30.3.2013
Ντεμιντένκο. Ψαρά γένια σκαλίζοντας, τη μαύρη κόμη αγγίζοντας.
Ο Ρώσος πιανίστας έγερνε μπρος κι επανερχόταν σε ορθή γωνία, τα δάχτυλά του είχαν μείνει αιχμάλωτα πάνω στα πλήκτρα, ενώ οι συσπάσεις του προσώπου του έλεγαν άπασιν "το νιώθω, δείτε με, το νιώθω τόσο βαθιά".
Εκείνη τη στιγμή το κοινό με μια αγαλμάτινη σιωπή παρακολουθούσε την προσπάθειά του. Ολόγυρά του 75 μαυροντυμένοι σολίστες της Ορχήστρας τον έβλεπαν να ταλαντεύεται ολοένα.
Κοιτούσα κάτω στην πλατεία τα πρόσωπα των ''φιλόμουσων''. Ήθελα να πιάσω κανένα να κουνιέται ρυθμικά, να με πείσει πως το ξέρει και το αγαπά το εργάκι. Του κάκου. Νόμισα πως όλοι προσπαθούν να βρουν εναγωνίως μια μελωδική στιγμή-όαση μέσα σε έναν μουσικό ''τζαζ'' χείμαρρο που αφού εμένα δεν με είλκυσε, σκεφτόμουν ως να'μουν το κέντρο του κόσμου, πάει να πει πως όποιος κι αν τον υπογράφει, δεν θα'χει στο μέλλον σχεδόν τίποτε να εισπράξει, κι ας λένε οι ειδικοί τα ''δικά'' τους, ''περί λυρικοτάτης συνθέσεως εν τη πιανιστική ή συμφωνική φιλολογία'' κ.ο.κ., ανάλογα με την περίπτωση.
Τίποτε. Εάν μια μουσική, όποια μουσική, δεν περνάει από μέσα σου, εάν δεν σε κάνει να τη σφυρίζεις, να τη σιγοτραγουδάς ή να την ανακαλείς υπόκωφα, με τα χείλη, με τη μύτη κ.λπ., είναι και θα είναι ένα ξένο σώμα, κι ας την υπογράφει όποιο όνομα έχει καπαρώσει θέση στην αιωνιότητα. Πάνω από το θεωρείο 75 κοράκια σαν ορθώς διατεταγμένη πομπή νεκροφόρας εκτελούσαν σωστά γυρίζοντας κάθε τόσο σελίδα στην παρτιτούρα τους... κι οι θεατές αιχμάλωτοι μιας συνήθειας, δεν θέλησαν να αποφύγουν το χειροκρότημα, όχι τόσο επειδή χάρηκαν τις συνθέσεις, θαρρώ - σαν ''πιασμένοι'' ξεχύνονταν στο φουαγιέ και το αυτάκι μου δεν έπιασε ούτε αυθόρμητους επαίνους ούτε εκ του φυσικού εγκώμια - όσο γιατί τα κοράκια ''τα έδωσαν όλα'' χωρίς να πέσουν ηρωικώς.
Ο μαέστρος (Β.Χ.) σκούπιζε ευγενικά στα ενδιάμεσα της 2ης συμφωνίας τον ιδρώτα στο σβέρκο και στο μέτωπό του, ενώ οι ουραγοί των κοράκων, στα τύμπανα, έμοιαζαν με τερματοφύλακες που παρακολουθούν σχεδόν ένα ημίχρονο με τα χέρια στις τζέπες. Δίπλα μου μια κυρία άνω των 50 με προκαλούσε με ένα διχτυωτό καλσόν και το'να πόδι πάνω στ' άλλο, με έναν άντρα γελαστοχαζούλη που του'χε ξεχαστεί η ''Καθημερινή'' στα χέρια, ενώ μετά το διάλειμμα, στο β΄ μέρος όπου κι η Συμφωνία ''της μελαγχολίας'', μια ξανθιά ταξιθέτρια, άσχημη κι όμορφη μαζί, είχε πέσει σε περισυλλογή. ''Τι λέει παιδάκι μου'' - το θυμήθηκα. ''Εσύ, κορίτσι μου, πήγα να της πω αλλά κρατήθηκα λόγω χώρου, δεν είναι για να καλογερέψεις εδώ, στο Μέγαρο των γερόντων, εσύ είσαι για άλλα πράματα και ξεδόματα'', αλλά, όπως όλοι ήταν απορροφημένοι -τρομάρα τους- από τα βιολιά και τα κοντραμπάσα, τα γυαλισμένα πνευστά και την καθιστική ακινησία τσολιά των οργανοπαικτών-κοράκων, το να γυρίσεις και να κοιτάξεις κάποιον φιλόμουσο πίσω και πλαγίως, ήταν σαν με το μάτι να τον απομόνωνες εμφατικά, σχεδόν τον προκαλούσες ντροπιαστικά - εάν βεβαίως δεν ήθελες να τον τιμωρήσεις με κανένα ''σσστ''.
Κι αυτές οι ταξιθετριούλες του κατηχητικού, με τις σόι-μπλε ομοιόμορφες στολές και το απόμακρο-σοβαρό βλέμμα, που δεν δέχονται οι καημένες ούτε ένα φιλοδώρημα, βλέμμα ή πράμα... κάποτε, σκέφτηκα, θα γράψουν κι αυτές τα βάσανά τους που λίγοι προσπαθούν να τα μαντέψουν.
Τέλος πάντων. Προσπαθούσα να δω επί 1 ώρα πού το πάει αυτή η συμφωνία, και κάπου κάπου έκλεινα τα μάτια παίζοντας το παιχνίδι ''φτιάξε μια εικόνα'' - αλλά κάπου κάπου νύσταξα κιόλας. Στο β΄ μέρος είχαμε αλλάξει θέση κι απλώναμε την αρίδα μας σαν να είμαστε σε γήπεδο, στην κερκίδα των οπαδών της φιλοξενούμενης ομάδας.
Κοιτούσα κάπου κάπου πόσες σελίδες απομένουν στην παρτιτούρα. "Κατούρα ρε να φύγουμε'' - το θυμήθηκες; Σε κάποιες τέτοιες στιγμές ''μισείς τον εαυτό σου που το αγάπησες''.
Εντωμεταξύ, κάποια στιγμή, ενώ έγχορδα και πνευστά συνεργάζονταν στενά κι εν ηχητική εντάσει, μια θηλυκή καρδερίνα της Ορχήστρας με μαύρη (τι άλλη;) τουαλέτα σηκώθηκε κι έφυγε τρέχοντας προς τα ''αποδυτήρια'' (μυστήριο, σκέφτηκα, λες να πάει για έμετο ή για κατούρημα; - ή μήπως άκουσε πίσω από την αδιάφορη συμφωνία το κινητό της να βαράει με καμιά μελωδία Σφακιανάκη ή Μαρτάκη, γκόμενος γαρ;). Έχουν κι οι σολίστες τις κατακτήσεις τους, Σόλων σόλων...
Ευτυχώς τέλειωσε κάποτε αυτό το παίδεμα της καρδιάς και των ώτων (ο Ρώσος πιανίστας έπαιξε μόνο στο α΄ ημίχρονο και με μια μεγάλη υπόκλιση αποχαιρέτησε φίλους και θαυμαστές - κάποιες ρωσόφατσες ξεπρόβαλλαν στην πλατεία ως το δικό του Fun Club) και ειλικρινώς από μέρους μας ούτε πλαφ πλαφ ούτε μπράβο. Πεταχτήκαμε έξω τσατισμένοι σαν να μας κορόιδεψαν κι ορκίστηκα μέσα μου βαθιά ''ποτέ πια σε συνθέσεις προπολεμικές, που προηγουμένως δεν θα τις έχεις ακούσει στο γιουτιούμπ, για μια πρώτη δοκιμή συμπάθειας".
Υ.Γ.: Ευτυχώς, σε 3 βδομάδες και βάλε μπαίνει ο Τσιτσάνης μέσα στη σάλα. Είναι κι αυτό μια ελπίς... και προπασχαλινή ανάσταση χαράς. Πάμε στα σίγουρα...
ΕΓΡΑΨΑ ΕΓΩ
2 σχόλια:
Γαλυφυρότατη και αποδομητική περιγραφή μιας βραδιάς εξειδικευμένων μουσικών ακουσμάτων στο Μέγαρο. Όσα περιγράφεις είναι βέβαιο πως τα έχουν βιώσει, περισσότερες ή λιγότερες φορές, όλοι όσοι παρακολουθούν ανάλογες συναυλίες χωρίς να έχουν την απαραίτητη παίδευση στο σολφέζ και στην κλασική μουσική - δηλαδή, η πλειοψηφία των παρισταμένων σε τέτοιες εκδηλώσεις στην Αθήνα. Όλοι έχουμε παρατηρήσει την κομψευόμενη 50άρα με τον βαρύ κι ασήκωτο σύζυγο, όλοι έχουμε αναρωτηθεί για τα πρόσωπα και τις ζωές που κρύβονται πίσω από τις στολές των ταξιθετριών, όλοι έχουμε κρυφοκοιτάξει τις παρτιτούρες αναρωτώμενοι "πόσο μένει ακόμα". Η θέση στα θεωρεία πάνω από την ορχήστρα είναι ιδιαιτέρως προνομιακή επ'αυτού στο Μέγαρο Μουσικής, όταν πρόκειται για συμφωνική μουσική: προσφέρει πλουσιότατο ήχο σε πολύ οικονομική τιμή και, επιπλεόν, δίνει τη δυνατότητα άμεσης θέασης του μαέστρου, της έκφρασής του, της αγωνίας του, της επικοινωνίας του με τους μουσικούς. Έχω παρακολουθήσει κι εγώ πολλές φορές κλασικά έργα που δε γνωρίζω - και σπανίως, δυστυχώς, έχω συμβουλευτεί νωρίτερα το youtube ή τα δισκάκια από τις παλιές προσφορές του Βήματος ή της Καθημερινής. Άλλες φορές η μαγεία του ήχου με έχει συνεπάρει και με έχει ταξιδέψει μακριά από τις έγνοιες της ημέρας - έστω και χωρίς "καθαρή" μελωδική γραμμή. Άλλες φορές έχω βαρεθεί κι εγώ αφόρητα. Ιδίως στους πιο πολύπλοκους στη μουσική τους έκφραση συνθέτες του εικοστού αιώνα.Η αναζήτηση του γνωστού και αγαπημένου ρυθμού είναι μια φυσική και κατανοητή προδιάθεση - που δεν είναι παρούσα μόνο στα στεγνά και σοβαροφανή κονσέρτα των κλασικών, αλλά και σε πιο λαϊκά ακούσματα - ας θυμηθούμε και το πάνδημο ξέσπασμα στο "Φίλοι κι αδέλφια" τον περασμένο Σεπτέμβρη στο Ηρώδειο. Για την ιστορία, πάντως, καταθέτω στην κουβέντα και τα link για δύο κριτικές επωνύμων μουσικολόγων που είδαν το φως στις χθεσινές εφημερίδες. Έχει ενδιαφέρον ότι, πέρα από τα όσα ειδικότερα περιγράφουν και καταγράφουν ως "υπεραναγνώστες" τέτοιων εκδηλώσεων (για να θυμηθούμε και τις θεωρίες της επικοινωνίας) και οι δύο σαφώς αναγνωρίζουν στα ψιλά ότι τα έργα του προγράμματος της Παρασκευής δεν είναι από τα πιο δυνατά του σχετικού ρεπερτορίου.
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=354611
http://www.efsyn.gr/?p=36258
Φίλε Χρήστο,περίμενα το σχόλιό σου. Έτσι κι αλλιώς γράφοντας εδώ πάντα ''κοιτάω λοξά'' (σαν τα παιδάκια που κάνουν κάτι λοξοκοιτώντας για την προσοχή των άλλων).
Δεν έχει σημασία αν έχεις παίδευση σε κάτι, πιο μεγάλη δύναμη έχει το αισθητήριο. Εξ ου και ''αμόρφωτοι άνθρωποι'' τέρπονται από άγνωστες σε αυτούς κλασικές συνθέσεις. Το αληθές (της ψυχής μας) να λέγεται. Αυτό που ο λαός λέγει απλώς με τη φράση ''μ΄αρέσει'' κλείνει μέσα του κατάφαση των αισθήσεων, αρμονία της ψυχής, ανάταση του πνεύματος.
Σε βλέπω ήδη στο Μέγαρο να κοιτάς τους οργανοπαίχτες μισά με σεβασμό και μισά με "αυτοσυγκράτηση".
Δεν είμαστε τόσο θαρραλέοι για να πούμε σε κάποιον ευθέως ''ήσουν λίγος για απόψε''.
Πέτρος Χριστοφιλίδης
Δημοσίευση σχολίου