Στην πλατεία της Α΄ Εθνοσυνέλευσης, αντί 60 νομίμων παραστατών, καμιά δεκαριά μπόμπιρες, με ξενική προφορά, παίζουν ποδόσφαιρο, φωνάζουν ποδοσφαιρικά συνθήματα και κρεμιούνται από τα όργανα. Ένα-δυο ζευγάρια κουνάνε τα μωρά τους στις κούνιες, δίπλα στην μακρόστενη στήλη με τον αντρειωμένο αετό, που στάθηκε εκεί για να διαλαλεί τα του Α΄ Συντάγματος. Οι μπόμπιρες χαίρονται όταν τους στήνω μπροστά στην κάμερα και αρχίζουν ιλιγγιωδώς να απαγγέλλουν τον "Θούριο", μάλλον απομνημονεύοντας με βιάση παρά καταλαβαίνοντας το νόημα των στίχων.
"Αν πάρεις αυτό το στενάκι ανάμεσα στα δυο εκείνα σπίτια που ανηφορίζει, θα βρεθείς σε μια διχάλα, και το α΄ σπίτι που θα δεις στο αριστερό σου χέρι στη γωνία είναι εκείνο όπου συγκεντρώθηκαν οι αγωνιστές της Α΄ Εθνοσυνέλευσης", μου υποδεικνύει ο κύριος-μπαμπάς με το μωρό στην αγκαλιά του. Παίρνω το σοκάκι, που δεν θυμίζει σοκάκι, παρά ανάσα-χώρισμα μεταξύ δύο παλαιών σπιτιών. Σε 1-2΄ βρίσκομαι μπροστά στο πετρόχτιστο ιστορικό σπίτι. Μια ταμπέλα σκουριασμένη απέξω, σίγουρα δεν μπήκε για να θυμίσει το γεγονός, αλλά σβησμένη δεν σου επιτρέπει να μάθεις το όνομα του στενού που περνά απέξω από το οίκημα. Μια κυρία, η κυρα-Λένη, στέκεται στη σκάλα του σπιτιού, πάνω από τον κηπάκο, με τα κομμένα ξύλα για το τζάκι και το χαλασμένο πιθάρι. Τη ρωτάω για την Εθνοσυνέλευση, δεν ξέρει. "Του πατέρα μου είναι το σπίτι, αλλά δεν νομίζω ότι είναι τόσο παλιό". Το στενό το λούζει ο ήλιος, το διαπερνά ένα ρεύμα ελαφρύ και σαν από όνειρο βλέπεις ξαφνικά δίπλα σου να περιπατεί ανεβαίνοντάς το καμιά γραία, με ήσυχο βλέμμα και ρυτιδωμένο πρόσωπο.
Στην άλλη γωνία, διαγωνίως, ένα παλιό μπακάλικο. Μοντέρνες οι φίρμες, αλλά η ατμόσφαιρα από άλλες εποχές. Τα προϊόντα σε dexion. Στο ταμείο ο ηλικιωμένος κύριος, με τα γυαλάκια του και ένα χαρτόνι γεμάτο από πρόχειρες αριθμητικές πράξεις. Εδώ υπολογίζουν χωρίς Πι-Σι ή λογιστική μηχανή, αλλά με την οξυδέρκεια του μυαλού. Σε μια καρέκλα η γυναίκα του, 82άρα, αρχίζει να λέει τα παράπονά της. "Τριάντα οκτώ χρόνια εδώ μέσα, δεν έχω δει τον ήλιο. 8 με 2 το πρωί, 5 με 10 το βράδυ. Και για πόσα λεφτά; Ζήτημα το 20άρικο τη μέρα. Έχει κανένα νόημα; Παρακαλάω να δώσω δωρεάν την επιχείρηση και δεν τη θέλει κανείς. Όλοι οι νέοι έχουν φύγει. Τραβήξαν για το Ναύπλιο ή για την Αθήνα. Πόσο θα ζήσω ακόμη; Κάθε χρόνο πάω και χειρότερα. Από πέρυσι, κουφάθηκα, κουλάθηκα, μωράθηκα. Πότε θα κάτσω κι εγώ στη βολή μου;". "Λέω να φέρω μια Ρουμάνα, αλλά μου κάνει ζήλειες", λέει αστειευόμενος ο ταμίας, και γελάει μαζί με έναν άλλο ηλικιωμένο κύριο που ως τρίτος παρακολουθεί την σκηνή. "Πάρε αυγουλάκια, είναι φρέσκα, δώσε στα παιδιά σου, μην τα φοβάσαι". Αγοράζω 8 αυγά. Ψευτοπαρηγορώ την παραπονεμένη με ορισμένες στερεότυπες κουβέντες και τους αποχαιρετώ κι εγώ με βιάση, "τραβώντας για τη μεγάλη και αισιόδοξη πολιτεία του Ναυπλίου", όπως και οι νέοι του χωριού.
Το Ναύπλιο είναι σαν παρέλαση νεανικών συγκροτημάτων, σαν άφιξη όλων των πενταήμερων εκδρομών. Εδώ δεν ακούς παράπονα, αλλά βλέπεις κοριτσάκια 18-22 ετών να δοκιμάζουν σκουλαρίκια-φράουλες. Η νιότη έκανε απόβαση στα κεντρικά και άφησε το γήρας στα ορεινά. Κέφι, ενθουσιασμός, οι ταβέρνες γεμάτες, αναγκαζόμαστε να τσιμπήσουμε από σουβλατζίδικο. Οι αντιθέσεις των ηλικιών και οι τύχες των τόπων άνισες.
Δεν φτάνει να ακούς τον καημό του άλλου, θέλει κότσια να ρίξεις άγκυρα δίπλα του και να τον γιάνεις αργά αργά.
Το μπακάλικο, αν δεν το καταλάβατε, είναι το 1821, ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς, ενώ η πιάτσα του Ναυπλίου οι ποπ σίνεμα εντ τελεβίζιον σταρ.
Άλλο η Μαυρογένους κι άλλο... η Μαντώ.
Πέτρος Χριστοφιλίδης
"Αν πάρεις αυτό το στενάκι ανάμεσα στα δυο εκείνα σπίτια που ανηφορίζει, θα βρεθείς σε μια διχάλα, και το α΄ σπίτι που θα δεις στο αριστερό σου χέρι στη γωνία είναι εκείνο όπου συγκεντρώθηκαν οι αγωνιστές της Α΄ Εθνοσυνέλευσης", μου υποδεικνύει ο κύριος-μπαμπάς με το μωρό στην αγκαλιά του. Παίρνω το σοκάκι, που δεν θυμίζει σοκάκι, παρά ανάσα-χώρισμα μεταξύ δύο παλαιών σπιτιών. Σε 1-2΄ βρίσκομαι μπροστά στο πετρόχτιστο ιστορικό σπίτι. Μια ταμπέλα σκουριασμένη απέξω, σίγουρα δεν μπήκε για να θυμίσει το γεγονός, αλλά σβησμένη δεν σου επιτρέπει να μάθεις το όνομα του στενού που περνά απέξω από το οίκημα. Μια κυρία, η κυρα-Λένη, στέκεται στη σκάλα του σπιτιού, πάνω από τον κηπάκο, με τα κομμένα ξύλα για το τζάκι και το χαλασμένο πιθάρι. Τη ρωτάω για την Εθνοσυνέλευση, δεν ξέρει. "Του πατέρα μου είναι το σπίτι, αλλά δεν νομίζω ότι είναι τόσο παλιό". Το στενό το λούζει ο ήλιος, το διαπερνά ένα ρεύμα ελαφρύ και σαν από όνειρο βλέπεις ξαφνικά δίπλα σου να περιπατεί ανεβαίνοντάς το καμιά γραία, με ήσυχο βλέμμα και ρυτιδωμένο πρόσωπο.
Στην άλλη γωνία, διαγωνίως, ένα παλιό μπακάλικο. Μοντέρνες οι φίρμες, αλλά η ατμόσφαιρα από άλλες εποχές. Τα προϊόντα σε dexion. Στο ταμείο ο ηλικιωμένος κύριος, με τα γυαλάκια του και ένα χαρτόνι γεμάτο από πρόχειρες αριθμητικές πράξεις. Εδώ υπολογίζουν χωρίς Πι-Σι ή λογιστική μηχανή, αλλά με την οξυδέρκεια του μυαλού. Σε μια καρέκλα η γυναίκα του, 82άρα, αρχίζει να λέει τα παράπονά της. "Τριάντα οκτώ χρόνια εδώ μέσα, δεν έχω δει τον ήλιο. 8 με 2 το πρωί, 5 με 10 το βράδυ. Και για πόσα λεφτά; Ζήτημα το 20άρικο τη μέρα. Έχει κανένα νόημα; Παρακαλάω να δώσω δωρεάν την επιχείρηση και δεν τη θέλει κανείς. Όλοι οι νέοι έχουν φύγει. Τραβήξαν για το Ναύπλιο ή για την Αθήνα. Πόσο θα ζήσω ακόμη; Κάθε χρόνο πάω και χειρότερα. Από πέρυσι, κουφάθηκα, κουλάθηκα, μωράθηκα. Πότε θα κάτσω κι εγώ στη βολή μου;". "Λέω να φέρω μια Ρουμάνα, αλλά μου κάνει ζήλειες", λέει αστειευόμενος ο ταμίας, και γελάει μαζί με έναν άλλο ηλικιωμένο κύριο που ως τρίτος παρακολουθεί την σκηνή. "Πάρε αυγουλάκια, είναι φρέσκα, δώσε στα παιδιά σου, μην τα φοβάσαι". Αγοράζω 8 αυγά. Ψευτοπαρηγορώ την παραπονεμένη με ορισμένες στερεότυπες κουβέντες και τους αποχαιρετώ κι εγώ με βιάση, "τραβώντας για τη μεγάλη και αισιόδοξη πολιτεία του Ναυπλίου", όπως και οι νέοι του χωριού.
Το Ναύπλιο είναι σαν παρέλαση νεανικών συγκροτημάτων, σαν άφιξη όλων των πενταήμερων εκδρομών. Εδώ δεν ακούς παράπονα, αλλά βλέπεις κοριτσάκια 18-22 ετών να δοκιμάζουν σκουλαρίκια-φράουλες. Η νιότη έκανε απόβαση στα κεντρικά και άφησε το γήρας στα ορεινά. Κέφι, ενθουσιασμός, οι ταβέρνες γεμάτες, αναγκαζόμαστε να τσιμπήσουμε από σουβλατζίδικο. Οι αντιθέσεις των ηλικιών και οι τύχες των τόπων άνισες.
Δεν φτάνει να ακούς τον καημό του άλλου, θέλει κότσια να ρίξεις άγκυρα δίπλα του και να τον γιάνεις αργά αργά.
Το μπακάλικο, αν δεν το καταλάβατε, είναι το 1821, ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς, ενώ η πιάτσα του Ναυπλίου οι ποπ σίνεμα εντ τελεβίζιον σταρ.
Άλλο η Μαυρογένους κι άλλο... η Μαντώ.
Πέτρος Χριστοφιλίδης