Μεγάλωσε πολύ αυτή η πορτοκαλιά μας στην αυλή και θέριεψε. Χαιρετά πλέον το μπαλκόνι του α΄ ορόφου. Να δεις πως σε λίγο θα του αφήνει και κανέναν καρπό. Θα πηγαίνουν τα σκονισμένα πουλιά και θα ρουφάνε τον χυμό. Θα φτερουγίζουνε έτσι με περισσότερη αλκή και βιασύνη.
Λέμε να την κλαδέψουμε, αλλά σκέπτομαι πως πολλά είναι τα ''κλαδέματα'' στον καιρό μας και η γύμνια φέρνει μια κάποια μελαγχολία. Κουρεμένα τα δέντρα πια, σαν στρατιωτάκια, δεν έχουν της σκιάς τους εκτόπισμα. Εντωμεταξύ, στα νώτα της γειτονικής πολυκατοικίας όλο και κάποιο αστικό δράμα κάθε πρωί ή βράδυ εκτυλίσσεται. Κάποιο μωρό κλαίει από το πουθενά. Σε μια περίπτωση, άνδρας και γυναίκα, μήνες άνεργοι, διαρκώς λογομαχούν και το παιδί, που θέλει να δει τον κόσμο έξω από το κλουβί του, κάνει να βγει στο μπαλκόνι που είναι γεμάτο σαν αποθήκη, αλλά εκείνη το σέρνει μέσα με τη βία, και καθώς κλείνει την μπαλκονόπορτα με βία, το κλάμα του παιδιού χάνεται πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα. Γκρίνια, ένδεια αλλά μαζί και εγωισμός. Εάν το παιδί κοιτούσε τους γύρω του ελεύθερο, θα ελευθέρωνε την γνωστή πια εσωτερική αλήθεια, το "μυστικό" που τόσο εύκολα ξεπηδά στη συνείδησή μας με το πρώτο "ρε" και την αλλαγή του τόνου στη φωνή.
Κάποτε όμως ο άνθρωπος αρχίζει να αγριεύει και να κλαδεύει. Κόβει φύλλα και κλαδιά, κόβει τις καλημέρες, κόβει τις σχέσεις που τον τρέφανε, κόβει ακόμη και επιθυμητές συνήθειες και μοιάζει να αυτοφυλακίζεται έτοιμος να εκραγεί. Του κόβουν, λέει, και τα λεφτά που περίμενε και χάνει τη βολή του. Κάποιοι δίπλα του είναι απολυμένοι. Δαπάνησαν μισή ζωή, αλλά τώρα είναι δαπάνη οι ίδιοι. Ο άνθρωπος είναι βάρος, και στη ζωή και σιμά στο θάνατο. Εντωμεταξύ, κάθε μέρα, κάθε βδομάδα όλο και κάποιος πεθαίνει στο ''χωριό'' μας, όπου είμαστε πλέον όλοι γνωστοί (στα νιάτα μας ακούγαμε σε μπουάτ την Χωματά, αλλά και ο Γιάννης ο σκηνοθέτης κάθε Σαββατόβραδο ''κοιμόταν'' ξέμπαρκος στο σαλόνι μας). Πόσες αναγγελίες θανάτων μπορεί να αντέξει η κοινή ψυχή; Το πένθος του ενήλικος μεταβιβάζει τη δωρεά στο χαμόγελο του παιδιού.
Κάπως έτσι όλοι μοιάζουμε κουρεμένοι και ολίγον "μαντρωμένοι". Ήταν μεγάλη έκπληξη χθες μετά τα μεσάνυχτα όταν από την ίδια παραπάνω πολυκατοικία άρχισαν, ξαφνικά και πάλι, να πέφτουνε νότες και στίχοι, λαϊκά αθάνατα και ζεϊμπέκικα. Μπα, έχουμε και πάρτι εδώ; μα ποιος γιορτάζει τέτοιες μέρες; Μου είχε λείψει πολύ αυτή η αντήχηση στο κενό του χώρου και δη του ακάλυπτου. Μάθαμε ρε αδελφέ στην πικρή σοβαροφάνεια ή στη σοβαρή πίκρα. Πάλι καλά δηλαδή που έρχεται και η εθνική εορτή και θα ξαναθυμηθούμε τον Τραϊφόρο και τη Βέμπο. Αλλά δεν είναι σίγουρο μέσο χαράς πάντοτε η αναδρομή, το να βουτάς τουτέστιν πάλι και πάλι στο θαμπό παρελθόν.
Το πιο ωραίο κοντράστ πάντως ψυχοχρωμάτων το ένιωσα το Σάββατο έξω από ένα νοσοκομείο που πολεμά τη νόσο. Νοσοκομείο βουβό η α΄ εικόνα, εκκλησία ζωηρή η β΄, και ένας ψιλικατζής σαν πολεμικός ανταποκριτής να μου διηγείται μεταξύ παραγγελίας και μετρητών τις πολλές μικροϊστορίες που κλείνουν τα σπίτια και σφραγίζουν τις καρδιές. Για μια μαθήτρια που την επισκέφθηκε πούλμαν σχολικό, για έναν Συριανό καθολικό που για 15 μήνες ξενυχτούσε πάνω στην ίδια πλαστική καρέκλα, για έναν τραγουδιστή που έμεινε μισός. Αλλά η αποθέωση ήταν τα ροζ μπαλόνια. Στην εκκλησία γινόταν κάποια βάφτιση και σχεδόν ένα τσαμπί μπαλονιών ήταν έτοιμο να δραπετεύσει προς τον ουρανό, αν δεν τρύπωνε στα ανήλιαγα υπόγεια, ισόγεια και βάλε του νοσοκομείου για να διακωμωδήσει κάπως τη διαδικασία και την ατμόσφαιρα των ακτίνων, των βελόνων, των ιατρικών αγώνων. Δίπλα δίπλα η ζωή και ο θάνατος, αδελφάκια γίνανε που δεν μιλιούνται κι όλο συνεννοούνται, κάποτε άλλοτε τους χώριζε χάσμα βαθύ και απλησίαστο. Και πόσο φανερά μιλάει η υγεία πάνω στο σώμα, με το συνεχές χαμόγελο, την όρεξη, τα πρωινά όνειρα. Ενώ ''οι άλλοι'' στην απομόνωση, δεν μιλούν, τους κουρεύουν διαρκώς και όλο και μπαίνουν στο πλύσιμο, τους πέφτουνε τα παντελόνια, κρέμονται από ένα ζωνάρι και από κάτω ένα κενό, μιλούν συνθηματικά και είναι σίγουροι μόνο για το μέλλον τους.
Είναι εκείνες οι κούκλες του θεάτρου που τις παίζεις με τα χέρια, κι εκείνες μόνο με το σώμα μιλούν, ικετεύουν, πονούν, λυγίζουν, γονατίζουν, γογγύζουν, πετούν από χαρά. Το κουκλοθέατρο είναι θέαμα άκρως συμβολικόν με σοφές στα ανθρώπινα προεκτάσεις. Φτάνει ο άνθρωπος και γίνεται μια βαλσαμωμένη κούκλα, η ίδια αυτή που κάνει τα πιτσιρίκια να γελάνε με τα καμώματά της και τις όλο λαλιά πόζες και παύσεις της. Και με την ευκαιρία, ανακάλυψα (κι επισκέφθηκα) ένα θέατρο στον Νέο Κόσμο, το ΠΚ, έτσι λέγεται από τα αρχικά του ιδρυτή του, που όταν πας να ψωνίσεις το Σάββατο από την εκεί λαϊκή, είναι σαν καμουφλαρισμένο πίσω από τεντόπανα και κουρελούδες. Δεν πιστεύεις ότι μπορεί να υπάρξει εκεί η τέχνη, πάνω από τα πλαστικά, τα χαρτόνια, τις πεταμένες πορτοκαλόφλουδες και όλη την μυρωδάτη σαπίλα των εμπόρων και των παραγωγών που μένει πάνω στη γη και στα λακκάκια των γραμμών του τραμ.
Και τα κομμωτήρια γεμάτα, όλοι και όλες κουρεύονται. Παντελόνια σωλήνες, πατικωμένα τα χάρτινα μαζί με αποδείξεις φρέσκες κυλινδρικές, για ό,τι κάνεις και λες παίρνε και μιαν απόδειξη για να τεκμηριώνεται το συμβάν. Αλλιώς δεν πείθεις. Θέλει χαρτί η πειθώ και το ψηστήρι.
Θα ζήσουμε λένε κι άλλες πολλές μέρες λιτότητας. Θα αδυνατίσουμε συναισθηματικά καθώς θα μας ραντίζουνε βροχές και θα προσπαθούμε να κρυφτούμε κάτω από τα ισχνής σκιάς δεντρύλλια. Εάν ήμουν δήμαρχος, θα κόλλαγα τις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου κάτω από την αττική συννεφιά κι άσε μετά τη βροχή να... κουρεύεται. Μας έχει πλήξει η λέπρα των ανήσυχων μεσοαστών και μιλάμε και κουνιόμαστε σαν άρρωστοι. Ε, στο τέλος, λέγε φέρσου θα το πιστέψουμε κιόλας ότι πληγήκαμε και θα ζητούμε ταχείαν ανάρρωση. Στον καιρό της ταχύτατης επικοινωνίας η μοναξιά της τεχνολογίας λένε ότι μας έχει κάνει σαν μαύρα αυτοκίνητα, με κλειστά ερμητικά τα φιμέ τζάμια.
Πάντως οι γιατροί λένε να τρώμε πορτοκάλια γιατί πρέπει να ενισχύουμε την άμυνα του οργανισμού μας. Πόλεμος (με αδέσποτες) στον ανοιχτό χώρο κι όποιον πάρει ο Χάρος. Τι, ακόμη δεν σε λήστεψαν; Ε, δεν είσαι "ιν" ρε παιδί μου, χωρίς διάρρηξη, χρέη, λαχάνιασμα, τον πυρετό της αβεβαιότητας. Μέσα σε αυτό το κλίμα οι πολύ ευαίσθητοι αρρωσταίνουν συχνότερα και οι πολύ κυνικοί βαδίζουν σαν τανκ.
Τελικά σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να κλαδευτεί αυτή η πορτοκαλιά, να μείνει και κανένας χίπης ρε παιδί μου, περισσεύουνε οι γιάπηδες.
Όταν είμαστε μικροί μάς πήγαινε ο πατέρας μας στη Λεωφόρο, και αν δεν κάνω λάθος, κάπου στη Β. Σοφίας ή στην Κηφισίας έπαιρνε το βλέμμα μας και μια πολυκατοικία όλο πράσινα μαλλιά, γύρω από κάθε κούφωμα, τα σχέδια της Μπιρμπίλη σαν να λέμε, αλλά στο όρθιο και στο πιο φουντωτό. Να ανοίγεις το παράθυρο και να σε χαϊδεύει το φυλλαράκι.
Τώρα ίσως υπάρχει ακόμη. Στο παραμύθι η μαγική φασολιά σε πήγαινε στον ουρανό μέσα σε μια νύχτα. Μιας και κλαδεύτηκε, συγγνώμη κατεδαφίστηκε χθες ένα κτήριο στην Ομόνοια, είναι ευκαιρία του Σκάι να φυτέψει μαγικές φασολιές και πορτοκαλιές - κι από κάτω να γίνεται διακίνηση φρούτων.
Άσ' το να φουντώσει και λίγο... Δεν κάνει δαπάνη τέτοιο περίσσευμα.
25/10/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου