει'', να ριμάρει.
Μέσα εκεί η παλιά Αθήνα
η φτωχολογιά, οι ''πληβείοι''
οι ρεμπέτες σε ''βιτρίνα''
των προσφύγων μας οι βίοι.
Πάνω εκεί η μοναξιά
του ''πτωχού'' του αηδονιού
χάραζε με μια κοψιά
την οδό του τραγουδιού.
Μέσα εκεί όλα τα πάθη
πράματα ανθρωπινά
μοίρες, ενοχές και λάθη
έρωτες για όποιον ''πεινά''.
Πάνω εκεί γκρίζα σκιά
χρόνου στρωματογραφία
χρόνια πέτρινα, σκαιά
σαν νεκρή φωτογραφία.
Μέσα εκεί παίρνει φωνή
της ψυχής το ύδωρ λάλον
που φωνόγραφου χωνί
την ''πετά'' να κάνει σάλον
στις υπόγες, στις σκηνές
σε κουτούκια, καφενεία
κει που στέκει ο ναργιλές
το χασίσι, η ανομία.
Πάνω εκεί του χρόνου η σκόνη
το ταλέντο ασημώνει
από τραβηγμένα ξέφτια
πάει ο νους σε χθόνια κέφια
τα μπουζούκια να σολάρουν
τα βιολιά ν' ακομπανιάρουν
οι ζεϊμπέκηδες χτυπιούνται
οι δερβίσηδες κυκλούνται.
Μέσα εκεί κάπου θα ''δεις''
κάτι για τη Μικρασία
ένας πόνος, σαν καδής
θα'κρινε όλο σημασία
τις αναποδιές της μοίρας
που βαστιούνται ανά χείρας,
τα ξεριζωμένα αδέλφια
χαμοζούν στη Φιλαδέλφεια.
Πάνω εκεί στις χαρακιές
γράφεται το πρόσωπό του
χίλιες ανοιχτοχεριές
θάλλον το φιλότιμό του.
Μέσα εκεί βιασύνης χέρια
κάθε μέρα που σταλάζει
βούταγαν με άδειά του -
"πάρτε, φίλοι, δεν πειράζει".
Πάνω εκεί καθρεφτιστήκαν
άδολες χειρονομίες
συμφωνίες που κλειστήκαν
υποσχέσεις, αγωνίες.
Όλα τούτα πρόσκαιρα
σαν μικρόπνοα ρολόγια
διαδίδουν ηχηρά
τα αθάνατά του λόγια.
Όσο κι αν εζημιώθη
σε μερίδια, ποσοστά,
πλέον όλη η ανθρωπότη
του υποκλίνεται, σωστά.
Μ' όλη του την αθωότη
που'ναι η πιο βαθιά σοφία
μας εδίδαξε όλους ότι
στίχοι ''κάνουν τα λοφία''
όσα κέρδη ξεθυμαίνουν
τόσα άσματα ανασταίνουν
κι όσοι στο ψαθί τελεύουν
κλέη δίκια τούς παινεύουν.
Πεζοπόρε ολημερίς
με τριμμένο πανωφόρι,
είν' τα λόγια σου, θαρρείς,
της ψυχής φάροι και φόροι.
Συ, ζωγράφε καθ'οδόν
συ, μεταφραστά του βίου
παλμογράφε ορυμαγδών
μασκοφόρε ενός αγίου.
Συ, μικρέ πραματευτά
που συχνάζεις στην Ομόνοια
συ, του λόγου χορευτά
με της σκέψης τα δαιμόνια.
Πώς εμπόρεσες ν' αφήσεις
θησαυρούς, ν' αναχωρήσεις
πώς λησμόνησες, στην μπάντα,
την αχώριστή σου τσάντα;
Φαίνεται πως εξηγείται
από τούτο που αληθεύει:
σαν του Χάρου οι τερμίται,
λόχος που τον συνοδεύει,
φτάκαν στην εξώθυρά του
για να σβήσουν τη χαρά του
πρόλαβε σ' αυτή τη ''θήκη''
να αφήσει διαθήκη
τα στερνά του τα στιχάκια
ανεκτίμητα ''δωράκια''
στον συνθέτη που ακουμπούσε
και τη ''φλόγα'' απομυζούσε -
μες στην τσάντα τους σαν σπίτι
οι ''φωνές'' του δίχως βιάση
τον κηδέψαν, περιμέναν
τον συνθέτη να περάσει.
Σαν μαγιάτικο στεφάνι
όταν κείνος πια εφάνη
πρόθυμα τού χαριστήκαν,
λόγια-τσάντα ομού χαθήκαν.
ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ
Υ.Γ.: ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΕΠΟΜΕΝΩΝ: http://www.kozaro.com/ (Σημείωμα του Γιώργου Βιδάλη)
Ο Γιώργος Ζαμπέτας στην αυτοβιογραφία του «Και η βρόχα έπιπτε... στρέιτ θρου» (επιμέλεια Ιωάννας Κλειάσιου, εκδόσεις «Ντέφι») αναφέρει για τον Χαράλαμπο Βασιλειάδη: «Έμενε σ' ένα προσφυγικό χαμόσπιτο στη Νέα Φιλαδέλφεια. Εκεί πήγαινα και γράφαμε τραγούδια, γράφαμε στίχους, σβήναμε. Ήταν μπαξές! Του έλεγες τι θέλεις περίπου, πέντε λέξεις κι αμέσως τάκα τάκα το έφτιαχνε. Γύρναγε πάντα με μια τσάντα φορτωμένη στίχους, έτσι του βγήκε το παρατσούκλι. Ολη μέρα γύρναγε, έδινε στίχους, μοίραζε στίχους, του 'κλεβαν και στίχους. Του τα παίρνανε για ένα πακέτο τσιγάρα. Έχει γράψει πολλά τραγούδια, αλλά τα μισά μόνο έχουνε το όνομά του. Τον κλέβανε διάφοροι επιτήδειοι, δεν του γράφανε το όνομά του κι αυτός δεν έκανε και τίποτα, δεν τους κυνήγαγε... Ηταν τίμιος, χρυσός άνθρωπος».
Ο Ζαμπέτας βρισκόταν στο Λονδίνο όταν τον ειδοποίησαν ότι πέθανε. «Κοκάλωσα. Μου 'λειψε ένα κομμάτι από πάνω μου. Γύρισα αμέσως και πάω σπίτι τους. Μου λέει η γυναίκα του η κυρα-Αννα ότι την ώρα που πέθαινε άνοιξε την τσάντα του και έδωσε ένα τραγούδι για μένα. Το "Πού 'σαι Θανάση". Σημαδιακό τραγούδι... Ο Τσάντας ήταν μεγάλος θησαυρός για το ελληνικό τραγούδι, απ' τους μεγαλύτερους».
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του «Ντόμπρα και σταράτα» (επιμέλεια Κώστα Χατζηδουλή, εκδόσεις «Κάκτος»), μιλώντας για το αξεπέραστο τραγούδι του «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε» σημειώνει: «Σκόλασα ένα βράδυ από το μαγαζί και πήγα σπίτι για ύπνο. Η γυναίκα μου άρχισε την γκρίνια. Της λέω, άσε με στη σκοτούρα μου, μην αρχίζεις τη μουρμούρα, άμα ξημερώσει θα τα πούμε, μην ξυπνήσουνε τα παιδιά, σβήσε το φως να κοιμηθούμε. Έτσι γράφτηκε αυτό. Ο Τσάντας ο Βασιλειάδης το χτένισε τότε. Μικρασιάτης, πολύ μορφωμένος. Μεγάλος στιχουργός, από τους καλύτερους. Τα τραγούδια του τα πούλαγε πέντε δεκάρες ή τα χάριζε, όπως η Παπαγιαννοπούλου. Ξέρω πολλά τραγούδια που έδωσαν αυτοί κι έγιναν μεγάλες επιτυχίες χωρίς να παίρνουνε δεκάρα. Ναι, τζάμπα!».
Ο «Τσάντας» με τη σύζυγό του, Άννα: ακόμη μία από τις φωτογραφίες που εντοπίστηκαν έπειτα από δημοσιογραφική έρευνα σ' ένα παζάρι στο Μενίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου