5.10.2010
Ο Μπουζιάνης επιστρέφει σπίτι του, κραύγαζε ο τίτλος. Το σπίτι φωταγωγημένο, με τους πίνακες της παραμόρφωσης ριγμένους στους τοίχους. Οι επισκέπτες μια αγέλη, ένα σκυλολόι, μέσα και έξω από το σπίτι. Μια-δυο ροτόντες πάνω στο στενοσόκακο, με κανένα μισοδαγκωμένο τυροπιτάκι. Δίπλα το νέο κτήριο, το πολιτιστικό. Οι κοπέλες με τα βιολιά και την ομοιόμορφη μαύρη περιβολή έπαιζαν το Yesterday, στην αυλή πίσω από το σπίτι του ζωγράφου. Θα'χε γούστο έλεγε η φαντασία μου να εμφανιζόταν από το υπερπέραν ο μυστακοφόρος ζωγράφος και με κανένα υπερφυσικό πινέλο σαν σκουπόξυλο να τους έπαιρνε όλους αυτούς τους θιασώτες της υψηλής τέχνης στο κατόπι. Αλλά η έκπληξη της βραδιάς ήταν ο αποσυρμένος πλέον πολιτικός, που στεκόταν διακριτικά, σε απόσταση από την οικία, κοστουμαρισμένος και σαν σε θέση άμυνας. Γιατί άραγε δεν ορμούσε κι αυτός μέσα στο κέντρο της φωτοχυσίας, να αρπάξει κανένα χειροφίλημα ή κανέναν ψευδοέπαινο; Τι να φοβόταν άραγε; Την οργή των φιλότεχνων; Λες να τον... παραμόρφωναν και αυτόν, να του κάνανε τα προγούλια του σαν χυμένο κιμά; αυτή την απωθητική κροκοδειλίσια φάτσα να την χτυπούσαν κάτω σαν το χταπόδι; Μπα, δεν νομίζω ότι τα κάνουν αυτά οι Νεοέλληνες. Σέβονται την παλαιά ιδιότητα, ό,τι κι αν κρύβεται από πίσω της: εξουσιαστική παραφροσύνη, φασιστικοί αλαλαγμοί, χιτλερικοί απόηχοι. Εξάλλου, από την κοιλία τους βρήκε αυτό το εξάμβλωμα, που στην αρχή τούς κάθισε κάπως στον λαιμό και μετά το πήρε και το σήκωσε ο αέρας της αλλαγής. Πάντως, κι εγώ με άκρα υποκρισία τον πλησίασα, έτσι για να μαζέψω ρήσεις και κρίσεις. Με αυτή την δουλοπρέπεια που ταιριάζει στο πλησίασμα του ξεπερασμένου δασκάλου, του ντοπαρισμένου ολυμπιονίκη, του πολιτικού-καταστροφέα των λαϊκών ελπίδων. Στο πλησίασμα του φίλου και της φίλης, για τους οποίους πάγος μέσα μας λιώνει αντί για κάρβουνο ατμόπλοιου. Με ολίγα ψιμύθια πώς γίνονται όλα τόσο... παραμυθένια! Αλλά και η ζωγραφική τι κάνει κατ' ουσίαν; Ό,τι θέλει βλέπει από τον κόσμο, όπως θέλει το αποδίδει. Γούστο της καπέλο της. Σου φτιάχνει την πόζα και το πορτρέτο και άντε μετά εσύ να βγάλεις την ερμηνεία από τις γραμμές και τις μείξεις των χρωμάτων. Α, δεν σας είπα το πιο κωμικό όλων: Από την αυλή του σπιτιού ξεκινούσε μια κλίμακα σαν βαθύ πηγάδι. Έβλεπες τους άλλους να κατεβαίνουν τη στενή σκάλα, ε, έλεγες, κάπου πάνε αυτοί, ίσως σε κάτι καλό. Κάποιες κιτρινισμένες ταμπέλες έλεγαν "Προς αμφιθέατρο κ.λπ.". Κι αρχίζει η κατεβασιά, μία στροφή, δεύτερη στροφή, τρίτη στροφή και πάει λέγοντας. Αλλά οι ενδιάμεσες κλειστές θύρες παρέτειναν τη λαχτάρα και την αγωνία. Η οποία πού νομίζετε ότι κατέληγε ύστερα από καμιά 70αριά σκαλιά; Στο υπόγειο πάρκινγκ (!), άδειο, ολόαδειο, και με ένα φωτάκι να κυκλοφέρεται σαν τον φάρο των περιπολικών. Ωραία φάρσα. Ο πίνακας ήτανε άδειος ώστε η μουτσούνα του καθενός να αφήνει μια σκιά. Καημένε Μπουζιάνη. Ήρθαμε σπίτι σου και δεν προλάβαμε ούτε ένα κουλουράκι να μας σερβίρεις. Και οι γυναίκες στα κάδρα σαν χυμένες άτσαλα μπογιές με χοντροπίνελο. Αγαπούσες τις άσχημες, το ξέρω. Το ελάττωμα δίνει τη χάρη, που λέμε.
5/10/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου