21.3.2011
(Στη χθεσινή στερνή παράσταση, πολύς ο κόσμος, φωτογράφος και καμεραμάν μες στο κοινό, εν αντιθέσει με την πλακοστρωμένη Αδριανού που δεν θύμιζε άλλες εποχές. Τα κοστούμια, κυρίως τα ιστορικά της Λήδας Τασοπούλου, θα μεταφερθούν στην οικία Ευαγγελάτου στην Κηφισιά. Από σήμερα ξεκινάει η εκκένωση. Με την κάμερα ανά χείρας βιντεοσκόπησα τη σκηνή, τις θέσεις του κοινού, ένα "κάτι" από τα παρασκήνια, τον χώρο έξω από τα καμαρίνια κ.λπ. 95 παραστάσεις δόθηκαν στην Αδριανού. Υπάρχει μπόλικο εκδοτικό υλικό [κυρίως προγράμματα παραστάσεων με όλο το κείμενο σε μετάφραση], που θα μεταφερθούν σε αποθήκη. Η μόνη λύση από δω και πέρα είναι η μετάπλαση χώρου παραχωρηθησομένου από το Υπουργείο Πολιτισμού ή τον Δήμο Αθηναίων, παρ' όλο που ο Υπουργός Πολιτισμού δεν δέχτηκε να συναντήσει ούτε απάντησε στο αίτημα του σκηνοθέτη [9 μήνες σιωπής, όπως μου έλεγε χαρακτηριστικά ο συνεργάτης του κου Σπύρου]. Σιωπής απέναντι στον μόνο σκηνοθέτη που είναι και πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός, με 200 σκηνοθεσίες στο ενεργητικό του. Αντιθέτως, ο Παπούλιας τον δέχτηκε μέσα σε μία εβδομάδα [δείτε εδώ αντιθέσεις ηθών και τρόπων]. Μπορεί να λείπουν η Λήδα και ο Αντίοχος, υπάρχουν όμως ο Σπύρος και η Κατερίνα. Και η ελπίδα ότι μπορεί κάποιος χώρος να βρεθεί στο μέλλον. Έχω την περιέργεια να δω οι ιδιοκτήτες του Αμφιθεάτρου σε τι θα τον μετατρέψουν τον χώρο. Ό,τι κι αν γίνει πάντως, θέατρο θα μυρίζει, και τα τρία "ντριν" θα πάλλονται μέσα μας σαν εφιάλτης.
Το κείμενο που ακολουθεί, που τοιχοκολλήθηκε εκτός του θεάτρου, γράφτηκε για εκείνους που σχολιάζοντας το γεγονός, παρασυρόμενοι, τους ξέφυγε και το "ε, μα αυτός πια έκανε τον κύκλο του".)
Ο κύκλος – Το τέλος
«Κι αν δεν υπήρχε ένας λόγος, θα έπρεπε να εφεύρουμε έναν λόγο». Απ’ ό,τι φαίνεται, το μεγάλο πρόβλημα που τυραννάει στις μέρες μας όλους τους δολιοφθορείς του δημόσιου βίου είναι η ηθική ένδυση των αποδοκιμαστέων πράξεών τους, ώστε να αμβλύνονται οι εντυπώσεις του εγκλήματος και να προβάλλεται το γεγονός της ανομίας ως κάτι λογικό και παραδεκτό, σχεδόν ως προϊόν μιας φυσικής τάξεως. Ο δολοφόνος έχει ήδη ολοκληρώσει την αποστολή του, μα βρίσκεται ενώπιον ενός σοβαρού προβλήματος: πώς θα το αιτιολογήσει; πώς θα ξεγελάσει τον εαυτό του ότι δεν επρόκειτο για έγκλημα, παρά για μια αναγκαία αιματηρή ‘’εγχείρηση’’; και πώς θα πείσει και την κοινή γνώμη ότι η πράξη του ευθυγραμμίζεται με τον ηθικό κοινωνικό κώδικα; Στην απέλπιδα προσπάθεια αυτή, πλάθονται τα πιο σαθρά επιχειρήματα, που σαν μιαρά ράκη ζητούν να καλύψουν τη γύμνια παντός λόγου.
Κι έτσι περίπου επιλέγεται ως στερεότυπο αιτιολογικό τέχνασμα το πιστεύω μιας γεωμετρικής οφθαλμαπάτης: ο θάνατος, λένε, ήλθε με το κλείσιμο του κύκλου. «Έκλεισε τον κύκλο του και καλόν θα είναι να ετοιμάζει τις αποσκευές του για το ‘’μεγάλο ταξίδι’’». Κάποια φωνή λέει μέσα μου πως εδώ ανευρίσκονται τα ίχνη μιας επί πολύν καιρό τρεφομένης χαιρεκακίας. Τα κοράκια ήταν κρυμμένα πίσω από την κορυφογραμμή των ορέων και μόλις αντιλήφθηκαν τα πρώτα σημάδια, έναν κάπως ασταθή βηματισμό, τις στιγμές δηλαδή που το υποκείμενο τρεκλίζει πριν από την πτώση του, αναδύθηκαν σε σχηματισμό αδίστακτης αγέλης, έτοιμα να τρυπήσουν το μελλούμενο κουφάρι.
Όσοι ασχολούνται με τη θεατρική τέχνη ως δρώσες δυνάμεις προπάντων ξεχωρίζουν για τη δύναμη της αυτοκριτικής τους. Το δοκιμασμένο αισθητήριό τους τούς βοηθά να ξεχωρίζουν τη χρυσίζουσα λάμψη ενός υποκριτικού επιτεύγματος από το θολό φως της μετριότητας. Ο άνθρωπος του θεάτρου δοκιμάζει αδιαλείπτως τον εαυτό του και δοκιμάζεται. Βρίσκει τα όρια των δεξιοτήτων του, τεστάρει τις εσωτερικές δυνάμεις του, κάθε ώρα και στιγμή αισθάνεται αν τήρησε ή υπερέβη το μέτρο της τέχνης του. Ο πνευματικός αγώνας είναι ατελεύτητος. Και μόνο αυτός θα κάνει την ακριβοδίκαιη διάγνωση της καλλιτεχνικής ποιότητας, αυτός μόνο ως θεράπων ιατρός της τέχνης του θα δει πρώτος τα πρώτα ρήγματα και την πρώτη σκουριά, τα «σημεία» μιας αρχομένης φθοράς. Αυτός μόνο με το οξυμμένο αισθητήριό του θα οσμιστεί την επέλευση του θανάτου. Και δεν θα επιτρέψει στην τέχνη του να συρθεί γερασμένη πάνω στο σανίδι. Στους πρώτους κραδασμούς των γηρατειών, στις πρώτες ‘’εκπτώσεις’’, θα αποσυρθεί αξιοπρεπώς στο ενδιαίτημά του. Αυτός θα νιώσει και θα δει πού και πότε ακριβώς «κλείνει ο προσωπικός του κύκλος». Ώστε η ετυμηγορία του, η όποια ομολογημένη αδυναμία του, εύρημα της ανελέητης ενδοσκόπησης, της αυτοκριτικής «ανασκαφής» του, να αντιπροσωπεύει την αλήθεια και τίποτε άλλο πέραν αυτής.
Ποιος λοιπόν στην περίπτωσή μας δίδει δικαίωμα στους άλλους να ομιλούν για το δικό μας «θάνατο»; Αλήθεια, ποιος γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό του, το Εγώ ή οι άλλοι; Ο νεοελληνικός πολιτισμός, ανέκαθεν κρατικοδίαιτος, έχει μεταβληθεί σε μιαν αρένα διασταυρούμενων συμφερόντων. Φανερή είναι η προσπάθεια αμφισβήτησης των σοβαρών πολιτιστικών μεγεθών. Οι παρδαλές δυνάμεις του καινούριου, όσοι αυτοβαφτίζονται «νεωτεριστές», ψάχνουν να βρουν τη θέση τους μέσα στη συγχυσμένη πολιτιστική αγορά. Αλλά για να το επιτύχουν αυτό, πρέπει να εκτοπίσουν τους «ανταγωνιστές» τους. Να αρχίσουν να διαδίδουν τα περί φθοράς και θανάτου τους, ώστε να πείσουν πως οι δικές τους επιλογές είναι η αυτοκάθαρση του συστήματος. Το παλαιό, το ιστορικό, ό,τι φέρει μιαν παράδοση, απαξιώνεται ως φορέας της συντήρησης, οι εισαγόμενες καινοτομίες και τα αδοκίμαστα εργαστηριακά πειράματα γίνονται οι πρέσβεις των νέων τάσεων και μορφών, χωρίς ρίζες στο ψυχικό υπέδαφος του κοινού. Τραβώντας αυθαίρετα μια γραμμή στον μαυροπίνακα πάμε να διαγράψουμε την ύπαρξη και τη σημασία του ‘’κλασικού’’ επιχειρώντας να το αντικαταστήσουμε με ‘’διανοητικά μειράκια’’. Και πάντα να μένει στον ταπεινό παρατηρητή του πολιτιστικού θεάματος η αίσθηση/το αίσθημα πως το οικονομικό παίγνιον καθορίζει κυριαρχικά την τύχη της σοβαρής τέχνης – να πικρίζουν κάπως τα ‘’μέσα του’’ από τη διαμόρφωση ενός άναρχου πολιτιστικού τοπίου, με υποκινούμενη προπαγάνδα, με νεοφερμένα ξόανα, μυστικά χαλκεία, τεθλασμένες πομφόλυγες, κενολόγο ρητορεία, πλίνθους και λίθους ατάκτως ερριμμένους, μια μιαν αταξία σκέψεων και προθέσεων, μια βασανιστική σύγχυση αξιών, μια «δημοκρατική» πολυφωνία που πιο πολύ ταλαιπωρεί παρά ευφραίνει καρδίαν.
Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος. Εμείς και μόνο εμείς αποφασίζουμε για την οργάνωση του κοινωνικού μας βίου, τα δικά μας χέρια και ο δικός μας νους γκρέμισαν τα νεοκλασικά οικοδομήματα, εγκατέλειψαν τα ιστορικά μνημεία, ανέχτηκαν την εισβολή πολλών μορφών σύγχρονης βαρβαρότητας. Εμείς θα κρίνουμε πόσο βαθιά θα μπηχτεί το μαχαίρι. Το ότι αποσύρουμε ένα παλαιό όχημα όπως μια παλαιά αντίληψη δεν σημαίνει ότι αυτή «δεν δούλευε πια». Το ότι ρηγνύουμε μια προσωπική σχέση, έναν ανθρώπινο δεσμό ή μια φιλική συνεργασία δεν σημαίνει ότι αυτή «δεν θα μπορούσε άλλο να σωθεί». Το ότι καταργούμε έναν παλαιό κανόνα δικαίου, έναν θετό νόμο ή έναν πατροπαράδοτο θεσμό δεν σημαίνει ότι αυτός «δεν θα ηδύνατο έν τινι βαθμώ να προσαρμοσθή στας συγχρόνους ανάγκας». Κεντρισμένοι από τον ιό μιας δαιμονικής ματαιοδοξίας, μιας εμμονής να ξεθεμελιώνουμε τα επίπονα δημιουργήματα που μας κληροδοτήθηκαν προκειμένου να θέτουμε εμείς τη σφραγίδα μας στο «πολυπολιτισμικό» μόρφωμα του σύγχρονου κόσμου, για να καρπωθούμε δόξες και τιμές, δεν διστάζουμε να παρασύρουμε στη λήθη και στην ανυπαρξία ό,τι μας παραδόθηκε με πολλή αγάπη και αφοσίωση από τους ανώνυμους και επώνυμους εργάτες του πνεύματος, τους ανιδιοτελείς σκαπανείς του λαϊκού μας πολιτισμού.
Και αδυνατεί κανείς να κατανοήσει πώς ο θεατρικός αυτός χώρος, βαρύς από τα κοστούμια της κοινωνικής και άλλης μνήμης, εξισώνεται από τους ασπόνδυλους κονδυλοφόρους ή τους τυχάρπαστους ελευθερόστομους με τον πρωτεργάτη του ώστε η ‘’οριστική πλέον πτώση του’’ να βιώνεται ως προσωπικό και μόνο πλήγμα αυτού του τελευταίου. Και όχι ως πλήγμα τόσων πολλών συνεργατών που στεφανώνουν την παρουσίαση μιας παράστασης. Κι όχι ως πλήγμα τόσων πολλών θεατών που υποδέχονται τα μηνύματα μιας διδασκαλίας. Κι όχι ως πλήγμα τόσων πολλών κατοίκων αυτής της προικισμένης συνοικίας που ξαφνικά θα δουν τον δοξασμένο φάρο της να σβήνει. Κι όχι ως πλήγμα τόσων πολλών ξενοφερμένων επισκεπτών που μπήκαν ένα βράδυ κι αυτοί για να ακούσουν «φωνή ελληνική», σε ελληνικό ή ξένο μύθο. Κι όχι ως πλήγμα γενικά του θεάτρου ως μητρός της αρχαίας τέχνης που θρηνεί ένα από τα μεγάλα ηλικιακώς τέκνα της.
Αλλά η ευθύνη δεν ήταν μόνο μιας κωφεύουσας πολιτειακής αρχής, που παρ’ ότι θα αναγνωρίσει στο μέλλον, πάντα μετά θάνατον, τα ζωογόνα νάματα και την προσφορά του «Αμφιθεάτρου», δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να βασανισθεί για να βρει κάποια λύση, απασχολημένη με άλλες προτεραιότητες. Μια συνευθύνη ορίζεται για όλο το κοινωνικό σώμα, για όλους τους ‘’τηλεοπτικούς πολίτες’’, και ειδικά για εκείνους που τραγουδούν ανέμελα δίπλα από τον ανοιγμένο τάφο, που σφυρίζουν εύθυμα και περί άλλα τυρβάζουν. Για όλους αυτούς τα παρακάτω λόγια από μια πρόσφατη μυθιστορηματική καταγραφή*, λόγια γραμμένα για τα μεγάλα, τα πυρακτωμένα γεγονότα της εποχής μας, που θα μπορούσαν να ισχύσουν ωστόσο για ό,τι ο καθένας μας θα χαρακτήριζε «βαρύνον/σημαίνον γεγονός», όπως δηλαδή και για την περίπτωσή μας, θα υπενθυμίζουν και συνάμα θα απειλούν ότι τα κοράκια παραμονεύουν και ο οιοσδήποτε εξ ημών μπορεί να γίνει ο στόχος της ορμητικής καθόδου τους:
‘’…Πόσες χιλιάδες λιμοκτονούν στον πλανήτη; Πόσες φωτιές ανάβουν, πόσες πλημμύρες γίνονται, τυφώνες, καταστροφές βιβλικές; Και μας ήρθε η λέξη τσουνάμι.
Πόσο συγκλονιστήκαμε; Και τι σημαίνει συγκλονίζομαι; Αλλάζω μήπως ρότα, ζωή;
Ούτε καν χάνω τον ύπνο μου. Διότι, και αν τον χάσω, υπάρχουν τα χημικά σκευάσματα. Επομένως; Αν τα γεγονότα που συναρμολογούν την εποχή μας έρχονται και μας βρίσκουν ως τηλεοπτικές εικόνες μέσα στα σπίτια μας, απρόσκλητα μεν αλλ’ απολύτως ακίνδυνα… ποια θα μπορούσε να είναι η συμμετοχή μας σ’ αυτά και ποιο το στίγμα της εποχής;…΄΄
………………………………………………………………………………………………
*M. Δούκα, Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, σελ. 73-74
ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ
(Στη χθεσινή στερνή παράσταση, πολύς ο κόσμος, φωτογράφος και καμεραμάν μες στο κοινό, εν αντιθέσει με την πλακοστρωμένη Αδριανού που δεν θύμιζε άλλες εποχές. Τα κοστούμια, κυρίως τα ιστορικά της Λήδας Τασοπούλου, θα μεταφερθούν στην οικία Ευαγγελάτου στην Κηφισιά. Από σήμερα ξεκινάει η εκκένωση. Με την κάμερα ανά χείρας βιντεοσκόπησα τη σκηνή, τις θέσεις του κοινού, ένα "κάτι" από τα παρασκήνια, τον χώρο έξω από τα καμαρίνια κ.λπ. 95 παραστάσεις δόθηκαν στην Αδριανού. Υπάρχει μπόλικο εκδοτικό υλικό [κυρίως προγράμματα παραστάσεων με όλο το κείμενο σε μετάφραση], που θα μεταφερθούν σε αποθήκη. Η μόνη λύση από δω και πέρα είναι η μετάπλαση χώρου παραχωρηθησομένου από το Υπουργείο Πολιτισμού ή τον Δήμο Αθηναίων, παρ' όλο που ο Υπουργός Πολιτισμού δεν δέχτηκε να συναντήσει ούτε απάντησε στο αίτημα του σκηνοθέτη [9 μήνες σιωπής, όπως μου έλεγε χαρακτηριστικά ο συνεργάτης του κου Σπύρου]. Σιωπής απέναντι στον μόνο σκηνοθέτη που είναι και πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός, με 200 σκηνοθεσίες στο ενεργητικό του. Αντιθέτως, ο Παπούλιας τον δέχτηκε μέσα σε μία εβδομάδα [δείτε εδώ αντιθέσεις ηθών και τρόπων]. Μπορεί να λείπουν η Λήδα και ο Αντίοχος, υπάρχουν όμως ο Σπύρος και η Κατερίνα. Και η ελπίδα ότι μπορεί κάποιος χώρος να βρεθεί στο μέλλον. Έχω την περιέργεια να δω οι ιδιοκτήτες του Αμφιθεάτρου σε τι θα τον μετατρέψουν τον χώρο. Ό,τι κι αν γίνει πάντως, θέατρο θα μυρίζει, και τα τρία "ντριν" θα πάλλονται μέσα μας σαν εφιάλτης.
Το κείμενο που ακολουθεί, που τοιχοκολλήθηκε εκτός του θεάτρου, γράφτηκε για εκείνους που σχολιάζοντας το γεγονός, παρασυρόμενοι, τους ξέφυγε και το "ε, μα αυτός πια έκανε τον κύκλο του".)
Ο κύκλος – Το τέλος
«Κι αν δεν υπήρχε ένας λόγος, θα έπρεπε να εφεύρουμε έναν λόγο». Απ’ ό,τι φαίνεται, το μεγάλο πρόβλημα που τυραννάει στις μέρες μας όλους τους δολιοφθορείς του δημόσιου βίου είναι η ηθική ένδυση των αποδοκιμαστέων πράξεών τους, ώστε να αμβλύνονται οι εντυπώσεις του εγκλήματος και να προβάλλεται το γεγονός της ανομίας ως κάτι λογικό και παραδεκτό, σχεδόν ως προϊόν μιας φυσικής τάξεως. Ο δολοφόνος έχει ήδη ολοκληρώσει την αποστολή του, μα βρίσκεται ενώπιον ενός σοβαρού προβλήματος: πώς θα το αιτιολογήσει; πώς θα ξεγελάσει τον εαυτό του ότι δεν επρόκειτο για έγκλημα, παρά για μια αναγκαία αιματηρή ‘’εγχείρηση’’; και πώς θα πείσει και την κοινή γνώμη ότι η πράξη του ευθυγραμμίζεται με τον ηθικό κοινωνικό κώδικα; Στην απέλπιδα προσπάθεια αυτή, πλάθονται τα πιο σαθρά επιχειρήματα, που σαν μιαρά ράκη ζητούν να καλύψουν τη γύμνια παντός λόγου.
Κι έτσι περίπου επιλέγεται ως στερεότυπο αιτιολογικό τέχνασμα το πιστεύω μιας γεωμετρικής οφθαλμαπάτης: ο θάνατος, λένε, ήλθε με το κλείσιμο του κύκλου. «Έκλεισε τον κύκλο του και καλόν θα είναι να ετοιμάζει τις αποσκευές του για το ‘’μεγάλο ταξίδι’’». Κάποια φωνή λέει μέσα μου πως εδώ ανευρίσκονται τα ίχνη μιας επί πολύν καιρό τρεφομένης χαιρεκακίας. Τα κοράκια ήταν κρυμμένα πίσω από την κορυφογραμμή των ορέων και μόλις αντιλήφθηκαν τα πρώτα σημάδια, έναν κάπως ασταθή βηματισμό, τις στιγμές δηλαδή που το υποκείμενο τρεκλίζει πριν από την πτώση του, αναδύθηκαν σε σχηματισμό αδίστακτης αγέλης, έτοιμα να τρυπήσουν το μελλούμενο κουφάρι.
Όσοι ασχολούνται με τη θεατρική τέχνη ως δρώσες δυνάμεις προπάντων ξεχωρίζουν για τη δύναμη της αυτοκριτικής τους. Το δοκιμασμένο αισθητήριό τους τούς βοηθά να ξεχωρίζουν τη χρυσίζουσα λάμψη ενός υποκριτικού επιτεύγματος από το θολό φως της μετριότητας. Ο άνθρωπος του θεάτρου δοκιμάζει αδιαλείπτως τον εαυτό του και δοκιμάζεται. Βρίσκει τα όρια των δεξιοτήτων του, τεστάρει τις εσωτερικές δυνάμεις του, κάθε ώρα και στιγμή αισθάνεται αν τήρησε ή υπερέβη το μέτρο της τέχνης του. Ο πνευματικός αγώνας είναι ατελεύτητος. Και μόνο αυτός θα κάνει την ακριβοδίκαιη διάγνωση της καλλιτεχνικής ποιότητας, αυτός μόνο ως θεράπων ιατρός της τέχνης του θα δει πρώτος τα πρώτα ρήγματα και την πρώτη σκουριά, τα «σημεία» μιας αρχομένης φθοράς. Αυτός μόνο με το οξυμμένο αισθητήριό του θα οσμιστεί την επέλευση του θανάτου. Και δεν θα επιτρέψει στην τέχνη του να συρθεί γερασμένη πάνω στο σανίδι. Στους πρώτους κραδασμούς των γηρατειών, στις πρώτες ‘’εκπτώσεις’’, θα αποσυρθεί αξιοπρεπώς στο ενδιαίτημά του. Αυτός θα νιώσει και θα δει πού και πότε ακριβώς «κλείνει ο προσωπικός του κύκλος». Ώστε η ετυμηγορία του, η όποια ομολογημένη αδυναμία του, εύρημα της ανελέητης ενδοσκόπησης, της αυτοκριτικής «ανασκαφής» του, να αντιπροσωπεύει την αλήθεια και τίποτε άλλο πέραν αυτής.
Ποιος λοιπόν στην περίπτωσή μας δίδει δικαίωμα στους άλλους να ομιλούν για το δικό μας «θάνατο»; Αλήθεια, ποιος γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό του, το Εγώ ή οι άλλοι; Ο νεοελληνικός πολιτισμός, ανέκαθεν κρατικοδίαιτος, έχει μεταβληθεί σε μιαν αρένα διασταυρούμενων συμφερόντων. Φανερή είναι η προσπάθεια αμφισβήτησης των σοβαρών πολιτιστικών μεγεθών. Οι παρδαλές δυνάμεις του καινούριου, όσοι αυτοβαφτίζονται «νεωτεριστές», ψάχνουν να βρουν τη θέση τους μέσα στη συγχυσμένη πολιτιστική αγορά. Αλλά για να το επιτύχουν αυτό, πρέπει να εκτοπίσουν τους «ανταγωνιστές» τους. Να αρχίσουν να διαδίδουν τα περί φθοράς και θανάτου τους, ώστε να πείσουν πως οι δικές τους επιλογές είναι η αυτοκάθαρση του συστήματος. Το παλαιό, το ιστορικό, ό,τι φέρει μιαν παράδοση, απαξιώνεται ως φορέας της συντήρησης, οι εισαγόμενες καινοτομίες και τα αδοκίμαστα εργαστηριακά πειράματα γίνονται οι πρέσβεις των νέων τάσεων και μορφών, χωρίς ρίζες στο ψυχικό υπέδαφος του κοινού. Τραβώντας αυθαίρετα μια γραμμή στον μαυροπίνακα πάμε να διαγράψουμε την ύπαρξη και τη σημασία του ‘’κλασικού’’ επιχειρώντας να το αντικαταστήσουμε με ‘’διανοητικά μειράκια’’. Και πάντα να μένει στον ταπεινό παρατηρητή του πολιτιστικού θεάματος η αίσθηση/το αίσθημα πως το οικονομικό παίγνιον καθορίζει κυριαρχικά την τύχη της σοβαρής τέχνης – να πικρίζουν κάπως τα ‘’μέσα του’’ από τη διαμόρφωση ενός άναρχου πολιτιστικού τοπίου, με υποκινούμενη προπαγάνδα, με νεοφερμένα ξόανα, μυστικά χαλκεία, τεθλασμένες πομφόλυγες, κενολόγο ρητορεία, πλίνθους και λίθους ατάκτως ερριμμένους, μια μιαν αταξία σκέψεων και προθέσεων, μια βασανιστική σύγχυση αξιών, μια «δημοκρατική» πολυφωνία που πιο πολύ ταλαιπωρεί παρά ευφραίνει καρδίαν.
Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος. Εμείς και μόνο εμείς αποφασίζουμε για την οργάνωση του κοινωνικού μας βίου, τα δικά μας χέρια και ο δικός μας νους γκρέμισαν τα νεοκλασικά οικοδομήματα, εγκατέλειψαν τα ιστορικά μνημεία, ανέχτηκαν την εισβολή πολλών μορφών σύγχρονης βαρβαρότητας. Εμείς θα κρίνουμε πόσο βαθιά θα μπηχτεί το μαχαίρι. Το ότι αποσύρουμε ένα παλαιό όχημα όπως μια παλαιά αντίληψη δεν σημαίνει ότι αυτή «δεν δούλευε πια». Το ότι ρηγνύουμε μια προσωπική σχέση, έναν ανθρώπινο δεσμό ή μια φιλική συνεργασία δεν σημαίνει ότι αυτή «δεν θα μπορούσε άλλο να σωθεί». Το ότι καταργούμε έναν παλαιό κανόνα δικαίου, έναν θετό νόμο ή έναν πατροπαράδοτο θεσμό δεν σημαίνει ότι αυτός «δεν θα ηδύνατο έν τινι βαθμώ να προσαρμοσθή στας συγχρόνους ανάγκας». Κεντρισμένοι από τον ιό μιας δαιμονικής ματαιοδοξίας, μιας εμμονής να ξεθεμελιώνουμε τα επίπονα δημιουργήματα που μας κληροδοτήθηκαν προκειμένου να θέτουμε εμείς τη σφραγίδα μας στο «πολυπολιτισμικό» μόρφωμα του σύγχρονου κόσμου, για να καρπωθούμε δόξες και τιμές, δεν διστάζουμε να παρασύρουμε στη λήθη και στην ανυπαρξία ό,τι μας παραδόθηκε με πολλή αγάπη και αφοσίωση από τους ανώνυμους και επώνυμους εργάτες του πνεύματος, τους ανιδιοτελείς σκαπανείς του λαϊκού μας πολιτισμού.
Και αδυνατεί κανείς να κατανοήσει πώς ο θεατρικός αυτός χώρος, βαρύς από τα κοστούμια της κοινωνικής και άλλης μνήμης, εξισώνεται από τους ασπόνδυλους κονδυλοφόρους ή τους τυχάρπαστους ελευθερόστομους με τον πρωτεργάτη του ώστε η ‘’οριστική πλέον πτώση του’’ να βιώνεται ως προσωπικό και μόνο πλήγμα αυτού του τελευταίου. Και όχι ως πλήγμα τόσων πολλών συνεργατών που στεφανώνουν την παρουσίαση μιας παράστασης. Κι όχι ως πλήγμα τόσων πολλών θεατών που υποδέχονται τα μηνύματα μιας διδασκαλίας. Κι όχι ως πλήγμα τόσων πολλών κατοίκων αυτής της προικισμένης συνοικίας που ξαφνικά θα δουν τον δοξασμένο φάρο της να σβήνει. Κι όχι ως πλήγμα τόσων πολλών ξενοφερμένων επισκεπτών που μπήκαν ένα βράδυ κι αυτοί για να ακούσουν «φωνή ελληνική», σε ελληνικό ή ξένο μύθο. Κι όχι ως πλήγμα γενικά του θεάτρου ως μητρός της αρχαίας τέχνης που θρηνεί ένα από τα μεγάλα ηλικιακώς τέκνα της.
Αλλά η ευθύνη δεν ήταν μόνο μιας κωφεύουσας πολιτειακής αρχής, που παρ’ ότι θα αναγνωρίσει στο μέλλον, πάντα μετά θάνατον, τα ζωογόνα νάματα και την προσφορά του «Αμφιθεάτρου», δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να βασανισθεί για να βρει κάποια λύση, απασχολημένη με άλλες προτεραιότητες. Μια συνευθύνη ορίζεται για όλο το κοινωνικό σώμα, για όλους τους ‘’τηλεοπτικούς πολίτες’’, και ειδικά για εκείνους που τραγουδούν ανέμελα δίπλα από τον ανοιγμένο τάφο, που σφυρίζουν εύθυμα και περί άλλα τυρβάζουν. Για όλους αυτούς τα παρακάτω λόγια από μια πρόσφατη μυθιστορηματική καταγραφή*, λόγια γραμμένα για τα μεγάλα, τα πυρακτωμένα γεγονότα της εποχής μας, που θα μπορούσαν να ισχύσουν ωστόσο για ό,τι ο καθένας μας θα χαρακτήριζε «βαρύνον/σημαίνον γεγονός», όπως δηλαδή και για την περίπτωσή μας, θα υπενθυμίζουν και συνάμα θα απειλούν ότι τα κοράκια παραμονεύουν και ο οιοσδήποτε εξ ημών μπορεί να γίνει ο στόχος της ορμητικής καθόδου τους:
‘’…Πόσες χιλιάδες λιμοκτονούν στον πλανήτη; Πόσες φωτιές ανάβουν, πόσες πλημμύρες γίνονται, τυφώνες, καταστροφές βιβλικές; Και μας ήρθε η λέξη τσουνάμι.
Πόσο συγκλονιστήκαμε; Και τι σημαίνει συγκλονίζομαι; Αλλάζω μήπως ρότα, ζωή;
Ούτε καν χάνω τον ύπνο μου. Διότι, και αν τον χάσω, υπάρχουν τα χημικά σκευάσματα. Επομένως; Αν τα γεγονότα που συναρμολογούν την εποχή μας έρχονται και μας βρίσκουν ως τηλεοπτικές εικόνες μέσα στα σπίτια μας, απρόσκλητα μεν αλλ’ απολύτως ακίνδυνα… ποια θα μπορούσε να είναι η συμμετοχή μας σ’ αυτά και ποιο το στίγμα της εποχής;…΄΄
………………………………………………………………………………………………
*M. Δούκα, Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, σελ. 73-74
ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου