29-1-2013
Εάν έθετε κανείς το ερώτημα στον εαυτό του "τι προπάντων είναι ένα ξενοδοχείο", αναγκαστικά η απόκρισή του θα περνούσε μέσα από τους ακόλουθους απαντητικούς δρόμους: 1. είναι η υλική του ταυτότητα (η αρχιτεκτονική του προσωπικότητα, οι υποδομές του κ.λπ.), 2. είναι οι "άνθρωποί του" (αυτοί που το διοικούν, που απασχολούνται σε αυτό κ.λπ.), 3. είναι οι πελάτες, θαμώνες του κ.λπ. Βέβαια, προχωρώντας κανείς ακόμη περισσότερο, θα προσέθετε και άλλα στοιχεία: είναι ο τόπος - η έδρα του, είναι η παράδοση που σέρνει από το παρελθόν κ.λπ. Πάνω από όλα είναι το πεδίο αυτό στο οποίο τέμνονται οι προσωπικές συνειδήσεις όταν αναφέρονται στις επιμέρους ταξιδιωτικές εντυπώσεις - εκδρομικές τους εμπειρίες.
Με γνώμονα τα παραπάνω, το Hotel Ελβετία που εδρεύει στο Καρπενήσι πρέπει κατά την άποψή μου να τύχει θετικής αξιολόγησης από οιονδήποτε βρεθεί ως ταξιδιώτης στην πρωτεύουσα της Ευρυτανίας.
Υψωμένο στο Νο 17 της οδού Ζηνοπούλου, το ξενοδοχείο χαιρετά την κεντρική πλατεία και το δημαρχείο της πόλης προσφέροντας κατ' αρχάς ένα αίσθημα ασφάλειας. Ταυτόχρονα ωστόσο το βλέμμα του επισκέπτη σύρεται ανηφορικά από την (διπλής κατεύθυνσης) οδό που περνάει έξω από αυτό προς τον ορεινό όγκο του Βελουχιού που από πάνω και από ψηλά (όπως τον αντικρίζει κανείς στο φως της ημέρας) νιώθει κανείς πως ωσάν Θεός αιώνιος της ελληνικής φύσης παρακολουθεί όλες τις ''μικρές'' ανθρώπινες δραστηριότητες και ασφαλίζει σαν ορεσίβιος φύλακας τον τρόπο ζωής της πόλεως, του πιστού δηλαδή που με δέος ατενίζει το μεγαλείο του υπερβάλλοντος κόσμου.
Ο χειμώνας είναι μια δεξαμενή βιωμάτων που κατεξοχήν ορίζονται από την αντίθεση "τόλμη και ασφάλεια": είναι από τη μια η έκθεση στις συνθήκες και στα δεδομένα του "έξω", είναι από την άλλη η απόλαυση της θαλπωρής του "μέσα", όπου αναμεταδίδει κανείς όλα όσα συνέλεξε "εκτεθειμένος".
Πιστεύω ότι το οτέλ ανταποκρίνεται ικανοποιητικά και στις 2 αυτές εκδρομικές ανάγκες: αφενός δίδει πάσα αναγκαία πληροφορία στον ταξιδιώτη ώστε να σχεδιάσει το πρόγραμμα της ημέρας του εποικοδομητικά (βλ. π.χ. το καθημερινό δελτίο πληροφόρησης που λαμβάνει το οτέλ από το Χιονοδρομικό Κέντρο του Βελουχιού), οπότε το οτέλ γίνεται η ασφαλής εκκίνηση, και αφετέρου χαρίζει το ποθούμενο αίσθημα της θέρμης όταν πλέον η νύχτα έχει απλωθεί πέρα από τον νοητό ορίζοντα. Μετά την 6η απογευματινή το οτέλ δηλαδή γίνεται η ζεστή φωλεά των κάθε είδους ταξιδιωτών κάθε ηλικίας, που συναγελάζονται στον ισόγειο χώρο του, τηρώντας προσχήματα και αποστάσεις. Μέσα από τις μεγάλες γυάλινες επιφάνειες της προσόψεως πρόσωπα ξαναμμένα αναπαύονται στο γοητευτικό καθιστικό που περιβάλλει το χώρο υποδοχής ενώ πιο αριστερά η φλόγα ενός πέτρινου τζακιού συγκεντρώνει τα ήσυχα βλέμματα και τις ασφαλείς ανάσες των θαμώνων. Κάποιοι απλώς συλλογίζονται, το βλέμμα τους απλανές κι εξωστρεφές επιμένει κάτι να αναζητεί μέσα στις νυχτερινές λάμψεις της παγωμένης ατμόσφαιρας, κάποιοι άλλοι συνομιλούν με γέλωτες, άλλοι μονομαχούν στο σκάκι, άλλοι παρακολουθούν με δυσπιστία ένα δελτίο ειδήσεων, τη στιγμή που μια εφημερίδα ανοίγει ή ένα βιβλίο αφήνεται προσωρινά κατά μέρος.
Πίσω από τον πάγκο του χώρου υποδοχής συνήθως μια σκυμμένη φιγούρα κάτι υπολογίζει. Στην περίπτωση του οτέλ μια συμπαθέστατη κυρία (Ξ.Μ.) με μια λιτή ευγένεια και ένα ύφος μεταπολεμικής αρχοντιάς είναι εκείνη που δι' ολίγων κινήσεων και άκρως ουσιαστικών, περιποιείται τον νεοαφιχθέντα, τον συγκάτοικο-Καρπενησιώτη, τον ''καινούργιο''. Μας λέει ότι ο σύζυγός της (η φωτογραφία του δεσπόζει πάνω από το γραφειάκι) έβαλε τα θεμέλια ήδη από το 1966 ώστε και η πόλη αλλά και το οτέλ να γνωρίσουν μέρες δόξης. Πλέον εκείνη, ''κληρονόμος πουλιών'', ωσάν βαθύπειρος γνώστης των κοινωνικών τρόπων αλλά και των νόμων της ζωής όλα τα διευθύνει έστω και χωρίς την μπαγκέτα του μαέστρου. Αεικίνητη, με ένα βιαστικό μειδίαμα και με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις, τακτοποιεί τις εκκρεμότητες, καθοδηγεί, επιφέρει ή επαναφέρει την τάξη.
Όπως για παράδειγμα όταν σχολά ο πρωινός μπουφές γύρω στις 11 και το βοηθητικό και υπηρετικό προσωπικό καθαρίζει την τραπεζαρία του breakfast, και αυτή κομψά και σοφά ανεπτυγμένη και διακοσμημένη με τον κλασικό συνδυασμό πέτρας και ξύλου.
Πάνω στα άδεια τραπέζια αφήσαμε κι εμείς κάποιο αβγό μισοφαγωμένο ή μια φέτα βουτύρου μισοδαγκωμένη.
Το πιο σπάνιο που συναντά κανείς στην τραπεζαρία του πρωινού είναι μια υπέροχη συλλογή από πιάτα φερμένα από ποικίλα μέρη του κόσμου, προϊόν βεβαιότατα μιας μακρόχρονης ταξιδιωτικής "συναλλαγής" με πολιτείες Δύσης και Ανατολής. (Μας λέει ότι ο επιστήμων υιός της είναι ο δημιουργός της κι εμείς μένουμε να θαυμάζουμε και να συλλαβίζουμε τα ξένα τοπωνύμια, Γλασκώβη, Άμστερνταμ, Νέα Υόρκη, Κάιρο κ.λπ.)
Και οι υπόλοιποι θαμώνες δείχνουν άνθρωποι του καλού γούστου, της αισθητικής απόλαυσης, της τήρησης των κανόνων. Σε ένα πρωινό ''ασφυξίας'' μας κάνουν χώρο 2 νέα παιδιά: το αγόρι Κρητικόπουλο από τα Σφακιά και το κορίτσι Μαρουσιώτισσα που διορίστηκε στην Κρήτη και ερωτεύτηκε το αγόρι. Το αγόρι ταξίδεψε βράδυ από Κρήτη σε Αθήνα κι από κει οδικώς με τον έρωτά του στη θέση του συνοδηγού κατευθείαν προς Καρπενήσι για διαμονή... 1 μέρας μόνο. Μα γιατί τέτοια βιασύνη; Κάτι τους δεσμεύει, το λένε, εγώ δεν το καταλαβαίνω. Βρισκόμαστε στην Ευρυτανία και μιλάμε... για τα Λευκά Όρη.
Το δωμάτιό μας μάς χωρίζει σε δύο ζεύγη: υπνοδωμάτιο για τους μικρούς δεξιά και για τους μεγάλους αριστερά (κόστος 70 ευρώ/βραδιά). Το κοινό μπάνιο στο μέσο. Το πάτωμα στρωμένο με τάπητα, που στην απόληξή του κάνει κάπου κι ένα βυζί, σαν να κρύβει από κάτω μιαν τροφαντή έκπληξη.
Μοναδικό αισθητό τεκμήριο της φθοράς ένα πλέγμα σαν καφασωτό πάνω από τη λεκάνη της τουαλέτας με την εξής κωμική ιδιαιτερότητα: τραβώντας κανείς το καζανάκι από το δωμάτιο του ακριβώς από πάνω ορόφου, βρέχει (και ηχεί) ύδωρ μέσα από αυτό το κωμικό καφασωτό, που προφανώς εξυπηρετεί λόγους εξαερισμού. Νερό είναι θα πεις, αλλά δεν ξέρεις πόθεν σε χτυπά στην πλάτη.
Κατά τα λοιπά, όλα γίνονταν καλοπροαιρέτως αποδεκτά, και πολύ άνετες - ευρύχωρες οι ντουλάπες του υπνοδωματίου των μεγάλων (κουβέρτες αναξιοποίητες). Από κει (υπνοδωμάτιο των μεγάλων) τρύπωνε το φως της αυγής, η χαρά της ημέρας, η αγωνία του καιρού. Έξω ακριβώς από το παράθυρό του τα χτιστά σκαλάκια μιας κλίμακας σε έφερναν προς τα πάνω (κλίμακα που διαχώριζε το οτέλ από το γειτονικό κτίσμα) ενώ άνθρωποι και αυτοκίνητα κινούνται από το πρωί ''στις μύτες'', με τον ευγενικό τρόπο του υπνοβάτη/νυκτοβάτη που δεν θέλει να ξυπνήσει κανέναν μέσα στο κοινό δωμάτιο.
Σκεπτόμενος τα βουνά της Ευρυτανίας, περήφανα και μεγαλειώδη, ο νους σου πάει στους λεβέντες του Αντάρτικου. Αλλά και στη γενιά των φυματικών μας, που δεν είχε την τύχη να βρεθεί σε κάποιο νεοελληνικό Νταβός.
Εάν έθετε κανείς το ερώτημα στον εαυτό του "τι προπάντων είναι ένα ξενοδοχείο", αναγκαστικά η απόκρισή του θα περνούσε μέσα από τους ακόλουθους απαντητικούς δρόμους: 1. είναι η υλική του ταυτότητα (η αρχιτεκτονική του προσωπικότητα, οι υποδομές του κ.λπ.), 2. είναι οι "άνθρωποί του" (αυτοί που το διοικούν, που απασχολούνται σε αυτό κ.λπ.), 3. είναι οι πελάτες, θαμώνες του κ.λπ. Βέβαια, προχωρώντας κανείς ακόμη περισσότερο, θα προσέθετε και άλλα στοιχεία: είναι ο τόπος - η έδρα του, είναι η παράδοση που σέρνει από το παρελθόν κ.λπ. Πάνω από όλα είναι το πεδίο αυτό στο οποίο τέμνονται οι προσωπικές συνειδήσεις όταν αναφέρονται στις επιμέρους ταξιδιωτικές εντυπώσεις - εκδρομικές τους εμπειρίες.
Με γνώμονα τα παραπάνω, το Hotel Ελβετία που εδρεύει στο Καρπενήσι πρέπει κατά την άποψή μου να τύχει θετικής αξιολόγησης από οιονδήποτε βρεθεί ως ταξιδιώτης στην πρωτεύουσα της Ευρυτανίας.
Υψωμένο στο Νο 17 της οδού Ζηνοπούλου, το ξενοδοχείο χαιρετά την κεντρική πλατεία και το δημαρχείο της πόλης προσφέροντας κατ' αρχάς ένα αίσθημα ασφάλειας. Ταυτόχρονα ωστόσο το βλέμμα του επισκέπτη σύρεται ανηφορικά από την (διπλής κατεύθυνσης) οδό που περνάει έξω από αυτό προς τον ορεινό όγκο του Βελουχιού που από πάνω και από ψηλά (όπως τον αντικρίζει κανείς στο φως της ημέρας) νιώθει κανείς πως ωσάν Θεός αιώνιος της ελληνικής φύσης παρακολουθεί όλες τις ''μικρές'' ανθρώπινες δραστηριότητες και ασφαλίζει σαν ορεσίβιος φύλακας τον τρόπο ζωής της πόλεως, του πιστού δηλαδή που με δέος ατενίζει το μεγαλείο του υπερβάλλοντος κόσμου.
Ο χειμώνας είναι μια δεξαμενή βιωμάτων που κατεξοχήν ορίζονται από την αντίθεση "τόλμη και ασφάλεια": είναι από τη μια η έκθεση στις συνθήκες και στα δεδομένα του "έξω", είναι από την άλλη η απόλαυση της θαλπωρής του "μέσα", όπου αναμεταδίδει κανείς όλα όσα συνέλεξε "εκτεθειμένος".
Πιστεύω ότι το οτέλ ανταποκρίνεται ικανοποιητικά και στις 2 αυτές εκδρομικές ανάγκες: αφενός δίδει πάσα αναγκαία πληροφορία στον ταξιδιώτη ώστε να σχεδιάσει το πρόγραμμα της ημέρας του εποικοδομητικά (βλ. π.χ. το καθημερινό δελτίο πληροφόρησης που λαμβάνει το οτέλ από το Χιονοδρομικό Κέντρο του Βελουχιού), οπότε το οτέλ γίνεται η ασφαλής εκκίνηση, και αφετέρου χαρίζει το ποθούμενο αίσθημα της θέρμης όταν πλέον η νύχτα έχει απλωθεί πέρα από τον νοητό ορίζοντα. Μετά την 6η απογευματινή το οτέλ δηλαδή γίνεται η ζεστή φωλεά των κάθε είδους ταξιδιωτών κάθε ηλικίας, που συναγελάζονται στον ισόγειο χώρο του, τηρώντας προσχήματα και αποστάσεις. Μέσα από τις μεγάλες γυάλινες επιφάνειες της προσόψεως πρόσωπα ξαναμμένα αναπαύονται στο γοητευτικό καθιστικό που περιβάλλει το χώρο υποδοχής ενώ πιο αριστερά η φλόγα ενός πέτρινου τζακιού συγκεντρώνει τα ήσυχα βλέμματα και τις ασφαλείς ανάσες των θαμώνων. Κάποιοι απλώς συλλογίζονται, το βλέμμα τους απλανές κι εξωστρεφές επιμένει κάτι να αναζητεί μέσα στις νυχτερινές λάμψεις της παγωμένης ατμόσφαιρας, κάποιοι άλλοι συνομιλούν με γέλωτες, άλλοι μονομαχούν στο σκάκι, άλλοι παρακολουθούν με δυσπιστία ένα δελτίο ειδήσεων, τη στιγμή που μια εφημερίδα ανοίγει ή ένα βιβλίο αφήνεται προσωρινά κατά μέρος.
Πίσω από τον πάγκο του χώρου υποδοχής συνήθως μια σκυμμένη φιγούρα κάτι υπολογίζει. Στην περίπτωση του οτέλ μια συμπαθέστατη κυρία (Ξ.Μ.) με μια λιτή ευγένεια και ένα ύφος μεταπολεμικής αρχοντιάς είναι εκείνη που δι' ολίγων κινήσεων και άκρως ουσιαστικών, περιποιείται τον νεοαφιχθέντα, τον συγκάτοικο-Καρπενησιώτη, τον ''καινούργιο''. Μας λέει ότι ο σύζυγός της (η φωτογραφία του δεσπόζει πάνω από το γραφειάκι) έβαλε τα θεμέλια ήδη από το 1966 ώστε και η πόλη αλλά και το οτέλ να γνωρίσουν μέρες δόξης. Πλέον εκείνη, ''κληρονόμος πουλιών'', ωσάν βαθύπειρος γνώστης των κοινωνικών τρόπων αλλά και των νόμων της ζωής όλα τα διευθύνει έστω και χωρίς την μπαγκέτα του μαέστρου. Αεικίνητη, με ένα βιαστικό μειδίαμα και με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις, τακτοποιεί τις εκκρεμότητες, καθοδηγεί, επιφέρει ή επαναφέρει την τάξη.
Όπως για παράδειγμα όταν σχολά ο πρωινός μπουφές γύρω στις 11 και το βοηθητικό και υπηρετικό προσωπικό καθαρίζει την τραπεζαρία του breakfast, και αυτή κομψά και σοφά ανεπτυγμένη και διακοσμημένη με τον κλασικό συνδυασμό πέτρας και ξύλου.
Πάνω στα άδεια τραπέζια αφήσαμε κι εμείς κάποιο αβγό μισοφαγωμένο ή μια φέτα βουτύρου μισοδαγκωμένη.
Το πιο σπάνιο που συναντά κανείς στην τραπεζαρία του πρωινού είναι μια υπέροχη συλλογή από πιάτα φερμένα από ποικίλα μέρη του κόσμου, προϊόν βεβαιότατα μιας μακρόχρονης ταξιδιωτικής "συναλλαγής" με πολιτείες Δύσης και Ανατολής. (Μας λέει ότι ο επιστήμων υιός της είναι ο δημιουργός της κι εμείς μένουμε να θαυμάζουμε και να συλλαβίζουμε τα ξένα τοπωνύμια, Γλασκώβη, Άμστερνταμ, Νέα Υόρκη, Κάιρο κ.λπ.)
Και οι υπόλοιποι θαμώνες δείχνουν άνθρωποι του καλού γούστου, της αισθητικής απόλαυσης, της τήρησης των κανόνων. Σε ένα πρωινό ''ασφυξίας'' μας κάνουν χώρο 2 νέα παιδιά: το αγόρι Κρητικόπουλο από τα Σφακιά και το κορίτσι Μαρουσιώτισσα που διορίστηκε στην Κρήτη και ερωτεύτηκε το αγόρι. Το αγόρι ταξίδεψε βράδυ από Κρήτη σε Αθήνα κι από κει οδικώς με τον έρωτά του στη θέση του συνοδηγού κατευθείαν προς Καρπενήσι για διαμονή... 1 μέρας μόνο. Μα γιατί τέτοια βιασύνη; Κάτι τους δεσμεύει, το λένε, εγώ δεν το καταλαβαίνω. Βρισκόμαστε στην Ευρυτανία και μιλάμε... για τα Λευκά Όρη.
Το δωμάτιό μας μάς χωρίζει σε δύο ζεύγη: υπνοδωμάτιο για τους μικρούς δεξιά και για τους μεγάλους αριστερά (κόστος 70 ευρώ/βραδιά). Το κοινό μπάνιο στο μέσο. Το πάτωμα στρωμένο με τάπητα, που στην απόληξή του κάνει κάπου κι ένα βυζί, σαν να κρύβει από κάτω μιαν τροφαντή έκπληξη.
Μοναδικό αισθητό τεκμήριο της φθοράς ένα πλέγμα σαν καφασωτό πάνω από τη λεκάνη της τουαλέτας με την εξής κωμική ιδιαιτερότητα: τραβώντας κανείς το καζανάκι από το δωμάτιο του ακριβώς από πάνω ορόφου, βρέχει (και ηχεί) ύδωρ μέσα από αυτό το κωμικό καφασωτό, που προφανώς εξυπηρετεί λόγους εξαερισμού. Νερό είναι θα πεις, αλλά δεν ξέρεις πόθεν σε χτυπά στην πλάτη.
Κατά τα λοιπά, όλα γίνονταν καλοπροαιρέτως αποδεκτά, και πολύ άνετες - ευρύχωρες οι ντουλάπες του υπνοδωματίου των μεγάλων (κουβέρτες αναξιοποίητες). Από κει (υπνοδωμάτιο των μεγάλων) τρύπωνε το φως της αυγής, η χαρά της ημέρας, η αγωνία του καιρού. Έξω ακριβώς από το παράθυρό του τα χτιστά σκαλάκια μιας κλίμακας σε έφερναν προς τα πάνω (κλίμακα που διαχώριζε το οτέλ από το γειτονικό κτίσμα) ενώ άνθρωποι και αυτοκίνητα κινούνται από το πρωί ''στις μύτες'', με τον ευγενικό τρόπο του υπνοβάτη/νυκτοβάτη που δεν θέλει να ξυπνήσει κανέναν μέσα στο κοινό δωμάτιο.
Σκεπτόμενος τα βουνά της Ευρυτανίας, περήφανα και μεγαλειώδη, ο νους σου πάει στους λεβέντες του Αντάρτικου. Αλλά και στη γενιά των φυματικών μας, που δεν είχε την τύχη να βρεθεί σε κάποιο νεοελληνικό Νταβός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου