3.12.2011
(Αφιερωμένο σε πολλούς Νεοέλληνες που κυκλοφορούν γύρω μας, στις παρέες μας ή και στα σπίτια μας - ή και μέσα μας βέβαια)
Τον προσκαλείς.
Του ανοίγεις δρόμους.
Επενδύεις τον χρόνο σου, βάζεις και το σώμα σου.
Ξοδεύεις συνειδητά τα λεφτά σου για να τον ικανοποιήσεις.
Για να δεις να λάμπει έστω και για λίγο το χαμόγελό του.
Για να μοιραστείς μαζί του τη μοναξιά σου.
Για να νιώσει ό,τι κι εσύ θα νιώσεις εκεί όπου τέμνονται τα ανθρώπινα (σαρκία, φορτία, κουρέλια).
Αλλά εκείνος παραμένει με την πίκρα στα χείλη.
Ανικανοποίητος. Τσιγκούνης όχι μόνο στην τζέπη αλλά και στα -μετρημένα- λόγια.
Φιλάργυρος της ψυχής, ένας μυστικοπαθής λογιστής, επιφυλακτικός και καιροσκόπος στα ανοίγματά του.
Εσωστρεφής. Τόσο όσο να μην σου ανοίγει ποτέ την πόρτα του σπιτιού του, να μένει πάντοτε ανεξαργύρωτη η προσφορά, δίχως οφειλή η ευεργεσία, ανανταπόδοτη η ευγένεια και η καλοσύνη.
Ικανός να ξοδεύει για τους άλλους που κυνηγά και ποτέ για σένα που πολλάκις τον έχεις μοριοδοτήσει με στιγμές κοινωνικής χαράς.
Ένας πληκτικός. Ένας γέρων μέσα στη νιότη του. Ένας αντικοινωνικός. Ένας μουτζούρης στην έκφραση του προσώπου του. Στον αντίποδα του γλεντιστή, του θορυβοποιού, του διασκεδαστή όπως είναι ο Έλλην δίπλα στας αμπέλους και στους αγρούς, στις συσπάσεις του κύματος ή μέσα στην τρέλα της άσχημης πόλης.
Ένα βαρύ πεπόνι. Ένας κουμπωμένος, γραβατωμένος, ένας ''σπουδαίος'' μέσα στην τιποτένια του ύπαρξη. Ένας αιώνιος υπολογιστής, γκρινιάρης πάντοτε με τις δικές του ατυχίες και τα προβλήματα, ένας εστέτ κατά στιγμές που θέλει οι άλλοι να τον υπηρετούν. Να τους ζαλίζει με τα δικά του και τις αμπελοσοφίες του.
Μα ποιος νομίζει ότι είναι τέλος πάντων;
Από πού νομίζει ότι έρχεται αυτός ο λαϊκής καταγωγής ''σπουδαίος'', αυτός ο νερόβραστος αστός, που έχει μάθει να βάζει το κοστούμι, να οδηγεί ακριβά αμάξια, να κορδώνεται στις όπερες και να συνοδεύει ωραίες κυρίες παρά την απωθητική του μουτσούνα;
Πικρόχολος και πικρόχρους, ξινομούτρης και ''περίεργος'', τι τον θέλουμε αυτόν τον τύπο στην παρέα μας; Αυτόν τον κομπογιαννίτη, τον παγαπόντη, αυτόν τον αφ' υψηλού μαλάκα, που δεν έχει γνώση των καλών τρόπων διαγωγής; αυτόν που πρέπει χίλιες φορές να τον ξυπνήσεις για να δώσει το ''παρών'', αυτή την παγοκολόνα, αυτό το ανέκφραστο υποκείμενο, αυτόν τον καιροσκόπο του κερατά;
Και, για να τελειώνουμε, ποια Ελλάδα να αναστήσει αυτός ο παπάρας, που δεν μπορεί να ρίξει σπίρτο και να ανάψει φωτιά ούτε μέσα σε έναν μικρό όμιλο φίλων;
Κάτσε ρε μαλάκα και δες τα χάλια σου, κάτσε στον καθρέπτη κι αντίκρισε την απεχθή φάτσα σου, ίδια η ναυαγισμένη Ελλάδα είσαι και, το χειρότερο, έτσι όπως ''φτιάχτηκες'' ως κωλοχαρακτήρας, ποτέ δεν πρόκειται να αποβάλλεις τα γνωρίσματά σου. Είσαι ένας ''χαρακτήρας'' που θα μείνει αθάνατος ως παράδειγμα προς αποφυγήν.
Εκτός κι αν στην εποχή μας είναι σπουδαίο να είσαι μαλάκας, να είσαι γάιδαρος. Όπως η Ελλάδα η γαϊδάρα που υβρίζει ακόμη κι εκείνους που -έστω και με προφανή σκοπό κέρδους- την κρατούν ακόμη ζωντανή.
Για κοιταχτείτε λίγο στον καθρέπτη. Για ξεκαβαλήστε. Για ρίξτε λίγη ζάχαρη στα χείλη σας. Πιο πολλά κερδίζεις με το μέλι παρά με το ξίδι.
Ο γάιδαρος είναι τελικά αυτός που ξεχνάει, και από πού ξεκίνησε και σε ποιους ''χρωστάει'', ίδια η γαϊδάρα η Ελλάδα - ο γάιδαρος δεν έχει, παιδί μου, επίγνωση των ηθικών του χρεών.
Εμ, βέβαια, αλλιώς δεν θα ήταν γάιδαρος, θα ήταν πιστό σκυλί.
(Αφιερωμένο σε πολλούς Νεοέλληνες που κυκλοφορούν γύρω μας, στις παρέες μας ή και στα σπίτια μας - ή και μέσα μας βέβαια)
Τον προσκαλείς.
Του ανοίγεις δρόμους.
Επενδύεις τον χρόνο σου, βάζεις και το σώμα σου.
Ξοδεύεις συνειδητά τα λεφτά σου για να τον ικανοποιήσεις.
Για να δεις να λάμπει έστω και για λίγο το χαμόγελό του.
Για να μοιραστείς μαζί του τη μοναξιά σου.
Για να νιώσει ό,τι κι εσύ θα νιώσεις εκεί όπου τέμνονται τα ανθρώπινα (σαρκία, φορτία, κουρέλια).
Αλλά εκείνος παραμένει με την πίκρα στα χείλη.
Ανικανοποίητος. Τσιγκούνης όχι μόνο στην τζέπη αλλά και στα -μετρημένα- λόγια.
Φιλάργυρος της ψυχής, ένας μυστικοπαθής λογιστής, επιφυλακτικός και καιροσκόπος στα ανοίγματά του.
Εσωστρεφής. Τόσο όσο να μην σου ανοίγει ποτέ την πόρτα του σπιτιού του, να μένει πάντοτε ανεξαργύρωτη η προσφορά, δίχως οφειλή η ευεργεσία, ανανταπόδοτη η ευγένεια και η καλοσύνη.
Ικανός να ξοδεύει για τους άλλους που κυνηγά και ποτέ για σένα που πολλάκις τον έχεις μοριοδοτήσει με στιγμές κοινωνικής χαράς.
Ένας πληκτικός. Ένας γέρων μέσα στη νιότη του. Ένας αντικοινωνικός. Ένας μουτζούρης στην έκφραση του προσώπου του. Στον αντίποδα του γλεντιστή, του θορυβοποιού, του διασκεδαστή όπως είναι ο Έλλην δίπλα στας αμπέλους και στους αγρούς, στις συσπάσεις του κύματος ή μέσα στην τρέλα της άσχημης πόλης.
Ένα βαρύ πεπόνι. Ένας κουμπωμένος, γραβατωμένος, ένας ''σπουδαίος'' μέσα στην τιποτένια του ύπαρξη. Ένας αιώνιος υπολογιστής, γκρινιάρης πάντοτε με τις δικές του ατυχίες και τα προβλήματα, ένας εστέτ κατά στιγμές που θέλει οι άλλοι να τον υπηρετούν. Να τους ζαλίζει με τα δικά του και τις αμπελοσοφίες του.
Μα ποιος νομίζει ότι είναι τέλος πάντων;
Από πού νομίζει ότι έρχεται αυτός ο λαϊκής καταγωγής ''σπουδαίος'', αυτός ο νερόβραστος αστός, που έχει μάθει να βάζει το κοστούμι, να οδηγεί ακριβά αμάξια, να κορδώνεται στις όπερες και να συνοδεύει ωραίες κυρίες παρά την απωθητική του μουτσούνα;
Πικρόχολος και πικρόχρους, ξινομούτρης και ''περίεργος'', τι τον θέλουμε αυτόν τον τύπο στην παρέα μας; Αυτόν τον κομπογιαννίτη, τον παγαπόντη, αυτόν τον αφ' υψηλού μαλάκα, που δεν έχει γνώση των καλών τρόπων διαγωγής; αυτόν που πρέπει χίλιες φορές να τον ξυπνήσεις για να δώσει το ''παρών'', αυτή την παγοκολόνα, αυτό το ανέκφραστο υποκείμενο, αυτόν τον καιροσκόπο του κερατά;
Και, για να τελειώνουμε, ποια Ελλάδα να αναστήσει αυτός ο παπάρας, που δεν μπορεί να ρίξει σπίρτο και να ανάψει φωτιά ούτε μέσα σε έναν μικρό όμιλο φίλων;
Κάτσε ρε μαλάκα και δες τα χάλια σου, κάτσε στον καθρέπτη κι αντίκρισε την απεχθή φάτσα σου, ίδια η ναυαγισμένη Ελλάδα είσαι και, το χειρότερο, έτσι όπως ''φτιάχτηκες'' ως κωλοχαρακτήρας, ποτέ δεν πρόκειται να αποβάλλεις τα γνωρίσματά σου. Είσαι ένας ''χαρακτήρας'' που θα μείνει αθάνατος ως παράδειγμα προς αποφυγήν.
Εκτός κι αν στην εποχή μας είναι σπουδαίο να είσαι μαλάκας, να είσαι γάιδαρος. Όπως η Ελλάδα η γαϊδάρα που υβρίζει ακόμη κι εκείνους που -έστω και με προφανή σκοπό κέρδους- την κρατούν ακόμη ζωντανή.
Για κοιταχτείτε λίγο στον καθρέπτη. Για ξεκαβαλήστε. Για ρίξτε λίγη ζάχαρη στα χείλη σας. Πιο πολλά κερδίζεις με το μέλι παρά με το ξίδι.
Ο γάιδαρος είναι τελικά αυτός που ξεχνάει, και από πού ξεκίνησε και σε ποιους ''χρωστάει'', ίδια η γαϊδάρα η Ελλάδα - ο γάιδαρος δεν έχει, παιδί μου, επίγνωση των ηθικών του χρεών.
Εμ, βέβαια, αλλιώς δεν θα ήταν γάιδαρος, θα ήταν πιστό σκυλί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου