Αργά μετά τα
χθεσινά μεσάνυχτα πληροφορήθηκα το θάνατο του Αλκέτα Παναγούλια. Είχα ξεχαστεί,
ως συνήθως, περιηγούμενος στο ίντερνετ και έχοντας ανοιχτή και την τηλεόραση
που πρόβαλε μια αθλητική εκπομπή – το τηλεφώνημα ενός δημοσιογράφου έδωσε «στον
αέρα» τη θλιβερή είδηση. Δεν έκανε, ούτε πρόκειται να κάνει πρωτοσέλιδα, ούτε
να συζητηθεί πολύ αυτό το φευγιό. Λίγα άλλωστε θα μπορούσαν να συνδέσουν την
εποχή μας με τον Αλκέτα. Πέρα – ίσως – από τη μεγάλη σύμπτωση της διεξαγωγής
των αγώνων του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος αυτές τις μέρες. Του θεσμού στον οποίο
πρώτος οδήγησε την Ελλάδα το 1980 ο Αλκέτας Παναγούλιας. Για να γίνει η
σύμπτωση ακόμα πιο ιδιαίτερη, ο θάνατός του ήρθε τρεις μέρες πριν από τον καθοριστικό
αγώνα με τη Γερμανία. Τον αντίπαλο, δηλαδή, που μόνο εκείνος είχε καταφέρει να «κλειδώσει»
με τρεις ισοπαλίες σε επίσημα ματς μεταξύ 1974 και 1980.
Είχε μιαν αύρα
ξεχωριστή ο Αλκέτας, που γινόταν εύκολα αντιληπτή ακόμα και από τους ανθρώπους
που τον γνώρισαν μόνο από την κερκίδα ή την τηλεόραση. Η αρχοντιά του
αντικατοπτριζόταν στη γενικότερη δημόσια εικόνα του, ακόμα και στον τρόπο
χειρισμού της γλώσσας. Η καριέρα του, όπως κάθε αληθινά μεγάλου, είχε καθοριστικές
επιτυχίες παράλληλα με παταγώδεις αποτυχίες. Τη μεγάλη πρόκριση στο Κύπελλο
Εθνών του 1980 και το έπος της Κοπεγχάγης τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς την
ακολούθησε η πεντάρα στο Σπλιτ την άνοιξη του 1981. Η ιστορική πρόκριση στο
Μουντιάλ του 1994 (προϊόν, πάντως, και της τύχης ως προς τη σύνθεση του ομίλου)
αμαυρώθηκε από την τραγική παρουσία της ομάδας εντός και εκτός γηπέδων στις
ΗΠΑ, για την οποία ήταν σαφές πως ο ίδιος έφερε πολύ μεγάλη ευθύνη. Κι η
καριέρα του σε συλλόγους χαρακτηρίστηκε επίσης από σκαμπανεβάσματα – δέθηκε
πολύ με τον Άρη, την ομάδα της καρδιάς του, τις σημαντικότερες επιτυχίες όμως
τις είχε με τον Ολυμπιακό. Εξόχως συμβολικό, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία το
πέρασμά του από την εθνική ομάδα των ΗΠΑ, την περίοδο 1983-85. Του πιστώνεται
ότι υπήρξε από τους πρώτους που πίστεψαν ότι οι Αμερικανοί θα μπορούσαν κάποια
στιγμή να γίνουν παγκόσμια δύναμη σε ένα από τα ελάχιστα σπορ όπου δε
διακρίνονταν.
Όπως όμως κι αν
κρίνει συνολικά η ιστορία του ποδοσφαίρου τον Αλκέτα, για τη δική μου τη γενιά
θα είναι πάντα ο άνθρωπος που σε μεγάλο βαθμό είναι υπεύθυνος για το ότι
αγαπήσαμε το ποδόσφαιρο. Τα δυο ματς με την Ουγγαρία στα προκριματικά του
Κυπέλλου Εθνών του 1980, ένα 4-1 στη Θεσσαλονίκη κι ένα ηρωικό αλλά πολύτιμο
0-0 στη Βουδαπέστη, ήταν από τους πρώτους ποδοσφαιρικούς αγώνες που
παρακολούθησα στην τηλεόραση. Τις ζητωκραυγές του κόσμου στο καθοριστικό 1-0 επί
της Σοβιετικής Ένωσης το Σεπτέμβρη του 1979 τις άκουσα μέχρι και από το
μπαλκόνι του σπιτιού μου, κοντά στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Κι ήμουν κι εγώ ένα από
τα πιτσιρίκια (και όχι μόνο) που η ποδοσφαιρική τους μνήμη χαράχτηκε ανεξίτηλα
από το διπλό στην Κοπεγχάγη και τον «ιπτάμενο» Νίκο Σαργκάνη, τον οποίο είχε
επιλέξει για τον αγώνα την τελευταία στιγμή ο μετρ της ψυχολογίας Αλκέτας.
Τον είχαμε
χάσει τα τελευταία χρόνια. Κάποιες σποραδικές παρεμβάσεις του στην τηλεόραση,
συνήθως με αφορμή αγώνες της εθνικής ομάδας, μια βιογραφία του που κυκλοφόρησε
πριν από μερικά χρόνια, τίποτε άλλο. Κι η είδηση του τέλους ήρθε όπως πάντα
σ’αυτές τις περιπτώσεις αναπάντεχη, να αρχίσει να ξετυλίγει το μεγάλο κουβάρι
των αναμνήσεων, να ξαναζωντανεύει τη φιγούρα του με το χαρακτηριστικό καπελάκι
να σεργιανά στους δρόμους της αγαπημένης του Θεσσαλονίκης, στην αθηναϊκή
γειτονιά του στο Παγκράτι, στην Αμερική που έγινε δεύτερο σπίτι του. Καλό του
ταξίδι.
Χ.Α.
1 σχόλιο:
Περίμενα να γράψεις για τον Αλκέτα όπως περιμένω σήμερα να πας στον Πορτοκάλογλου.
Είναι ότι ο θάνατος των παλιών προφητεύεται μέσα από φλας μπακ και τυχαίες αναμνήσεις. Είδες που λέγαμε για τον Φουντουκίδη τις προάλλες. Όπως θα λέγαμε για τον Κούη, τον Νικολούδη, τον Ζήνδρο, τον Κουσουλάκη, τα παλιά χαρτάκια σε άλμπουμ της Πανίνι.
Α, η ωραία νιότη που γλυκαίνεται μέσα από ξαφνικούς θανάτους παλιών ξεχασμένων.
Εύγε, Χρήστο.
Π. Χριστοφιλίδης
Δημοσίευση σχολίου