14/4/11

Θέμα για μια σύγχρονη τραγωδία

14.4.2011

Ο Δήμος της Αθήνας αντιμετωπίζει ένα οδυνηρό οικονομικό αδιέξοδο και στενάζει υπό το βάρος μιας πολυεπίπεδης κρίσης. Οι κρατικοί αξιωματούχοι πάσης προελεύσεως συγκεντρώνονται στην πλατεία Κλαυθμώνος και απευθύνουν μύδρους και ''αρές'' κατά των θεών που τους έχουν εγκαταλείψει στην οικονομική τους ένδεια. Απευθυνόμενοι, δε, στο μέγα πλήθος των πολιτών, αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο απόλυσης των χιλιάδων υπαλληλίσκων που συμποσιάζονται αντιπαραγωγικά έξω από το Βουλευτήριο και το Πρυτανείο. Μέσα από το πλήθος οδηγείται στην εξέδρα των επισήμων ο τυφλός μάντης που τον κατευθύνει ένα νεαρό παιδί. Ο μάντης συμβουλεύει τους αξιωματούχους να μην τα βάζουν με τους θεούς γιατί θα προκύψει κάποιο κακό. Εκείνοι τον αποπέμπουν κακήν κακώς διαολοστέλνοντας τη μαντική του ικανότητα. Το ίδιο βράδυ παρουσιάζονται φίδια στο όνειρο του δημάρχου της Αθήνας και πλησιάζοντάς τον τον τσιμπούν στα γεννητικά όργανα. Όταν ξυπνάει ο δήμαρχος, νιώθει ταραγμένος από το κακό όνειρο. Ρωτάει την γριά υπηρέτρια που γνωρίζει να ερμηνεύει τα όνειρα κι εκείνη του λέει πως αίμα θα στάξει πάνω από τη σκεπή του οίκου του. Εκείνος τρομάζει και οχυρώνεται μέσα στο σπιτικό του. Το ίδιο βράδυ τον επισκέπτεται εν οίκω με φτερωτό άρμα του Ηλίου η θεά Αθηνά και του μηνύει πως προκειμένου να σωθεί η πόλη από την οικονομική ένδεια, πρέπει να θυσιαστεί η κόρη του. Εκείνος δέχεται πλήγμα κεραυνοβόλο και εκλιπαρεί τη θεά να βρει μιαν άλλη λύση, μετανιώνοντας μάλιστα για την πρότερη στάση του απέναντι στους θεούς. Η Αθηνά του λέει ότι ή θα θυσιαστεί η κόρη του και θα σωθεί όλη η πόλη ή ο ίδιος θα απολέσει το αξίωμά του και ένας λοιμός θα ενσκήψει που θα προκαλέσει τη γενική, απάντων, δυστυχία. Ο δήμαρχος βρίσκεται σε εσωτερική σύγκρουση αλλά τελικά προκρίνει το συλλογικό όφελος. Στέλνει τον κήρυκα να αναγγείλει το μαντάτο σε όλους τους πολίτες. Εκείνοι ζητωκραυγάζουν για την ελπίδα σωτηρίας όλης της πόλης. Οι φωνές τους φτάνουν ως την κάμαρα του σπιτιού της κόρης του δημάρχου, η οποία διαμένει έξω από το άστυ. Έκπληκτη μαθαίνει τα γεγονότα από ορισμένους βοσκούς και πέφτει σε απελπισία. Καταριέται την κακή της τύχη, τους θεούς αλλά και τον ενδοτικό πατέρα της, που χωρίς επιμονή λύγισε υπό το βάρος του διλήμματος αποφασίζοντας τη θυσία της. Μια δράκα φρουρών έρχονται να την πάρουν κι εκείνη τους ζητεί να δει τον πατέρα της για τελευταία φορά. Σε έναν οξυμμένο αγώνα λόγων, η κόρη του δημάρχου καταρρέει μπρος στο αγέρωχο σώμα του πατρός της. Ο δήμαρχος διατάζει τους φρουρούς να την πάρουν για να την οδηγήσουν στο βωμό και ο Χορός, γυναίκες της Αθήνας, στηθοκοπιέται και σε ένα δακρύβρεχτο χορικό όλο γόους και εξάρσεις εκφράζει τη ''συμπάθειά'' του προς τη θυσιαζομένη με κραυγές για την τύχη της ανθρώπινης φύσης. Ο αγγελιαφόρος εισέρχεται στη σκηνή και περιγράφει τη θυσία που κατά τα λεγόμενά του έμοιαζε με σφάξιμο βοός. Όλη η πόλη συμπάσχει, και ταυτόχρονα θυσιάζει στους θεούς για την μεταβολή προς το βέλτιον της όλης κατάστασης. Ωστόσο, παρά την γενική ελπίδα ανάκαμψης, ένα νέο δεινό απειλεί την πόλη. Ο εξόριστος αδελφός του δημάρχου, παραγκωνισμένος από τον τελευταίο προκειμένου να μην έχει φιλοδοξίες κατάληψης της αρχής, κηρύττει τον πόλεμο κατά της αδύναμης σε όλους τους τομείς Αθήνας. Ο δήμαρχος απευθύνεται στη θεά Αθηνά που του υπόσχεται βοήθεια στην κρίσιμη ώρα, την ίδια στιγμή που τον εξόριστο καθοδηγεί ο θεός Άρης εξάπτοντάς του την πολεμική μανία. Ωστόσο, η θεά Αθηνά τού γλυκαίνει τον ψυχισμό κι εκείνος σαν μεταμορφωμένος αποφασίζει να μεταβεί στην Αθήνα ξέχωρα από τον στρατό του, σαν ξένος, μεταμφιεσμένος, για να δοκιμάσει τα αισθήματα του αδελφού του. Ο ''ξένος'' βρίσκει τον αδελφό του στο Δημαρχείο και του λέει πως ο εξόριστος αδελφός του δεν έτρεφε ποτέ κακά αισθήματα για τον ίδιον καθ' όλη τη διάρκεια της εξορίας του και πως η όποια επίθεση δεν έχει προσωπικό κίνητρο. Ο δήμαρχος είναι καχύποπτος και δεν πιστεύει τα λόγια του ξένου, θεωρώντας ότι ματαιοδοξία και αλαζονική μανία κατάκτησης της εξουσίας τυφλώνουν τον εξόριστο αδελφό του. Ξαφνικά, εισέρχεται στο γραφείο του δημάρχου η γριά υπηρέτρια του σπιτιού του και παρατηρεί ένα μελάνωμα πίσω από το δεξί αυτί του ''ξένου''. Κατόπιν ερωταποκρίσεων, αντιλαμβάνεται ότι ο ''ξένος'' είναι ο αδελφός του δημάρχου και οδηγεί με τα λόγια της τη συνάντηση προς την αναγνώριση των δύο αδελφών, που παραμερίζουν την όποια υποτιθέμενη αντιπαλότητα και σφιχταγκαλιάζονται με ύψιστη θέρμη. Ο ''ξένος'' υπόσχεται στον αδελφό του να σταθεί στο πλευρό του μα τη στιγμή που μαθαίνει για τη θυσία της ανιψιάς του λιποθυμά μπροστά του. Εντωμεταξύ, η γυναίκα του δημάρχου δεν έχει πάψει να θρηνεί για το χαμό της κόρης της και καταφέρεται ενάντια στον σύζυγό της που διάλεξε τη λύση της θυσίας. Μια απρόβλεπτη βακχική έκσταση τής πλάθει στο μυαλό την επιθυμία να τον εκδικηθεί φονεύοντάς τον και εν συνεχεία να ακολουθήσει τη μονάκριβή της στον τάφο αυτοκτονώντας. Εκτός εαυτού, μην ξέροντας τι κάνει και τι θέλει, προετοιμάζει τον εαυτό της για το φόνο και περιμένει την άφιξη του ανδρός της. Μεθοκοπά από αφροσύνη και κρύβει το μαχαίρι κάτω από το προσκεφάλι της συζυγικής τους κλίνης. Ο δήμαρχος επιστρέφει και όλος χαρά διηγείται τα καθέκαστα στη σύζυγό του (άφιξη στην πόλη του ''χαμένου'' αδελφού του, κατάπαυση της απειλής του πολέμου, ελπίδα αναγέννησης των πάντων), αλλά αμέσως αντιλαμβάνεται την αλλαγή ''ήθους'' της. Αρχικά ειρωνεία, έπειτα προσβολή και στο τέλος λεκτική επίθεση είναι οι ''απαντήσεις'' της στα χαρούμενα μηνύματά του. Ο δήμαρχος προσπαθεί να την φέρει στον εαυτό της κι όταν αυτό βλέπει ότι δεν είναι εφικτό, αποτραβιέται στην κάμαρά τους. Σηκώνοντας μάλιστα το προσκέφαλο της κλίνης τους, βρίσκει το εγχειρίδιο, κοφτερό, απειλητικό, σαν σύμβολο ή σημάδι για κάτι που θα ακολουθήσει. Η γυναίκα του ετοιμάζεται να πλαγιάσει δίπλα του για να εκτελέσει το σχέδιό της, αλλά την κρίσιμη στιγμή η σύμπραξη Αθηνάς και Αφροδίτης την μεταμορφώνουν, της παίρνουν το άλογο θυμικό, την φέρνουν στον εαυτό της και την κάνουν θελκτική, άκρως επιθυμητή. Μπαίνοντας βλέπει τον άνδρα της να περιεργάζεται το κοφτερό εγχειρίδιο, του λέει λόγια γλυκά της Κύπριδος, και η υποτιθέμενη δολοφονία μετατρέπεται σε μιαν υπέροχη ερωτική ένωση κατά την οποία εκείνος κόβει τα εσώρουχά της και τα ''θυσιάζει'' στο βωμό της ιδέας μιας δικής τους, προσωπικής ''αναγέννησης''. Η προσωπική ευτυχία του ζεύγους έρχεται να συνδυαστεί με τη συλλογική χαρά, καθώς στο τέλος του δράματος, μια θεϊκή επιφάνεια, η απρόσμενη ουρανόσταλτη άφιξη του θεού Πλούτου γεμίζει την πόλη με ''ανεμόεντες οβολούς''. Ξαφνικά όλη η πόλη γίνεται ένα ορμητικό ποτάμι πλούτου και χαράς και γυαλίζει στο φως το βλέμμα της χαράς και η όψη των νομισμάτων. Οι χιλιάδες υπαλληλίσκοι συγκεντρώνονται στην αγορά και αποθεώνουν τους κρατικούς αξιωματούχους, με ένθεη μανία ζητωκραυγάζουν έχοντας στα χείλη το όνομα του δημάρχου και σφάζουν κριάρια και βόδια προς τιμήν του θεού Πλούτου. Όλα τα αγαθά έχουν ξαφνικά πολλαπλασιαστεί και οργανώνονται αγώνες αθλητικοί και τελετές τιμής και δόξας χάριν της ευγνωμοσύνης των πολιτών προς το ''θείο'' πλήρωμα. Μέσα στο ''κουβάρι'' των πανηγυριστών φαίνεται και η ψυχή-το φάντασμα της κόρης του δημάρχου, που ανακουφίζεται με την επίγνωση της δικής της θυσιαστικής συμβολής.

Π.Χ.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: