14.3.2011
(...χθες το βράδυ στο μπαράκι / είδα ένα μπακουράκι...)
Το μπακούρι
Τα μπακούρια κάτι έχουν
κι εξ αυτού (δεν) τα προσέχουν.
Μόνα τους κυκλοφορούνε
και βαρύ βλέμμα φορούνε.
Αν βρεθούνε σε παρέα
στέκουν σα νεκρή κεραία
κάπου κάπου αφαιρούνται
μυστικά διανοούνται
με τα μέσα τους μιλάνε
κι άηχα παραμιλάνε.
Άλλα έχουνε κουσούρια
και στις τσέπες τους καβούρια.
Σαν κοιτιούνται στον καθρέφτη
η εκτίμησή τους πέφτει.
Με τη φάτσα τους παλεύουν
ψάχνονται, ανακατεύουν
δοκιμάζουνε το λουκ τους
αναλύονται στο μπουκ τους.
Άλλα απογοητευμένα
από έρωτες χαμένους
άλλα είν' απορριμμένα
σε αγώνες ξεχασμένους
αδελφές ψυχές δεν βρίσκουν
μια φωτίζονται μια θνήσκουν.
Στο ανέλπιστο επενδύουν
και στο θαύμα παραλύουν.
Νύχτες και φαντασιώνονται
έρωτες και ξεσηκώνονται.
Κάποιο ιδανικό ζητώντας
στο κενό παραπατώντας.
Με τον χρόνο να κυλάει
το μπακούρι βλαστημάει
την αλλόκοτή του τύχη
που όλο ύψωνε τον πήχη.
Θα'θελαν την ιστορία
πάλι να την ξαναγράψουν
μαχαιριές τα "αν", σωρεία,
που ματαίως παν να θάψουν.
Αν δεν ήμουν ντροπαλός
κι έπαυα να ζω δειλός
θα'χα πίστη πιο μεγάλη
και δεν θα'μουνα ρετάλι.
Κάθε μου επιτυχία
θα την έφερνα στα χείλη
κι αν δεν φύτρωνε τουλίπα
θα'χα πάντοτε τριφύλλι.
Άλλοτε τη μοναξιά
τη βαφτίζουν περηφάνια
αν δεν φτιάξανε κρασιά
φταίγαν πάντα τα καζάνια.
Φταίει η ανατροφή τους
των δυο φύλων οι αλχημείες
κάποιο τραύμα ή ενοχή τους
της αγάπης οι ατιμίες.
Άλλα μείνανε μπακούρια
μένοντας στα αζήτητα
άλλα είχαν άλλη... φούρια
και αισθάνονται αήττητα.
Άλλα επιλεκτικά
πώς να σπάσουνε αυγά;
άλλα αεί διστακτικά
με το Εγώ τους σε καβγά.
Άλλα όλο φλυαρούνε
και στην πράξη δεν βαστούνε
πάρλα όλο κι επανάληψη
και στα κρίσιμα διάλειψη.
Αχ, μονάχα μια ευκαιρία -
μην τη δούνε τα "θηρία" -
μια στιγμή να'ρχόταν μόνο
και ν' απόδιωχνε τον πόνο.
Μια ματιά και ένα χέρι
ένα σκίρτημα, ένα αγέρι
κάτι να τους ψιθυρίσει
πως ζωή νέα θ' αρχίσει.
Τίποτε, να τους φωνάξει,
πως δεν χάθηκε ακόμα,
δέστε γαλανό ουρανό
τα παλιά; πάρτε μια γόμα.
Ασανσέρ οι προσδοκίες
μια στα ύψη μια στα βάθη
μα, ας μη λέμε, μαλακίες
ό,τι πέρασε, αχ, εχάθη.
Γιατί όσο και να λες
η ηλικία είναι τοπίο
αν δεν σου'κατσε ο βαλές
πες στη νιότη σου "αντίο".
Αν απ' την απελπισία
το μπακούρι μας πιαστεί
μάταιη η ικεσία
θέλει να συμβιβαστεί.
Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες
τα ονείρατα και οι γλαδιόλες
αυτός είμαι και πια δεν αλλάζω
κι ας κοιτάζω όλο άδειο το βάζο.
Μολαταύτα ντυμένο ωραία
το μπακούρι αεί περιμένει
να προκύψει μια σχέση μοιραία
να προκόψει, όσο ακόμη ανασαίνει.
Dum spiro spero
μη με λέτε "γέρο"
ο πενηντάρης κατά Ζαμπέτα
παίζει CD κι όχι δισκέτα.
Χθες το βράδυ στο μπαράκι
είδα ένα μπακουράκι
μου άνοιξε τα σωθικά του
κι είπε τα προσωπικά του.
Η πρώτη ήτανε πρωτάρα
η δεύτερη πολύ αλανιάρα
η τρίτη ένα πιστό σκυλάκι
και σιγανό ως ποταμάκι.
Σ' εκείνη φάνηκα αγαθός -
κι αυτήν που ήθελα περιπαθώς
τη μάζεψαν από δυστύχημα
και χάθηκε κι αυτό το στοίχημα.
Ε, άμα βάλεις και τα ασύμπτωτα
ν' αγαπάς και να μην αγαπιέσαι
βγαίνουν τα χρόνια μας ασήκωτα
άσ'το, κάλλιο μόνος, δεν βαριέσαι.
Εξάλλου ήταν και οι γονέοι
που τους κρατούσα συντροφιά
έτσι πολλοί ξεμένουν νέοι -
με τη μαμά τους αγκαλιά.
Στα μεσοδιαστήματα
πίκρες και χτυπήματα
στις γιορτές και στις αργίες
είχε ο έρως απεργίες.
Στα τραπέζια συγγενών
όλα λέγανε το "νον"
σαν "κρεμάστηκαν" οι φίλοι
μου κουνήσανε μαντίλι.
Παραδέρνω ώρες ώρες
στης πόλης το μεγάλο κάστρο
στα δέντρα αραιές οπώρες
κι εγώ να ψάχνω για 'να άστρο.
Πήγα και σε ένα γραφείο
που ρυθμίζει συνοικέσια
πας σ' ένα τηλεφωνείο
με μια λίστα, ώρα απαίσια!
Μελετάς κάποιο "προφίλ"
την περίμετρο της μέσης
τη δουλειά, το σεξ απίλ,
κι αν πετύχεις, να με χέσεις.
Κρύο πράμα και στημένο
το της γνωριμιάς το πάρτι
γεύμα προτηγανισμένο
κι η μερίδα πάντα σκάρτη.
Πάντοτε αναρωτιέσαι
μα τι έφταιξε, στο διάλο,
καθώς θα αναμετριέσαι
τι μπακούρεψε τον άλλο;
Είναι σαν τα αυτοκίνητα
που ζητούν να σου πωλήσουν
από εμφάνιση είναι άριστα
μα όλο πάνε να σε "ψήσουν"
πάντα κάτι υποψιάζεσαι
κάποια βλάβη αποκρυμμένη
κι όταν πλέον το ψυλλιάζεσαι
στρίβεις - κείνοι απορημένοι.
Φύγαν τα καλά τα πράματα
που τα ζήλευε ο πας
κι έμειναν τα χτυπημένα
μα δειλιάζει ο παράς.
Έμενα αναποφάσιστος
σε όλα τα σικέ παιχνίδια
δίχως να φανώ αχάριστος
"δεν μαζεύω ροκανίδια".
Κι έτσι βλέπω τη σκιά μου
να σηκώνει τα σακιά μου
πάντα ελπίζω πως μια κόρη
θα με δει γλυκό αγόρι.
Κι εκ του φυσικού και μόνο
θα μου γιάτρευε τον πόνο
δίχως "ακτινοσκοπήσεις" -
"σ' αγαπώ, μα μη μ' αφήσεις".
Μόνο για αυτό που είμαι
να μ' αποζητεί μονάχα
μ' ό,τι δείχνω, όπως κείμαι -
κι όχι μ' ό,τι ίσως θα'χα.
Αλλά μέχρι να φανεί
το εξαίσιον πουλί
γω δεν μένω στο σκαμνί
και γυρίζω, αεί, πολύ.
Γιατί όποιος, δη, γυρίζει
όλους τους καρπούς μυρίζει
έχει αισθητήριο
που'ναι ελατήριο.
Το καλό τ' οσφραίνεται
το σικέ σιχαίνεται
άσ' τη φύση να μιλήσει
κι ίσως το καλό δωρίσει.
Ξέρει η φύση να διαλέγει
αλλά τι δεν το προλέγει
άσ' τον χρόνο σου να γράφει
να σε πιάσει από το ράφι.
Σίγουρα θα βάλεις χέρι
- όχι όλα ο Θεός -
κι άμα λάχει κάποιο ταίρι
δεν θα στέκεις ενεός.
Λέω σ' όλα τα μπακούρια
να κρεμάσουνε τα γούρια
και να βγαίνουν περαντζάδες
και να κάνουνε καντάδες
να κερδίζουν κάθε μέρα
κι ας τους κάνουν κάποιοι... πέρα.
Σε όποιον αρέσουμε
και θα μπορέσουμε,
τα κορμιά τ' αφίλητα
τα μ....ά τ' "αμίλητα"
τι κακό να ορφανεύουν
και του κάκου να γυρεύουν
να μη βρίσκουν τη φωλιά τους
τη σαγήνη, τη ''μιλιά'' τους
- να γερνούν παραδομένα -
να τα τρώνε τα καημένα
τα μοναχικά ντουβάρια
τ' άκαρδα του Χάρου φτυάρια.
Τριγυρνούν πολλά μπακούρια
σαν πιασμένα σε μασούρια
μ' άμα κάνουν, κάπως, γιούργια
πράματα θα βγουν καινούργια.
Κι έτσι αυτό το μπακουράκι
βγάζει συμπερασματάκι:
Κάποτε ο Οδυσσέας
θα γυρίσει στην Ιθάκη
θα κορώσει γλέντι ωραίο
να "ζεστάνει" το κονάκι. -
Π.Χ.
(...χθες το βράδυ στο μπαράκι / είδα ένα μπακουράκι...)
Το μπακούρι
Τα μπακούρια κάτι έχουν
κι εξ αυτού (δεν) τα προσέχουν.
Μόνα τους κυκλοφορούνε
και βαρύ βλέμμα φορούνε.
Αν βρεθούνε σε παρέα
στέκουν σα νεκρή κεραία
κάπου κάπου αφαιρούνται
μυστικά διανοούνται
με τα μέσα τους μιλάνε
κι άηχα παραμιλάνε.
Άλλα έχουνε κουσούρια
και στις τσέπες τους καβούρια.
Σαν κοιτιούνται στον καθρέφτη
η εκτίμησή τους πέφτει.
Με τη φάτσα τους παλεύουν
ψάχνονται, ανακατεύουν
δοκιμάζουνε το λουκ τους
αναλύονται στο μπουκ τους.
Άλλα απογοητευμένα
από έρωτες χαμένους
άλλα είν' απορριμμένα
σε αγώνες ξεχασμένους
αδελφές ψυχές δεν βρίσκουν
μια φωτίζονται μια θνήσκουν.
Στο ανέλπιστο επενδύουν
και στο θαύμα παραλύουν.
Νύχτες και φαντασιώνονται
έρωτες και ξεσηκώνονται.
Κάποιο ιδανικό ζητώντας
στο κενό παραπατώντας.
Με τον χρόνο να κυλάει
το μπακούρι βλαστημάει
την αλλόκοτή του τύχη
που όλο ύψωνε τον πήχη.
Θα'θελαν την ιστορία
πάλι να την ξαναγράψουν
μαχαιριές τα "αν", σωρεία,
που ματαίως παν να θάψουν.
Αν δεν ήμουν ντροπαλός
κι έπαυα να ζω δειλός
θα'χα πίστη πιο μεγάλη
και δεν θα'μουνα ρετάλι.
Κάθε μου επιτυχία
θα την έφερνα στα χείλη
κι αν δεν φύτρωνε τουλίπα
θα'χα πάντοτε τριφύλλι.
Άλλοτε τη μοναξιά
τη βαφτίζουν περηφάνια
αν δεν φτιάξανε κρασιά
φταίγαν πάντα τα καζάνια.
Φταίει η ανατροφή τους
των δυο φύλων οι αλχημείες
κάποιο τραύμα ή ενοχή τους
της αγάπης οι ατιμίες.
Άλλα μείνανε μπακούρια
μένοντας στα αζήτητα
άλλα είχαν άλλη... φούρια
και αισθάνονται αήττητα.
Άλλα επιλεκτικά
πώς να σπάσουνε αυγά;
άλλα αεί διστακτικά
με το Εγώ τους σε καβγά.
Άλλα όλο φλυαρούνε
και στην πράξη δεν βαστούνε
πάρλα όλο κι επανάληψη
και στα κρίσιμα διάλειψη.
Αχ, μονάχα μια ευκαιρία -
μην τη δούνε τα "θηρία" -
μια στιγμή να'ρχόταν μόνο
και ν' απόδιωχνε τον πόνο.
Μια ματιά και ένα χέρι
ένα σκίρτημα, ένα αγέρι
κάτι να τους ψιθυρίσει
πως ζωή νέα θ' αρχίσει.
Τίποτε, να τους φωνάξει,
πως δεν χάθηκε ακόμα,
δέστε γαλανό ουρανό
τα παλιά; πάρτε μια γόμα.
Ασανσέρ οι προσδοκίες
μια στα ύψη μια στα βάθη
μα, ας μη λέμε, μαλακίες
ό,τι πέρασε, αχ, εχάθη.
Γιατί όσο και να λες
η ηλικία είναι τοπίο
αν δεν σου'κατσε ο βαλές
πες στη νιότη σου "αντίο".
Αν απ' την απελπισία
το μπακούρι μας πιαστεί
μάταιη η ικεσία
θέλει να συμβιβαστεί.
Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες
τα ονείρατα και οι γλαδιόλες
αυτός είμαι και πια δεν αλλάζω
κι ας κοιτάζω όλο άδειο το βάζο.
Μολαταύτα ντυμένο ωραία
το μπακούρι αεί περιμένει
να προκύψει μια σχέση μοιραία
να προκόψει, όσο ακόμη ανασαίνει.
Dum spiro spero
μη με λέτε "γέρο"
ο πενηντάρης κατά Ζαμπέτα
παίζει CD κι όχι δισκέτα.
Χθες το βράδυ στο μπαράκι
είδα ένα μπακουράκι
μου άνοιξε τα σωθικά του
κι είπε τα προσωπικά του.
Η πρώτη ήτανε πρωτάρα
η δεύτερη πολύ αλανιάρα
η τρίτη ένα πιστό σκυλάκι
και σιγανό ως ποταμάκι.
Σ' εκείνη φάνηκα αγαθός -
κι αυτήν που ήθελα περιπαθώς
τη μάζεψαν από δυστύχημα
και χάθηκε κι αυτό το στοίχημα.
Ε, άμα βάλεις και τα ασύμπτωτα
ν' αγαπάς και να μην αγαπιέσαι
βγαίνουν τα χρόνια μας ασήκωτα
άσ'το, κάλλιο μόνος, δεν βαριέσαι.
Εξάλλου ήταν και οι γονέοι
που τους κρατούσα συντροφιά
έτσι πολλοί ξεμένουν νέοι -
με τη μαμά τους αγκαλιά.
Στα μεσοδιαστήματα
πίκρες και χτυπήματα
στις γιορτές και στις αργίες
είχε ο έρως απεργίες.
Στα τραπέζια συγγενών
όλα λέγανε το "νον"
σαν "κρεμάστηκαν" οι φίλοι
μου κουνήσανε μαντίλι.
Παραδέρνω ώρες ώρες
στης πόλης το μεγάλο κάστρο
στα δέντρα αραιές οπώρες
κι εγώ να ψάχνω για 'να άστρο.
Πήγα και σε ένα γραφείο
που ρυθμίζει συνοικέσια
πας σ' ένα τηλεφωνείο
με μια λίστα, ώρα απαίσια!
Μελετάς κάποιο "προφίλ"
την περίμετρο της μέσης
τη δουλειά, το σεξ απίλ,
κι αν πετύχεις, να με χέσεις.
Κρύο πράμα και στημένο
το της γνωριμιάς το πάρτι
γεύμα προτηγανισμένο
κι η μερίδα πάντα σκάρτη.
Πάντοτε αναρωτιέσαι
μα τι έφταιξε, στο διάλο,
καθώς θα αναμετριέσαι
τι μπακούρεψε τον άλλο;
Είναι σαν τα αυτοκίνητα
που ζητούν να σου πωλήσουν
από εμφάνιση είναι άριστα
μα όλο πάνε να σε "ψήσουν"
πάντα κάτι υποψιάζεσαι
κάποια βλάβη αποκρυμμένη
κι όταν πλέον το ψυλλιάζεσαι
στρίβεις - κείνοι απορημένοι.
Φύγαν τα καλά τα πράματα
που τα ζήλευε ο πας
κι έμειναν τα χτυπημένα
μα δειλιάζει ο παράς.
Έμενα αναποφάσιστος
σε όλα τα σικέ παιχνίδια
δίχως να φανώ αχάριστος
"δεν μαζεύω ροκανίδια".
Κι έτσι βλέπω τη σκιά μου
να σηκώνει τα σακιά μου
πάντα ελπίζω πως μια κόρη
θα με δει γλυκό αγόρι.
Κι εκ του φυσικού και μόνο
θα μου γιάτρευε τον πόνο
δίχως "ακτινοσκοπήσεις" -
"σ' αγαπώ, μα μη μ' αφήσεις".
Μόνο για αυτό που είμαι
να μ' αποζητεί μονάχα
μ' ό,τι δείχνω, όπως κείμαι -
κι όχι μ' ό,τι ίσως θα'χα.
Αλλά μέχρι να φανεί
το εξαίσιον πουλί
γω δεν μένω στο σκαμνί
και γυρίζω, αεί, πολύ.
Γιατί όποιος, δη, γυρίζει
όλους τους καρπούς μυρίζει
έχει αισθητήριο
που'ναι ελατήριο.
Το καλό τ' οσφραίνεται
το σικέ σιχαίνεται
άσ' τη φύση να μιλήσει
κι ίσως το καλό δωρίσει.
Ξέρει η φύση να διαλέγει
αλλά τι δεν το προλέγει
άσ' τον χρόνο σου να γράφει
να σε πιάσει από το ράφι.
Σίγουρα θα βάλεις χέρι
- όχι όλα ο Θεός -
κι άμα λάχει κάποιο ταίρι
δεν θα στέκεις ενεός.
Λέω σ' όλα τα μπακούρια
να κρεμάσουνε τα γούρια
και να βγαίνουν περαντζάδες
και να κάνουνε καντάδες
να κερδίζουν κάθε μέρα
κι ας τους κάνουν κάποιοι... πέρα.
Σε όποιον αρέσουμε
και θα μπορέσουμε,
τα κορμιά τ' αφίλητα
τα μ....ά τ' "αμίλητα"
τι κακό να ορφανεύουν
και του κάκου να γυρεύουν
να μη βρίσκουν τη φωλιά τους
τη σαγήνη, τη ''μιλιά'' τους
- να γερνούν παραδομένα -
να τα τρώνε τα καημένα
τα μοναχικά ντουβάρια
τ' άκαρδα του Χάρου φτυάρια.
Τριγυρνούν πολλά μπακούρια
σαν πιασμένα σε μασούρια
μ' άμα κάνουν, κάπως, γιούργια
πράματα θα βγουν καινούργια.
Κι έτσι αυτό το μπακουράκι
βγάζει συμπερασματάκι:
Κάποτε ο Οδυσσέας
θα γυρίσει στην Ιθάκη
θα κορώσει γλέντι ωραίο
να "ζεστάνει" το κονάκι. -
Π.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου