8-5-2012
Με αφορμή θεατρικό έργο της Βασιλικής Κάππα που παίζεται αυτή την περίοδο στο TheatroVictoria, οι λίγες σκέψεις που ακολουθούν.
Το γέλιο έγινε δυσεύρετο στις μέρες μας κι αυτό σίγουρα επηρεάζει τη συμπεριφορά του κοινού εντός της θεατρικής αίθουσας. Από την άλλη, γελάει ο καθείς με βάση τα δικά του αξιολογικά κριτήρια. Θα σας έχει τύχει να γελάτε εσείς μόνος ή μαζί με άλλους ολίγους ακόμη εντός πλήθους που σιωπά και να αισθάνεσθε πως πρέπει να συγκρατηθείτε συμμορφούμενοι στην τάση των πολλών. Δηλαδή ενοχή για το γέλιο νοείται (;). Κάποτε ήμουν σε κάποιο θέατρο κι η ευφορία μου με έφερνε κατά κάποιον τρόπο αντιμέτωπο με τους άλλους. Μα καλά πώς γελούσες, με ρώτησε ένα πρόσωπο στο τέλος του έργου. Αυτό το έργο δεν είναι καθαρή κωμωδία, συμπλήρωσε. Κι όμως μίλησε στην ψυχή μου, θα του αντέλεγα. Μάλιστα συμβαίνει καμιά φορά μέσα στον όμιλο των ηθοποιών 1-2 να είναι οι παραγωγοί του γέλιου κι ας είναι δευτεραγωνιστές. Λέτε όσοι δεν μπορούν να γελάσουν να ζηλεύουν όσους γελούν; Πιθανόν κι αυτό. Πάντως, παλαιότερα, σε τρυφερές ηλικίες, σε ορισμένες επιθεωρήσεις που παίζονταν στο Δελφινάριο, γελούσαν - ξεκαρδίζονταν ορισμένες κυρίες κοντά μας ή πίσω μας κι εμείς αναρωτιόμασταν ''μα καλά τι αστείο βρίσκουν;''. Στις μέρες μας, για παράδειγμα, υπάρχουν πολλοί που δεν γελούν με τα σεξουαλικά υπονοούμενα. Αφήστε, δε, που δεν μου τυχαίνει συχνά να γελώ με τα κωμικά σήριαλ της ΤιΒι, που η αλήθεια είναι ότι σπανίως (ίσως και εξ αυτού του λόγου) βλέπω. Το τι μπορεί να προκαλέσει γέλιο είναι τελικά μια μεγάλη υπόθεση. Συνήθως, στο θέατρο το γέλιο βγαίνει πιο εύκολα από τη φάτσα του ηθοποιού, από το ρεπερτόριο των κινήσεών του, τις πόζες του, τη σωματική γλώσσα του, και βέβαια πρέπει να σιγοντάρει και το κείμενο, να έχει παρεξηγήσεις, ανατροπές, τεχνάσματα, φαντασία, τρελές αποδράσεις από τον ρεαλισμό. Λέγανε ότι ο Αυλωνίτης έβγαινε στη σκηνή και προτού αρχίσει να μιλάει έκανε τον κόσμο να γελάει μόνο και μόνο με την έκφραση του προσώπου του. Είναι κορυφαία αυτά τα χαρίσματα. Αλλά και ο μέγας Λογοθετίδης, πόσες αποχρώσεις, εκφράσεις, θυμικές μεταβολές ζωγράφιζε στο πρόσωπό του. Η μητέρα μου πάλι μού διαμαρτύρεται ότι ''εγώ με τον Βέγγο δεν μπόρεσα ποτέ να γελάσω''. Πόσο σημαντική, επομένως, είναι η στάση του δέκτη - αλλά βέβαια και το ''τάιμινγκ'' της παράστασης. Το αν παρακολουθείς κάτι μόνος ή με άλλους, το να έχεις έλθει στο θέατρο βαρύς ή μεθυσμένος από χαρές πρότερες της ημέρας. Και νομίζω ότι σε αυτά τα θεάματα η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί. Εάν δεν γελάσεις από τις πρώτες στιγμές, δεν ανατέλλει από μέσα σου εύκολα το γέλιο στη συνέχεια. Διότι το γέλιο ρέει σαν ρυάκι. Εάν παρασυρθείς από την αρχή, το γέλιο σε απάγει και το ένα φέρνει το επόμενο. Έτσι συμβαίνει μια ακολουθία εκρήξεων γέλιου, ακόμη και μετά το έργο, ειδικά όταν ξαναθυμάσαι σκηνές αμίμητες κι ανεπανάληπτες. Εάν δεν σπάσει χαμόγελο από το ξεκίνημα κλείνουν βαθμιαία οι πόροι της χαράς και ο θεατής μαραίνεται όσο κι αν προσπαθούν πάνω στο σανίδι οι ηθοποιοί, όσο κι αν πιεστικά, επιδεικτικά, με έντονες υποκριτικές δράσεις επιζητούν να κλέψουν αυτό το πολυπόθητο άνθος που ομορφαίνει το ανθρώπινο πρόσωπο. Μάλιστα όσο αυτό δεν διαγράφεται στα χείλη δεν υπάρχει αυτό το τεκμήριο της επιτυχίας, που λέγεται ανατροφοδότηση, δεν δίνει ο θεατής δεν παίρνει ο ηθοποιός, δεν πείθει ο ηθοποιός μένει μαγκωμένος και αμήχανος ο θεατής. Κάτι σαν το πολιτικό θέατρο δηλαδή, όπου όταν δεν πείθει ο πολιτικός ανήρ με τον λόγο, με την έκφραση, με το φέρσιμο, μένει ο υποψήφιος ψηφοφόρος κοκκαλωμένος.
Το α΄ μέρος του έργου, όπως μου ψιθυρίζει η συγγραφέας, είναι το όνειρο που βλέπει ο κοιμώμενος του β΄ μέρους - αυτό μου είχε ξεφύγει, παραδέχομαι μυστικά. Στο β΄ μέρος η συγγραφέας επιχειρεί αυτό που λέμε ''θέατρο μέσα στο θέατρο". Το κεντρικό μοτίβο του α΄ μέρους είναι ένας σεισμός που ανατρέπει τα δεδομένα των σχέσεων, ενώ στο β΄ μέρος, που έρχεται κοντά στον τίτλο (Οι συνένοχοι), είναι η ανάρρηση σε υπουργικό θώκο ενός εκ των υποκριτών και οι συνέπειες της επιτυχίας. Αμέσως αρχίζουν τα ταξίματα, οι υποσχέσεις, η συμφιλίωση του κοινού συμφέροντος. Θυμήθηκα τον Αριστοφάνη με την πολιτική του σάτιρα αλλά και τη λεγόμενη Νέα Κωμωδία που είναι αστική και βασίζεται σε συγκεκριμένους τύπους. Η συγγραφέας επωμίστηκε και το βάρος της σκηνογραφίας, με ζωγραφικούς πίνακες-ταμπλό. Μάλιστα σκηνογραφικά δινόταν η δυνατότητα να υπάρχουν δράσεις σε 2 επίπεδα, τόσο στη σκηνή όσο και ψηλότερα πάνω από τη σκηνή. Το ταυτόχρονο τέτοιων δράσεων επεδίωκε το κωμικό αποτέλεσμα. Είναι πολύ σημαντικό στις μέρες που ζούμε να συνεργάζονται σεμνοί καλλιτέχνες της νέας γενιάς με βασικό κίνητρο την πολιτιστική προσφορά. Μιλούμε κι εδώ για μιαν ''αξιοπρέπεια'', κι είναι το αντίστοιχο που ζητεί ο πολίτης στους υλικούς όρους της ύπαρξής του.
(Μου κάνουν θετική εντύπωση, τώρα που ξεφυλλίζω το πρόγραμμα, τα βιογραφικά σημειώματα των ηθοποιών, οι βασικές τους και οι ειδικές τους σπουδές. Διοίκηση Επιχειρήσεων, Μάρκετινγκ, Δημόσιες Σχέσεις, διάφορες αναγνωρισμένες Σχολές Δραματικής Τέχνης,... ακόμη και Φιλολογία, σε μία περίπτωση.)
Με αφορμή θεατρικό έργο της Βασιλικής Κάππα που παίζεται αυτή την περίοδο στο TheatroVictoria, οι λίγες σκέψεις που ακολουθούν.
Το γέλιο έγινε δυσεύρετο στις μέρες μας κι αυτό σίγουρα επηρεάζει τη συμπεριφορά του κοινού εντός της θεατρικής αίθουσας. Από την άλλη, γελάει ο καθείς με βάση τα δικά του αξιολογικά κριτήρια. Θα σας έχει τύχει να γελάτε εσείς μόνος ή μαζί με άλλους ολίγους ακόμη εντός πλήθους που σιωπά και να αισθάνεσθε πως πρέπει να συγκρατηθείτε συμμορφούμενοι στην τάση των πολλών. Δηλαδή ενοχή για το γέλιο νοείται (;). Κάποτε ήμουν σε κάποιο θέατρο κι η ευφορία μου με έφερνε κατά κάποιον τρόπο αντιμέτωπο με τους άλλους. Μα καλά πώς γελούσες, με ρώτησε ένα πρόσωπο στο τέλος του έργου. Αυτό το έργο δεν είναι καθαρή κωμωδία, συμπλήρωσε. Κι όμως μίλησε στην ψυχή μου, θα του αντέλεγα. Μάλιστα συμβαίνει καμιά φορά μέσα στον όμιλο των ηθοποιών 1-2 να είναι οι παραγωγοί του γέλιου κι ας είναι δευτεραγωνιστές. Λέτε όσοι δεν μπορούν να γελάσουν να ζηλεύουν όσους γελούν; Πιθανόν κι αυτό. Πάντως, παλαιότερα, σε τρυφερές ηλικίες, σε ορισμένες επιθεωρήσεις που παίζονταν στο Δελφινάριο, γελούσαν - ξεκαρδίζονταν ορισμένες κυρίες κοντά μας ή πίσω μας κι εμείς αναρωτιόμασταν ''μα καλά τι αστείο βρίσκουν;''. Στις μέρες μας, για παράδειγμα, υπάρχουν πολλοί που δεν γελούν με τα σεξουαλικά υπονοούμενα. Αφήστε, δε, που δεν μου τυχαίνει συχνά να γελώ με τα κωμικά σήριαλ της ΤιΒι, που η αλήθεια είναι ότι σπανίως (ίσως και εξ αυτού του λόγου) βλέπω. Το τι μπορεί να προκαλέσει γέλιο είναι τελικά μια μεγάλη υπόθεση. Συνήθως, στο θέατρο το γέλιο βγαίνει πιο εύκολα από τη φάτσα του ηθοποιού, από το ρεπερτόριο των κινήσεών του, τις πόζες του, τη σωματική γλώσσα του, και βέβαια πρέπει να σιγοντάρει και το κείμενο, να έχει παρεξηγήσεις, ανατροπές, τεχνάσματα, φαντασία, τρελές αποδράσεις από τον ρεαλισμό. Λέγανε ότι ο Αυλωνίτης έβγαινε στη σκηνή και προτού αρχίσει να μιλάει έκανε τον κόσμο να γελάει μόνο και μόνο με την έκφραση του προσώπου του. Είναι κορυφαία αυτά τα χαρίσματα. Αλλά και ο μέγας Λογοθετίδης, πόσες αποχρώσεις, εκφράσεις, θυμικές μεταβολές ζωγράφιζε στο πρόσωπό του. Η μητέρα μου πάλι μού διαμαρτύρεται ότι ''εγώ με τον Βέγγο δεν μπόρεσα ποτέ να γελάσω''. Πόσο σημαντική, επομένως, είναι η στάση του δέκτη - αλλά βέβαια και το ''τάιμινγκ'' της παράστασης. Το αν παρακολουθείς κάτι μόνος ή με άλλους, το να έχεις έλθει στο θέατρο βαρύς ή μεθυσμένος από χαρές πρότερες της ημέρας. Και νομίζω ότι σε αυτά τα θεάματα η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί. Εάν δεν γελάσεις από τις πρώτες στιγμές, δεν ανατέλλει από μέσα σου εύκολα το γέλιο στη συνέχεια. Διότι το γέλιο ρέει σαν ρυάκι. Εάν παρασυρθείς από την αρχή, το γέλιο σε απάγει και το ένα φέρνει το επόμενο. Έτσι συμβαίνει μια ακολουθία εκρήξεων γέλιου, ακόμη και μετά το έργο, ειδικά όταν ξαναθυμάσαι σκηνές αμίμητες κι ανεπανάληπτες. Εάν δεν σπάσει χαμόγελο από το ξεκίνημα κλείνουν βαθμιαία οι πόροι της χαράς και ο θεατής μαραίνεται όσο κι αν προσπαθούν πάνω στο σανίδι οι ηθοποιοί, όσο κι αν πιεστικά, επιδεικτικά, με έντονες υποκριτικές δράσεις επιζητούν να κλέψουν αυτό το πολυπόθητο άνθος που ομορφαίνει το ανθρώπινο πρόσωπο. Μάλιστα όσο αυτό δεν διαγράφεται στα χείλη δεν υπάρχει αυτό το τεκμήριο της επιτυχίας, που λέγεται ανατροφοδότηση, δεν δίνει ο θεατής δεν παίρνει ο ηθοποιός, δεν πείθει ο ηθοποιός μένει μαγκωμένος και αμήχανος ο θεατής. Κάτι σαν το πολιτικό θέατρο δηλαδή, όπου όταν δεν πείθει ο πολιτικός ανήρ με τον λόγο, με την έκφραση, με το φέρσιμο, μένει ο υποψήφιος ψηφοφόρος κοκκαλωμένος.
Το α΄ μέρος του έργου, όπως μου ψιθυρίζει η συγγραφέας, είναι το όνειρο που βλέπει ο κοιμώμενος του β΄ μέρους - αυτό μου είχε ξεφύγει, παραδέχομαι μυστικά. Στο β΄ μέρος η συγγραφέας επιχειρεί αυτό που λέμε ''θέατρο μέσα στο θέατρο". Το κεντρικό μοτίβο του α΄ μέρους είναι ένας σεισμός που ανατρέπει τα δεδομένα των σχέσεων, ενώ στο β΄ μέρος, που έρχεται κοντά στον τίτλο (Οι συνένοχοι), είναι η ανάρρηση σε υπουργικό θώκο ενός εκ των υποκριτών και οι συνέπειες της επιτυχίας. Αμέσως αρχίζουν τα ταξίματα, οι υποσχέσεις, η συμφιλίωση του κοινού συμφέροντος. Θυμήθηκα τον Αριστοφάνη με την πολιτική του σάτιρα αλλά και τη λεγόμενη Νέα Κωμωδία που είναι αστική και βασίζεται σε συγκεκριμένους τύπους. Η συγγραφέας επωμίστηκε και το βάρος της σκηνογραφίας, με ζωγραφικούς πίνακες-ταμπλό. Μάλιστα σκηνογραφικά δινόταν η δυνατότητα να υπάρχουν δράσεις σε 2 επίπεδα, τόσο στη σκηνή όσο και ψηλότερα πάνω από τη σκηνή. Το ταυτόχρονο τέτοιων δράσεων επεδίωκε το κωμικό αποτέλεσμα. Είναι πολύ σημαντικό στις μέρες που ζούμε να συνεργάζονται σεμνοί καλλιτέχνες της νέας γενιάς με βασικό κίνητρο την πολιτιστική προσφορά. Μιλούμε κι εδώ για μιαν ''αξιοπρέπεια'', κι είναι το αντίστοιχο που ζητεί ο πολίτης στους υλικούς όρους της ύπαρξής του.
(Μου κάνουν θετική εντύπωση, τώρα που ξεφυλλίζω το πρόγραμμα, τα βιογραφικά σημειώματα των ηθοποιών, οι βασικές τους και οι ειδικές τους σπουδές. Διοίκηση Επιχειρήσεων, Μάρκετινγκ, Δημόσιες Σχέσεις, διάφορες αναγνωρισμένες Σχολές Δραματικής Τέχνης,... ακόμη και Φιλολογία, σε μία περίπτωση.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου