29/4/11

Επέστρεψε

29.4.2011

Ο διαμαρτυρόμενος επέστρεψε χθες στην αρχική του θέση, κοιτώντας τη Βουλή απέναντι.

Μόλις τον είδα, μου έκανε χαρές με τα χείλη (με θυμήθηκε προφανώς από την προηγούμενη συνάντησή μας) και στήθηκε αμέσως για μια νέα φωτογραφία, ''επικαιροποιημένη'' όπως τη λένε οι κομπιουτεράδες.
Όπως βλέπετε, λόγω της πασχαλινής περιόδου, μπήκε στο χαρτονένιο πανό και ο... Σατανάς. Καλά ο Αδόλφος έχει πιάσει θέση από παλιά.
Κι αφού ''μπουρδέλα του σατανά", το θέμα είναι ποιον ρόλο ο Σατανάς; του νταβατζή των πουτανών; "Πουτανομιλιονέρ'' που έλεγε προχθές και η γλύπτρια Ναταλία Μελά.
Μα ποία εκ των κυριών μπορεί στ' αλήθεια να παίξει τέτοιον ρόλο;

Μήπως ξέρετε τι γίνεται η... Τσιτσιολίνα; Πού χάθηκε αυτό το μούσμουλο;

Τίποτα, με Ψινάκη στον Δήμο, πρέπει κι η Τζούλια στη Βουλή. Αρμονία, συμμετρία, τάξις, που λένε κι οι αρχιτέκτονες.

27/4/11

“Die Sonate vom Guten Menschen”

Αυτή τη δρεπανηφόρο άνοιξη που διανύουμε, ανάμεσα στους πολλούς δημόσιους θανάτους που όλους μας στενοχώρησαν, ήρθε κι ένας θάνατος στην ιδιωτική μου σφαίρα να με ταράξει.
Για μένα, για την προσωπική μου μυθολογία, ήταν ίσως η πιο αυθεντική, η πιο περιεκτική εκδοχή του “θείου από τα ξένα” – του θείου που τον περιμέναμε να έρθει κάθε καλοκαίρι για να μας φέρει τα ξαδέλφια μας, συντρόφους στα παιχνίδια και τις βόλτες μας, μα και για τα καλούδια που κάθε φορά είχε μαζί του – από τις (απούσες τότε από τα ελληνικά ράφια) σοκολάτες Bounty (που ανορθόγραφα τότε τις προφέραμε «μπούντυ») σε συσκευασίες των έξι τεμαχίων, ενίοτε και τις μπανάνες, στην εποχή της ωσεί «μπανανοαπαγόρευσης» στα μέσα της δεκαετίας του ’80, μέχρι ορισμένα περίεργα μικροέπιπλα από το εξωτικό τότε ως άκουσμα ΙΚΕΑ, που 2-3 δεκαετίες αργότερα έμελλε να γίνει το απόλυτο καταναλωτικό φετίχ του καταχρεωμένου νεοέλληνα. Έχει αφήσει εποχή από εκείνα τα χρόνια η κάθοδός του στην Ελλάδα το 1987, σε μέρες Ευρωμπάσκετ, με τη συνταξιδιώτισσα τότε μητέρα μου να μου διηγείται τις σπαρταριστές λεπτομέρειες: πώς είχε «στουμπώσει» κυριολεκτικά το φορτηγάκι κλειστού τύπου με το οποίο ταξίδευε τότε με πράγματα κάθε λογής, χρήσιμα και άχρηστα, τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο με τρόπο που αποθάρρυνε ακόμα και τον πιο υπομονετικό τελωνειακό ελεγκτή.
Θυμάμαι σαν τώρα τη μορφή του από εκείνα τα χρόνια: λεβέντη, προσηνή, να μπαίνει στο σπίτι μας στην Αθήνα (που ποτέ του δεν κατάφερε να αντέξει για πάνω από 2-3 μέρες), φορώντας τα χαρακτηριστικά κλειστά τσόκαρα που τον βόλευαν στην οδήγηση, στα ατέλειωτα χιλιόμετρα που καταβρόχθιζε στην ίδια πάντα διαδρομή: Σουηδία – Γερμανία – Αυστρία – Γιουγκοσλαβία («να διασχίσουμε μέρα τη Γιουγκοσλαβία», η μόνιμη έγνοια του – μετά το 1991 το ταξίδι γινόταν μέσω Τεργέστης) – Ελλάδα. Τον θυμάμαι κι αργότερα, να απαντά σε δικές μου απορίες και να μου αναλύει το κοινωνικό κράτος της Σουηδίας κι εγώ να «χάσκω» ακούγοντας για συστήματα και πρακτικές που και τότε και τώρα ακούγονται μακρινό όνειρο για την Ελλάδα, κι εκείνος να μου αντιτείνει: «ναι, όλα καλά, αλλά εμείς είμαστε ξένοι εκεί».
Είχε περάσει πολλά στη ζωή του ο θείος… στην καθαρή και άδολη μέχρι το τέλος καρδιά του κουβαλούσε, θαρρούσε κανείς, τρεις καημούς, από εκείνους που σημάδεψαν το λαό μας τον εικοστό αιώνα: τον καημό της προσφυγιάς, που είχε σημαδέψει τους προγόνους του, τον καημό της Κατοχής που έζησε παιδί, και τον καημό του μετανάστη, που αναγκάστηκε να φύγει νέος στα ξένα προκειμένου να ορθοποδήσει.
Θυμάμαι κι έναν άλλο καημό που τον κατέτρωγε πριν από 10-15 χρόνια… που τα παιδιά του, δυο λεβέντες με όλη τη σημασία της λέξεως που συνδύαζαν και συνδυάζουν αρμονικά τις αρετές του έλληνα και εκείνες του σκανδιναβού, δεν παντρεύτηκαν ελληνίδες αλλά σουηδέζες, που αποφάσισαν να στήσουν τα νοικοκυριά τους στη χώρα που του πρόσφερε τόσα πολλά, αλλά ο ίδιος δεν μπόρεσε ποτέ να νιώσει ως πατρίδα. Πιστεύω ότι η πανστρατιά από εγγόνια που τον περιστοίχιζαν και τον υπεραγαπούσαν μαλάκωσε με τα χρόνια αυτόν τον καημό. Δεν αποκλείεται επίσης τον τελευταίο καιρό, με την αρρώστια να τον σιγοτρώει, να στενοχωριόταν που το τέλος δε θα τον έβρισκε στα πάτρια – στις Σέρρες όπου μεγάλωσε, ή στο Βόλο που ήταν η εν Ελλάδι βάση του επί σαράντα και πλέον χρόνια. Ίσως όμως και να μην το σκεπτόταν τόσο, πλαισιωμένος καθώς ήταν στη Σουηδία από δικούς του ανθρώπους: την κυρα-Μαριάννα, όπως την έλεγε, τα παιδιά, τα εγγόνια, τους φίλους του…
Στις κάμποσες αναμνήσεις που μου αφήνει φεύγοντας, ξεχωρίζει σίγουρα το μοναδικό 5θήμερο που ζήσαμε μαζί, πολύ κοντά ο ένας στον άλλο: ήταν αρχές Ιουνίου του 1996 κι εγώ βρέθηκα φιλοξενούμενός του σε μια θρυλική προ-νεωτερική σοφίτα (χωρίς ασανσέρ, χωρίς ντους…) κοντά στο κέντρο της Βιέννης˙ τη νοίκιαζαν για χρόνια σε πολύ χαμηλή τιμή, για να κάνουν την απαραίτητη στάση στο μεγάλο ταξίδι και για να έχει την ευχέρεια η θεία μου να κάνει κάποια μεροκάματα σε μια πόλη που γνώριζε καλά από παλιά. Ήταν σαφές ότι μας χώριζαν πολλά: άλλη ηλικία, άλλες προσλαμβάνουσες, άλλες προτεραιότητες. Κι όμως – δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω την απλοχεριά που είχε η φιλοξενία του στην ταπεινή σοφίτα, το πλούσιο πρωινό που μου ετοίμαζε κάθε μέρα, την προθυμία του να με συνοδέψει στα αξιοθέατα της πόλης, την τακτική απογευματινή βόλτα με το μετρό ως το παγωτατζίδικο του Tichy, την αξέχαστη βραδινή τσάρκα στο πανηγυρικό θερινό Prater: η γιορτή δεν ήταν για μας˙ ήταν για τους ντόπιους˙ αλλά με μια παγωμένη Gösser σε κάποιο από τα πολλά κιόσκια του πάρκου γινόμασταν κι εμείς μέρος της. Ο θείος κουβαλούσε μέσα του ανεξίτηλα χαραγμένη την εμπειρία της Κατοχής, τότε που μικρό παιδί υπέφερε από την πείνα και έκλαιγε αναζητώντας τίποτα παραπάνω από λίγο ψωμί… έκτοτε δεν ήθελε ποτέ μα ποτέ να απουσιάζει από το τραπέζι του, όσο λιτό ή πλούσιο κι αν ήταν αυτό, άφθονο ψωμί – κι ό,τι περίσσευε από το πρωινό τότε, στις μέρες της Βιέννης, αρνιόταν να το πετάξει, αλλά το έπαιρνε στη βόλτα του για να ταΐσει τα πουλάκια στο κοντινό Stadtpark. Κάποιες στιγμές εκείνες τις μέρες πιάσαμε την κουβέντα και για τα άλλα, τα μεγάλα και τα περισπούδαστα: με την απλοϊκότητα του ανθρώπου που την ιστορία δεν την είχε διαβάσει στα βιβλία ή στα σκονισμένα αρχεία, αλλά την κουβαλούσε στο αίμα του, μου μετέφερε το ενσταλαγμένο στην ψυχή του φαρμάκι για «τους τούρκους, που ξερίζωσαν την οικογένειά του». Το φαρμάκι αυτό όμως, όσο δυνατό κι αν ήταν, δεν τον εμπόδισε μια από εκείνες τις ημέρες του 1996, κι ενώ εγώ είχα μπει να δω ένα αξιοθέατο, να πιάσει κουβέντα στον κήπο με «ένα τουρκάκι», όπως μου εκμυστηρεύτηκε αμέσως μετά. Και δεν ήταν η πρώτη φορά, ΕΙΜΑΙ ΒΕΒΑΙΟΣ για αυτό, στα αμέτρητα χρόνια του στην ξενιτιά. Μαέστρο, παίξε το τραγούδι: «Εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ»…
Έφυγε από τη ζωή αφού πάλεψε γενναία για δυο χρόνια με τον καρκίνο ξημερώματα Μεγάλου Σαββάτου, τρία ακριβώς χρόνια μετά το χαμό του αδελφού της γυναίκας του και στενού του φίλου, που κι εκείνος είχε την εμπειρία της ξενιτιάς χαραγμένη στο πετσί του. «Τον πήρε κοντά του ο μπαρμπα-Αλέκος», είπαμε. Όπως ίσως κι ο Μανώλης ο Ρασούλης «κάλεσε κοντά του» τον Νίκο Παπάζογλου από την παλιά παρέα των «Αχαρνέων», της «Γυφτιάς» και της «Ρωγμής του χρόνου». Είπα ήδη ότι ο άνθρωπος αυτός κουβαλούσε τρεις καημούς… στην πραγματικότητα νομίζω ότι ενσάρκωνε 100% τη φράση του Σεφέρη: «είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης». Κι αυτό το ταπεινό κείμενο, μοναδικό μου δώρημα στη γλυκιά του μνήμη, δεν μπορεί παρά να έχει ως τίτλο το μότο μιας αγαπημένης γερμανικής ταινίας («Οι ζωές των άλλων»): «Σονάτα για έναν καλό άνθρωπο». Τον Βασίλη Χαραλαμπίδη. Αντίο, θείο…

26/4/11

Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο

26.4.2011

Έχει και η ζωή τους σκοτεινούς της αιώνες, τις μυστηριώδεις παρενθέσεις της, όπου κάθε άνθρωπος επιθυμεί να κρυφτεί από τον έξω κόσμο, να  κρύψει τα πάθη του, τις αποτυχίες του, τις μεταμορφώσεις του, τις μεταστροφές της τύχης του. Σε αυτές τις σκοτεινές ημέρες έρχεται σε άμεση επαφή με τον εαυτό του, τον βλέπει ως το απύθμενο βάθος του, πιάνει τον εαυτό του, τον αποσυναρμολογεί και βάζει πάλι τα κομμάτια του στη θέση τους. Ρεκτιφιέ της μηχανής, που λέμε. Εσωτερικός καθαρισμός, εσωτερικός μονόλογος, άηχη φωνή, ένα υπαρξιακό δράμα δωματίου, με τα τηλέφωνα κατεβασμένα, με τα παράθυρα κλειστά. Και στ' αλήθεια πόσο αισθητή διαφορά συνιστά αυτή η εσωστρέφεια σε πρόσωπα που είχαν συνηθίσει να εκτίθενται στα μάτια των άλλων, να πρωταγωνιστούν μέσα στην θορυβώδη αγορά του κόσμου, να δέχονται πανταχόθεν τις ευχές και τα εγκώμια γνωστών και αγνώστων και να μην προλαβαίνουν να ανταποκριθούν στις ''οχλήσεις'' των τρίτων. Εκεί όπου βασίλευε η ζωηρότητα και η κινητικότητα, τώρα υπάρχει μια αυλή απομονωμένη από τον έξω κόσμο, αυλή της άπνοιας, μιας ίσως ηθελημένης μοναξιάς, η προσπάθεια εύρεσης ενός σημείου ισορροπίας. "Δεν θέλω κανέναν'' γράφει η πόρτα. "Να μείνω μόνος και άπραγος, να βρεθώ στο υπέδαφος του εαυτού μου, χωρίς να πρέπει να απαντήσω στις έξωθεν προκλήσεις". Τίποτε δεν ενδιαφέρει τον άνθρωπο σε αυτούς τους σκοτεινούς αιώνες περισσότερο παρά τα εναπομείναντα κοιτάσματα του δικού του υπεδάφους. Σε αυτούς τους σκοτεινούς αιώνες, η παρουσία των άλλων είναι μάλλον ένας ανόητος βόμβος, τα ρηχά νερά, μια χωρίς αντίκρισμα σκιά, που δεν μπορεί να λύσει το αίνιγμα της κατάστασης, το πρόβλημα που προκάλεσε την ανάγκη της εσωτερικής καταβύθισης.
Υπάρχουν πολλές αιτίες που μονώνουν τον άνθρωπο από τον έξω κόσμο. Συνήθως δεν αντέχει τη σύγκριση με τους ''υγιείς'', τους επιτυχημένους, τους συναισθηματικά ασφαλείς, τους οικονομικά ισχυρούς. Λειτουργεί εδώ και η βασική καχυποψία ότι οι άλλοι μάλλον χωρίς να είναι ακριβώς η κόλαση, είναι κατ' ουσίαν ανίκανοι να πάρουν μέσα τους το αίσθημά σου, αυτό που σε κυβερνά στην άπνοιά σου, στην αδράνειά σου, στην ανορεξία σου, στην αδιαφορία σου για το καθετί. Για να γίνει κατανοητό αυτό που γράφεται εδώ, ας φέρουμε στο μυαλό μας τους ανθρώπους που λόγω της κακής νόσου του αιώνα μας απέχουν λίγα βήματα από το κατώφλι του θανάτου. Τίποτε δεν φαίνεται πως τους συνεπαίρνει, ούτε λόγος, ούτε επιθυμία, μόνο να κρυφτούν θα ήθελαν, πίσω από την κουρτίνα των γεγονότων και να τους πάρει ένα κύμα να τους πάει μακριά, να μην ακούνε να μην βλέπουνε τίποτε από την ασχήμια και την ανοησία των άλλων. Μάλλον το έχετε δει κάπου αυτό και έχετε κι εσείς νιώσει κάποτε τόσο ανήμποροι τόσο ανόητοι στα μάτια των άλλων. Όταν κάτι βαθύ σε καίει και σε τρώγει, τα λόγια των άλλων, που παρασύρουν και πολλές αυτοαναφορικές παρλαπίπες, δεν έχουν κανένα μα κανένα αντίκρισμα. Σιωπή λοιπόν και μόνωση, να αφήνεσαι στη μοίρα των πραγμάτων, με πλήρη αδιαφορία για ό,τι εκφέρουν τα χείλη όλων των άλλων, που είναι προσωρινοί, χωρίς βάρος, ασταθείς, ρευστοί, απλές σκιές και φαντάσματα. Κανένας από μηχανής θεός δεν περιμένεις να σε σώσει παρά μόνο η ανάσταση του ίδιου του χαμένου εαυτού σου. Όλες οι φωνές των άλλων είναι ψευδοείδωλα, θροϊσματα ξένων κόσμων, από τους οποίους έχεις πάρει προ καιρού διαζύγιο και δεν περιμένεις τίποτε από αυτούς. Απλώς οι άλλοι πρέπει να κάνουν την πρεσβεία τους, να παίξουν τον ρόλο τους, να πουν στον εαυτό τους ότι κάτι έκαναν χωρίς να μπορούν να σταθούν στο ύψος ή στο βάθος της κατάστασης.








Περίπου αυτά σκεπτόμουν χθες όταν με μια γνήσια φίλη, πανεπιστημιακή γνωριμία, αναζητούσαμε τον χαμένο χρόνο της ζωής ενός γνωστού θεατρικού συγγραφέα και πεζογράφου, που λόγω ασθενείας βγήκε έξω από το σκόπευτρο της δημοσιότητας και εισήλθε σε δάσος σκοτεινό, όλο σκιές, με τον νου να παραδέρνει στο χθες και στο σήμερα, να τον παίρνει ο άνεμος και τον ρίχνει τυχαία εδώ κι εκεί. Και μια νοσοκόμος (νομίζω ότι λεγόταν Ευδοκία Μπαρδάνη) αντιδιέστειλε τις ανθηρές μέρες από τον καιρό της συστολής, της συλλογής, της συσπείρωσης γύρω από ένα Εγώ, που σαν ζωάκι υπάκουο κυβερνάται από ξένα χέρια. Η όλη ιστορία μοιάζει με βασιλέα εξορισμένο, ή ίσως δούλο στα χέρια βάρβαρου λαού, αναγκασμένο να ανταλλάξει τον εξανδραποδισμό του με ένα ψίχουλο χαράς και μια αόριστη ελπίδα. Ο βασιλιάς της Αθήνας, π.χ., που βρέθηκε στη χώρα της Παφλαγονίας, όπου εκεί τον κούρεψαν με την ψιλή και τον ανάγκασαν να κόβει τους κορμούς των δέντρων - ή ένας εξόριστος στην Μακρόνησο που μαζεύει πέτρες - ή η πριγκίπισσα της Ουαλίας που κλείστηκε σε ίδρυμα και την δένουν επί κλίνης για να μην διασαλεύει το τρελό θυμικό της την τάξη του ιδρύματος.

Προτού πέσει η αυλαία μιας ζωής, υπάρχουν πολλές τέτοιες εσωτερικές έρημοι, που λίγοι έχουν την τόλμη να τις παρατηρήσουν, γιατί απλούστατα είναι απωθητικές δοκιμασίες, υποβλητικό μαρτύριο, δύσκολες και τραχιές αναβάσεις. Εκτός των άλλων, το εσώκλειστο υποκείμενο σαν να καταλαβαίνει την ''πτώση'' του και βλέποντας τον εαυτό του στον καθρέφτη, προτιμά να τον βλέπει μόνο για να απεικονίζεται με καθαρότητα μόνο αυτή η στυφή αναμέτρηση με τον μέσα δαίμονα, που δεν θέλει να εξωραϊζεται από την όποια έξωθεν φερμένη ομορφιά. Η αποκλειστικότητα του πόνου και της σιγής, χωρίς ψεύτικα στολίδια και ανόητες παρεμβάσεις τρίτων, χωρίς ψευτοχαρές. Τίποτε να μην διασπά την ομοιομορφία του λευκού ή του μαύρου.

Υ.Γ.: Να ευχαριστήσω από τη θέση αυτή την Ιωάννα Σπηλιοπούλου, που ήλθε μαζί μου για να κοιτάξουμε για τόσο λίγο μέσα στη σκοτεινή παρένθεση, εάν τελικά αποδειχθεί παρένθεση, του άλλου, του μόνου, του ασθενούς, του περιπλανωμένου στο σκοτεινό δάσος.

24/4/11

Το παιχνίδι της φλόγας

24.4.2011


Γυρνάς από την Εκκλησία και φυσάει κατά στιγμές.
Κρατάς μια λαμπάδα αναμμένη και συνοδεύεσαι. Θέλεις να κρατήσεις αυτή τη φλόγα ζωντανή μέχρι να φτάσεις στον προορισμό σου.
Όμως η φλόγα δέχεται επίθεση από τις ριπές του ανέμου και όσο και να την αγκαλιάσεις με τα δάκτυλα της μιας σου χειρός, εκείνη βλέπεις ότι στραπατσάρεται και βγάζει φωνούλες απόγνωσης, ενώ στις δυνατές επιθέσεις συστέλλεται τόσο πολύ σαν να πνίγεται μέσα στο σκοτάδι και κοντεύει να γίνει μια τελεία.
Ευτυχώς ο άνεμος είναι κυκλοθυμικός και όσο σε τρομάζει όταν κάνει την επιδρομή του, άλλο τόσο σε ανακουφίζει όταν φεύγει από σένα και χτυπάει τα δέντρα του δρόμου και τα πουλιά. Βέβαια υπάρχει και ο άλλος δίπλα σου, οπότε στο ενδεχόμενο να σβήσει ο θάνατος τη δική σου φλόγα, τουλάχιστον θα πάρεις άναμμα ζωής από τον διπλανό σου, ο οποίος όμως την ίδια στιγμή που εσύ υποφέρεις, κι ο ίδιος προσπαθεί απεγνωσμένα να αμυνθεί έναντι ισχυρού αντιπάλου. Τώρα η φλόγα βρίσκει το ανάστημά της και υψώνεται γενναία, αλλά προτού προλάβει να αναθαρρήσει, ένα νέο σφοδρό κύμα την παρασέρνει και κοιτάζει και πάλι με ίλιγγο το χείλος του κενού. Κάποια στιγμή, γίνεται και πάλι μια φωτεινή τελεία, συστέλλεται τόσο και λέει "τώρα πεθαίνω, ξεψυχώ", και το χέρι είναι έτοιμο να θυσιαστεί, ακόμη και να καεί για να την πιάσει πάνω από τον γκρεμό.
Αλλά αι υπέρτεραι δυνάμεις του εχθρού ορίζουν το τέλος της. Το χέρι την αποχαιρετά με ένα νευρικό σκίρτημα και κοιτάζει δίπλα. Και ο άλλος δίνει τον αγώνα του, η φλόγα αμύνεται πίσω από το πλαστικό της πύργο, αλλά είναι τόσο μόνη στα κύματα των επιθέσεων, και το χέρι όσο και να αγκαλιάσει το κενό πάντοτε μένει ένας ανοιχτός διάδρομος από όπου μπαίνει ο άνεμος και την βρίσκει ευάλωτη, έτοιμος να την σπιθίσει και να της φέρει πλήγμα θανάσιμο.
Ανάβεις από τον διπλανό σου και σκέφτεσαι ότι όσο υπάρχουν οι άλλοι, πάντοτε υπάρχει μια ελπίδα, ακόμη και μετά τον δικό σου οριστικό ή προσωρινό θάνατο. Μια νέα φλόγα ξεπηδά πάνω από την κέρινη στήλη σου και σε χαιρετά με αισιοδοξία τρελή, μη γνωρίζοντας ωστόσο αυτό που την περιμένει, τον αγώνα του φωτός μέσα στην κουκούλα του σκοταδιού, μέσα σε αυτό το απέραντο κοίλωμα που είναι διατεθειμένο να την καταπιεί με μια φορά του ανέμου.
Και ναι, αμέσως αρχίζει η νέα δοκιμασία. Τώρα μάλιστα η αγωνία είναι μεγαλύτερη, καθώς ξαφνικά και ακαριαία σβήνει η φλόγα του διπλανού σου, οπότε αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι μόνος, ότι έχεις την ευθύνη και για τη δική σου και για την τύχη του άλλου, που πλέον πλησιάζει εσένα για να πάρει το φως και να συνεχίσει την πορεία του. Και οποία ευτυχής στιγμή όταν τη δίνεις και τώρα είναι δύο που κρατούν αυτή τη φωτεινή ελπίδα, και νιώθουν τόσο δυνατοί και ασφαλείς, καθώς πρέπει και των δυο να σβήσουν οι ελπίδες για να έλθει ο κοινός θάνατος, και ένα τέτοιο ενδεχόμενο μετριάζεται καθώς τα ήσυχα βήματα τους φέρνουν κοντά στον προορισμό τους, να, τώρα πλέον φαίνεται το σχήμα του, όπως ζωγραφίζονται τα σπίτια του λιμανιού πάνω στο καράβι πρωί πρωί στο εωθινό πούσι. Βήμα βήμα προς τα κει, εκεί όπου θα δοθεί η φλόγα της ζωής, η σωσμένη παρά τις αντιξοότητες και τους εναντίους παράγοντες. Αλλά λίγο πριν από το τέλος, οι δύο περιπατητές χαρούμενοι που απέχουν μόλις δυο βήματα από το κατώφλι του στόχου τους, από ενθουσιαστικό παρορμητισμό, από άκρατη αγωνία, έτοιμοι να ξεχυθούν μέσα στην φυσική τους έδρα και να φωνάξουν ''τα καταφέραμε'', γυρνούν ο ένας προς τον άλλον για να αγκαλιαστούν και να φιληθούν. Οι φλόγες πάνε να σμίξουν καθώς τα κορμιά τους συγκλίνουν, έτοιμες και αυτές να φιληθούν υπό τη σκέπη της ανάσας τους, που δεν είναι άνεμος κακός, αλλά μια ζεστή αόρατη φωλιά που παίρνει μέσα της και τις δικές τους ανάσες.

Κι όπως λοιπόν αστόχαστα και βιαστικά συγκλίνουν, η ορμή των χεριών τους και κάτι μυστηριώδες που ακόμη και τώρα προσπαθούν να το βρουν για να δώσουν μιαν εξήγηση, σβήνει αμοιβαία το φως τους και μένουν κεραυνόπληκτοι δυο βήματα πριν από την ταλάντωση του νήματος του τερματισμού. Ευτυχώς, υπάρχουν έτσι, ο ένας στο πλάι του άλλου, τα χείλη πάνω στο σβέρκο, να αφήνουν την ανάσα σαν σφραγίδα πάνω στο λευκό δέρμα.
Ευτυχώς πεθαίνουν μαζί οι φλόγες τους, και ανταμώνουν πάνω στη στιγμή και ενώνονται, οπότε ξεπερνώντας το πλήγμα της έκπληξης και της απελπισίας, βρίσκουν το κουράγιο αφήνοντας ο καθένας το λυγμό του πάνω στο κερί και στο σώμα του άλλου. Ο άνεμος βομβίζει ξεκαρδιστικά κι εκείνοι αγκαλιασμένοι και βαρύθυμοι, χίλια κιλά ο καθένας με την λεπτή λεπτότατη κέρινη στήλη, βελούδινη πάνω στα μελαγχολικά δάκτυλα, περνούν το κατώφλι, αποτυχόντες, μα ενωμένοι στην αποτυχία, δηλαδή το κοινό τους τέλος πλέον είναι η ελπίδα ότι θα αναστηθούν και οι δυο, επωάζοντας μια νέα φλόγα, πιο ψηλή, πιο κραταιά, και αγέρωχη.

Κι αν δεν το κατάλαβαν οι δυο τους, ωστόσο έδωσαν ένα μάθημα ευγένειας στους άλλους που μες στα σκοτεινά τους ακολουθούσαν, σαν φωτεινές σκιές, σαν ζεύγη αλλόκοτων όντων, που κρατούσαν κι αυτοί την τύχη στα χέρια τους.

-Λέτε τελικά να αναστηθούμε πτωχοί και άδειοι, εν τη ενώσει μας;

-Ναι, θα τριφτούν τα σώματά μας και θα κάνουν τη νέα φλόγα που θα μας κυβερνήσει.

Π.Χ.

21/4/11

Ένας καλλιτέχνης

21.4.2011

Αφήνει μια γεύση και η μουσική, καθώς την καταπίνεις, από άλλα απορροφημένος κι εκείνη να σε τρυπάει πισώπλατα. Τα χέρια σου δεμένα σε άλλες έγνοιες, αλλά το τραγούδι θα καταφέρει τελικά να μπει μέσα σου, όπως τρυπώνει η ουρά των κυμάτων στις κρύπτες των βράχων. Και μπαίνοντας σαν να ξεπροβάλλει πάντοτε μια οθόνη αόρατη στο κενό του χώρου και στο φως του χρόνου, μια οθόνη όπου ανέκαθεν είσαι εσύ και ορισμένα ακηλίδωτα στιγμιότυπα της ζωής σου, εσύ και οι παλιοί φίλοι, εσύ και οι αγάπες σου, οι νεανικές σου τρέλες, οι νεκροί σου, οι θάλασσες που αγάπησες, οι σκέψεις και τα όνειρα που έχουν αποσυρθεί δίνοντας τη θέση τους σε ωριμότερες επισκοπήσεις του καθ' ημάς ''ανατολικού'' βίου. Ξαφνικά οι πενιές του μπουζουκιού και το μικρό μπαγλαμαδάκι σαν να σε γαργαλούν πειράζοντάς σε, βγάζοντάς σε από τη στάση του ωμού ρεαλισμού και πηγαίνοντάς σε σε μια στάση ανασυρμένου συναισθήματος - τι καημοί, τι γλέντια, τι δίνες, οι παρέες των Ελλήνων, οι αμίμητοι χοροί τους, οι λαϊκές περιπέτειες, οι ρεμπέτες και οι πρόσφυγες, οι άνθρωποι που αγάπησαν και τρυπήθηκαν από λάμα οξύαιχμη, οι άνθρωποι που εξορίστηκαν για τις ιδέες τους, κάθε τραγούδι μια φαντασία και μια κοινωνική ιστορία, να ανοίγεται πάντοτε σε βάθος απώτατων χρόνων. Το τραγούδι για το Εγώ που αναφέρεται στο Εσύ, και η φωνή του καλλιτέχνη βγαλμένη άλλοτε από ένα παλιό ηχείο, από ένα απολιθωμένο δάσος, από ένα βαθύ φαράγγι, από έναν σκονισμένο καφενέ, επαναφέρει στο προσκήνιο το ζητούμενο των εσωτερικών μας δονήσεων, των παθών της καρδιάς. Εκεί που παιδευόσουνα παλεύοντας με τα χέρια σου, ξαφνικά έρχεται μια μουσική και σε απάγει τραβώντας σε από τα πέταλα της καρδιάς, κι απομένεις συλλογισμένος εκεί, στο μέσο της κάμαρας, ψάχνοντας κάτι, ή κάτι σοφά διαπιστώνοντας. Με τη μουσική βάζεις το θερμόμετρο πάνω στην υφέρπουσα αρρώστια της ψυχής, αναμετριέσαι με το χρόνο και τις προσδοκίες σου, σε απολογισμό χαμένος και σε απολογία προς τον ίδιο σου τον εαυτό. Και τι παράξενη αίσθηση να ακούς τη φωνή του καλλιτέχνη όταν πλέον αυτός δεν υπάρχει. Στ' αλήθεια, δεν γνωρίζεις καλά καλά πού τω όντι βρίσκεται - μήπως σε κοροϊδεύει και ψευδολογούν όσοι λένε πως χάθηκε; Από πού έρχεται αυτή η φωνή; Από το παρελθόν έχει ξεμείνει σαν στοιχειό ή από τον Άδη αναστήθηκε κι υψώθη; Αυτή η απροσδιοριστία σε κάνει σχεδόν να τρεκλίζεις, αβέβαιος και για το δικό σου βήμα, για το πού στ' αλήθεια ανήκεις κι εσύ, καθώς κάθε μέρα σε φτύνει στον κόσμο και σου δίνει μια πίστωση έργου. Σαν προφήτης και ο καλλιτέχνης, μια αόρατη πυξίδα αυτή η φωνή του, ένας μυστηριώδης αστερισμός, μια υπερπόντια πίστη, και τα λόγια του τραγουδιού πόσο κραταιά σε εγκολπώνονται και υπακούεις στην πεποίθησή τους. Το τραγούδι είναι ένας μικρός Θεός, ένας ήλιος που σε φωτίζει άμα σε βρει, αλλά και ένας καθρέφτης που δείχνει πού περίπου έχεις φτάσει στην πορεία σου σε αυτήν την πολυθόρυβη έρημο των πόλεων. Σαν μοναχός και ο καλλιτέχνης, σε καλεί με έναν ύμνο που έρχεται από το τότε, από το τώρα, από το πουθενά, κρυμμένος στη σκήτη του, τραγουδάει κατά στιγμές, σαν τον αρχαίο αοιδό, σαν τον λυρικό ποιητή, φτιάχνει μια ελεγεία, έναν θρήνο και μαζί μια καντάδα, γιατί όπως και να το κάνουμε δύο όψεις έχει η ζωή, το γλυκό και το πικρό, αξεχώριστα δεμένες μεταξύ τους. Το τραγούδι, κάθε τραγούδι είναι ένα μικρό Πάσχα, όπου από τη μια η σταύρωση κι από την άλλη η ανάσταση.

Καλή ανάσταση

19/4/11

Οι σύγχρονες "Νεφέλες" εν έτει 2011

19.4.2011

To φάντασμα/η ψυχή του γερο-Καραμανλή, του παλαιού Σερραίου πολιτικού, αναγκάστηκε να αφήσει τον κήπο του/της στον Κάτω Κόσμο και να αφιχθεί στην Αθήνα, λόγω των πολιτικο-οικονομικών ταραχών που γίνονταν στην Αττική, την περίοδο του Μνημονίου.

Ο γιος του γερο-Καραμανλή, Κωνσταντίνος, γνωστός ως Μπούλης της Ραφήνας, αναθρεμμένος και σπουδαγμένος σαν αριστοκράτης, καταχρέωσε με τις σπατάλες του και τη άσωτη ζωή του τη χώρα και αποχώρησε βουβά, ωσάν να μην είχε πράξει τίποτε το αντικανονικό και το ανήθικο.

Στριμωγμένος ο γερο-Καραμανλής από τους ψηφοφόρους του κόμματός του (ΝουΔούλα) αλλά και από αντιφρονούντες ιδεολογικά και πατριωτικά σκεπτόμενους πολίτες της χώρας, παίρνει την απόφαση να στείλει το γιο του στο Φροντιστήριο του νέου οικονομολόγου Γιώργου Παπακωνσταντίνου για να μάθει τον άδικο και τον δίκαιο οικονομικά λόγο, ώστε να μπορεί να δικαιωθεί στις δίκες που ετοιμάζονται να του στήσουν οι Αθηναίοι για τις σπατάλες και τη διαφθορά της κυβερνητικής θητείας του και να γλιτώσει από την πολιτική ευθύνη και τα διάφορα δανεικά και βεβαίως όχι αγύριστα με τα οποία επιβάρυνε τη χώρα.

Ο Μπούλης ωστόσο δεν έχει καμιά όρεξη να κλειστεί στη σχολή του Παπακωνσταντίνου κι έτσι, ο γερο-Καραμανλής αναγκάζεται να φοιτήσει ο ίδιος στο Φροντιστήριο. Γρήγορα όμως ο ''φωτισμένος οικονομολόγος'' τον διώχνει ως ανεπίδεκτον μαθήσεως και τελικά πείθει τον γιο του να φοιτήσει στη σχολή του. Σύντομα θα αντιληφθεί πως όλα τα μαθήματα που θα λάβει ο γιος του θα τα πληρώσει ο ίδιος και μάλιστα πικρά...

Ο Κωστάκης διαφωνεί μαζί του και στο τέλος τον δέρνει. Κάτι περισσότερο: μπορεί και θεωρητικά να του αποδείξει ότι τα παιδιά έχουν δικαιώματα και υποχρέωση να δέρνουν τους γονείς τους. Ανίσχυρος πια ο γερο-Καραμανλής και μετανιωμένος για την άνοδό του στην κολασμένη και μαινόμενη Αθήνα βάζει φωτιά στο Φροντιστήριο του Παπακωνσταντίνου, για να πάρει τουλάχιστον εκδίκηση από τον δάσκαλο μιας τέτοιας ανήθικης σοφίας και απαράδεκτης ηθικής θεωρίας.


Υ.Γ.: Η πραγματική συγγενική σχέση Εθνάρχη - Μπούλη δεν ελήφθη υπ' όψιν καθώς προκρίθηκε η εν τη κωμωδία σχέση Στρεψιάδη - Φειδιππίδη, πατρός και υιού.
Π.Χ.


14/4/11

Θέμα για μια σύγχρονη τραγωδία

14.4.2011

Ο Δήμος της Αθήνας αντιμετωπίζει ένα οδυνηρό οικονομικό αδιέξοδο και στενάζει υπό το βάρος μιας πολυεπίπεδης κρίσης. Οι κρατικοί αξιωματούχοι πάσης προελεύσεως συγκεντρώνονται στην πλατεία Κλαυθμώνος και απευθύνουν μύδρους και ''αρές'' κατά των θεών που τους έχουν εγκαταλείψει στην οικονομική τους ένδεια. Απευθυνόμενοι, δε, στο μέγα πλήθος των πολιτών, αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο απόλυσης των χιλιάδων υπαλληλίσκων που συμποσιάζονται αντιπαραγωγικά έξω από το Βουλευτήριο και το Πρυτανείο. Μέσα από το πλήθος οδηγείται στην εξέδρα των επισήμων ο τυφλός μάντης που τον κατευθύνει ένα νεαρό παιδί. Ο μάντης συμβουλεύει τους αξιωματούχους να μην τα βάζουν με τους θεούς γιατί θα προκύψει κάποιο κακό. Εκείνοι τον αποπέμπουν κακήν κακώς διαολοστέλνοντας τη μαντική του ικανότητα. Το ίδιο βράδυ παρουσιάζονται φίδια στο όνειρο του δημάρχου της Αθήνας και πλησιάζοντάς τον τον τσιμπούν στα γεννητικά όργανα. Όταν ξυπνάει ο δήμαρχος, νιώθει ταραγμένος από το κακό όνειρο. Ρωτάει την γριά υπηρέτρια που γνωρίζει να ερμηνεύει τα όνειρα κι εκείνη του λέει πως αίμα θα στάξει πάνω από τη σκεπή του οίκου του. Εκείνος τρομάζει και οχυρώνεται μέσα στο σπιτικό του. Το ίδιο βράδυ τον επισκέπτεται εν οίκω με φτερωτό άρμα του Ηλίου η θεά Αθηνά και του μηνύει πως προκειμένου να σωθεί η πόλη από την οικονομική ένδεια, πρέπει να θυσιαστεί η κόρη του. Εκείνος δέχεται πλήγμα κεραυνοβόλο και εκλιπαρεί τη θεά να βρει μιαν άλλη λύση, μετανιώνοντας μάλιστα για την πρότερη στάση του απέναντι στους θεούς. Η Αθηνά του λέει ότι ή θα θυσιαστεί η κόρη του και θα σωθεί όλη η πόλη ή ο ίδιος θα απολέσει το αξίωμά του και ένας λοιμός θα ενσκήψει που θα προκαλέσει τη γενική, απάντων, δυστυχία. Ο δήμαρχος βρίσκεται σε εσωτερική σύγκρουση αλλά τελικά προκρίνει το συλλογικό όφελος. Στέλνει τον κήρυκα να αναγγείλει το μαντάτο σε όλους τους πολίτες. Εκείνοι ζητωκραυγάζουν για την ελπίδα σωτηρίας όλης της πόλης. Οι φωνές τους φτάνουν ως την κάμαρα του σπιτιού της κόρης του δημάρχου, η οποία διαμένει έξω από το άστυ. Έκπληκτη μαθαίνει τα γεγονότα από ορισμένους βοσκούς και πέφτει σε απελπισία. Καταριέται την κακή της τύχη, τους θεούς αλλά και τον ενδοτικό πατέρα της, που χωρίς επιμονή λύγισε υπό το βάρος του διλήμματος αποφασίζοντας τη θυσία της. Μια δράκα φρουρών έρχονται να την πάρουν κι εκείνη τους ζητεί να δει τον πατέρα της για τελευταία φορά. Σε έναν οξυμμένο αγώνα λόγων, η κόρη του δημάρχου καταρρέει μπρος στο αγέρωχο σώμα του πατρός της. Ο δήμαρχος διατάζει τους φρουρούς να την πάρουν για να την οδηγήσουν στο βωμό και ο Χορός, γυναίκες της Αθήνας, στηθοκοπιέται και σε ένα δακρύβρεχτο χορικό όλο γόους και εξάρσεις εκφράζει τη ''συμπάθειά'' του προς τη θυσιαζομένη με κραυγές για την τύχη της ανθρώπινης φύσης. Ο αγγελιαφόρος εισέρχεται στη σκηνή και περιγράφει τη θυσία που κατά τα λεγόμενά του έμοιαζε με σφάξιμο βοός. Όλη η πόλη συμπάσχει, και ταυτόχρονα θυσιάζει στους θεούς για την μεταβολή προς το βέλτιον της όλης κατάστασης. Ωστόσο, παρά την γενική ελπίδα ανάκαμψης, ένα νέο δεινό απειλεί την πόλη. Ο εξόριστος αδελφός του δημάρχου, παραγκωνισμένος από τον τελευταίο προκειμένου να μην έχει φιλοδοξίες κατάληψης της αρχής, κηρύττει τον πόλεμο κατά της αδύναμης σε όλους τους τομείς Αθήνας. Ο δήμαρχος απευθύνεται στη θεά Αθηνά που του υπόσχεται βοήθεια στην κρίσιμη ώρα, την ίδια στιγμή που τον εξόριστο καθοδηγεί ο θεός Άρης εξάπτοντάς του την πολεμική μανία. Ωστόσο, η θεά Αθηνά τού γλυκαίνει τον ψυχισμό κι εκείνος σαν μεταμορφωμένος αποφασίζει να μεταβεί στην Αθήνα ξέχωρα από τον στρατό του, σαν ξένος, μεταμφιεσμένος, για να δοκιμάσει τα αισθήματα του αδελφού του. Ο ''ξένος'' βρίσκει τον αδελφό του στο Δημαρχείο και του λέει πως ο εξόριστος αδελφός του δεν έτρεφε ποτέ κακά αισθήματα για τον ίδιον καθ' όλη τη διάρκεια της εξορίας του και πως η όποια επίθεση δεν έχει προσωπικό κίνητρο. Ο δήμαρχος είναι καχύποπτος και δεν πιστεύει τα λόγια του ξένου, θεωρώντας ότι ματαιοδοξία και αλαζονική μανία κατάκτησης της εξουσίας τυφλώνουν τον εξόριστο αδελφό του. Ξαφνικά, εισέρχεται στο γραφείο του δημάρχου η γριά υπηρέτρια του σπιτιού του και παρατηρεί ένα μελάνωμα πίσω από το δεξί αυτί του ''ξένου''. Κατόπιν ερωταποκρίσεων, αντιλαμβάνεται ότι ο ''ξένος'' είναι ο αδελφός του δημάρχου και οδηγεί με τα λόγια της τη συνάντηση προς την αναγνώριση των δύο αδελφών, που παραμερίζουν την όποια υποτιθέμενη αντιπαλότητα και σφιχταγκαλιάζονται με ύψιστη θέρμη. Ο ''ξένος'' υπόσχεται στον αδελφό του να σταθεί στο πλευρό του μα τη στιγμή που μαθαίνει για τη θυσία της ανιψιάς του λιποθυμά μπροστά του. Εντωμεταξύ, η γυναίκα του δημάρχου δεν έχει πάψει να θρηνεί για το χαμό της κόρης της και καταφέρεται ενάντια στον σύζυγό της που διάλεξε τη λύση της θυσίας. Μια απρόβλεπτη βακχική έκσταση τής πλάθει στο μυαλό την επιθυμία να τον εκδικηθεί φονεύοντάς τον και εν συνεχεία να ακολουθήσει τη μονάκριβή της στον τάφο αυτοκτονώντας. Εκτός εαυτού, μην ξέροντας τι κάνει και τι θέλει, προετοιμάζει τον εαυτό της για το φόνο και περιμένει την άφιξη του ανδρός της. Μεθοκοπά από αφροσύνη και κρύβει το μαχαίρι κάτω από το προσκεφάλι της συζυγικής τους κλίνης. Ο δήμαρχος επιστρέφει και όλος χαρά διηγείται τα καθέκαστα στη σύζυγό του (άφιξη στην πόλη του ''χαμένου'' αδελφού του, κατάπαυση της απειλής του πολέμου, ελπίδα αναγέννησης των πάντων), αλλά αμέσως αντιλαμβάνεται την αλλαγή ''ήθους'' της. Αρχικά ειρωνεία, έπειτα προσβολή και στο τέλος λεκτική επίθεση είναι οι ''απαντήσεις'' της στα χαρούμενα μηνύματά του. Ο δήμαρχος προσπαθεί να την φέρει στον εαυτό της κι όταν αυτό βλέπει ότι δεν είναι εφικτό, αποτραβιέται στην κάμαρά τους. Σηκώνοντας μάλιστα το προσκέφαλο της κλίνης τους, βρίσκει το εγχειρίδιο, κοφτερό, απειλητικό, σαν σύμβολο ή σημάδι για κάτι που θα ακολουθήσει. Η γυναίκα του ετοιμάζεται να πλαγιάσει δίπλα του για να εκτελέσει το σχέδιό της, αλλά την κρίσιμη στιγμή η σύμπραξη Αθηνάς και Αφροδίτης την μεταμορφώνουν, της παίρνουν το άλογο θυμικό, την φέρνουν στον εαυτό της και την κάνουν θελκτική, άκρως επιθυμητή. Μπαίνοντας βλέπει τον άνδρα της να περιεργάζεται το κοφτερό εγχειρίδιο, του λέει λόγια γλυκά της Κύπριδος, και η υποτιθέμενη δολοφονία μετατρέπεται σε μιαν υπέροχη ερωτική ένωση κατά την οποία εκείνος κόβει τα εσώρουχά της και τα ''θυσιάζει'' στο βωμό της ιδέας μιας δικής τους, προσωπικής ''αναγέννησης''. Η προσωπική ευτυχία του ζεύγους έρχεται να συνδυαστεί με τη συλλογική χαρά, καθώς στο τέλος του δράματος, μια θεϊκή επιφάνεια, η απρόσμενη ουρανόσταλτη άφιξη του θεού Πλούτου γεμίζει την πόλη με ''ανεμόεντες οβολούς''. Ξαφνικά όλη η πόλη γίνεται ένα ορμητικό ποτάμι πλούτου και χαράς και γυαλίζει στο φως το βλέμμα της χαράς και η όψη των νομισμάτων. Οι χιλιάδες υπαλληλίσκοι συγκεντρώνονται στην αγορά και αποθεώνουν τους κρατικούς αξιωματούχους, με ένθεη μανία ζητωκραυγάζουν έχοντας στα χείλη το όνομα του δημάρχου και σφάζουν κριάρια και βόδια προς τιμήν του θεού Πλούτου. Όλα τα αγαθά έχουν ξαφνικά πολλαπλασιαστεί και οργανώνονται αγώνες αθλητικοί και τελετές τιμής και δόξας χάριν της ευγνωμοσύνης των πολιτών προς το ''θείο'' πλήρωμα. Μέσα στο ''κουβάρι'' των πανηγυριστών φαίνεται και η ψυχή-το φάντασμα της κόρης του δημάρχου, που ανακουφίζεται με την επίγνωση της δικής της θυσιαστικής συμβολής.

Π.Χ.  

11/4/11

Ολονυχτία για τον Παπαδιαμάντη στο "Μεταίχμιο"

11.4.2011

Πήγα στην Ολονυχτία για τον Παπαδιαμάντη στο "Μεταίχμιο" και παρακαλώ διαβάστε μαζί μου ορισμένα κωμικά περιστατικά που αλίευσα:

1. Όταν έφυγα γύρω στις 10.30 μ.μ. διάβαζαν "Φόνισσα". Όταν και εκ περιεργείας ξαναγύρισα γύρω στις 1.00 το πρωί δεν είχαν ακόμη τελειώσει τη "Φόνισσα". (Σκότωσέ το το χαϊδεμένο, δεν μπορώ, δεν μπορώ να περιμένω...)
2. Κατά εντελώς συμπτωματικό τρόπο, το "Μεταίχμιο" είχε προλάβει να εκδώσει τη "Φόνισσα" από μιαν έκδοση του 1912 (φωτοανατύπωση). Οπότε οι μη ακουστικοί τύποι αναγκάζονταν να την αγοράσουν προκειμένου να προσηλωθούν στο κείμενο. (Είδες η Φραγκογιαννού πόσα... φράγκα κοστίζει;)  
3. Είμαστε στον 2ο όροφο σε μια μικρή κάμαρα που μάλλον προορίζεται για σεμινάρια 15 ατόμων. Στενόκωλο το Μεταίχμιο για τον Παπαδιαμάντη. Στους τοίχους τα πορτρέτα του συγγραφέα. Πώς συνέβαινε, δεν ξέρω, μάλλον ο ιμάντας συγκρατήσεως των μίνι τελάρων δεν ήταν επαρκής, κι εκεί που διάβαζε αμέριμνος ο Χ λογοτέχνης μπουπ, πάρτο κάτω το τελάρο. Και μάλιστα έργο συμμετέχον στον καλλιτεχνικό διαγωνισμό. Οπότε, σήκωσέ το το τιμημένο...
4. Διαβάζει πρώτος ο Μάνος Ελευθερίου αλλά μάλλον έχει ξεχάσει τα γυαλιά του και πάει προσεκτικά, μην κάνει το μεγάλο λάθος. Διαβάζει ο Νικήτας Παρίσης, αργά, σαν να θέλει να προκαλέσει νυσταγμό, σαν να διαβάζει από άμβωνος το Κατά Ματθαίου... Διαβάζει η Φακίνου, διαβάζει ο Γκόνης, διαβάζει η Ζατέλη, παρέλαση είναι και όλοι διαβάζουν. Σαν να έχουμε εδώ έναν άλλο διαγωνισμό, της πιο ωραίας ανάγνωσης. Εντωμεταξύ, στις 1.00 το πρωί που σχετικώς είχε αδειάσει το ''κατάστημα'' και όλων τα μάτια είχαν γίνει όπως των ψαριών, φαίνεται είχαν στερέψει τα μεγάλα ονόματα αλλά και οι προγραμματισμένοι αφηγητές και ένας νεαρός με μούσι και ιδρωμένες μασχάλες, μεγαλόσωμος, αυτός που πρέπει να είχε την ευθύνη της Ολονυχτίας, απευθύνει τον λόγο στο ''κοιμισμένο κοινό'': Μήπως θα ήθελε κανείς άλλος να διαβάσει; Κύριε Μήτρα, εσείς; Ο Μήτρας νεύει ''όχι''. Τελικά ως εκ καλής τύχης βρίσκονται ένα δυο νέα παιδιά που ο υπεύθυνος τα ονομάτιζε σαν να ήταν πασίγνωστοι σταρ και ανεβαίνουν στο μικρόφωνο. Ο ένας μάλιστα ψεύδιζε ή δεν έλεγε καλά το ''ρ''. Πώς δεν βρήκα κανέναν στους ''κάτω'' , επιστρέφοντας, να ροχαλίζει ζήτημα είναι. Είπαμε να κάνουμε Ολονυχτία, όχι υπνοθεραπεία.
5. Πώς κόβεται ένα κείμενο; Δεν μας βοηθάει στο κόψιμο και η έκδοση του κειμένου; οι ανακοπές-οι κενοί χώροι, το άνοιγμα του διάστιχου, το τέλος των ενοτήτων, των υποενοτήτων, των επιμέρους κεφαλαίων; όλα αυτά δηλαδή τα οπτικώς αντιληπτά κενά που αποτελούν μικρά διαλείμματα κατά τη ροή της αφήγησης; Ε, φαίνεται πως επειδή ήταν μακρύς ο κατάλογος των επισκεπτών-αναγνωστών, ορισμένες ''κοπές'' δεν ήταν και τόσο πετυχημένες. Ειδικά, όταν υπάρχει διαλογικό μέρος. Οπότε έχουμε, οπ τέλειωσε αυτός, παλαμάκια, φεύγει ο ένας, δίδει τη σκυτάλη στον επόμενο, σκύβει αυτός με σοβαρότητα πάνω στο κείμενο και ξεκινά μέχρι την επόμενη παύση. Ωραία η αφηγηματική σκυταλοδρομία. Ήταν σαν να έχουμε μπροστά μας μια πισίνα και η αλλαγή σκυτάλης (και το πήδημα... στο νερό) να γίνεται όχι στην μία ή στην άλλη άκρη της πισίνας, αλλά εν τω μέσω της αποστάσεως, κάπου δηλαδή στα 20 και όχι στα 50 μέτρα.
6. Οι χορηγοί της βραδιάς κατά τον εκδότη ήταν η Λίπτον και η Κνορ, που προσέφεραν, λέει, τσάι και σούπες! Εγώ βέβαια δεν είδα ούτε έναν με τη σούπα ανά χείρας, ενώ η αλήθεια είναι ότι είδα κουτιά τα Λίπτον στον ημιόροφο όπου το μπαρ. Μήπως οι χορηγοί νόμιζαν ότι θα πάει ως το πρωί; ότι είναι χειμώνας άγριος και ότι έξω στην πόλη κάνει δριμύ κρύο κι ότι η συνάντηση είναι σε ναό, ''όρθρου βαθέος''; Εκτός κι αν η σούπα ταίριαζε με το καφενείο του ξεπεσμένου δερβίση, που ήταν το πρώτο και το τελευταίο διήγημα που διαβάστηκε πλην της "Φόνισσας".
7. Ωραία φάση: Μέσα η Φραγκογιαννού το πνίγει, έξω στο πεζοδρόμιο γνωστοί και άγνωστοι γελούν και χαχανίζουν. Τα λένε ύστερα από τόσον καιρό. Ενώ στο ταμείο οι κοτούλες έχουν τρελή δουλειά. Μετράνε, τυλίγουν, χαιρετάνε, κουτσομπολεύουν. Α ρε Αλέκο, αυτές είναι εκπτώσεις.
8. Στο καμαράκι ήτανε ένας ψαρωμένος αλλοεθνής καμεραμάν, δεν μου είπε από ποιο κανάλι. Είχε στήσει την κάμερα και δίπλα κι εγώ με την ερασιτεχνική, να βρίσκω έρεισμα στον τοίχο. Αυτός ήθελε να τραβήξει ένα δίωρο, αλλά βαριόταν φαίνεται, γιατί όλο καθόταν στην καρέκλα πίσω από την κάμερα και η κάμερα ήταν στημένη και ακίνητη, ένα πλάνο στατικό που έπαιρνε τους σκυταλοδρομείς. Εντωμεταξύ, φοβόταν μήπως με τη φτέρνα μου ακουμπήσω το ένα από τα τρία ποδάρια της κάμερας και του χαλάσω τη μετάδοση/την εικόνα. Οπότε κάπως συμπιεζόμουνα, πίσω ο τρίποδας, δεξιά πάνω μου τα πορτρέτα του διαβόλου να πέφτουν από μυστήριες πνευματικές δυνάμεις, ενώ αριστερά ένα τείχος από σώματα, κάπου ανάμεσά τους κι ένας γνωστός κριτικός της λογοτεχνίας, με ένα ωραίο φθαρμένο τζινάκι. Νομίζω ότι η σύλληψη της όλης ιδέας ήταν επιτυχής, αλλά ήθελε συμπλήρωση: ήθελε διάλογο το πράμα, να ανάψει το ενδιαφέρον, το να διαβάζεις από τις οκτώ και τέταρτο μέχρι τις δύο, ε, κάπου το κουράζεις το πράγμα, και τελικά η όρεξη γίνεται άσκηση υπομονής. Τουλάχιστον, το κοινό είδε από κοντά τους σταρ. Φανταζόμουνα ότι κάποιος φαρσέρ θα ντυνόταν Παπαδιαμάντης και με ένα ψεύτικο μούσι θα έμπαινε μέσα ξαφνικά και θα τους κοκκάλωνε όλους.

Πάντως, υπήρχαν και θετικά σε αυτή τη βραδιά. Π.χ., ότι πολλοί έμαθαν πού πέφτει το "Μεταίχμιο'', που μας βασανίζει πολύ, γιατί την ανεβαίνεις την Ιπποκράτους ανάποδα μέχρι να το βρεις. Κόντρα στο ρεύμα δηλαδή, όπως πρέπει να πηγαίνει κάθε αιρετικός για να βρει τη γιατρειά του.  

Π.Χ.

8/4/11

Μετακόμισε

8.4.2011

Στις 30.3.2011 ο κος διαμαρτυρόμενος "Κόμματα = Κέντρα Παιδοφιλίας" μετακόμισε (μήπως καθ' υπόδειξιν;) στη λεωφόρο Αμαλίας.



Σιγά, καλέ, θα σε φάνε οι ''κίτρινοι'' ταληρομπεκρήδες!

Π.Χ.

Τα χάλκινα

8.4.2011

Α: "Πήγα Κουστουρίτσα. Φανταστικός".
Β: "Εγώ πήγα Μπρέγκοβιτς. Άλλο πράμα".
Γ: "Εμείς είμαστε Καστοριά στα Ραγκουτσάρια. Εκεί να δεις κέφι".
Δ: "Α, ρε μαλάκες. Χάνετε τα λεφτά σας. Εγώ κατεβαίνω στην πλατεία Κοραή και τα ακούω όλα τζάμπα".


Π.Χ.

Αυτό που τα λεξικά λένε ''χαμέρπεια''

8.4.2011

Εάν κάποιο λεξικό ήθελε δίπλα στο λήμμα ''χαμέρπεια'' να θέσει κάποια εξηγητική φωτογραφία, ίσως θα έβαζε την ακόλουθη. Η επαίτις σχεδόν φιλεί τη γη, κείμενη μεταξύ των δύο κόσμων, ζωής και θανάτου. Δεν θέλω να πιστέψω ότι παίζει θέατρο και ότι με ένα αστυνομικό παράγγελμα του τύπου "Λάζαρε, εγέρθητι" θα έβαζε φτερά στα πόδια. Σημειωτέον ότι ο παράς πέφτει σε πλαστικό λευκό ποτήρι. Η σκηνή εκτυλίσσεται στη συμβολή των οδών Βασ. Σοφίας και Πανεπιστημίου, μπροστά δηλαδή στο κτήριο του ΥΠΕΞ. (Τέτοια βλέπουν και οι κωλότουρκοι και ομιλούν για εθνική ζητιανιά.)

Πέτρος Χριστοφιλίδης

7/4/11

Στην οικία των Κατακουζηνών

7.4.2011

Από τον 5ο όροφο της πολυκατοικίας της οδού Αμαλίας 4 όλα έξω στην πόλη μοιάζουν διαφορετικά. Διαπιστώνεις ότι οι καλλονές της πόλης είναι οι γραμμές και οι σκιές των ορέων της (Υμηττός), ο Εθνικός-Βασιλικός Κήπος ως σταθερή αξία, το αρχιτεκτονικό μεγαλείο διαφόρων κτηρίων της (βλ. το κτήριο της Βουλής), σημεία του χώρου που τόσο έχουν βασανιστεί από την διοικητική, κοινωνικοπολιτική αναρχία και τις λαϊκές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Τι φταίει ένα βουνό, ένας κήπος ή ένα κτήριο εάν δεν ρυθμίζονται κατά το αίσθημα δικαίου οι κοινωνικές σχέσεις;

Κι αν όλα είναι τόσο θεαματικά έξω, άλλο τόσο είναι και ''μέσα'', σε αυτό το μεγάλο διαμέρισμα, που μας χωράει όλους, μικρούς και μεγάλους, ζώντες και τεθνεώτες, συγγραφείς και αναγνώστες, καλλιτέχνες και φιλότεχνους, σε αυτό το κατάστρωμα ενός αιώνιου πλοίου που ταξιδεύει και θα ταξιδεύει με τα πολύτιμα ναυτικά / καλλιτεχνικά του όργανα / εργαλεία, με τους ανεξίτηλους πίνακες ζωγραφικής, τα έπιπλα-αντίκες, αλλά και πάνω από όλα με την διαρκή ψυχική παρουσία των ιδιοκτητών και των αναδόχων του.



Ποιοι είναι οι ανάδοχοι αυτού του χώρου; Ποιοι άλλοι παρά όλοι εμείς που ίσως τον αγαπήσουμε και τον ''κάνουμε δικό μας''. Τελικά, τα πράγματα δεν ανήκουν σε κανέναν μας παρά μόνο στην εθνική μας παράδοση, στην ψυχή της εθνικής μας κοινότητας. Σε ποιον δηλαδή ανήκουν σε τελική ανάλυση τα περίφημα "Τέσσερα φιλιά'' του Γουναρόπουλου που στολίζουν τους τοίχους ενός δωματίου του ''σπιτιού-μουσείου''; Μπορεί να ήθελαν κατά την αρχική πρόθεση του καλλιτέχνη να δωρηθούν για τον έρωτα του ζεύγους Κατακουζηνών, αλλά τώρα πλέον μετά θάνατόν τους ανήκουν σε όλα τα ευγενή ανθρώπινα πλάσματα που δίνονται στα παθιασμένα - αφιερωμένα φιλιά της ερωτικής επαφής. Εν ολίγοις, η Τέχνη προσωρινά μόνο ανήκει στους ευκατάστατους αστούς, αλλά στο διάβα του χρόνου το πεδίο της ιδιοκτησίας κατ' ουσίαν χωράει όλον τον λαό, που συμπαθεί την Τέχνη.





Δύο νέοι άνθρωποι, η Σοφία Πελοποννησίου-Βασιλάκου και ο εξαίρετος χθεσινός ξεναγός μας Γιώργος Μαγγίνης έχουν σηκώσει σαν τους Άτλαντες το βάρος της συντήρησης και γενικά της ευπρεπούς επιβίωσης αυτού του χώρου, αντιλαμβανόμενοι την αξία των περιεχομένων του. Ο Γιώργος Μαγγίνης χθες έλαμψε με την παρουσία του και έδειξε άνθρωπος-ανοιχτή αγκάλη, πρόθυμος, καταδεκτικός, πλήρως εξηγητικός, ένα ρυάκι που κελαρύζει και αφηγείται. Προς το τέλος, τον εγκωμιάσαμε για όλες τις αρετές του (αλλά και η απούσα κατά την ξενάγηση Σοφία έχω τη βεβαιότητα ότι το ίδιο ''κατακουζηνικό'' πρόσωπο θα έδειχνε). Όσο υπάρχουν Άνθρωποι, για να θυμηθούμε και έναν τίτλο.

Δεν απομένει πλέον σε μας τίποτε άλλο παρά η ενίσχυση με διαφόρους τρόπους της προσπάθειας αυτών των δύο ''αγγέλων'', αυτών των νέων ''αγγέλων''. Και βέβαια, όπως πρώτος πρότεινε ο φίλος Μιλτιάδης Πούλος, ''ιδού το φιλολογικό μας σαλόνι για νέες βεγγέρες και θερμόαιμες συνεστιάσεις''. Πάμε για άλλα λοιπόν, πιο μεγάλα, και από πιο ψηλά, με την περιβάλλουσα προστασία του Κάλλους, της Τέχνης, της Αγάπης.

Νομίζω ότι χθες ''πιάσαμε σπουδαίο λαβράκι''. Αρκεί να μην ξεχάσουμε να το μαγειρέψουμε...

Πέτρος Χριστοφιλίδης

5/4/11

Πατήρ Θέμις εν Κερκύρα

5.4.2011

Δεν μπορώ να εξηγήσω ποιος εσωτερικός συναισθηματικός ή ψυχικός μηχανισμός λειτουργεί ώστε όταν ένας παλιός φίλος, συμφοιτητής, πρόσωπο ισχυρού δεσμού κ.λπ. προοδεύσει φανερά κατά την πορεία της ζωής και ανέβει ψηλά, να κατακλύζεσαι από μια δεσπόζουσα χαρά, αναμεμειγμένη με συγκίνηση, νοσταλγία, πόθο του ιδανικού, ''καθαρή φλόγα της ζωής'', πίστη στις αξίες, αυτοπεποίθηση, αυτοσεβασμό και ετεροσεβασμό, και όλα αυτά κουβαριασμένα μέσα σου με μια τρελή τάση ιδιοποίησης του κατορθώματος, του επιτεύγματος, της ''δόξας'' του άλλου. Χωρίς ειλικρινώς καμία διάθεση ζηλοτυπίας, μετέχεις στη χαρά της ανόδου του άλλου, σαν να είναι το Εσύ ο ίδιος ο εαυτός σου, σαν να είσαι εσύ που πέτυχες. Κατηγάγαμε νίκη περηφανή, θα πανηγύριζε μια φωνή από τα μέσα δωμάτια του Εγώ. Είμαι πολύ χαρούμενος όταν ''δικοί μας άνθρωποι'' συλλαμβάνονται με χαρμόσυνες ιδιότητες, τίτλους εξαίρετης τιμής. Πιο πολύ αισθάνομαι ότι επιβραβεύεται ένας πολυετής κόπος και ότι το αποτέλεσμα της αγαθής προσπάθειας αντιπροσωπεύει την επιβίωση του δικαίου επί γης. Πιο πολύ χαίρομαι όταν οι επιτυχόντες είναι μέλη ενός ιδεατού συνόλου, μιας καλής γενιάς νέων ανθρώπων, που ήλθαν στη ζωή για να υπηρετήσουν τα καλώς κείμενα και μετά θα αποχωρήσουν σεμνά και ταπεινά.
Αυτές οι σκέψεις με έβαλλαν και χθες στην εκδήλωση παρουσίασης του λευκώματος "Πάσχα στην Κέρκυρα" (εκδ. Τοπίο), όπου μεταξύ των ομιλητών μπορούσες εύκολα να ξεχωρίσεις τον γενειοφόρο ''πατέρα'', τον ρασοφόρο αγαθό άνδρα, με τη λεπτή κορμοστασιά, το μετρημένο χαμόγελο, τα όμορφα γαλανά μάτια, το αίσθημα της αιδημοσύνης ενώπιον του ετερόκλητου κοινού. Ήταν ο ''πατήρ Θεμιστοκλής Μουρτζανός", ο παλαιός συμφοιτητής, που καθόταν πάντα στην 2η σειρά των φοιτητικών εδράνων, περιστοιχισμένος από σοβαρές προσωπικότητες, που ομιλούσαν σιγανά, μειλίχια, σχεδόν κατανυκτικά, προβάλλοντας σκέψη και λόγο και πράξη με τη δέουσα κοσμιότητα. Πότε άραγε γεννιέται σε έναν άνθρωπο η επιθυμία προσανατολισμού του στον κόσμο με βάση τα εκκλησιαστικά ιδεώδη; Ποιες κοσμικές αντιφάσεις, ποια ανθρώπινα ελλείμματα, ποια τρικυμία δημόσιου βίου ωθεί μυστικά έναν νέο άνθρωπο στον κόλπο της Εκκλησίας, με την επίγνωση ενός υψηλού χρέους και, το σηματικότερον, με την ασφάλεια της εσωτερικής του ευδαιμονίας; Ό,τι κι αν εξηγεί αυτή την υψηλή απόφαση, να ακολουθήσεις έως το τέλος της ζωής σου το δρόμο της ηθικής τελείωσης, το δρόμο ενός ανθρώπου-προτύπου, το δρόμο του Θεού, η εντύπωση πάντα μένει, ότι ξεχωρίζεις ''σε μια στροφή'' από ένα πλήθος άλλων προσώπων που πολλά εξ αυτών τα νιώθεις να βουτάνε σαν αχόρταγοι ομηρικοί μνηστήρες στα υλικά εδέσματα του σύγχρονου βίου, την ίδια ώρα που ο ''φωτισμένος'' ακολουθώντας μιαν άλλη ''δίαιτα'' πορεύεται για αλλού, λαμβάνει ένα μοναχικό μονοπάτι, χωρίς να επιζητεί την ασκητική μόνωση, μιαν ατραπό τόσο κοντά στους κακοπαθημένους και πληγιασμένους ανθρώπους και ταυτόχρονα συντονιζόμενος με μια δέσμη ''ουράνιων επιταγών''.
Από τα έδρανα της Φιλοσοφικής Σχολής σε τριετή φροντιστηριακή διδασκαλία σε γνωστό ιδιωτικό φροντιστήριο της οδού Κωλέττη... αλλά η σκέψη να τρέπεται προς άλλους ορίζοντες... Κι έτσι Θεολογική Σχολή, αργότερα διδακτορικό στη Θεσσαλονίκη. Χειροτονημένος, πώς τα φέρνει καμιά φορά η ζωή, υπό Χριστοδούλου (του αειμνήστου). Επιτυχών στον βασανιστικό διαγωνισμό του ΑΣΕΠ και ως φιλόλογος και ως θεολόγος (και ως Πατήρ και ως Υιός, θα λέγαμε), αποφάσισε να πάρει τον δεύτερο δρόμο και να μη χάσει την επαφή με το εκπαιδευόμενο κοινό της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Μάλιστα για έναν χρόνο βρέθηκε όπως μου είπε και στη Λακωνία (Γύθειο - η πόλη μού θυμίζει Ρίτσο αλλά και Αντώνη Κουτσούρη αλλά και... Χρήστο Σπανό, αν και ο τελευταίος βρέθηκε προ χρόνων στη Σκάλα, αλλά και... Τάκη Γιαχνή). Για επτά χρόνια στη Θεσσαλία (Μητρόπολη Βόλου). "Εκεί είχα αναλάβει το Τμήμα Νεότητας", θα μου πει στην ολιγόλεπτη καθιστική μας συνάντηση. "Κι έκανα πολλά, εκδηλώσεις, συνέδρια και άλλα", πάντοτε σε επαφή με τους νέους, το φρέσκο πλήρωμα του καραβιού της κοινωνίας. "Το ήθελα από παλιά, εξάλλου από παιδί είχα επαφή με τον χώρο της Εκκλησίας. Με ενδιέφερε να έχω επαφή με τους νέους". Πράγματι, την κουβέντα μας ''κόβουν'' τρεις νεαρές υπάρξεις, Κερκυραίες την καταγωγή, πρωτοετείς πού αλλού; Στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών (κάπου ακούγεται και το επώνυμο "Μπενέτος"). Επτά περίπου χρόνια στη Θεσσαλία, ο Λαρισαίος Θέμις, αν κατάλαβα καλά ύστερα από πρόταση-πρόσκληση προς τον εκεί Μητροπολίτη, μεταβαίνει το έτος 2003 στην ανθοβολημένη Κέρκυρα, για να λουστεί το Ιόνιον Φως, όπως χαρακτηριστικά το ανέφερε ο φωτογράφος Δημήτρης Ταλιάνης. Από το 2003 λοιπόν στο νησί των Φαιάκων και ιδού ο τωρινός τίτλος του, Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας, καθ' όσον είναι αποσπασμένος στην Ιερά των Κερκυραίων Μητρόπολη. "Πώς είναι το καθημερινό σου πρόγραμμα; Φαντάζομαι ασφυκτικό". "Από τις 7 το πρωί έως τις 1 τα ξημερώματα είμαι συνεχώς στο πόδι. Η επαφή με τους ανθρώπους ταυτόχρονα είναι υπερβολικά κουραστική αλλά και αναζωογονητική, λυτρωτική θα έλεγα, ευλογία ψυχής να μπαίνεις στη θέση του άλλου και να τον βοηθείς στα προβλήματά του", περίπου θα μου πει. Πατέρας τεσσάρων κοριτσιών (θυμάστε τη "θεία από το Σικάγο") σε πείθει ότι αυτό που κάνει το κάνει καλά γιατί το ήθελε και το θέλει πραγματικά. Γιατί μπορεί να υπερβαίνει τις βιοτικές ''λεπτομέρειες'' μένοντας στην ουσία της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο λόγος του ένα ποίημα, για το τι σημαίνει Πάσχα στη νήσο, για το πώς μπορείς να ζήσεις (ας πούμε αληθινά, αποκαλυπτικά, μη φολκλορικά) το Πάσχα εκεί. "Μένοντας πιστός σε μια εκκλησία, ακολουθώντας τις εκδηλώσεις, τα δρώμενα, το εκκλησιαστικό τυπικό όπως εφαρμόζεται σε έναν μονάχα ναό και επιλέγοντας σε ελεύθερα διαστήματα και τη μετοχή σου σε άλλες παράλληλες και ταυτόχρονες εκδηλώσεις άλλων ναών". Ο δικός του ναός είναι οι Άγιοι Πάντες και μπορώ να τον φανταστώ να ρητορεύει (όχι από άμβωνος) για το αληθινό πασχαλινό βίωμα, για το νόημα τού να υπάρχεις για έναν σκοπό και για τους τρόπους με τους οποίους αυτόν πλησιάζεις. "Μένουμε σε μια παλιά κερκυραϊκή κατοικία", προσθέτει. Και το μυαλό καθενός πηγαίνει στις διασταυρώσεις των Φιλαρμονικών, στις λαϊκές εξέδρες των παλιών σπιτιών, στις ενετικές καμάρες, στα κατάλοιπα της Αγγλοκρατίας σαν μοσχοβλημένη σκόνη πάνω από τα καντούνια, τις πιάτσες και τα υπερήφανα λουλούδια. Πώς συμβαίνει κάποιοι άνθρωποι όπως και κάποιοι τόποι να σημαίνουν ταυτόχρονα και το παρελθόν και το παρόν τους, να δοξάζουν το κάλλος της ζωής με αυτό που κάθε φορά παρουσιάζουν;
Η συνάντηση κράτησε περίπου 10 λεπτά. "Αύριο το πρωί πετάω στις 5 και 20, οπότε θα μου επιτρέψεις...". Ήταν ένα άγγιγμα ζωηρό και βιαστικό, σαν να σου ανοίγουν τη φιάλη ενός αρώματος και σου επιτρέπουν να σκύψεις για μια στιγμή μέσα, να πάρεις μιαν ιδέα κι αν θες να επιστρέψεις. "Εάν δεν έλθεις στην Κέρκυρα, ό,τι και να σου πω είναι λίγο", θα ήταν το ''μότο'' όχι μόνο των λόγων του πατρός Θέμιδος, αλλά και της χθεσινής εκδήλωσης, όπου στο τραπέζι και οι Χυτήρης (δεν γνώριζα ότι ο πατέρας του ήταν σπουδαίος Κερκυραίος λαογράφος), Καραπιδάκης (με ανιαρό επιτονισμό και λεκτικό ηχόχρωμα, που σε έκανε να μην προσέχεις τα λεγόμενά του), Πάνος Θεοδωρίδης (η έκπληξη της βραδιάς, εκφώνησε ένα κείμενο ''σαββοπουλικό'', τρελό για τους παλαβούς τους Κερκυραίους, που έκανε τον Θέμη να χαμογελά γλυκά και συγκαταβατικά πλάθοντας τις αντίστοιχες εικόνες), Ταλιάνης (φωτογράφος της Κερκύρας που είπε ότι πρωτογνώρισε το νησί από την εποχή της αλλοτινής εκείνης Συνόδου Κορυφής - μέτραγα τα χρόνια και τελικά από τα διαβάσματα για τη Σχολή θυμήθηκα ότι πρέπει να έγινε το '94).

Εκεί στην Κέρκυρα υπάρχει ένας "δικός μας άνθρωπος", αλλά και ένας άνθρωπος όλων εκείνων που τον επισκέπτονται καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας. Ένας άνθρωπος-πρέσβης του Αγαθού. Και δεν είναι τυχαία τα χειροφιλήματα με τη λήξη της εκδήλωσης, η προσέγγισή του από πρόσωπα νεαρά και προπάντων χαμογελαστά.

Η ευτυχία για ορισμένους είναι ο δρόμος της Εκκλησίας και του Θεού.

Η ευτυχία είναι γενικά ο τρόπος εκείνος της ζωής που εξασφαλίζει την εσωτερική αρμονία, το ευφρόσυνο αίσθημα, που χαρίζει έναν αέρα ελευθερίας και σε στήνει σίγουρο και αχειραγώγητο ενώπιον των άλλων, να ''φουμάρεις'' τον δικό σου καπνό και να ταξιδεύεις στα νώτα του.
Είναι μεγάλο πράγμα να έχεις βρει τον δρόμο σου και να μην αμφιβάλλεις ποτέ για τις επιλογές σου.

Υ.Γ.: Μπορείτε να έλθετε σε επικοινωνία με τον παλαιό συμφοιτητή μας ακολουθώντας τα βήματα:
http://www.themistoklismourtzanos.blogspot.com/
thmpriest@hol.gr
info@imcorfu.gr

Ο πατήρ (γιατί δεν μπορούσα να τον προσφωνήσω έτσι κι όλο τον έλεγα "Θέμη'';) Θεμιστοκλής Μουρτζανός έχει εκδώσει και ένα βιβλίο: "Από έναν κόσμο σαν κι αυτόν τι να κρατήσω;". Εκδόσεις Αρχονταρίκι(;)
Στην ομώνυμη εκπομπή πάντως ("Αρχονταρίκι", ΕΤ1) τον είδα το καλοκαίρι (συνομιλία με τον Σταύρο Ζουμπουλάκη) και τον βιντεοσκόπησα, όπως και χθες, αλλά από την τηλεόραση. Επίσης, έχω το βίντεο της χθεσινής του ωραίας ομιλίας για την φωτογραφική αυτή έκδοση.

Πέτρος Χριστοφιλίδης