28/3/11

Σε ένα παλιό μπακάλικο στη Νέα Επίδαυρο

Στην πλατεία της Α΄ Εθνοσυνέλευσης, αντί 60 νομίμων παραστατών, καμιά δεκαριά μπόμπιρες, με ξενική προφορά, παίζουν ποδόσφαιρο, φωνάζουν ποδοσφαιρικά συνθήματα και κρεμιούνται από τα όργανα. Ένα-δυο ζευγάρια κουνάνε τα μωρά τους στις κούνιες, δίπλα στην μακρόστενη στήλη με τον αντρειωμένο αετό, που στάθηκε εκεί για να διαλαλεί τα του Α΄ Συντάγματος. Οι μπόμπιρες χαίρονται όταν τους στήνω μπροστά στην κάμερα και αρχίζουν ιλιγγιωδώς να απαγγέλλουν τον "Θούριο", μάλλον απομνημονεύοντας με βιάση παρά καταλαβαίνοντας το νόημα των στίχων.
"Αν πάρεις αυτό το στενάκι ανάμεσα στα δυο εκείνα σπίτια που ανηφορίζει, θα βρεθείς σε μια διχάλα, και το α΄ σπίτι που θα δεις στο αριστερό σου χέρι στη γωνία είναι εκείνο όπου συγκεντρώθηκαν οι αγωνιστές της Α΄ Εθνοσυνέλευσης", μου υποδεικνύει ο κύριος-μπαμπάς με το μωρό στην αγκαλιά του. Παίρνω το σοκάκι, που δεν θυμίζει σοκάκι, παρά ανάσα-χώρισμα μεταξύ δύο παλαιών σπιτιών. Σε 1-2΄ βρίσκομαι μπροστά στο πετρόχτιστο ιστορικό σπίτι. Μια ταμπέλα σκουριασμένη απέξω, σίγουρα δεν μπήκε για να θυμίσει το γεγονός, αλλά σβησμένη δεν σου επιτρέπει να μάθεις το όνομα του στενού που περνά απέξω από το οίκημα. Μια κυρία, η κυρα-Λένη, στέκεται στη σκάλα του σπιτιού, πάνω από τον κηπάκο, με τα κομμένα ξύλα για το τζάκι και το χαλασμένο πιθάρι. Τη ρωτάω για την Εθνοσυνέλευση, δεν ξέρει. "Του πατέρα μου είναι το σπίτι, αλλά δεν νομίζω ότι είναι τόσο παλιό". Το στενό το λούζει ο ήλιος, το διαπερνά ένα ρεύμα ελαφρύ και σαν από όνειρο βλέπεις ξαφνικά δίπλα σου να περιπατεί ανεβαίνοντάς το καμιά γραία, με ήσυχο βλέμμα και ρυτιδωμένο πρόσωπο.
Στην άλλη γωνία, διαγωνίως, ένα παλιό μπακάλικο. Μοντέρνες οι φίρμες, αλλά η ατμόσφαιρα από άλλες εποχές. Τα προϊόντα σε dexion. Στο ταμείο ο ηλικιωμένος κύριος, με τα γυαλάκια του και ένα χαρτόνι γεμάτο από πρόχειρες αριθμητικές πράξεις. Εδώ υπολογίζουν χωρίς Πι-Σι ή λογιστική μηχανή, αλλά με την οξυδέρκεια του μυαλού. Σε μια καρέκλα η γυναίκα του, 82άρα, αρχίζει να λέει τα παράπονά της. "Τριάντα οκτώ χρόνια εδώ μέσα, δεν έχω δει τον ήλιο. 8 με 2 το πρωί, 5 με 10 το βράδυ. Και για πόσα λεφτά; Ζήτημα το 20άρικο τη μέρα. Έχει κανένα νόημα; Παρακαλάω να δώσω δωρεάν την επιχείρηση και δεν τη θέλει κανείς. Όλοι οι νέοι έχουν φύγει. Τραβήξαν για το Ναύπλιο ή για την Αθήνα. Πόσο θα ζήσω ακόμη; Κάθε χρόνο πάω και χειρότερα. Από πέρυσι, κουφάθηκα, κουλάθηκα, μωράθηκα. Πότε θα κάτσω κι εγώ στη βολή μου;". "Λέω να φέρω μια Ρουμάνα, αλλά μου κάνει ζήλειες", λέει αστειευόμενος ο ταμίας, και γελάει μαζί με έναν άλλο ηλικιωμένο κύριο που ως τρίτος παρακολουθεί την σκηνή. "Πάρε αυγουλάκια, είναι φρέσκα, δώσε στα παιδιά σου, μην τα φοβάσαι". Αγοράζω 8 αυγά. Ψευτοπαρηγορώ την παραπονεμένη με ορισμένες στερεότυπες κουβέντες και τους αποχαιρετώ κι εγώ με βιάση, "τραβώντας για τη μεγάλη και αισιόδοξη πολιτεία του Ναυπλίου", όπως και οι νέοι του χωριού.



Το Ναύπλιο είναι σαν παρέλαση νεανικών συγκροτημάτων, σαν άφιξη όλων των πενταήμερων εκδρομών. Εδώ δεν ακούς παράπονα, αλλά βλέπεις κοριτσάκια 18-22 ετών να δοκιμάζουν σκουλαρίκια-φράουλες. Η νιότη έκανε απόβαση στα κεντρικά και άφησε το γήρας στα ορεινά. Κέφι, ενθουσιασμός, οι ταβέρνες γεμάτες, αναγκαζόμαστε να τσιμπήσουμε από σουβλατζίδικο. Οι αντιθέσεις των ηλικιών και οι τύχες των τόπων άνισες.

Δεν φτάνει να ακούς τον καημό του άλλου, θέλει κότσια να ρίξεις άγκυρα δίπλα του και να τον γιάνεις αργά αργά.

Το μπακάλικο, αν δεν το καταλάβατε, είναι το 1821, ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς, ενώ η πιάτσα του Ναυπλίου οι ποπ σίνεμα εντ τελεβίζιον σταρ.

Άλλο η Μαυρογένους κι άλλο... η Μαντώ.

Πέτρος Χριστοφιλίδης

24/3/11

24 Μαρτίου 2011

24.3.2011


Υπάρχουν οι άσημοι, αλλά και οι διάσημοι. Υπάρχουν και οι επίσημοι, άλλοι εκ των οποίων είναι νυν άσημοι κι άλλοι διάσημοι. Κι άλλοι εκ των οποίων ασήμων θα γίνουν κάποτε, εκ τυχαίας τινός ανακαλύψεως, διάσημοι, ενώ άλλοι εκ των οποίων διασήμων θα προσγειωθούν, ειδικώς μετά θάνατον, στο πεδίον των ασήμων. Το αυτό ισχύει διά τους στρατιώτας, τους ήρωας, τους ευεργέτας. Πάντως, οι ξύλινες καρέκλες της εξέδρας αντέχουν τα οπίσθια αμφοτέρων, άσημα και διάσημα, ασήμων και διασήμων. Μεταξύ δε των εν αφελεία παρελαυνόντων και ασήμων μαθητών, κρύβονται οι διάσημοι άνδρες/γυναίκες του μέλλοντος. Τους/τις φανταζόμαστε να κάθηνται επί βελούδινου θώκου, χρυσοκεντημένου θρόνου ή επί λεπτουργικά υφασμένης πολυθρόνας και να παρακολουθούν ελεγκτικά τα νέα μειράκια των μεθεπομένων γενεών. Αυτός δε που παρακολουθεί μια παρέλαση από θέση επισήμου μπορεί να στοχάζεται όλον τον βίον του, και ειδικώς πώς από άσημος έγινε επίσημος και πώς μίαν ωραία πρωία του κόσμου ίσως ξαναγυρίσει στο πεδίο των ασήμων.

Στοχασμός θαν-άσιμος.

Π.Χ.

21/3/11

Ο κύκλος - Το τέλος (ένα κείμενο για το οριστικό κλείσιμο του Αμφιθεάτρου του Σπύρου Ευαγγελάτου)

21.3.2011

(Στη χθεσινή στερνή παράσταση, πολύς ο κόσμος, φωτογράφος και καμεραμάν μες στο κοινό, εν αντιθέσει με την πλακοστρωμένη Αδριανού που δεν θύμιζε άλλες εποχές. Τα κοστούμια, κυρίως τα ιστορικά της Λήδας Τασοπούλου, θα μεταφερθούν στην οικία Ευαγγελάτου στην Κηφισιά. Από σήμερα ξεκινάει η εκκένωση. Με την κάμερα ανά χείρας βιντεοσκόπησα τη σκηνή, τις θέσεις του κοινού, ένα "κάτι" από τα παρασκήνια, τον χώρο έξω από τα καμαρίνια κ.λπ. 95 παραστάσεις δόθηκαν στην Αδριανού. Υπάρχει μπόλικο εκδοτικό υλικό [κυρίως προγράμματα παραστάσεων με όλο το κείμενο σε μετάφραση], που θα μεταφερθούν σε αποθήκη. Η μόνη λύση από δω και πέρα είναι η μετάπλαση χώρου παραχωρηθησομένου από το Υπουργείο Πολιτισμού ή τον Δήμο Αθηναίων, παρ' όλο που ο Υπουργός Πολιτισμού δεν δέχτηκε να συναντήσει ούτε απάντησε στο αίτημα του σκηνοθέτη [9 μήνες σιωπής, όπως μου έλεγε χαρακτηριστικά ο συνεργάτης του κου Σπύρου]. Σιωπής απέναντι στον μόνο σκηνοθέτη που είναι και πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός, με 200 σκηνοθεσίες στο ενεργητικό του. Αντιθέτως, ο Παπούλιας τον δέχτηκε μέσα σε μία εβδομάδα [δείτε εδώ αντιθέσεις ηθών και τρόπων]. Μπορεί να λείπουν η Λήδα και ο Αντίοχος, υπάρχουν όμως ο Σπύρος και η Κατερίνα. Και η ελπίδα ότι μπορεί κάποιος χώρος να βρεθεί στο μέλλον. Έχω την περιέργεια να δω οι ιδιοκτήτες του Αμφιθεάτρου σε τι θα τον μετατρέψουν τον χώρο. Ό,τι κι αν γίνει πάντως, θέατρο θα μυρίζει, και τα τρία "ντριν" θα πάλλονται μέσα μας σαν εφιάλτης.
Το κείμενο που ακολουθεί, που τοιχοκολλήθηκε εκτός του θεάτρου, γράφτηκε για εκείνους που σχολιάζοντας το γεγονός, παρασυρόμενοι, τους ξέφυγε και το "ε, μα αυτός πια έκανε τον κύκλο του".)




Ο κύκλος – Το τέλος




«Κι αν δεν υπήρχε ένας λόγος, θα έπρεπε να εφεύρουμε έναν λόγο». Απ’ ό,τι φαίνεται, το μεγάλο πρόβλημα που τυραννάει στις μέρες μας όλους τους δολιοφθορείς του δημόσιου βίου είναι η ηθική ένδυση των αποδοκιμαστέων πράξεών τους, ώστε να αμβλύνονται οι εντυπώσεις του εγκλήματος και να προβάλλεται το γεγονός της ανομίας ως κάτι λογικό και παραδεκτό, σχεδόν ως προϊόν μιας φυσικής τάξεως. Ο δολοφόνος έχει ήδη ολοκληρώσει την αποστολή του, μα βρίσκεται ενώπιον ενός σοβαρού προβλήματος: πώς θα το αιτιολογήσει; πώς θα ξεγελάσει τον εαυτό του ότι δεν επρόκειτο για έγκλημα, παρά για μια αναγκαία αιματηρή ‘’εγχείρηση’’; και πώς θα πείσει και την κοινή γνώμη ότι η πράξη του ευθυγραμμίζεται με τον ηθικό κοινωνικό κώδικα; Στην απέλπιδα προσπάθεια αυτή, πλάθονται τα πιο σαθρά επιχειρήματα, που σαν μιαρά ράκη ζητούν να καλύψουν τη γύμνια παντός λόγου.

Κι έτσι περίπου επιλέγεται ως στερεότυπο αιτιολογικό τέχνασμα το πιστεύω μιας γεωμετρικής οφθαλμαπάτης: ο θάνατος, λένε, ήλθε με το κλείσιμο του κύκλου. «Έκλεισε τον κύκλο του και καλόν θα είναι να ετοιμάζει τις αποσκευές του για το ‘’μεγάλο ταξίδι’’». Κάποια φωνή λέει μέσα μου πως εδώ ανευρίσκονται τα ίχνη μιας επί πολύν καιρό τρεφομένης χαιρεκακίας. Τα κοράκια ήταν κρυμμένα πίσω από την κορυφογραμμή των ορέων και μόλις αντιλήφθηκαν τα πρώτα σημάδια, έναν κάπως ασταθή βηματισμό, τις στιγμές δηλαδή που το υποκείμενο τρεκλίζει πριν από την πτώση του, αναδύθηκαν σε σχηματισμό αδίστακτης αγέλης, έτοιμα να τρυπήσουν το μελλούμενο κουφάρι.

Όσοι ασχολούνται με τη θεατρική τέχνη ως δρώσες δυνάμεις προπάντων ξεχωρίζουν για τη δύναμη της αυτοκριτικής τους. Το δοκιμασμένο αισθητήριό τους τούς βοηθά να ξεχωρίζουν τη χρυσίζουσα λάμψη ενός υποκριτικού επιτεύγματος από το θολό φως της μετριότητας. Ο άνθρωπος του θεάτρου δοκιμάζει αδιαλείπτως τον εαυτό του και δοκιμάζεται. Βρίσκει τα όρια των δεξιοτήτων του, τεστάρει τις εσωτερικές δυνάμεις του, κάθε ώρα και στιγμή αισθάνεται αν τήρησε ή υπερέβη το μέτρο της τέχνης του. Ο πνευματικός αγώνας είναι ατελεύτητος. Και μόνο αυτός θα κάνει την ακριβοδίκαιη διάγνωση της καλλιτεχνικής ποιότητας, αυτός μόνο ως θεράπων ιατρός της τέχνης του θα δει πρώτος τα πρώτα ρήγματα και την πρώτη σκουριά, τα «σημεία» μιας αρχομένης φθοράς. Αυτός μόνο με το οξυμμένο αισθητήριό του θα οσμιστεί την επέλευση του θανάτου. Και δεν θα επιτρέψει στην τέχνη του να συρθεί γερασμένη πάνω στο σανίδι. Στους πρώτους κραδασμούς των γηρατειών, στις πρώτες ‘’εκπτώσεις’’, θα αποσυρθεί αξιοπρεπώς στο ενδιαίτημά του. Αυτός θα νιώσει και θα δει πού και πότε ακριβώς «κλείνει ο προσωπικός του κύκλος». Ώστε η ετυμηγορία του, η όποια ομολογημένη αδυναμία του, εύρημα της ανελέητης ενδοσκόπησης, της αυτοκριτικής «ανασκαφής» του, να αντιπροσωπεύει την αλήθεια και τίποτε άλλο πέραν αυτής.

Ποιος λοιπόν στην περίπτωσή μας δίδει δικαίωμα στους άλλους να ομιλούν για το δικό μας «θάνατο»; Αλήθεια, ποιος γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό του, το Εγώ ή οι άλλοι; Ο νεοελληνικός πολιτισμός, ανέκαθεν κρατικοδίαιτος, έχει μεταβληθεί σε μιαν αρένα διασταυρούμενων συμφερόντων. Φανερή είναι η προσπάθεια αμφισβήτησης των σοβαρών πολιτιστικών μεγεθών. Οι παρδαλές δυνάμεις του καινούριου, όσοι αυτοβαφτίζονται «νεωτεριστές», ψάχνουν να βρουν τη θέση τους μέσα στη συγχυσμένη πολιτιστική αγορά. Αλλά για να το επιτύχουν αυτό, πρέπει να εκτοπίσουν τους «ανταγωνιστές» τους. Να αρχίσουν να διαδίδουν τα περί φθοράς και θανάτου τους, ώστε να πείσουν πως οι δικές τους επιλογές είναι η αυτοκάθαρση του συστήματος. Το παλαιό, το ιστορικό, ό,τι φέρει μιαν παράδοση, απαξιώνεται ως φορέας της συντήρησης, οι εισαγόμενες καινοτομίες και τα αδοκίμαστα εργαστηριακά πειράματα γίνονται οι πρέσβεις των νέων τάσεων και μορφών, χωρίς ρίζες στο ψυχικό υπέδαφος του κοινού. Τραβώντας αυθαίρετα μια γραμμή στον μαυροπίνακα πάμε να διαγράψουμε την ύπαρξη και τη σημασία του ‘’κλασικού’’ επιχειρώντας να το αντικαταστήσουμε με ‘’διανοητικά μειράκια’’. Και πάντα να μένει στον ταπεινό παρατηρητή του πολιτιστικού θεάματος η αίσθηση/το αίσθημα πως το οικονομικό παίγνιον καθορίζει κυριαρχικά την τύχη της σοβαρής τέχνης – να πικρίζουν κάπως τα ‘’μέσα του’’ από τη διαμόρφωση ενός άναρχου πολιτιστικού τοπίου, με υποκινούμενη προπαγάνδα, με νεοφερμένα ξόανα, μυστικά χαλκεία, τεθλασμένες πομφόλυγες, κενολόγο ρητορεία, πλίνθους και λίθους ατάκτως ερριμμένους, μια μιαν αταξία σκέψεων και προθέσεων, μια βασανιστική σύγχυση αξιών, μια «δημοκρατική» πολυφωνία που πιο πολύ ταλαιπωρεί παρά ευφραίνει καρδίαν.

Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος. Εμείς και μόνο εμείς αποφασίζουμε για την οργάνωση του κοινωνικού μας βίου, τα δικά μας χέρια και ο δικός μας νους γκρέμισαν τα νεοκλασικά οικοδομήματα, εγκατέλειψαν τα ιστορικά μνημεία, ανέχτηκαν την εισβολή πολλών μορφών σύγχρονης βαρβαρότητας. Εμείς θα κρίνουμε πόσο βαθιά θα μπηχτεί το μαχαίρι. Το ότι αποσύρουμε ένα παλαιό όχημα όπως μια παλαιά αντίληψη δεν σημαίνει ότι αυτή «δεν δούλευε πια». Το ότι ρηγνύουμε μια προσωπική σχέση, έναν ανθρώπινο δεσμό ή μια φιλική συνεργασία δεν σημαίνει ότι αυτή «δεν θα μπορούσε άλλο να σωθεί». Το ότι καταργούμε έναν παλαιό κανόνα δικαίου, έναν θετό νόμο ή έναν πατροπαράδοτο θεσμό δεν σημαίνει ότι αυτός «δεν θα ηδύνατο έν τινι βαθμώ να προσαρμοσθή στας συγχρόνους ανάγκας». Κεντρισμένοι από τον ιό μιας δαιμονικής ματαιοδοξίας, μιας εμμονής να ξεθεμελιώνουμε τα επίπονα δημιουργήματα που μας κληροδοτήθηκαν προκειμένου να θέτουμε εμείς τη σφραγίδα μας στο «πολυπολιτισμικό» μόρφωμα του σύγχρονου κόσμου, για να καρπωθούμε δόξες και τιμές, δεν διστάζουμε να παρασύρουμε στη λήθη και στην ανυπαρξία ό,τι μας παραδόθηκε με πολλή αγάπη και αφοσίωση από τους ανώνυμους και επώνυμους εργάτες του πνεύματος, τους ανιδιοτελείς σκαπανείς του λαϊκού μας πολιτισμού.

Και αδυνατεί κανείς να κατανοήσει πώς ο θεατρικός αυτός χώρος, βαρύς από τα κοστούμια της κοινωνικής και άλλης μνήμης, εξισώνεται από τους ασπόνδυλους κονδυλοφόρους ή τους τυχάρπαστους ελευθερόστομους με τον πρωτεργάτη του ώστε η ‘’οριστική πλέον πτώση του’’ να βιώνεται ως προσωπικό και μόνο πλήγμα αυτού του τελευταίου. Και όχι ως πλήγμα τόσων πολλών συνεργατών που στεφανώνουν την παρουσίαση μιας παράστασης. Κι όχι ως πλήγμα τόσων πολλών θεατών που υποδέχονται τα μηνύματα μιας διδασκαλίας. Κι όχι ως πλήγμα τόσων πολλών κατοίκων αυτής της προικισμένης συνοικίας που ξαφνικά θα δουν τον δοξασμένο φάρο της να σβήνει. Κι όχι ως πλήγμα τόσων πολλών ξενοφερμένων επισκεπτών που μπήκαν ένα βράδυ κι αυτοί για να ακούσουν «φωνή ελληνική», σε ελληνικό ή ξένο μύθο. Κι όχι ως πλήγμα γενικά του θεάτρου ως μητρός της αρχαίας τέχνης που θρηνεί ένα από τα μεγάλα ηλικιακώς τέκνα της.

Αλλά η ευθύνη δεν ήταν μόνο μιας κωφεύουσας πολιτειακής αρχής, που παρ’ ότι θα αναγνωρίσει στο μέλλον, πάντα μετά θάνατον, τα ζωογόνα νάματα και την προσφορά του «Αμφιθεάτρου», δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να βασανισθεί για να βρει κάποια λύση, απασχολημένη με άλλες προτεραιότητες. Μια συνευθύνη ορίζεται για όλο το κοινωνικό σώμα, για όλους τους ‘’τηλεοπτικούς πολίτες’’, και ειδικά για εκείνους που τραγουδούν ανέμελα δίπλα από τον ανοιγμένο τάφο, που σφυρίζουν εύθυμα και περί άλλα τυρβάζουν. Για όλους αυτούς τα παρακάτω λόγια από μια πρόσφατη μυθιστορηματική καταγραφή*, λόγια γραμμένα για τα μεγάλα, τα πυρακτωμένα γεγονότα της εποχής μας, που θα μπορούσαν να ισχύσουν ωστόσο για ό,τι ο καθένας μας θα χαρακτήριζε «βαρύνον/σημαίνον γεγονός», όπως δηλαδή και για την περίπτωσή μας, θα υπενθυμίζουν και συνάμα θα απειλούν ότι τα κοράκια παραμονεύουν και ο οιοσδήποτε εξ ημών μπορεί να γίνει ο στόχος της ορμητικής καθόδου τους:

‘’…Πόσες χιλιάδες λιμοκτονούν στον πλανήτη; Πόσες φωτιές ανάβουν, πόσες πλημμύρες γίνονται, τυφώνες, καταστροφές βιβλικές; Και μας ήρθε η λέξη τσουνάμι.


Πόσο συγκλονιστήκαμε; Και τι σημαίνει συγκλονίζομαι; Αλλάζω μήπως ρότα, ζωή;


Ούτε καν χάνω τον ύπνο μου. Διότι, και αν τον χάσω, υπάρχουν τα χημικά σκευάσματα. Επομένως; Αν τα γεγονότα που συναρμολογούν την εποχή μας έρχονται και μας βρίσκουν ως τηλεοπτικές εικόνες μέσα στα σπίτια μας, απρόσκλητα μεν αλλ’ απολύτως ακίνδυνα… ποια θα μπορούσε να είναι η συμμετοχή μας σ’ αυτά και ποιο το στίγμα της εποχής;…΄΄

………………………………………………………………………………………………

*M. Δούκα, Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, σελ. 73-74

ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ

16/3/11

Ένας άνθρωπος

16.3.2011. Τον βλέπω συχνά τελευταία, να μην πω καθημερινά, που στήνεται απέναντι από τη Βουλή και αναρτά πλακάτ για τα κόμματα και τους διεφθαρμένους πολιτικούς. Ποιος ξέρει τι καημούς κουβαλά ο άνθρωπος, ποιες απορρίψεις, ποια διάψευση δικών του ονείρων. Για τους ''κανονικούς" που τον προσπερνούν, είναι ολίγον τι απεχθής, γραφικός, ελεεινός, ''καρούμπαλο'' στο μέτωπο της εξουσίας. Έλα όμως που επί της ουσίας δεν θα αρνούνταν τους βαρείς, είναι αλήθεια,  χαρακτηρισμούς. Απόδειξη ότι τώρα πλέον όλοι τον ανέχονται, και ο τροχονόμος της Βουλής και οι πολιτικοί με τους φακέλους παραμάσχαλα και οι διερχόμενοι οδηγοί, που όλο και κάτι του φωνάζουν κοροϊδευτικά-πειραχτικά.








Στη φωτογραφία που παρατίθεται, κάθεται να τον φωτογραφίσω. Τσίμπησα μάλιστα κι ένα "ευχαριστώ" (πώς κατάλαβε ότι θα τον βγάλω στη διαδικτυακή πίστα;)

Έχουνε μυαλό, ρε, οι γραφικοί, τι νομίζατε;


Πέτρος Χριστοφιλίδης

15/3/11

Οι αντιθέσεις των λαών

15.3.2011

(Εμείς σε τσουνάμι; Θα είχαμε σβήσει από τον χάρτη...)

Αυτοί εκεί δεν στηθοκοπιούνται πάνω από τα ερείπια ούτε ολολύζουν με τρόπο παρατεταμένο ούτε ξεσχίζουν τα ουράνια με γόους ούτε καταριούνται καμιά κυβέρνηση με ύβρεις και μομφές.
Το κλάμα σιγανό, διακριτικό, ευγενικό, αξιοπρεπές, μάλλον πετυχαίνει εν μέσω σιγής να εντείνει το μέγεθος της τραγωδίας.
Ένα Αχ ήταν μόνο που σύρθηκε στον αέρα πάνω από το νερό.
Εκείνοι εκεί είναι μαθημένοι στα σκαμπίλια της Φύσης, αλλά κάτι σου λέει πως τη σέβονται υπερβολικά, υποκλίνονται μπροστά της και δέχονται όπως ο πιστός του Θεού του τις επιταγές και τις εκρήξεις της.
Εκείνοι εκεί ξαναρχίζουν από το 0 τη ζωή τους, και κάτι σου λέει πως σύντομα, συντομότατα θα τα βάλουν πάλι όλα σε τάξη. Θα χαϊδέψουν και τη θάλασσα όπως έναν ψυχασθενή που έκανε πάλι "τα δικά" του.
Εκείνοι εκεί σίγουρα πλέον δεν πατούν ούτε σε γη ούτε σε ουρανό, κείνται μεταξύ τους, είναι υπερβατικές οντότητες, τα γιγάντια πόδια τους ακουμπούν πάνω στα σμπαραλιασμένα οχήματα και στους κομμένους φανοστάτες.
Εκείνοι εκεί έχουν αμολήσει την ψυχή τους και με τέτοιες υπερρεαλιστικές εμπειρίες τη βλέπουν σαν πουλί, σαν κοράκι να τσιμπάει ανασυρμένα πτώματα. Μόνο ορισμένοι επηρεάστηκαν τόσο που έγινε τσουνάμι και μέσα τους. Ο στόμαχος βρέθηκε στην αρχή της τραχείας, τα πνευμόνια ξεκόλλησαν και κουλουριάστηκαν γύρω από το λεπτό έντερο. Το μυαλό, το μυαλό τους ακόμα στη θέση του, ευτυχώς, έχει γερά θεμέλια το μυαλό τους, νόηση, αντίληψη, προσοχή, μνήμη, συνταράχθηκαν είναι αλήθεια στο φονικό χτύπημα, αλλά ευτυχώς δεν κατέρρευσαν. Μόνο
μία φοβάται αυτή τη σκιά πάνω από το μυαλό της και είπε πως "θα ήταν καλύτερα να μην ζούσα". Τελικά εκείνοι εκεί είναι πολύ δυνατοί, ημίθεοι, παλεύουν στη Γιγαντομαχία και δέχονται βράχους πελώριους από τον ουρανό, αλλά στέκονται αξιοπρεπώς. Αξιοπρέπεια, αυτή είναι η κατάλληλη λέξη. Να ζεις και να πεθαίνεις με αξιοπρέπεια, να υποκύπτεις μόνο στην ανώτερη δύναμη, τύχη λέγεται αυτή, Θεός, Φύση, πεπρωμένο.

Αυτοί εδώ πάλι τσακώνονται για τα μικρά και τα ασήμαντα, μπρος σε κείνα τα ασύλληπτα και τα κοσμογονικά. Κλαίνε που τους κόψανε δυο πόντους από το σβέρκο, το ψευτοεπίδομά τους, που τους δείρανε κάτι Αλβανοί ψευτόμαγκες, που ο γιόκας τους θα πάει με το γαϊδούρι στο νέο σχολείο κι είναι ζήτημα, που κάθονται στην ουρά στο φαρμακείο. Όλα δε τα παχύδερμα του δημόσιου λόγου, οι κομπογιανίτες με τα κομπολόγια, οι υπάλληλοι των φρενοκομείων, οι πολιτικάντηδες με τις BMW, οι δάσκαλοι της πλάκας, οι συνδικαληστές με τα πλακάτ, οι
κωλογιατροί με τα φακελάκια, οι αλητοέμποροι που κέρδιζαν με 400%, οι αστοί με τις χοντροκοιλιές τους, οι κουλτουριάρηδες με το μισό μπόι, οι πανεπιστημιακοί με τις 5 ώρες τη βδομάδα, οι μαλάκες οι αριστεροί που κοιμούνται ακόμα με ένα πλευρό κάπου στο 194..., οι Κατίνες των σχολείων, τα αλητόπαιδα που καταλαμβάνουν τα σχολεία, οι δημοσιογράφοι με τα μίνι και τις γραβάτες, οι αναρχικοί του κώλου, οι νεκροτόμοι της φτωχής Ελλάδος, όλη αυτή η αγέλη των σκύλων, το κωλόσογο των Βαλκανίων, είναι να το πάρει το ποτάμι να το πάρει ο ποταμός.
Πώς τον λεν πώς τον λεν τον ποταμό; Ιλισό, Πηνειό ή Τσουναμωτό; Πάθανε σοκ οι ημέτεροι καθυστερημένοι με τις ιαπωνικές γιγαντοαφίσες. Είπαν μέσα τους να το βουλώσουν που ζητούνε τις τρίχες του κουρέα πίσω την ίδια στιγμή που χάνονται πολιτείες και κλείνουν τα στόματα του πέρα κόσμου. Αλλά μετά είναι σίγουρο ότι θα το ξεχάσουν - και θα αρπάξουν πάλι το πλακάτ και το πουλόφωνο να πουν τον πόνο τους. 11 εκατομμύρια μαλάκες που δεν μπορούν να συνεννοηθούν 150 χρόνια. Την ίδια στιγμή που οι άλλοι εκεί μέσα σε 3 λεπτά σήμαναν συναγερμό
και προειδοποίησαν για τα κακά μελλούμενα. Το μυαλό μας, το μυαλό μας έχει κάπου κολλήσει και πάμε σαν χελώνες, σε γλίτσα μάλλον κόλλησε, και δεν τρέχει, βούλωσαν οι αρτηρίες μας.

Να δεις που σε ένα 6μηνο αυτή η πόλη της κόλασης θα δέχεται τα πρώτα εκδρομικά γκρουπ. Κι εμείς εδώ ακόμη θα στέλνουμε επιστολές για τα Μάρμαρα και θα ψάχνουμε την τρύπα κάτω από τα μπούτια μας.

Πέτρος Χριστοφιλίδης

14/3/11

Το μπακούρι (χιουμ. στιχ.)

14.3.2011

(...χθες το βράδυ στο μπαράκι / είδα ένα μπακουράκι...)

Το μπακούρι

Τα μπακούρια κάτι έχουν
κι εξ αυτού (δεν) τα προσέχουν.
Μόνα τους κυκλοφορούνε
και βαρύ βλέμμα φορούνε.
Αν βρεθούνε σε παρέα
στέκουν σα νεκρή κεραία
κάπου κάπου αφαιρούνται
μυστικά διανοούνται
με τα μέσα τους μιλάνε
κι άηχα παραμιλάνε.
Άλλα έχουνε κουσούρια
και στις τσέπες τους καβούρια.
Σαν κοιτιούνται στον καθρέφτη
η εκτίμησή τους πέφτει.
Με τη φάτσα τους παλεύουν
ψάχνονται, ανακατεύουν
δοκιμάζουνε το λουκ τους
αναλύονται στο μπουκ τους.
Άλλα απογοητευμένα
από έρωτες χαμένους
άλλα είν' απορριμμένα
σε αγώνες ξεχασμένους
αδελφές ψυχές δεν βρίσκουν
μια φωτίζονται μια θνήσκουν.
Στο ανέλπιστο επενδύουν
και στο θαύμα παραλύουν.
Νύχτες και φαντασιώνονται
έρωτες και ξεσηκώνονται.
Κάποιο ιδανικό ζητώντας
στο κενό παραπατώντας.
Με τον χρόνο να κυλάει
το μπακούρι βλαστημάει
την αλλόκοτή του τύχη
που όλο ύψωνε τον πήχη.
Θα'θελαν την ιστορία
πάλι να την ξαναγράψουν
μαχαιριές τα "αν", σωρεία,
που ματαίως παν να θάψουν.

Αν δεν ήμουν ντροπαλός
κι έπαυα να ζω δειλός
θα'χα πίστη πιο μεγάλη
και δεν θα'μουνα ρετάλι.
Κάθε μου επιτυχία
θα την έφερνα στα χείλη
κι αν δεν φύτρωνε τουλίπα
θα'χα πάντοτε τριφύλλι.

Άλλοτε τη μοναξιά
τη βαφτίζουν περηφάνια
αν δεν φτιάξανε κρασιά
φταίγαν πάντα τα καζάνια.
Φταίει η ανατροφή τους
των δυο φύλων οι αλχημείες
κάποιο τραύμα ή ενοχή τους
της αγάπης οι ατιμίες.
Άλλα μείνανε μπακούρια
μένοντας στα αζήτητα
άλλα είχαν άλλη... φούρια
και αισθάνονται αήττητα.
Άλλα επιλεκτικά
πώς να σπάσουνε αυγά;
άλλα αεί διστακτικά
με το Εγώ τους σε καβγά.
Άλλα όλο φλυαρούνε
και στην πράξη δεν βαστούνε
πάρλα όλο κι επανάληψη
και στα κρίσιμα διάλειψη.
Αχ, μονάχα μια ευκαιρία -
μην τη δούνε τα "θηρία" -
μια στιγμή να'ρχόταν μόνο
και ν' απόδιωχνε τον πόνο.
Μια ματιά και ένα χέρι
ένα σκίρτημα, ένα αγέρι
κάτι να τους ψιθυρίσει
πως ζωή νέα θ' αρχίσει.
Τίποτε, να τους φωνάξει,
πως δεν χάθηκε ακόμα,
δέστε γαλανό ουρανό
τα παλιά; πάρτε μια γόμα.
Ασανσέρ οι προσδοκίες
μια στα ύψη μια στα βάθη
μα, ας μη λέμε, μαλακίες
ό,τι πέρασε, αχ, εχάθη.
Γιατί όσο και να λες
η ηλικία είναι τοπίο
αν δεν σου'κατσε ο βαλές
πες στη νιότη σου "αντίο".
Αν απ' την απελπισία
το μπακούρι μας πιαστεί
μάταιη η ικεσία
θέλει να συμβιβαστεί.
Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες
τα ονείρατα και οι γλαδιόλες
αυτός είμαι και πια δεν αλλάζω
κι ας κοιτάζω όλο άδειο το βάζο.
Μολαταύτα ντυμένο ωραία
το μπακούρι αεί περιμένει
να προκύψει μια σχέση μοιραία
να προκόψει, όσο ακόμη ανασαίνει.
Dum spiro spero
μη με λέτε "γέρο"
ο πενηντάρης κατά Ζαμπέτα
παίζει CD κι όχι δισκέτα.

Χθες το βράδυ στο μπαράκι
είδα ένα μπακουράκι
μου άνοιξε τα σωθικά του
κι είπε τα προσωπικά του.
Η πρώτη ήτανε πρωτάρα
η δεύτερη πολύ αλανιάρα
η τρίτη ένα πιστό σκυλάκι
και σιγανό ως ποταμάκι.
Σ' εκείνη φάνηκα αγαθός -
κι αυτήν που ήθελα περιπαθώς
τη μάζεψαν από δυστύχημα
και χάθηκε κι αυτό το στοίχημα.
Ε, άμα βάλεις και τα ασύμπτωτα
ν' αγαπάς και να μην αγαπιέσαι
βγαίνουν τα χρόνια μας ασήκωτα
άσ'το, κάλλιο μόνος, δεν βαριέσαι.
Εξάλλου ήταν και οι γονέοι
που τους κρατούσα συντροφιά
έτσι πολλοί ξεμένουν νέοι -
με τη μαμά τους αγκαλιά.
Στα μεσοδιαστήματα
πίκρες και χτυπήματα
στις γιορτές και στις αργίες
είχε ο έρως απεργίες.
Στα τραπέζια συγγενών
όλα λέγανε το "νον"
σαν "κρεμάστηκαν" οι φίλοι
μου κουνήσανε μαντίλι.
Παραδέρνω ώρες ώρες
στης πόλης το μεγάλο κάστρο
στα δέντρα αραιές οπώρες
κι εγώ να ψάχνω για 'να άστρο.
Πήγα και σε ένα γραφείο
που ρυθμίζει συνοικέσια
πας σ' ένα τηλεφωνείο
με μια λίστα, ώρα απαίσια!
Μελετάς κάποιο "προφίλ"
την περίμετρο της μέσης
τη δουλειά, το σεξ απίλ,
κι αν πετύχεις, να με χέσεις.
Κρύο πράμα και στημένο
το της γνωριμιάς το πάρτι
γεύμα προτηγανισμένο
κι η μερίδα πάντα σκάρτη.
Πάντοτε αναρωτιέσαι
μα τι έφταιξε, στο διάλο,
καθώς θα αναμετριέσαι
τι μπακούρεψε τον άλλο;
Είναι σαν τα αυτοκίνητα
που ζητούν να σου πωλήσουν
από εμφάνιση είναι άριστα
μα όλο πάνε να σε "ψήσουν"
πάντα κάτι υποψιάζεσαι
κάποια βλάβη αποκρυμμένη
κι όταν πλέον το ψυλλιάζεσαι
στρίβεις - κείνοι απορημένοι.
Φύγαν τα καλά τα πράματα
που τα ζήλευε ο πας
κι έμειναν τα χτυπημένα
μα δειλιάζει ο παράς.
Έμενα αναποφάσιστος
σε όλα τα σικέ παιχνίδια
δίχως να φανώ αχάριστος
"δεν μαζεύω ροκανίδια".
Κι έτσι βλέπω τη σκιά μου
να σηκώνει τα σακιά μου
πάντα ελπίζω πως μια κόρη
θα με δει γλυκό αγόρι.
Κι εκ του φυσικού και μόνο
θα μου γιάτρευε τον πόνο
δίχως "ακτινοσκοπήσεις" -
"σ' αγαπώ, μα μη μ' αφήσεις".
Μόνο για αυτό που είμαι
να μ' αποζητεί μονάχα
μ' ό,τι δείχνω, όπως κείμαι -
κι όχι μ' ό,τι ίσως θα'χα.
Αλλά μέχρι να φανεί
το εξαίσιον πουλί
γω δεν μένω στο σκαμνί
και γυρίζω, αεί, πολύ.
Γιατί όποιος, δη, γυρίζει
όλους τους καρπούς μυρίζει
έχει αισθητήριο
που'ναι ελατήριο.
Το καλό τ' οσφραίνεται
το σικέ σιχαίνεται
άσ' τη φύση να μιλήσει
κι ίσως το καλό δωρίσει.
Ξέρει η φύση να διαλέγει
αλλά τι δεν το προλέγει
άσ' τον χρόνο σου να γράφει
να σε πιάσει από το ράφι.
Σίγουρα θα βάλεις χέρι
- όχι όλα ο Θεός -
κι άμα λάχει κάποιο ταίρι
δεν θα στέκεις ενεός.
Λέω σ' όλα τα μπακούρια
να κρεμάσουνε τα γούρια
και να βγαίνουν περαντζάδες
και να κάνουνε καντάδες
να κερδίζουν κάθε μέρα
κι ας τους κάνουν κάποιοι... πέρα.
Σε όποιον αρέσουμε
και θα μπορέσουμε,
τα κορμιά τ' αφίλητα
τα μ....ά τ' "αμίλητα"
τι κακό να ορφανεύουν
και του κάκου να γυρεύουν
να μη βρίσκουν τη φωλιά τους
τη σαγήνη, τη ''μιλιά'' τους
- να γερνούν παραδομένα -
να τα τρώνε τα καημένα
τα μοναχικά ντουβάρια
τ' άκαρδα του Χάρου φτυάρια.
Τριγυρνούν πολλά μπακούρια
σαν πιασμένα σε μασούρια
μ' άμα κάνουν, κάπως, γιούργια
πράματα θα βγουν καινούργια.

Κι έτσι αυτό το μπακουράκι
βγάζει συμπερασματάκι:

Κάποτε ο Οδυσσέας
θα γυρίσει στην Ιθάκη
θα κορώσει γλέντι ωραίο
να "ζεστάνει" το κονάκι. -

Π.Χ.

3/3/11

Πολιτισμός το απαλό χάδι

3.3.2011

Ο πολιτισμός περνάει πάντοτε σαν λεπτότατο νήμα από την τρυπίτσα της βελόνης. Είναι η εκεχειρία, η προσωρινή συνθήκη ειρήνης στην αδιάκοπη μάχη της ζωής. Στην παρέλαση των όντων, κι αφού τίγρεις και λέαινες έχουν επιδείξει το επιβλητικό ανάστημά τους, υπάρχει κι ένα μικρό περιθώριο κατά το οποίο λαλούν μια δράκα αηδόνια και περνούν ασύνταχτοι οι αμνοί. Ο πολιτισμός είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα στην πανταχού παρούσα βαρβαρότητα. Αν ήταν ποδοσφαιρικός αγώνας, ο πολιτισμός θα κατελάμβανε το χρονικό πλαίσιο της διακοπής ανάμεσα στα 2 ημίχρονα. Οι άνθρωποι του καιρού μας είναι τόσο βυθισμένοι στη θάλασσα των υποχρεώσεών τους, που κι αν τους δοθεί έστω και για λίγο η ευκαιρία να σηκώσουν τα κεφάλια τους πάνω από την επιφάνεια του νερού για να αγναντέψουν το πράσινο των απέναντι βουνών, ας πούμε, ταχύτατα ένας ορμητικός χείμαρρος τους καταβιβάζει και πάλι μέσα στο ασφυκτικό ενυδρείο τους. Η μουσική είναι ένα απαλό χάδι που γαργαλάει τα ωτία, ο κινηματογράφος μια παραίσθηση ή απάτη των αισθήσεων, το θέατρο μια ψευδαισθησιακή μεταφορά σε μιαν άλλη κοσμική πραγματικότητα. Μηνύματα, ιδέες, αντιλήψεις και αφορισμοί, λίγο κατρακυλούν από τα μάτια στην ψυχή και από τα ωτία στο πνεύμα, λίγο ταρακουνούν τον παχυδερμισμό και την ακινησία της βασικής στάσης μας μέσα στα ταραγμένα ρεύματα του κόσμου, και αμέσως μετά εξατμίζονται: επιστρέφουμε στο βάρβαρο και στο ζωώδες των υποχρεώσεων, στο χώρο όπου δεν βρίσκει κανείς καμία εκλέπτυνση, παρά μόνο την αιώνια πίεση του ζυγού του χρόνου και την αυτοδέσμευσή μας απέναντι στο βιοτικό καθήκον, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Είναι άραγε ο πολιτισμός ως αμελητέα μειονότητα του χρόνου, ως μια προσωρινή και φευγαλέα επαφή, ως ένας φτερωτός θίασος ικανός να στήσει τον χάρτινο πύργο του πάνω στην άμμο που τη δέρνουν οι αστραπές και οι άνεμοι; Διάβασες ένα καλό βιβλίο. Απόλαυσες μια έξοχη θεατρική παράσταση. Παρακολούθησες ένα καλομονταρισμένο κινηματογραφικό έργο. Και λοιπόν; Τι στ' αλήθεια άλλαξε μέσα σου; Ποίος ο βαθμός της επίδρασής τους; Άφησαν κανένα ζωηρό αποτύπωμα που θα χάραζε μια κατεύθυνση ζωής; Έχω σοβαρές αμφιβολίες επ' αυτού. Βλέπω γύρω μου πρόσωπα και θεατές, ακροατές και φιλόμουσους που αισθάνομαι ότι αποδιδράσκουν για λίγο από τη βαρβαρότητα και επιστρέφουν καταπτοημένοι πάλι σε αυτήν. Εντωμεταξύ, κάποια μουσική συμφωνία ίσως σκούντηξε λιγάκι τον πέπλο των βασικών τους συνηθειών και έσπασε την εξωτερική κρούστα της ύπαρξής τους. Εάν ο πολιτισμός θέλαμε να έχει διαρκή επίδραση και παρουσία, θα έπρεπε να τον φανταστούμε σαν έναν επίμονο ιό που δεν σε αφήνει σε ησυχία, που ανεβάζει τον πυρετό της διανοητικής και πραξιακής σου ταυτότητας, που σε στέλνει κάθε λεπτό στο νοσοκομείο, άρρωστο από προβληματισμούς, διλήμματα και ενοχές. Η εργασία αποπλανεί από το αγνό φυτώριο του πολιτισμού, και η οικογένεια μετατρέπει το μέλος της σε έναν "πατάτα" (σικ) που αυνανίζεται αισθητικά μπροστά στην οθόνη και αφήνει αλάδωτα τα γρανάζια της πνευματικής του εγρήγορσης και της κοινωνικής του συνείδησης. Ο υλικός πολιτισμός εν πολλοίς από τη δική του πλευρά γεννά κάθε ώρα άπληστα γουρούνια, βρώμικους εξουσιαστές, φιλήδονους και αυτιστικούς διαχειριστές, μαφιόζους και πορνικά όντα. Ο πολιτισμός είναι το ουράνιο τόξο, ο μετεωρίτης, το άπιαστο φυσικό φαινόμενο που θα το κοιτάξεις με ειδικά γυαλιά κάποια μεταμεσονύχτια ώρα, ένα ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο που αν συμβεί (άπαξ) στ' αλήθεια μπορεί να επικαθορίσει τον ρυθμό και τον τρόπο της ζωής. Ώρες ώρες νομίζοντας ότι ασχολούμαι με τον πολιτισμό, νιώθω πως ποτίζω λουλούδια που δεν ζουν παρά μερικές μόνο ημέρες. Ο πληθωρισμός, δε, των πολιτιστικών δρωμένων τής σήμερον είναι ένα σκόρπισμα επιφάνειας, παρά μια επίγνωση βάθους, μια ζάλη και ένα τελάλισμα παρά η θεμελίωση μιας σταθερής μύησης και αναδόμησης. "Μας ακουμπάει" θα έλεγε κάποιος Δροσογιάννης για τον σύγχρονο πολιτισμό, όπως τυχαία και συμπτωματικά μας ακουμπάει ένας αγκώνας μέσα στο συρρέον πλήθος. Μας ακουμπάει, απλώς - γιατί αν είχε στερεωθεί μέσα μας, με τόσα κείμενα, με τόσες ακροάσεις και θεάματα, τότε ουδέν έγκλημα θα πράτταμε, όπως κάνουμε χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε ή αντιθέτως σκόπιμα ενεργώντας αλλά ζητώντας την παράλυση της συναίσθησης της σκοπιμότητάς μας, εις βάρος των συνανθρώπων μας. Αμόλα καλούμπα. Άσε τον χαρταετό του πολιτισμού να πάει σε ξένες πολιτείες, εκεί που δεν είναι περιθώριο, αλλά βασική δομή του κοινωνικού συστήματος. Ας μην μεγαλοποιούμε λοιπόν τις πολιτιστικές μας συμμετοχές και εμπειρίες αλλά ας αναλογιζόμαστε αν υπάρχει κάποια απτή απόδειξη ή κάποια φανερή συνέπεια της επαφής μας με τα πολιτιστικά πράγματα, είτε εντός είτε γύρω μας.

Πέτρος Χριστοφιλίδης