Αυτή τη δρεπανηφόρο άνοιξη που διανύουμε, ανάμεσα στους πολλούς δημόσιους θανάτους που όλους μας στενοχώρησαν, ήρθε κι ένας θάνατος στην ιδιωτική μου σφαίρα να με ταράξει.
Για μένα, για την προσωπική μου μυθολογία, ήταν ίσως η πιο αυθεντική, η πιο περιεκτική εκδοχή του “θείου από τα ξένα” – του θείου που τον περιμέναμε να έρθει κάθε καλοκαίρι για να μας φέρει τα ξαδέλφια μας, συντρόφους στα παιχνίδια και τις βόλτες μας, μα και για τα καλούδια που κάθε φορά είχε μαζί του – από τις (απούσες τότε από τα ελληνικά ράφια) σοκολάτες Bounty (που ανορθόγραφα τότε τις προφέραμε «μπούντυ») σε συσκευασίες των έξι τεμαχίων, ενίοτε και τις μπανάνες, στην εποχή της ωσεί «μπανανοαπαγόρευσης» στα μέσα της δεκαετίας του ’80, μέχρι ορισμένα περίεργα μικροέπιπλα από το εξωτικό τότε ως άκουσμα ΙΚΕΑ, που 2-3 δεκαετίες αργότερα έμελλε να γίνει το απόλυτο καταναλωτικό φετίχ του καταχρεωμένου νεοέλληνα. Έχει αφήσει εποχή από εκείνα τα χρόνια η κάθοδός του στην Ελλάδα το 1987, σε μέρες Ευρωμπάσκετ, με τη συνταξιδιώτισσα τότε μητέρα μου να μου διηγείται τις σπαρταριστές λεπτομέρειες: πώς είχε «στουμπώσει» κυριολεκτικά το φορτηγάκι κλειστού τύπου με το οποίο ταξίδευε τότε με πράγματα κάθε λογής, χρήσιμα και άχρηστα, τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο με τρόπο που αποθάρρυνε ακόμα και τον πιο υπομονετικό τελωνειακό ελεγκτή.
Θυμάμαι σαν τώρα τη μορφή του από εκείνα τα χρόνια: λεβέντη, προσηνή, να μπαίνει στο σπίτι μας στην Αθήνα (που ποτέ του δεν κατάφερε να αντέξει για πάνω από 2-3 μέρες), φορώντας τα χαρακτηριστικά κλειστά τσόκαρα που τον βόλευαν στην οδήγηση, στα ατέλειωτα χιλιόμετρα που καταβρόχθιζε στην ίδια πάντα διαδρομή: Σουηδία – Γερμανία – Αυστρία – Γιουγκοσλαβία («να διασχίσουμε μέρα τη Γιουγκοσλαβία», η μόνιμη έγνοια του – μετά το 1991 το ταξίδι γινόταν μέσω Τεργέστης) – Ελλάδα. Τον θυμάμαι κι αργότερα, να απαντά σε δικές μου απορίες και να μου αναλύει το κοινωνικό κράτος της Σουηδίας κι εγώ να «χάσκω» ακούγοντας για συστήματα και πρακτικές που και τότε και τώρα ακούγονται μακρινό όνειρο για την Ελλάδα, κι εκείνος να μου αντιτείνει: «ναι, όλα καλά, αλλά εμείς είμαστε ξένοι εκεί».
Είχε περάσει πολλά στη ζωή του ο θείος… στην καθαρή και άδολη μέχρι το τέλος καρδιά του κουβαλούσε, θαρρούσε κανείς, τρεις καημούς, από εκείνους που σημάδεψαν το λαό μας τον εικοστό αιώνα: τον καημό της προσφυγιάς, που είχε σημαδέψει τους προγόνους του, τον καημό της Κατοχής που έζησε παιδί, και τον καημό του μετανάστη, που αναγκάστηκε να φύγει νέος στα ξένα προκειμένου να ορθοποδήσει.
Θυμάμαι κι έναν άλλο καημό που τον κατέτρωγε πριν από 10-15 χρόνια… που τα παιδιά του, δυο λεβέντες με όλη τη σημασία της λέξεως που συνδύαζαν και συνδυάζουν αρμονικά τις αρετές του έλληνα και εκείνες του σκανδιναβού, δεν παντρεύτηκαν ελληνίδες αλλά σουηδέζες, που αποφάσισαν να στήσουν τα νοικοκυριά τους στη χώρα που του πρόσφερε τόσα πολλά, αλλά ο ίδιος δεν μπόρεσε ποτέ να νιώσει ως πατρίδα. Πιστεύω ότι η πανστρατιά από εγγόνια που τον περιστοίχιζαν και τον υπεραγαπούσαν μαλάκωσε με τα χρόνια αυτόν τον καημό. Δεν αποκλείεται επίσης τον τελευταίο καιρό, με την αρρώστια να τον σιγοτρώει, να στενοχωριόταν που το τέλος δε θα τον έβρισκε στα πάτρια – στις Σέρρες όπου μεγάλωσε, ή στο Βόλο που ήταν η εν Ελλάδι βάση του επί σαράντα και πλέον χρόνια. Ίσως όμως και να μην το σκεπτόταν τόσο, πλαισιωμένος καθώς ήταν στη Σουηδία από δικούς του ανθρώπους: την κυρα-Μαριάννα, όπως την έλεγε, τα παιδιά, τα εγγόνια, τους φίλους του…
Στις κάμποσες αναμνήσεις που μου αφήνει φεύγοντας, ξεχωρίζει σίγουρα το μοναδικό 5θήμερο που ζήσαμε μαζί, πολύ κοντά ο ένας στον άλλο: ήταν αρχές Ιουνίου του 1996 κι εγώ βρέθηκα φιλοξενούμενός του σε μια θρυλική προ-νεωτερική σοφίτα (χωρίς ασανσέρ, χωρίς ντους…) κοντά στο κέντρο της Βιέννης˙ τη νοίκιαζαν για χρόνια σε πολύ χαμηλή τιμή, για να κάνουν την απαραίτητη στάση στο μεγάλο ταξίδι και για να έχει την ευχέρεια η θεία μου να κάνει κάποια μεροκάματα σε μια πόλη που γνώριζε καλά από παλιά. Ήταν σαφές ότι μας χώριζαν πολλά: άλλη ηλικία, άλλες προσλαμβάνουσες, άλλες προτεραιότητες. Κι όμως – δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω την απλοχεριά που είχε η φιλοξενία του στην ταπεινή σοφίτα, το πλούσιο πρωινό που μου ετοίμαζε κάθε μέρα, την προθυμία του να με συνοδέψει στα αξιοθέατα της πόλης, την τακτική απογευματινή βόλτα με το μετρό ως το παγωτατζίδικο του Tichy, την αξέχαστη βραδινή τσάρκα στο πανηγυρικό θερινό Prater: η γιορτή δεν ήταν για μας˙ ήταν για τους ντόπιους˙ αλλά με μια παγωμένη Gösser σε κάποιο από τα πολλά κιόσκια του πάρκου γινόμασταν κι εμείς μέρος της. Ο θείος κουβαλούσε μέσα του ανεξίτηλα χαραγμένη την εμπειρία της Κατοχής, τότε που μικρό παιδί υπέφερε από την πείνα και έκλαιγε αναζητώντας τίποτα παραπάνω από λίγο ψωμί… έκτοτε δεν ήθελε ποτέ μα ποτέ να απουσιάζει από το τραπέζι του, όσο λιτό ή πλούσιο κι αν ήταν αυτό, άφθονο ψωμί – κι ό,τι περίσσευε από το πρωινό τότε, στις μέρες της Βιέννης, αρνιόταν να το πετάξει, αλλά το έπαιρνε στη βόλτα του για να ταΐσει τα πουλάκια στο κοντινό Stadtpark. Κάποιες στιγμές εκείνες τις μέρες πιάσαμε την κουβέντα και για τα άλλα, τα μεγάλα και τα περισπούδαστα: με την απλοϊκότητα του ανθρώπου που την ιστορία δεν την είχε διαβάσει στα βιβλία ή στα σκονισμένα αρχεία, αλλά την κουβαλούσε στο αίμα του, μου μετέφερε το ενσταλαγμένο στην ψυχή του φαρμάκι για «τους τούρκους, που ξερίζωσαν την οικογένειά του». Το φαρμάκι αυτό όμως, όσο δυνατό κι αν ήταν, δεν τον εμπόδισε μια από εκείνες τις ημέρες του 1996, κι ενώ εγώ είχα μπει να δω ένα αξιοθέατο, να πιάσει κουβέντα στον κήπο με «ένα τουρκάκι», όπως μου εκμυστηρεύτηκε αμέσως μετά. Και δεν ήταν η πρώτη φορά, ΕΙΜΑΙ ΒΕΒΑΙΟΣ για αυτό, στα αμέτρητα χρόνια του στην ξενιτιά. Μαέστρο, παίξε το τραγούδι: «Εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ»…
Έφυγε από τη ζωή αφού πάλεψε γενναία για δυο χρόνια με τον καρκίνο ξημερώματα Μεγάλου Σαββάτου, τρία ακριβώς χρόνια μετά το χαμό του αδελφού της γυναίκας του και στενού του φίλου, που κι εκείνος είχε την εμπειρία της ξενιτιάς χαραγμένη στο πετσί του. «Τον πήρε κοντά του ο μπαρμπα-Αλέκος», είπαμε. Όπως ίσως κι ο Μανώλης ο Ρασούλης «κάλεσε κοντά του» τον Νίκο Παπάζογλου από την παλιά παρέα των «Αχαρνέων», της «Γυφτιάς» και της «Ρωγμής του χρόνου». Είπα ήδη ότι ο άνθρωπος αυτός κουβαλούσε τρεις καημούς… στην πραγματικότητα νομίζω ότι ενσάρκωνε 100% τη φράση του Σεφέρη: «είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης». Κι αυτό το ταπεινό κείμενο, μοναδικό μου δώρημα στη γλυκιά του μνήμη, δεν μπορεί παρά να έχει ως τίτλο το μότο μιας αγαπημένης γερμανικής ταινίας («Οι ζωές των άλλων»): «Σονάτα για έναν καλό άνθρωπο». Τον Βασίλη Χαραλαμπίδη. Αντίο, θείο…