Η κατάληψη είναι παιδιάστικο τέχνασμα.
Όταν το παιδί δεν ικανοποιείται, κλείνει την πόρτα του δωματίου του, ή την κλειδώνει, και μένει μέσα ταμπουρωμένο, στο τέλος όμως η εσωτερική κρίση τού φέρνει κλάματα. Όταν παραδίδεται στα χέρια των κηδεμόνων του, το κλάμα είναι το παράπονο, ή ένα σινιάλο ότι κάτι άλλο ζητεί στον κόσμο και δεν του δίδεται, ότι κάπου ανακόπτεται η ελευθερία του. Το όραμά του βρήκε τείχη και όρια ακλόνητα. Το πιάνει μια κατάθλιψη όταν μένει μόνο και σκέφτεται το όλο στόρυ.
Στην Ελλάδα κάνουμε καταλήψεις σε σχολεία. Παιδιά τις κάνουν. Αντί να πάνε να σκοτώσουν το θεριό, κατασκηνώνουν πολύ μακριά από τη σπηλιά του και διαμαρτύρονται ότι υπάρχει και ότι είναι ανεπιθύμητο. Αλλά στη σπηλιά του δεν πλησιάζουν. Γιατί άραγε; Μήπως δεν έχουν τα όπλα να το νικήσουν; Ή την πειθώ; Ή μήπως όλα είναι μια αφορμή και ένα πρόσχημα; Εάν το θεριό είναι η Άννα Διαμαντοπούλου, παίρνεις το μετρό και κατεβαίνεις στο σταθμό Νεραντζιώτισσας. Φοράς τα καλά σου, βάζεις και κανένα γυαλί που θυμίζει Γέιλ ή Χάρβαρντ, και πας να της τα πεις. Επειδή όμως θα σε ανακόψουν οι αποσπασμένοι του ΥΠΕΠΘ που κανονικά θα έπρεπε να βλέπουν το λιμάνι της Νισύρου, παίρνεις και ορισμένους μαζί σου, έναν φάκελο με το ζήτημα και τις προτάσεις και επισκέπτεσαι τα γραφεία του θεριού. Με ολίγη προσποιητή ευγένεια δεν θα σε διώξουν. Θα σε δεχτεί η Αννούλα και θα σε κεράσει και μπισκότο, θα σου δώσει μια υπόσχεση και ένα φιλί και θα σου πει ΄΄λοιπόν, άντε σύρε με το καλό στο σχολείο σου΄΄. Η ουσία είναι ότι θα το δεις το θεριό, θα κοιταχτείτε, ίσως λιγάκι το συγκινήσεις όπως στην Πεντάμορφη και το Τέρας. Ενώ αν καθόσουν στο σχολείο, τίποτε δεν θα κέρδιζες. Μόνο θα σε κορόιδευαν οι Αλβανοί εργάτες που το πρωί θα σε βλέπανε ξενύχτη (ας πούμε) να γυρνάς στο σπίτι κι εκείνοι με τον καφέ στο χέρι και την ιδρωμένη μασχάλη.
Οι μετανάστες μας υποφέρουν. Τους δέρνουν στα ΑΤ χωρίς αιτία. Δεν έχουνε χαρτιά και το κυριότερο, δεν γνωρίζουν οι κακόμοιροι τη γλώσσα μας για να συνεννοηθούμε. Μα καλά δεν γνωρίζουν το Λεξικό Μπαμπινιώτη; Είμαι σίγουρος ότι αν πάνε στην Αννούλα και τη συγκινήσουν, θα τους το χαρίσει. Πού πας ρε μετανάστη ξυπόλυτος στο Ελλάντα; Πού πας χωρίς γλώσσα βρε κακόμοιρε; Άντε τώρα σύρε να βρεις έναν διερμηνέα από αυτούς που θα σου βρει το κράτος. Πιάστον από το πέτο και πες του ΄΄μάθε μου ελληνικά΄΄ γιατί αν με σκοτώνουν στο ΑΤ πώς θα φωνάξω βοήθεια για να με ακούσουν;
Οι αντιεξουσιαστές είναι κατά βάθος μικρά παιδιά. Γιατί όλο κλείνονται στο δωμάτιό τους και βάζουνε ροκ μουσική για να δείξουνε μεγάλοι. Κι όλο στα Προπύλαια πάνε. Εκεί έχουνε έτοιμο το σύστημα, τη μικροφωνική. Και το πρωί με τη μαρμελάδα και τη χαύνωση περπατάς στην Πανεπιστημίου και ακούς Ψυχεδέλεια. Ωραίο ε; Αλλά βλέπουνε κι αυτοί ότι δεν τους βγαίνει. Ο κόσμος δεν χορεύει με τέτοια τραγούδια. Είναι και τα χρώματα των πανό λίγο της άγριας ζωγραφικής και ο κόσμος δεν τα χαζεύει. Τους πιάνει μια κατάθλιψη, πάνε μεθούν, τους πιάνει μια κατάθλιψη και τα σπάνε. Μετά τους πιάνουνε και οι φίλοι τους πάνε φιρί φιρί κι αυτοί για σύλληψη, με νέες πορείες και ο κύκλος τους στενεύει και δεν κλείνει ποτέ. Αν το έχετε παρατηρήσει, με το νέο κλίμα οι αντι- πολλαπλασιάζονται ταχύτατα. Γιατί πάνε στα σχολεία και κάνουν καθοδήγηση στα παιδιά - και δεν πάνε ούτε αυτοί στο θεριό να το κοιτάξουν καταπρόσωπο. Εξάλλου είναι και ο ντρες κόουντ : δεν φοράνε άλλα ρούχα παρά μόνο μαύρα, πολύ πένθος για αυτόν τον μετανάστη που τον σκότωσαν στη Νίκαια και δεν ήξερε και ελληνικά από πάνω για να τους φωνάξει ΄΄όπα ρε αδέλφια, κι εγώ της Ελληνικής Παιδείας μετέσχον΄΄ (γιατί αν μπορούσε να το πει αυτό ο μετανάστης, έστω σαν ποίημα ή φάρμακο, θα έβλεπες τον μπάτσο να σταματά έκπληκτος να δέρνει). Άρα, φίλοι μου, η κατάληψη, όλοι θα το δεχτούμε από τα παραπάνω, αλλά και η κατάθλιψη έχει άρρηκτη σχέση με τη γλώσσα. Τελεία και παύλα.
Αλλά η κατάληψη είναι εκτός από παιδιάστικο και ιδεολογικό σύνθημα, και εμπορικό τέχνασμα. Στα Προπύλαια κατασκηνώνουν μετανάστες με τη βούλα και πουλάνε τσάντες. Και πενθούν κι αυτοί για το φίλο που πέθανε στη Νίκαια. Αυτός στη φωτογραφία όλο κλαίει. Κατάθλιψη κι εδώ. Δεν αγοράζει ο κόσμος γιατί οι τσάντες χαλάνε γρήγορα και δεν τις παίρνουν. Κι αυτοί τις κουβαλάνε στους ώμους για να σώσουν το φτωχό κοσμάκη. Οι αντι- αγαπάνε αυτούς τους πεζοδρομιακούς εμπόρους γιατί θέλουν να σώσουν τον φτωχόκοσμο. Κι έτσι κι εκείνοι μπαίνουν στα μάρκετ και κλέβουνε πάνες και τις δίνουνε στις Αφρικανές άνεργες μητέρες που κάθονται στο σπίτι και βαράνε τα τύμπανα για να νανουρίσουνε τα μαυράκια. Και τις πιάνει μια κατάθλιψη γιατί στο Άφρικα δεν φοράνε τα μωρά πάνες και χέζουνε πάνω στα ίχνη της γαζέλας.
Έτσι σήμερα στα Προπύλαια είχε σχηματιστεί ένα διπλό τείχος καταληψιών. Οι μαύροι πουλάνε τσάντες, οι αντι- πουλάνε τσαμπουκά και ροκιλίκι, οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη, οι διαβάτες πουλάνε την απάθειά τους. Κι είναι όλα αρμονικά μοιρασμένα.
Κι έτσι κι Εσύ είσαι τόσο χάλια, σε μια μόνιμη κατάθλιψη, γιατί δεν είσαι ούτε Αφρικανός μετανάστης, ούτε αντι- αλλά και το κυριότερο έπαψες να είσαι παιδί. Μεγάλωσες πια και αυτά δεν είναι σοβαρά για τους ενηλίκους πράγματα.
Οπότε το δισάκι σου στον ώμο και βουρ για γραφείο και σπίτι και μπαρ και ταβέρνα και μουσείο και για καφέ στο Θησείο, να βλέπεις τα χαμένα μεγαλεία και να θυμάσαι την κλέφτρα κίσσα-την Αγγλία.
Κατάληψη διαρκείας μέσα σε 4 τοίχους, σε 4 τροχούς και σε 4 εποχές.
Ένας κύκλος που όλο στενεύει και ποτέ δεν κλείνει. Μια πληγή που νικάει όλα τα σώματα και τα αντι-σώματα, τους αντι-εξουσιαστές και τους αστει(ο)νομο-βασανιστές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου