24/4/11

Το παιχνίδι της φλόγας

24.4.2011


Γυρνάς από την Εκκλησία και φυσάει κατά στιγμές.
Κρατάς μια λαμπάδα αναμμένη και συνοδεύεσαι. Θέλεις να κρατήσεις αυτή τη φλόγα ζωντανή μέχρι να φτάσεις στον προορισμό σου.
Όμως η φλόγα δέχεται επίθεση από τις ριπές του ανέμου και όσο και να την αγκαλιάσεις με τα δάκτυλα της μιας σου χειρός, εκείνη βλέπεις ότι στραπατσάρεται και βγάζει φωνούλες απόγνωσης, ενώ στις δυνατές επιθέσεις συστέλλεται τόσο πολύ σαν να πνίγεται μέσα στο σκοτάδι και κοντεύει να γίνει μια τελεία.
Ευτυχώς ο άνεμος είναι κυκλοθυμικός και όσο σε τρομάζει όταν κάνει την επιδρομή του, άλλο τόσο σε ανακουφίζει όταν φεύγει από σένα και χτυπάει τα δέντρα του δρόμου και τα πουλιά. Βέβαια υπάρχει και ο άλλος δίπλα σου, οπότε στο ενδεχόμενο να σβήσει ο θάνατος τη δική σου φλόγα, τουλάχιστον θα πάρεις άναμμα ζωής από τον διπλανό σου, ο οποίος όμως την ίδια στιγμή που εσύ υποφέρεις, κι ο ίδιος προσπαθεί απεγνωσμένα να αμυνθεί έναντι ισχυρού αντιπάλου. Τώρα η φλόγα βρίσκει το ανάστημά της και υψώνεται γενναία, αλλά προτού προλάβει να αναθαρρήσει, ένα νέο σφοδρό κύμα την παρασέρνει και κοιτάζει και πάλι με ίλιγγο το χείλος του κενού. Κάποια στιγμή, γίνεται και πάλι μια φωτεινή τελεία, συστέλλεται τόσο και λέει "τώρα πεθαίνω, ξεψυχώ", και το χέρι είναι έτοιμο να θυσιαστεί, ακόμη και να καεί για να την πιάσει πάνω από τον γκρεμό.
Αλλά αι υπέρτεραι δυνάμεις του εχθρού ορίζουν το τέλος της. Το χέρι την αποχαιρετά με ένα νευρικό σκίρτημα και κοιτάζει δίπλα. Και ο άλλος δίνει τον αγώνα του, η φλόγα αμύνεται πίσω από το πλαστικό της πύργο, αλλά είναι τόσο μόνη στα κύματα των επιθέσεων, και το χέρι όσο και να αγκαλιάσει το κενό πάντοτε μένει ένας ανοιχτός διάδρομος από όπου μπαίνει ο άνεμος και την βρίσκει ευάλωτη, έτοιμος να την σπιθίσει και να της φέρει πλήγμα θανάσιμο.
Ανάβεις από τον διπλανό σου και σκέφτεσαι ότι όσο υπάρχουν οι άλλοι, πάντοτε υπάρχει μια ελπίδα, ακόμη και μετά τον δικό σου οριστικό ή προσωρινό θάνατο. Μια νέα φλόγα ξεπηδά πάνω από την κέρινη στήλη σου και σε χαιρετά με αισιοδοξία τρελή, μη γνωρίζοντας ωστόσο αυτό που την περιμένει, τον αγώνα του φωτός μέσα στην κουκούλα του σκοταδιού, μέσα σε αυτό το απέραντο κοίλωμα που είναι διατεθειμένο να την καταπιεί με μια φορά του ανέμου.
Και ναι, αμέσως αρχίζει η νέα δοκιμασία. Τώρα μάλιστα η αγωνία είναι μεγαλύτερη, καθώς ξαφνικά και ακαριαία σβήνει η φλόγα του διπλανού σου, οπότε αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι μόνος, ότι έχεις την ευθύνη και για τη δική σου και για την τύχη του άλλου, που πλέον πλησιάζει εσένα για να πάρει το φως και να συνεχίσει την πορεία του. Και οποία ευτυχής στιγμή όταν τη δίνεις και τώρα είναι δύο που κρατούν αυτή τη φωτεινή ελπίδα, και νιώθουν τόσο δυνατοί και ασφαλείς, καθώς πρέπει και των δυο να σβήσουν οι ελπίδες για να έλθει ο κοινός θάνατος, και ένα τέτοιο ενδεχόμενο μετριάζεται καθώς τα ήσυχα βήματα τους φέρνουν κοντά στον προορισμό τους, να, τώρα πλέον φαίνεται το σχήμα του, όπως ζωγραφίζονται τα σπίτια του λιμανιού πάνω στο καράβι πρωί πρωί στο εωθινό πούσι. Βήμα βήμα προς τα κει, εκεί όπου θα δοθεί η φλόγα της ζωής, η σωσμένη παρά τις αντιξοότητες και τους εναντίους παράγοντες. Αλλά λίγο πριν από το τέλος, οι δύο περιπατητές χαρούμενοι που απέχουν μόλις δυο βήματα από το κατώφλι του στόχου τους, από ενθουσιαστικό παρορμητισμό, από άκρατη αγωνία, έτοιμοι να ξεχυθούν μέσα στην φυσική τους έδρα και να φωνάξουν ''τα καταφέραμε'', γυρνούν ο ένας προς τον άλλον για να αγκαλιαστούν και να φιληθούν. Οι φλόγες πάνε να σμίξουν καθώς τα κορμιά τους συγκλίνουν, έτοιμες και αυτές να φιληθούν υπό τη σκέπη της ανάσας τους, που δεν είναι άνεμος κακός, αλλά μια ζεστή αόρατη φωλιά που παίρνει μέσα της και τις δικές τους ανάσες.

Κι όπως λοιπόν αστόχαστα και βιαστικά συγκλίνουν, η ορμή των χεριών τους και κάτι μυστηριώδες που ακόμη και τώρα προσπαθούν να το βρουν για να δώσουν μιαν εξήγηση, σβήνει αμοιβαία το φως τους και μένουν κεραυνόπληκτοι δυο βήματα πριν από την ταλάντωση του νήματος του τερματισμού. Ευτυχώς, υπάρχουν έτσι, ο ένας στο πλάι του άλλου, τα χείλη πάνω στο σβέρκο, να αφήνουν την ανάσα σαν σφραγίδα πάνω στο λευκό δέρμα.
Ευτυχώς πεθαίνουν μαζί οι φλόγες τους, και ανταμώνουν πάνω στη στιγμή και ενώνονται, οπότε ξεπερνώντας το πλήγμα της έκπληξης και της απελπισίας, βρίσκουν το κουράγιο αφήνοντας ο καθένας το λυγμό του πάνω στο κερί και στο σώμα του άλλου. Ο άνεμος βομβίζει ξεκαρδιστικά κι εκείνοι αγκαλιασμένοι και βαρύθυμοι, χίλια κιλά ο καθένας με την λεπτή λεπτότατη κέρινη στήλη, βελούδινη πάνω στα μελαγχολικά δάκτυλα, περνούν το κατώφλι, αποτυχόντες, μα ενωμένοι στην αποτυχία, δηλαδή το κοινό τους τέλος πλέον είναι η ελπίδα ότι θα αναστηθούν και οι δυο, επωάζοντας μια νέα φλόγα, πιο ψηλή, πιο κραταιά, και αγέρωχη.

Κι αν δεν το κατάλαβαν οι δυο τους, ωστόσο έδωσαν ένα μάθημα ευγένειας στους άλλους που μες στα σκοτεινά τους ακολουθούσαν, σαν φωτεινές σκιές, σαν ζεύγη αλλόκοτων όντων, που κρατούσαν κι αυτοί την τύχη στα χέρια τους.

-Λέτε τελικά να αναστηθούμε πτωχοί και άδειοι, εν τη ενώσει μας;

-Ναι, θα τριφτούν τα σώματά μας και θα κάνουν τη νέα φλόγα που θα μας κυβερνήσει.

Π.Χ.

1 σχόλιο:

Χρήστος Αποστολόπουλος είπε...

Στο ίδιο πνεύμα, της συνάντησης σωμάτων και φλογών το βράδυ της Ανάστασης, κινείται και παραδοσιακό άσμα που άκουγα σε πανηγύρια στη Σίφνο. Έψαξα πολύ στο διαδίκτυο, αλλά δε βρήκα βιντεάκι, παρά μόνο μια εκδοχή των στίχων - υπάρχουν και άλλες, νομίζω (πηγή: http://www.rembetiko.gr/forums/archive/index.php/t-19429.html)

Το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ
εσυνάντησα μια νέα στο σκοτάδι
το κερί της ήτανε σβησμένο
μα το δικό μου ήταν αναμένο

Προχωρώ, της λέω δεσπωσύνη
μια νέα ήτανε γεμάτη καλωσύνη
απ’ του σπιτιού μου έφυγα τη ζέστη
για να κάνουμε μαζί «Χριστός Ανέστη»