26/4/11

Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο

26.4.2011

Έχει και η ζωή τους σκοτεινούς της αιώνες, τις μυστηριώδεις παρενθέσεις της, όπου κάθε άνθρωπος επιθυμεί να κρυφτεί από τον έξω κόσμο, να  κρύψει τα πάθη του, τις αποτυχίες του, τις μεταμορφώσεις του, τις μεταστροφές της τύχης του. Σε αυτές τις σκοτεινές ημέρες έρχεται σε άμεση επαφή με τον εαυτό του, τον βλέπει ως το απύθμενο βάθος του, πιάνει τον εαυτό του, τον αποσυναρμολογεί και βάζει πάλι τα κομμάτια του στη θέση τους. Ρεκτιφιέ της μηχανής, που λέμε. Εσωτερικός καθαρισμός, εσωτερικός μονόλογος, άηχη φωνή, ένα υπαρξιακό δράμα δωματίου, με τα τηλέφωνα κατεβασμένα, με τα παράθυρα κλειστά. Και στ' αλήθεια πόσο αισθητή διαφορά συνιστά αυτή η εσωστρέφεια σε πρόσωπα που είχαν συνηθίσει να εκτίθενται στα μάτια των άλλων, να πρωταγωνιστούν μέσα στην θορυβώδη αγορά του κόσμου, να δέχονται πανταχόθεν τις ευχές και τα εγκώμια γνωστών και αγνώστων και να μην προλαβαίνουν να ανταποκριθούν στις ''οχλήσεις'' των τρίτων. Εκεί όπου βασίλευε η ζωηρότητα και η κινητικότητα, τώρα υπάρχει μια αυλή απομονωμένη από τον έξω κόσμο, αυλή της άπνοιας, μιας ίσως ηθελημένης μοναξιάς, η προσπάθεια εύρεσης ενός σημείου ισορροπίας. "Δεν θέλω κανέναν'' γράφει η πόρτα. "Να μείνω μόνος και άπραγος, να βρεθώ στο υπέδαφος του εαυτού μου, χωρίς να πρέπει να απαντήσω στις έξωθεν προκλήσεις". Τίποτε δεν ενδιαφέρει τον άνθρωπο σε αυτούς τους σκοτεινούς αιώνες περισσότερο παρά τα εναπομείναντα κοιτάσματα του δικού του υπεδάφους. Σε αυτούς τους σκοτεινούς αιώνες, η παρουσία των άλλων είναι μάλλον ένας ανόητος βόμβος, τα ρηχά νερά, μια χωρίς αντίκρισμα σκιά, που δεν μπορεί να λύσει το αίνιγμα της κατάστασης, το πρόβλημα που προκάλεσε την ανάγκη της εσωτερικής καταβύθισης.
Υπάρχουν πολλές αιτίες που μονώνουν τον άνθρωπο από τον έξω κόσμο. Συνήθως δεν αντέχει τη σύγκριση με τους ''υγιείς'', τους επιτυχημένους, τους συναισθηματικά ασφαλείς, τους οικονομικά ισχυρούς. Λειτουργεί εδώ και η βασική καχυποψία ότι οι άλλοι μάλλον χωρίς να είναι ακριβώς η κόλαση, είναι κατ' ουσίαν ανίκανοι να πάρουν μέσα τους το αίσθημά σου, αυτό που σε κυβερνά στην άπνοιά σου, στην αδράνειά σου, στην ανορεξία σου, στην αδιαφορία σου για το καθετί. Για να γίνει κατανοητό αυτό που γράφεται εδώ, ας φέρουμε στο μυαλό μας τους ανθρώπους που λόγω της κακής νόσου του αιώνα μας απέχουν λίγα βήματα από το κατώφλι του θανάτου. Τίποτε δεν φαίνεται πως τους συνεπαίρνει, ούτε λόγος, ούτε επιθυμία, μόνο να κρυφτούν θα ήθελαν, πίσω από την κουρτίνα των γεγονότων και να τους πάρει ένα κύμα να τους πάει μακριά, να μην ακούνε να μην βλέπουνε τίποτε από την ασχήμια και την ανοησία των άλλων. Μάλλον το έχετε δει κάπου αυτό και έχετε κι εσείς νιώσει κάποτε τόσο ανήμποροι τόσο ανόητοι στα μάτια των άλλων. Όταν κάτι βαθύ σε καίει και σε τρώγει, τα λόγια των άλλων, που παρασύρουν και πολλές αυτοαναφορικές παρλαπίπες, δεν έχουν κανένα μα κανένα αντίκρισμα. Σιωπή λοιπόν και μόνωση, να αφήνεσαι στη μοίρα των πραγμάτων, με πλήρη αδιαφορία για ό,τι εκφέρουν τα χείλη όλων των άλλων, που είναι προσωρινοί, χωρίς βάρος, ασταθείς, ρευστοί, απλές σκιές και φαντάσματα. Κανένας από μηχανής θεός δεν περιμένεις να σε σώσει παρά μόνο η ανάσταση του ίδιου του χαμένου εαυτού σου. Όλες οι φωνές των άλλων είναι ψευδοείδωλα, θροϊσματα ξένων κόσμων, από τους οποίους έχεις πάρει προ καιρού διαζύγιο και δεν περιμένεις τίποτε από αυτούς. Απλώς οι άλλοι πρέπει να κάνουν την πρεσβεία τους, να παίξουν τον ρόλο τους, να πουν στον εαυτό τους ότι κάτι έκαναν χωρίς να μπορούν να σταθούν στο ύψος ή στο βάθος της κατάστασης.








Περίπου αυτά σκεπτόμουν χθες όταν με μια γνήσια φίλη, πανεπιστημιακή γνωριμία, αναζητούσαμε τον χαμένο χρόνο της ζωής ενός γνωστού θεατρικού συγγραφέα και πεζογράφου, που λόγω ασθενείας βγήκε έξω από το σκόπευτρο της δημοσιότητας και εισήλθε σε δάσος σκοτεινό, όλο σκιές, με τον νου να παραδέρνει στο χθες και στο σήμερα, να τον παίρνει ο άνεμος και τον ρίχνει τυχαία εδώ κι εκεί. Και μια νοσοκόμος (νομίζω ότι λεγόταν Ευδοκία Μπαρδάνη) αντιδιέστειλε τις ανθηρές μέρες από τον καιρό της συστολής, της συλλογής, της συσπείρωσης γύρω από ένα Εγώ, που σαν ζωάκι υπάκουο κυβερνάται από ξένα χέρια. Η όλη ιστορία μοιάζει με βασιλέα εξορισμένο, ή ίσως δούλο στα χέρια βάρβαρου λαού, αναγκασμένο να ανταλλάξει τον εξανδραποδισμό του με ένα ψίχουλο χαράς και μια αόριστη ελπίδα. Ο βασιλιάς της Αθήνας, π.χ., που βρέθηκε στη χώρα της Παφλαγονίας, όπου εκεί τον κούρεψαν με την ψιλή και τον ανάγκασαν να κόβει τους κορμούς των δέντρων - ή ένας εξόριστος στην Μακρόνησο που μαζεύει πέτρες - ή η πριγκίπισσα της Ουαλίας που κλείστηκε σε ίδρυμα και την δένουν επί κλίνης για να μην διασαλεύει το τρελό θυμικό της την τάξη του ιδρύματος.

Προτού πέσει η αυλαία μιας ζωής, υπάρχουν πολλές τέτοιες εσωτερικές έρημοι, που λίγοι έχουν την τόλμη να τις παρατηρήσουν, γιατί απλούστατα είναι απωθητικές δοκιμασίες, υποβλητικό μαρτύριο, δύσκολες και τραχιές αναβάσεις. Εκτός των άλλων, το εσώκλειστο υποκείμενο σαν να καταλαβαίνει την ''πτώση'' του και βλέποντας τον εαυτό του στον καθρέφτη, προτιμά να τον βλέπει μόνο για να απεικονίζεται με καθαρότητα μόνο αυτή η στυφή αναμέτρηση με τον μέσα δαίμονα, που δεν θέλει να εξωραϊζεται από την όποια έξωθεν φερμένη ομορφιά. Η αποκλειστικότητα του πόνου και της σιγής, χωρίς ψεύτικα στολίδια και ανόητες παρεμβάσεις τρίτων, χωρίς ψευτοχαρές. Τίποτε να μην διασπά την ομοιομορφία του λευκού ή του μαύρου.

Υ.Γ.: Να ευχαριστήσω από τη θέση αυτή την Ιωάννα Σπηλιοπούλου, που ήλθε μαζί μου για να κοιτάξουμε για τόσο λίγο μέσα στη σκοτεινή παρένθεση, εάν τελικά αποδειχθεί παρένθεση, του άλλου, του μόνου, του ασθενούς, του περιπλανωμένου στο σκοτεινό δάσος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: