25/10/10

Το κλάδεμα

Μεγάλωσε πολύ αυτή η πορτοκαλιά μας στην αυλή και θέριεψε. Χαιρετά πλέον το μπαλκόνι του α΄ ορόφου. Να δεις πως σε λίγο θα του αφήνει και κανέναν καρπό. Θα πηγαίνουν τα σκονισμένα πουλιά και θα ρουφάνε τον χυμό. Θα φτερουγίζουνε έτσι με περισσότερη αλκή και βιασύνη.
Λέμε να την κλαδέψουμε, αλλά σκέπτομαι πως πολλά είναι τα ''κλαδέματα'' στον καιρό μας και η γύμνια φέρνει μια κάποια μελαγχολία. Κουρεμένα τα δέντρα πια, σαν στρατιωτάκια, δεν έχουν της σκιάς τους εκτόπισμα. Εντωμεταξύ, στα νώτα της γειτονικής πολυκατοικίας όλο και κάποιο αστικό δράμα κάθε πρωί ή βράδυ εκτυλίσσεται. Κάποιο μωρό κλαίει από το πουθενά. Σε μια περίπτωση, άνδρας και γυναίκα, μήνες άνεργοι, διαρκώς λογομαχούν και το παιδί, που θέλει να δει τον κόσμο έξω από το κλουβί του, κάνει να βγει στο μπαλκόνι που είναι γεμάτο σαν αποθήκη, αλλά εκείνη το σέρνει μέσα με τη βία, και καθώς κλείνει την μπαλκονόπορτα με βία, το κλάμα του παιδιού χάνεται πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα. Γκρίνια, ένδεια αλλά μαζί και εγωισμός. Εάν το παιδί κοιτούσε τους γύρω του ελεύθερο, θα ελευθέρωνε την γνωστή πια εσωτερική αλήθεια, το "μυστικό" που τόσο εύκολα ξεπηδά στη συνείδησή μας με το πρώτο "ρε" και την αλλαγή του τόνου στη φωνή.
Κάποτε όμως ο άνθρωπος αρχίζει να αγριεύει και να κλαδεύει. Κόβει φύλλα και κλαδιά, κόβει τις καλημέρες, κόβει τις σχέσεις που τον τρέφανε, κόβει ακόμη και επιθυμητές συνήθειες και μοιάζει να αυτοφυλακίζεται έτοιμος να εκραγεί. Του κόβουν, λέει, και τα λεφτά που περίμενε και χάνει τη βολή του. Κάποιοι δίπλα του είναι απολυμένοι. Δαπάνησαν μισή ζωή, αλλά τώρα είναι δαπάνη οι ίδιοι. Ο άνθρωπος είναι βάρος, και στη ζωή και σιμά στο θάνατο. Εντωμεταξύ, κάθε μέρα, κάθε βδομάδα όλο και κάποιος πεθαίνει στο ''χωριό'' μας, όπου είμαστε πλέον όλοι γνωστοί (στα νιάτα μας ακούγαμε σε μπουάτ την Χωματά, αλλά και ο Γιάννης ο σκηνοθέτης κάθε Σαββατόβραδο ''κοιμόταν'' ξέμπαρκος στο σαλόνι μας). Πόσες αναγγελίες θανάτων μπορεί να αντέξει η κοινή ψυχή; Το πένθος του ενήλικος μεταβιβάζει τη δωρεά στο χαμόγελο του παιδιού.
Κάπως έτσι όλοι μοιάζουμε κουρεμένοι και ολίγον "μαντρωμένοι". Ήταν μεγάλη έκπληξη χθες μετά τα μεσάνυχτα όταν από την ίδια παραπάνω πολυκατοικία άρχισαν, ξαφνικά και πάλι, να πέφτουνε νότες και στίχοι, λαϊκά αθάνατα και ζεϊμπέκικα. Μπα, έχουμε και πάρτι εδώ; μα ποιος γιορτάζει τέτοιες μέρες; Μου είχε λείψει πολύ αυτή η αντήχηση στο κενό του χώρου και δη του ακάλυπτου. Μάθαμε ρε αδελφέ στην πικρή σοβαροφάνεια ή στη σοβαρή πίκρα. Πάλι καλά δηλαδή που έρχεται και η εθνική εορτή και θα ξαναθυμηθούμε τον Τραϊφόρο και τη Βέμπο. Αλλά δεν είναι σίγουρο μέσο χαράς πάντοτε η αναδρομή, το να βουτάς τουτέστιν πάλι και πάλι στο θαμπό παρελθόν.
Το πιο ωραίο κοντράστ πάντως ψυχοχρωμάτων το ένιωσα το Σάββατο έξω από ένα νοσοκομείο που πολεμά τη νόσο. Νοσοκομείο βουβό η α΄ εικόνα, εκκλησία ζωηρή η β΄, και ένας ψιλικατζής σαν πολεμικός ανταποκριτής να μου διηγείται μεταξύ παραγγελίας και μετρητών τις πολλές μικροϊστορίες που κλείνουν τα σπίτια και σφραγίζουν τις καρδιές. Για μια μαθήτρια που την επισκέφθηκε πούλμαν σχολικό, για έναν Συριανό καθολικό που για 15 μήνες ξενυχτούσε πάνω στην ίδια πλαστική καρέκλα, για έναν τραγουδιστή που έμεινε μισός. Αλλά η αποθέωση ήταν τα ροζ μπαλόνια. Στην εκκλησία γινόταν κάποια βάφτιση και σχεδόν ένα τσαμπί μπαλονιών ήταν έτοιμο να δραπετεύσει προς τον ουρανό, αν δεν τρύπωνε στα ανήλιαγα υπόγεια, ισόγεια και βάλε του νοσοκομείου για να διακωμωδήσει κάπως τη διαδικασία και την ατμόσφαιρα των ακτίνων, των βελόνων, των ιατρικών αγώνων. Δίπλα δίπλα η ζωή και ο θάνατος, αδελφάκια γίνανε που δεν μιλιούνται κι όλο συνεννοούνται, κάποτε άλλοτε τους χώριζε χάσμα βαθύ και απλησίαστο. Και πόσο φανερά μιλάει η υγεία πάνω στο σώμα, με το συνεχές χαμόγελο, την όρεξη, τα πρωινά όνειρα. Ενώ ''οι άλλοι'' στην απομόνωση, δεν μιλούν, τους κουρεύουν διαρκώς και όλο και μπαίνουν στο πλύσιμο, τους πέφτουνε τα παντελόνια, κρέμονται από ένα ζωνάρι και από κάτω ένα κενό, μιλούν συνθηματικά και είναι σίγουροι μόνο για το μέλλον τους.
Είναι εκείνες οι κούκλες του θεάτρου που τις παίζεις με τα χέρια, κι εκείνες μόνο με το σώμα μιλούν, ικετεύουν, πονούν, λυγίζουν, γονατίζουν, γογγύζουν, πετούν από χαρά. Το κουκλοθέατρο είναι θέαμα άκρως συμβολικόν με σοφές στα ανθρώπινα προεκτάσεις. Φτάνει ο άνθρωπος και γίνεται μια βαλσαμωμένη κούκλα, η ίδια αυτή που κάνει τα πιτσιρίκια να γελάνε με τα καμώματά της και τις όλο λαλιά πόζες και παύσεις της. Και με την ευκαιρία, ανακάλυψα (κι επισκέφθηκα) ένα θέατρο στον Νέο Κόσμο, το ΠΚ, έτσι λέγεται από τα αρχικά του ιδρυτή του, που όταν πας να ψωνίσεις το Σάββατο από την εκεί λαϊκή, είναι σαν καμουφλαρισμένο πίσω από τεντόπανα και κουρελούδες. Δεν πιστεύεις ότι μπορεί να υπάρξει εκεί η τέχνη, πάνω από τα πλαστικά, τα χαρτόνια, τις πεταμένες πορτοκαλόφλουδες και όλη την μυρωδάτη σαπίλα των εμπόρων και των παραγωγών που μένει πάνω στη γη και στα λακκάκια των γραμμών του τραμ.
Και τα κομμωτήρια γεμάτα, όλοι και όλες κουρεύονται. Παντελόνια σωλήνες, πατικωμένα τα χάρτινα μαζί με αποδείξεις φρέσκες κυλινδρικές, για ό,τι κάνεις και λες παίρνε και μιαν απόδειξη για να τεκμηριώνεται το συμβάν. Αλλιώς δεν πείθεις. Θέλει χαρτί η πειθώ και το ψηστήρι.
Θα ζήσουμε λένε κι άλλες πολλές μέρες λιτότητας. Θα αδυνατίσουμε συναισθηματικά καθώς θα μας ραντίζουνε βροχές και θα προσπαθούμε να κρυφτούμε κάτω από τα ισχνής σκιάς δεντρύλλια. Εάν ήμουν δήμαρχος, θα κόλλαγα τις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου κάτω από την αττική συννεφιά κι άσε μετά τη βροχή να... κουρεύεται. Μας έχει πλήξει η λέπρα των ανήσυχων μεσοαστών και μιλάμε και κουνιόμαστε σαν άρρωστοι. Ε, στο τέλος, λέγε φέρσου θα το πιστέψουμε κιόλας ότι πληγήκαμε και θα ζητούμε ταχείαν ανάρρωση. Στον καιρό της ταχύτατης επικοινωνίας η μοναξιά της τεχνολογίας λένε ότι μας έχει κάνει σαν μαύρα αυτοκίνητα, με κλειστά ερμητικά τα φιμέ τζάμια.
Πάντως οι γιατροί λένε να τρώμε πορτοκάλια γιατί πρέπει να ενισχύουμε την άμυνα του οργανισμού μας. Πόλεμος (με αδέσποτες) στον ανοιχτό χώρο κι όποιον πάρει ο Χάρος. Τι, ακόμη δεν σε λήστεψαν; Ε, δεν είσαι "ιν" ρε παιδί μου, χωρίς διάρρηξη, χρέη, λαχάνιασμα, τον πυρετό της αβεβαιότητας. Μέσα σε αυτό το κλίμα οι πολύ ευαίσθητοι αρρωσταίνουν συχνότερα και οι πολύ κυνικοί βαδίζουν σαν τανκ.
Τελικά σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να κλαδευτεί αυτή η πορτοκαλιά, να μείνει και κανένας χίπης ρε παιδί μου, περισσεύουνε οι γιάπηδες.
Όταν είμαστε μικροί μάς πήγαινε ο πατέρας μας στη Λεωφόρο, και αν δεν κάνω λάθος, κάπου στη Β. Σοφίας ή στην Κηφισίας έπαιρνε το βλέμμα μας και μια πολυκατοικία όλο πράσινα μαλλιά, γύρω από κάθε κούφωμα, τα σχέδια της Μπιρμπίλη σαν να λέμε, αλλά στο όρθιο και στο πιο φουντωτό. Να ανοίγεις το παράθυρο και να σε χαϊδεύει το φυλλαράκι.
Τώρα ίσως υπάρχει ακόμη. Στο παραμύθι η μαγική φασολιά σε πήγαινε στον ουρανό μέσα σε μια νύχτα. Μιας και κλαδεύτηκε, συγγνώμη κατεδαφίστηκε χθες ένα κτήριο στην Ομόνοια, είναι ευκαιρία του Σκάι να φυτέψει μαγικές φασολιές και πορτοκαλιές - κι από κάτω να γίνεται διακίνηση φρούτων.
Άσ' το να φουντώσει και λίγο... Δεν κάνει δαπάνη τέτοιο περίσσευμα.

19/10/10

Στον μαέστρο του λούνα παρκ

Το όνομά του, πλάι σε εκείνα του Φίνου και του κυρ-Αλέκου, ταυτίστηκε σχεδόν με τον εμπορικό ελληνικό κινηματογράφο μιας άλλης εποχής. Οι κουλτουριαραίοι τον ελοιδωρούσαν και τον ελοιδώρησαν, ακόμα και μετά θάνατον, ως "πατριάρχη του κιτς και της σάχλας", ως "σκηνοθέτη της ευκολίας" - και άλλα σχετικά. Πολλά μεγάλα ονόματα του οφείλουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την "επωνυμία" τους. Τα αδηφάγα, συνήθως, μέσα του φέρθηκαν, παραδόξως, με ήπιο τρόπο μετά το χαμό του: ούτε αδιαφορία και μονόστηλα, ούτε υστερικές κραυγές. Το βέβαιο είναι ότι, είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε λατρέψαμε τις κωμωδίες, τα δράματα και τα μιούζικαλ του '60, είτε κάναμε ουρές για να δούμε τα "Τσακάλια" και τη "Στροφή" τη δεκαετία του '80, είτε μεγαλώσαμε με το "Λούνα Παρκ" και τα "Λιονταράκια του Κυρ-Ηλία" στην τηλεόραση, υπάρχει σε όλους μας πολύς Γιάννης Δαλιανίδης εγγεγραμμένος στην ψυχή και την καρδιά... καλό ταξίδι, μαέστρο.
http://www.youtube.com/watch?v=7sJWXxNVSQA&feature=player_embedded

18/10/10

To πλέγμα των σχέσεων

Το πόσο ευμετάβλητες, κάλπικες, φρούδες, χαλαρές είναι οι σχέσεις μας κάτω από την σκέπη του σύγχρονου κόσμου εσείς μάλλον το έχετε αντιληφθεί καλύτερα από μένα. Αυτό το διαπιστώνετε καλύτερα όταν συμμετέχετε σε μια γιορτή ή σε μιαν ιδιωτική συγκέντρωση, όπου (φευ) ξαναβλέπετε ξεχασμένους και ξεχασμένες μορφές (το πώς ξεχάστηκαν είναι βέβαια αυτό το θέμα που ''καίει'', αυτό που μαγκώνει τα χείλη και κάνει μια φάτσα σοβαρή, αμήχανη, συνοφρυωμένη - ''ξεχνιόμαστε'' συνήθως από αδυναμία χρόνου, φτηνές συναισθηματικές επιλογές, καταφορά της μοίρας και ανυπέρβλητο εγωισμό [και άλλες χίλιες αιτίες που συνδέονται με το ανθρώπινο ζωώδες] και επιστρέφουμε, όταν επιστρέφουμε, σαν βρεγμένες γάτες για να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα, εάν δεν πέσουμε σε ύφος περίσκεπτης σιωπής, που τα λέει όλα).
Εκεί λοιπόν, σε αυτές τις γιορτές, είναι που σαν ξένοι πια μοιάζουν εκείνοι με τους οποίους άλλοτε είχαν θερμανθεί ορισμένες στιγμές βίου - πρόσωπα ξεφτισμένα, άτονα, αδιάφορα, προβλέψιμα, σαν να μην έχουν τίποτε αλλάξει στο είναι τους, σαν να έχουν μείνει χρόνια πίσω ίδια και απαράλλακτα - κι ας έχουν μπει αργά ή γρήγορα στο παραδοσιακό αυλάκι, στη ρουτίνα της οικογενειακής συμβίωσης, ή ζουν με το άγχος της ασυντρόφευτης ανεξαρτησίας.
Βιαστικό σκίτσο 1 λεπτού - και μετά το τίποτα: δουλεύω σε..., είμαι με..., μένω όπου... Πρόσωπα-βιαστικά δελτία ειδήσεων. Τίποτα δεν είστε για τους άλλους, λένε οι πίνακες στους τοίχους, αν δεν υφίσταται ένα ας πούμε κοινό, καθοδηγητικό "συμφέρον", καμιά συνουσία ή καμιά εξυπηρέτηση.
Και μετά τι άλλο να πεις με όλους αυτούς τους λιμοκοντόρους;  Όταν τόσο αμφισβητείται η συνέχεια και το κυριότερο, η πίστη στον άλλον. Βέβαια γνωρίζω και ορισμένα κορτσούδια που πάνε κατευθείαν στο ψητό. Εάν εμφανιστεί ο άγνωστος Χ, ''αέρα'' να τον τυλίξουμε με το σάλι της τεχνητής γοητείας μας: ψεύτικες βλεφαρίδες, ξανθά μαλλιά και κολλητό τζιν ή φούστα πάνω από το γόνατο (οι υπόλοιπες και υπόλοιποι είναι γνωστοί, δεδομένοι και επομένως μπαγιάτικοι). Το πιο κωμικό είναι πάντως αυτές οι λεγόμενες σχέσεις-ποδήλατο, όπου όπως ακριβώς συμβαίνει με τις ρόδες, καθένας από όσους συμμετέχουν ναι μεν δίνει λόγο απευθείας στον οικοδεσπότη, με τον οποίον κάτι τον συνδέει στο παρόν και στο παρελθόν, δηλαδή στον πυρήνα, στο κέντρο, αλλά λίγα πλέον του λένε οι άλλοι, διπλανοί και αντικριστοί άξονες. Αλλά υπάρχουν και οι ευτυχέστερες περιπτώσεις: όπου κάπως, κάπου και κάποτε ανταμώνουν και ορισμένοι από τους παράλληλους άξονες της ρόδας, κι έτσι το πλέγμα είναι πιο ισχυρό. Διότι όχι μόνο μεταξύ τους τα κλαδιά, αλλά και το καθένα προς τον κορμό.
Φθινοπωρινός υετός. Οι σταγόνες πέφτουν παραλλήλως στο κέντρο της ρόδας. Ορισμένες προλαβαίνουν και κάπως χαζοχαμογελούν μεταξύ τους πριν από την πτώση.
Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες ενστάσεις για όλα τα παραπάνω και κανείς μην το παίζει "άριστος" ως ειδικός επί των διαφυλικών σχέσεων ή ηθικολόγος ολκής. Αλλά ας μην το ξεκινήσουμε το θέμα αυτό πάλι. Το έχουμε εξαντλήσει σε εκατοντάδες προηγούμενες ανιαρές γιορτές. Βαριόμαστε ανυπόφορα.
Ονειρεύομαι μια γιορτή όπου όλοι να είναι σεληνιασμένοι, διονυσιακοί, σε έκσταση, έξω από την πλήξη της εικόνας τους. Να είναι βόμβα η γιορτή, έκρηξη, σειρήνα, καταιγίδα, κι όχι πένθιμη σύναξη και συγκέντρωση νεκροκεφαλών.
Δυστυχώς, σπάνια τα βρίσκεις πλέον αυτά. Κι όμως αυτά έπρεπε να είναι τα συστατικά στοιχεία της γιορτής. Να σκάνε οι σαμπάνιες σε όλα τα πρόσωπα, κι όχι μόνο σε ένα μπουκάλι.
Βέβαια, από το τίποτα καλή και η τυρόπιτα.

15/10/10

Σχέση μητρική

Καθώς βλέπω να φεύγουν άπρακτοι από τα μαρμαρένια αλώνια μας οι κάθε λογής διεκδικητές κάποιας θέσης εξασφάλισης στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, και μάλιστα με το παράπονο τού "πώς οι άλλοι και όχι εμείς;", σκέπτομαι τις γαλακτοφόρες τροφούς, τις μητρικές σχέσεις. Αφήνει ποτέ μια μάνα ένα εκ των τέκνων της ατάιστο; Κάνει το παν τι δυνατόν φυσικά για να θρέψει όλα τα παιδιά της. Ε, λοιπόν αυτό για το κράτος-μητέρα δεν ισχύει. Το κράτος-μαμά έχει χωρίσει τα παιδιά της, στα προκομμένα, στα ηλικιακώς ανώτερα, στα ευνοούμενα - δίπλα σε αυτά και τα υιοθετημένα, τα αποπαίδια, τα ορφανά. Ο άντρας έρχεται στο σπίτι και αφήνει το φαγί στο τραπέζι. Πάλι οι μερίδες είναι λιγότερες των προσώπων. Ε, τότε η μάνα, που πρέπει να "κόψει" από την μερίδα των τυχερών για να πολλαπλασιάσει τα ψάρια, κάνει το εξής πολύ σκληρό: προσκαλεί στο τραπέζι μόνο τα παιδιά των πρώτων κατηγοριών. Και τα άλλα μένουν νηστικά να βλέπουν και να σαλιώνουν τα χείλη. Γιατί ρε μάνα, θα της φώναζε κανένα από αυτά. Η ζωή δεν είναι για όλους, θα απαντούσε εκείνη και θα τα νέκρωνε. Υπογράφοντας μια σύμβαση, υπογράφεις ουσιαστικά και την αναμέτρησή σου με τον νόμο της κοινωνικής διαίρεσης. Αλλά, λένε, και ευτυχώς, πως έχει ο καιρός γυρίσματα. Κι έτσι αν όλοι πέσουμε στη φτώχεια, δεν θα είναι η καλύτερη απάντηση της κοινωνικής δικαιοσύνης; Στην ουρά όλοι για συσσίτιο. Πιο νόστιμο είναι αυτό. Εκτός κι αν και τα συσσίτια δεν φτάνουν για όλους.

8/10/10

Ένα ακόμη φευγιό

Έχει πάρει κατά καιρούς το αφτί μου πικρόχολα σχόλια για τον Ηλία Μαμαλάκη. Σχόλια που, σχεδόν στο σύνολό τους, εστιάζονται στην πολυπραγμοσύνη του, σε αυτό που ο λαός λέει «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις» (ραδιόφωνο, τηλεόραση, περιοδικό, διαφήμιση) «θα τον βρεις». Τα αντιπαρέρχομαι. Ίσως επειδή στην περίπτωσή του πιστεύω ακράδαντα ότι η ποιότητα υπερισχύει της ποσότητας. Τον πρωτο-«συνάντησα» πριν από 10-12 χρόνια, συγγραφέα καλαίσθητων και μερακλίδικων βιβλίων για θέματα ελληνικής κουζίνας. Στη συνέχεια τον «βρήκα» στις ραδιοφωνικές συχνότητες, να στάζει μέλι για τα εδέσματα που περιέγραφε. Ύστερα, «εισέβαλε» ειρηνικά και στο δικό μου σπίτι, όπως και σε αυτά εκατομμυρίων άλλων ελλήνων, μέσα από το τηλεοπτικό «Μπουκιά και συχώριο» - σε ένα τηλε-τοπίο απεριόριστης βλακείας και ελαφρότητας, είναι να απορεί κανείς πώς βρήκε σπόρο και χώμα να ανθίσει ένα τέτοιο λέλουδο. Με το χαρακτηριστικό του κοντόχοντρο σουλούπι, με το μπαστουνάκι του συχνά ανά χείρας, ο Ηλίας μας ταξίδεψε στα τρίσβαθα της πατρίδας και της οικουμένης, συνδυάζοντας με αμίμητο τρόπο την ανακάλυψη των τόπων, των τοπίων και των πολιτισμών με εκείνην των γεύσεων. Ακόμα θυμάμαι με ποιο «μαγικό τρόπο» κάθε κάστρο στο οποίο ανέβαινε, κάθε εκθαμβωτική θέα, κάθε μνημείο που περιεργαζόταν (και που στο μεταξύ είχε συνεπάρει και εμάς τους παθητικούς θεατές) του άνοιγε την όρεξη για μαγείρεμα – στις γαλλικές εξοχές, στα κελάρια της Κεντρικής Ευρώπης, σε τροπικά τοπία της Ταϋλάνδης, στα απαράμιλλα ακρογιάλια του Αιγαίου. Κάθε επεισόδιο κι ένα παραμύθι, σαν αυτά που διηγούνται οι πολυταξιδεμένοι παππούδες στα εκστασιασμένα εγγόνια. Ακόμα κι αν δεν ξέρω σχεδόν τίποτα για το τεχνικό σκέλος των τηλεοπτικών παραγωγών, υποπτεύομαι πόσες ατέλειωτες εργατοώρες έκρυβε κάθε φορά αυτό το σχεδόν τέλειο τηλεοπτικό αποτέλεσμα. Η αγάπη του κοινού (που πάντα αποτυπωνόταν και στις μετρήσεις) και τα πολλά βραβεία νομίζω ότι για τον ίδιο ήταν ικανοποίηση μεγαλύτερη και από την όποια συμφωνημένη αμοιβή για αυτά που προετοίμαζε.
Ο Ηλίας Μαμαλάκης, η ψυχή όλων των προηγουμένων, έχασε κι αυτός πριν από λίγο καιρό, όπως κι ο αγαπημένος μας Μένης, τη σύντροφο της ζωής του. Μόνο αυτός θα μπορούσε να την αποχαιρετήσει δημόσια με λίγα, αλλά τόσο σοφά λόγια, που δημοσίευσε λίγο μετά το φευγιό της στο διαδίκτυο (http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=70&smid=382&ArticleID=3711&t=%CE%97-%CE%98%CF%81%CE%AD%CF%88%CE%B7), με τον τίτλο «Η θρέψη». Στον αγαπημένο ταξιδευτή και παραμυθά, τον μάστορα των γεύσεων και των αισθήσεων, η ταπεινότητά μου, αλλά κι όσοι άλλοι έχουν μάθει ή γνωρίζουν τώρα το μαντάτο, δεν έχουν παρά να ευχηθούν δύναμη και κουράγιο στη ρούγα αυτήν την πλέον κακοτράχαλη του ωραίου ταξιδιού του στον κόσμο.

''Τα οπωροφόρα'' ως ταινία

8.10.2010

"Τα οπωροφόρα" ως ταινία για όποιον δεν έχει διαβάσει το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, το οποίο βέβαια είναι εκπληκτικό, είναι προβληματική και δυσανάγνωστη.
Εκείνο που ο κινηματογράφος διαθέτει και μπορεί δι' αυτού να προσελκύσει τον θεατή είναι η δομή των σχέσεων στο πλαίσιο μιας κοινωνικής ιστορίας. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει καμία σχέση της οποίας η ροή και η εξέλιξη να κρατούν προσηλωμένο τον θεατή, εξαιρουμένης εκείνης της πολύ σύντομης του ήρωα-βαδιζομανή με την καλλίπυγη νεαρά, την οποία γνωρίζει τρώγοντας σύκα και η οποία κάνει πίσω στις ερωτικές βουλήσεις του όταν εκείνος αυθαιρέτως και αιφνιδιαστικώς τής πιάνει το βυζί μέσα στο ίδιο της το σπίτι στο οποίο τον προσκαλεί για να της πιάσει σύκα από τον κήπο κάτω από την βεράντα της.
Όλες οι άλλες σκηνές μέσα στην πόλη είναι ασύνδετες μεταξύ τους. Προφανώς, κάπως θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι συνδέονται, με την έννοια ότι πρωταγωνιστεί ο βασικός ήρωας, ή συνδέονται αν θεωρήσουμε ότι η σχέση συνδέει τον ήρωα με την πόλη γενικώς και τους συμπολίτες του, αλλά μεταξύ των προσώπων που αυτός συναντά ουδεμία σχέση δεν εκφράζεται ούτε εφευρέθηκε, ώστε να κυλάει η ταινία πιο ομαλά, χωρίς χάσματα.
Όταν στο πλάνο εμφανίζεται ο όμιλος του Ζαππείου, με κεντρικό πρόσωπο τον βλάχο-συντονιστή, κανένας θεατής, αν προηγουμένως δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, δεν καταλαβαίνει ότι πρόκειται για τους σταθερούς θαμώνες του Ζαππείου και μάλιστα, κατά το βιβλίο, πλησίον του ηλιακού ρολογιού. Οι σκηνές του ήρωα, κατά την άποψή μου, θα μπορούσαν να αποτελέσουν μιαν ενότητα αρραγή, που θα κάλυπτε όλη την ταινία, από την αρχή ως το τέλος, και να ακούγεται ως εισαγωγή τους η φωνή ενός αθέατου αφηγητή, που δεν θα ήταν βέβαια ο συγγραφέας-Λευτέρης Βογιατζής. Δηλαδή, εγώ αν την σκηνοθετούσα θα πέταγα εκτός ταινίας όλες τις δοκιμιακές κρίσεις του Δημητρίου περί διηγήματος και διηγηματικού πυρήνα και λογοτεχνίας και όλα τα λοιπά (οι οποίες αν θυμάστε αποτελούν ποσοστό 85% του βιβλίου), τα οποία κατ' επιλογήν ακούγονται καθ'όσον τα λέει επιδεικτικά και συμπερασματικά, σαν εξ αποκαλύψεως λάμψεις, ο συγγραφέας (Βογιατζής) στην οικιακή βοηθό του, αλλοδαπή και ως εκ τούτου αδύναμη να τα καταλάβει και να αρθρώσει αντίρρηση. Η απόφαση του σκηνοθέτη να στήσει τον Βογιατζή σχεδόν καθ' όλη την ταινία πίσω από ένα γραφείο, με θέα μια κεκλιμένη τσιμεντένια ράμπα (σαν κι εκείνες των υπόγειων γκαράζ) που κατρακυλούσε ως έξω από το τζάμι του, και να τον βάζει διαρκώς να σκέφτεται και να προβληματίζεται γύρω από την τέχνη και την καθ' εξέλιξη ιστορία του, ήταν άστοχη και προκαλούσε στον θεατή ανία και αδιαφορία.
Συμπερασματικά, κατά την άποψή μου, η ταινία έπρεπε να ράψει και μόνο τις ασύνδετες "περιπέτειες" του ήρωα μέσα στην πόλη και να εξοβελίσει όλες τις αναγωγές του Δημητρίου από τη λογοτεχνία στη ζωή και τανάπαλιν, τις οποίες, σε κάποιον βαθμό, αναμάσησε με ένα βλέμμα σαν χαζής γίδας και με στόμα χάσκον ο Λευτέρης Βογιατζής. Το πόσο αδιάφορα είδε το χθεσινό (7.10.2010) κοινό την ταινία (στο ''Άστυ" και ώρες 8.30-10.15) το τεκμηριώνουν τα ακόλουθα: α) σπάνια γέλαγε με τις ατάκες, β) στο διάλειμμα είδαμε μια κυρία στην 2η γραμμή να κοιμάται!. Στο τέλος, δε, της ταινίας, το κοινό ήταν παγωμένο, και ούτε που σηκωνόταν από την θέση του στο αντίκρισμα των τίτλων και των γραμμάτων, σαν να έλεγε ο καθένας μέσα του: "Συγγνώμη, αυτό ήταν;".
Και ούτε ένα οπωροφόρο βρε παιδί μου κατά την έξοδο, κανένα περδικούλι, έτσι για να γλυκάνει τον πόνο του θεατή.
Εξερχόμενοι πρώτοι από την αίθουσα, με αυτό που λέμε "η φούρια της απαξίωσης", συναντήσαμε τον Λάκη Παπαστάθη. Μας είπε ότι το "Ταξίδι" του θα ξεκινήσει να προβάλλεται μόνο στον "Απόλλωνα" την 11.11.2010. Για άλλη μία φορά ενίσχυσα μέσα μου την άποψη ότι βιβλίο σε ταινία είναι συνήθως δέντρο άνευ οπώρας.
Διαβάστε το βιβλίο. Στο αρχείο μου συνήντησα την ημερομηνία 28.1.2006 (τότε είχε παρουσιαστεί στον "Ιανό" προεξαρχούσης της συμπαθούς Μαρίας Χούκλη). Άλλα έτη, άλλα φρούτα, άλλοι καρποί.

Π.Χ.

5/10/10

Τα εγκαίνια, ο ζωγράφος κι ο αποσυρμένος πολιτικός

5.10.2010

Ο Μπουζιάνης επιστρέφει σπίτι του, κραύγαζε ο τίτλος. Το σπίτι φωταγωγημένο, με τους πίνακες της παραμόρφωσης ριγμένους στους τοίχους. Οι επισκέπτες μια αγέλη, ένα σκυλολόι, μέσα και έξω από το σπίτι. Μια-δυο ροτόντες πάνω στο στενοσόκακο, με κανένα μισοδαγκωμένο τυροπιτάκι. Δίπλα το νέο κτήριο, το πολιτιστικό. Οι κοπέλες με τα βιολιά και την ομοιόμορφη μαύρη περιβολή έπαιζαν το Yesterday, στην αυλή πίσω από το σπίτι του ζωγράφου. Θα'χε γούστο έλεγε η φαντασία μου να εμφανιζόταν από το υπερπέραν ο μυστακοφόρος ζωγράφος και με κανένα υπερφυσικό πινέλο σαν σκουπόξυλο να τους έπαιρνε όλους αυτούς τους θιασώτες της υψηλής τέχνης στο κατόπι. Αλλά η έκπληξη της βραδιάς ήταν ο αποσυρμένος πλέον πολιτικός, που στεκόταν διακριτικά, σε απόσταση από την οικία, κοστουμαρισμένος και σαν σε θέση άμυνας. Γιατί άραγε δεν ορμούσε κι αυτός μέσα στο κέντρο της φωτοχυσίας, να αρπάξει κανένα χειροφίλημα ή κανέναν ψευδοέπαινο; Τι να φοβόταν άραγε; Την οργή των φιλότεχνων; Λες να τον... παραμόρφωναν και αυτόν, να του κάνανε τα προγούλια του σαν χυμένο κιμά; αυτή την απωθητική κροκοδειλίσια φάτσα να την χτυπούσαν κάτω σαν το χταπόδι; Μπα, δεν νομίζω ότι τα κάνουν αυτά οι Νεοέλληνες. Σέβονται την παλαιά ιδιότητα, ό,τι κι αν κρύβεται από πίσω της: εξουσιαστική παραφροσύνη, φασιστικοί αλαλαγμοί, χιτλερικοί απόηχοι. Εξάλλου, από την κοιλία τους βρήκε αυτό το εξάμβλωμα, που στην αρχή τούς κάθισε κάπως στον λαιμό και μετά το πήρε και το σήκωσε ο αέρας της αλλαγής. Πάντως, κι εγώ με άκρα υποκρισία τον πλησίασα, έτσι για να μαζέψω ρήσεις και κρίσεις. Με αυτή την δουλοπρέπεια που ταιριάζει στο πλησίασμα του ξεπερασμένου δασκάλου, του ντοπαρισμένου ολυμπιονίκη, του πολιτικού-καταστροφέα των λαϊκών ελπίδων. Στο πλησίασμα του φίλου και της φίλης, για τους οποίους πάγος μέσα μας λιώνει αντί για κάρβουνο ατμόπλοιου. Με ολίγα ψιμύθια πώς γίνονται όλα τόσο... παραμυθένια! Αλλά και η ζωγραφική τι κάνει κατ' ουσίαν; Ό,τι θέλει βλέπει από τον κόσμο, όπως θέλει το αποδίδει. Γούστο της καπέλο της. Σου φτιάχνει την πόζα και το πορτρέτο και άντε μετά εσύ να βγάλεις την ερμηνεία από τις γραμμές και τις μείξεις των χρωμάτων. Α, δεν σας είπα το πιο κωμικό όλων: Από την αυλή του σπιτιού ξεκινούσε μια κλίμακα σαν βαθύ πηγάδι. Έβλεπες τους άλλους να κατεβαίνουν τη στενή σκάλα, ε, έλεγες, κάπου πάνε αυτοί, ίσως σε κάτι καλό. Κάποιες κιτρινισμένες ταμπέλες έλεγαν "Προς αμφιθέατρο κ.λπ.". Κι αρχίζει η κατεβασιά, μία στροφή, δεύτερη στροφή, τρίτη στροφή και πάει λέγοντας. Αλλά οι ενδιάμεσες κλειστές θύρες παρέτειναν τη λαχτάρα και την αγωνία. Η οποία πού νομίζετε ότι κατέληγε ύστερα από καμιά 70αριά σκαλιά; Στο υπόγειο πάρκινγκ (!), άδειο, ολόαδειο, και με ένα φωτάκι να κυκλοφέρεται σαν τον φάρο των περιπολικών. Ωραία φάρσα. Ο πίνακας ήτανε άδειος ώστε η μουτσούνα του καθενός να αφήνει μια σκιά. Καημένε Μπουζιάνη. Ήρθαμε σπίτι σου και δεν προλάβαμε ούτε ένα κουλουράκι να μας σερβίρεις. Και οι γυναίκες στα κάδρα σαν χυμένες άτσαλα μπογιές με χοντροπίνελο. Αγαπούσες τις άσχημες, το ξέρω. Το ελάττωμα δίνει τη χάρη, που λέμε.