8.10.2010
"Τα οπωροφόρα" ως ταινία για όποιον δεν έχει διαβάσει το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, το οποίο βέβαια είναι εκπληκτικό, είναι προβληματική και δυσανάγνωστη.
Εκείνο που ο κινηματογράφος διαθέτει και μπορεί δι' αυτού να προσελκύσει τον θεατή είναι η δομή των σχέσεων στο πλαίσιο μιας κοινωνικής ιστορίας. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει καμία σχέση της οποίας η ροή και η εξέλιξη να κρατούν προσηλωμένο τον θεατή, εξαιρουμένης εκείνης της πολύ σύντομης του ήρωα-βαδιζομανή με την καλλίπυγη νεαρά, την οποία γνωρίζει τρώγοντας σύκα και η οποία κάνει πίσω στις ερωτικές βουλήσεις του όταν εκείνος αυθαιρέτως και αιφνιδιαστικώς τής πιάνει το βυζί μέσα στο ίδιο της το σπίτι στο οποίο τον προσκαλεί για να της πιάσει σύκα από τον κήπο κάτω από την βεράντα της.
Όλες οι άλλες σκηνές μέσα στην πόλη είναι ασύνδετες μεταξύ τους. Προφανώς, κάπως θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι συνδέονται, με την έννοια ότι πρωταγωνιστεί ο βασικός ήρωας, ή συνδέονται αν θεωρήσουμε ότι η σχέση συνδέει τον ήρωα με την πόλη γενικώς και τους συμπολίτες του, αλλά μεταξύ των προσώπων που αυτός συναντά ουδεμία σχέση δεν εκφράζεται ούτε εφευρέθηκε, ώστε να κυλάει η ταινία πιο ομαλά, χωρίς χάσματα.
Όταν στο πλάνο εμφανίζεται ο όμιλος του Ζαππείου, με κεντρικό πρόσωπο τον βλάχο-συντονιστή, κανένας θεατής, αν προηγουμένως δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, δεν καταλαβαίνει ότι πρόκειται για τους σταθερούς θαμώνες του Ζαππείου και μάλιστα, κατά το βιβλίο, πλησίον του ηλιακού ρολογιού. Οι σκηνές του ήρωα, κατά την άποψή μου, θα μπορούσαν να αποτελέσουν μιαν ενότητα αρραγή, που θα κάλυπτε όλη την ταινία, από την αρχή ως το τέλος, και να ακούγεται ως εισαγωγή τους η φωνή ενός αθέατου αφηγητή, που δεν θα ήταν βέβαια ο συγγραφέας-Λευτέρης Βογιατζής. Δηλαδή, εγώ αν την σκηνοθετούσα θα πέταγα εκτός ταινίας όλες τις δοκιμιακές κρίσεις του Δημητρίου περί διηγήματος και διηγηματικού πυρήνα και λογοτεχνίας και όλα τα λοιπά (οι οποίες αν θυμάστε αποτελούν ποσοστό 85% του βιβλίου), τα οποία κατ' επιλογήν ακούγονται καθ'όσον τα λέει επιδεικτικά και συμπερασματικά, σαν εξ αποκαλύψεως λάμψεις, ο συγγραφέας (Βογιατζής) στην οικιακή βοηθό του, αλλοδαπή και ως εκ τούτου αδύναμη να τα καταλάβει και να αρθρώσει αντίρρηση. Η απόφαση του σκηνοθέτη να στήσει τον Βογιατζή σχεδόν καθ' όλη την ταινία πίσω από ένα γραφείο, με θέα μια κεκλιμένη τσιμεντένια ράμπα (σαν κι εκείνες των υπόγειων γκαράζ) που κατρακυλούσε ως έξω από το τζάμι του, και να τον βάζει διαρκώς να σκέφτεται και να προβληματίζεται γύρω από την τέχνη και την καθ' εξέλιξη ιστορία του, ήταν άστοχη και προκαλούσε στον θεατή ανία και αδιαφορία.
Συμπερασματικά, κατά την άποψή μου, η ταινία έπρεπε να ράψει και μόνο τις ασύνδετες "περιπέτειες" του ήρωα μέσα στην πόλη και να εξοβελίσει όλες τις αναγωγές του Δημητρίου από τη λογοτεχνία στη ζωή και τανάπαλιν, τις οποίες, σε κάποιον βαθμό, αναμάσησε με ένα βλέμμα σαν χαζής γίδας και με στόμα χάσκον ο Λευτέρης Βογιατζής. Το πόσο αδιάφορα είδε το χθεσινό (7.10.2010) κοινό την ταινία (στο ''Άστυ" και ώρες 8.30-10.15) το τεκμηριώνουν τα ακόλουθα: α) σπάνια γέλαγε με τις ατάκες, β) στο διάλειμμα είδαμε μια κυρία στην 2η γραμμή να κοιμάται!. Στο τέλος, δε, της ταινίας, το κοινό ήταν παγωμένο, και ούτε που σηκωνόταν από την θέση του στο αντίκρισμα των τίτλων και των γραμμάτων, σαν να έλεγε ο καθένας μέσα του: "Συγγνώμη, αυτό ήταν;".
Και ούτε ένα οπωροφόρο βρε παιδί μου κατά την έξοδο, κανένα περδικούλι, έτσι για να γλυκάνει τον πόνο του θεατή.
Εξερχόμενοι πρώτοι από την αίθουσα, με αυτό που λέμε "η φούρια της απαξίωσης", συναντήσαμε τον Λάκη Παπαστάθη. Μας είπε ότι το "Ταξίδι" του θα ξεκινήσει να προβάλλεται μόνο στον "Απόλλωνα" την 11.11.2010. Για άλλη μία φορά ενίσχυσα μέσα μου την άποψη ότι βιβλίο σε ταινία είναι συνήθως δέντρο άνευ οπώρας.
Διαβάστε το βιβλίο. Στο αρχείο μου συνήντησα την ημερομηνία 28.1.2006 (τότε είχε παρουσιαστεί στον "Ιανό" προεξαρχούσης της συμπαθούς Μαρίας Χούκλη). Άλλα έτη, άλλα φρούτα, άλλοι καρποί.
Π.Χ.
8/10/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου