19/8/11

Νυχτερινή σκηνή

19.8.2011

                                                                                                                            (Στη φίλη Αλεξάνδρα
                                               που διέκοψε ευχάριστα τη σιωπή, σαν συνθήκη, του νεκρού Αυγούστου)

Τώρα που η Αθήνα είναι νεκρή, τα μικρά ή μεγάλα γεγονότα τα ζει κανείς πιο έντονα, διότι τα ζει σχεδόν μοναχικά, χωρίς να έχει μάρτυρες δίπλα του.

Έφευγα από ένα σοκάκι της Τερψιθέας προχθές το βράδυ ώσπου ξαφνικά με τα νυσταγμένα φώτα του αμαξιού μου να ανοίγουν δρόμο στον σκοτεινό κατήφορο, είδα έντρομος και έκπληκτος την ακόλουθη σκηνή:
Ένα γατί έκειτο νεκρό στη μέση ακριβώς της ασφάλτου. Το σώμα πρέπει μόλις να είχε παραδοθεί, διότι μου φάνηκε ότι ελαφρώς κινιόταν η ουρά του μέχρι κι αυτή να ακινητοποιηθεί. Το γατί έκειτο πάνω από μια μικρή λίμνη αίματος. Ως εδώ θα'λεγε κανείς ότι πρόκειται για μια κοινή, κοινότατη ιστορία. Αλλά αυτό που δραματοποιούσε έντονα τη σκηνή, αυτό που την μετέτρεπε σε ένα μικρό θρίλερ, ήταν η παρουσία γύρω από το γατί τριών άλλων γατιών. Το ένα αριστερά, τα άλλα δύο δεξιά από το νεκρό. Τα γατιά έστεκαν για κάμποσα δευτερόλεπτα βουβά και ακίνητα, σαν κεραυνοβολημένα κι αυτά από τον θάνατο και ειδικώς την όψη του θανάτου που μόλις είχε συντελεστεί. Όπως τα έβλεπα, δεν μπορούσα να καταλάβω ποιον ρόλο έπαιζαν: ήταν για ολίγον χρόνο μάρτυρες της θανατερής βίας; μήπως έστεκαν αποσβολωμένα, μην έχοντας ξαναδεί αυτό το θέαμα; ή μήπως θρηνούσαν με τη σιωπή τους τον δικό τους άνθρωπο. Για κλάσματα δευτερολέπτου μού πέρασε από το μυαλό και μια ιδέα της μητέρας μου, που όμως γρήγορα την απέρριψα: μήπως το νεκρό γατί έγινε στόχος άλλων γατιών, κάτι σαν την ανθρωποφαγία δηλαδή. Αυτή η εμβόλιμη σκέψη με έκανε να παρατηρήσω τα μεγέθη των σωμάτων τους. Για μια στιγμή, σκέφτηκα ότι μπορεί το νεκρό να ήταν η μάνα των άλλων τριών, γιατί έδειχνε πιο μεγάλη σωματικά έναντι των άλλων. Το αυτοκίνητο είχε σταματήσει και είχα μείνει κι εγώ αποσβολωμένος, μην ξέροντας πώς να ερμηνεύσω και τι να πράξω. Τα φώτα έριχναν τις βολές τους πάνω στο άψυχο σώμα και η ακινησία μεγέθυνε τη φρίκη, όπως στα στυγερά εγκλήματα που κόβουν αναπνοές. Σε λίγο το ένα από τα τρία ζωντανά, με αργό τρόπο, αβέβαιο, με διστακτικά βήματα, με κάποιαν επιφύλαξη, πλησίασε το νεκρό. Το είδα να πλησιάζει τόσο αργά που νόμιζα ότι το έκανε καθώς έλυνε τον φόβο του, τον τρόμο του μπρος στη συνειδητοποίηση του αποτελέσματος. Έφτασε κοντά και χαμήλωσε τη μουσούδα του. Τι ήθελε να κάνει; Μήπως με τη μυρωδιά ήθελε να επιβεβαιώσει την απώλεια της ζωής; Καθώς χαμήλωνε την κεφαλή του, νόμιζα πως σκύβει για να ρουφήξει το λιμνάζον αίμα. Αλλά και πάλι απώθησα τη σκέψη, που πιο πριν ήταν η ωμοφαγία, εδώ η αιματοφιλία. Το θαρραλέο γατί στεκόταν σταθερά πάνω από το πεσμένο σώμα. Δεν ήξερα τι να πράξω. Το αυτοκίνητο εάν προχωρούσε επί ευθείας γραμμής, είναι σίγουρο πως θα υπογράμμιζε τον θάνατο, θα έκανε τον δεύτερο φόνο. Δεν είχα άλλη λύση. Κόρναρα προς το γατί - την πρώτη φορά δεν αντέδρασε, τη δεύτερη τινάχθηκε τρομαγμένο. Λες να μην είχε αντιληφθεί τον θόρυβο της μηχανής; Φαντάσου, σκέφτηκα, πόσο απορροφημένο είναι, πόσο μαγνητισμένο. Καθώς τινάχθηκε, γύρισε το βλέμμα του προς το αυτοκίνητο. Τα μάτια του έδειχναν το βύθισμά του, σαν ιεροτελεστικό, στη θλίψη και στον πόνο. Το τσίμπησαν τα φώτα και το κλάξον και το έβγαζαν από τη μυστηριακή ώρα που κάθε ον αντικρίζει ένα άλλο ον να αρχίζει τον αιώνιο ύπνο του. Εκείνη την ώρα που θαρρείς και είναι ψέμα το χαμήλωμα των βλεφάρων και ότι πως όπου να'ναι ο κοιμώμενος θα σειστεί, θα ριγήσει, θα κινήσει τα μάτια και τα χέρια, θα δει ξανά τον βίαιο κόσμο των μηχανών που συντρίβουν τις ζωές των εμψύχων και σκορπούν τον όλεθρο πάνω στους μελανιασμένους δρόμους. Πώς να προχωρήσω; Γιατί κι εγώ, τόσο δειλός και αδύναμος μπροστά στο αίμα και στον πόνο, δεν σκεπτόμουν να περιμαζέψω το νεκρό ζώο, να το αφήσω παράμερα, να το θέσω επί τόπον σεμνής ταφής. Τόσο δειλός και αδύναμος, όχι όμως αδιάφορος. Σκεπτόμουν πώς θα ένιωθα την στιγμή που θα το έβαζα στη χούφτα μου, με τα αίματα να έχουνε βάψει το γουνάκι του και τα πόδια του να κρέμονται σαν ξεχαρβαλωμένα ελατήρια στο κενό. Πόσο θα παιδευόταν η δική μου ψυχή μέχρι να το βάλει στον τυχαίο τάφο του και να το σκεπάσει με χώμα. Κι αυτός; ο Άγνωστος; πού ήταν αυτός ο δολοφόνος της φούριας, αυτός που το εμβόλισε, τρέχοντας να προλάβει τι; σε μια πόλη διψασμένη από ζωντάνια, που ραντίζει το φεγγάρι της τη σιωπή μιας παράξενης συνύπαρξης, την ώρα που ο καθένας θέλει να υπάρχει πολλές φορές μέσα στο άδυτο της μοναξιάς του, να κρατήσει τα χείλη του κλειστά μέχρι να αρχίσουν να φλυαρούν με τις επιστροφές τους οι γνωστοί άγνωστοι της γειτονιάς. Αυτό το γατί ζούσε τίμια και αθόρυβα, υποθέτω, και πληρώθηκε με τον πιο άτιμο θάνατο, πάνω στις γραμμές της ζωής και της ελευθερίας. Ίσως λείψει από κανέναν μοναχικό αφέντη, καμιά γραία που πήγαινε και το τάιζε κάθε βράδυ για να δώσει κάποιο νόημα και στη δική της μοναξιά.
Ναι, ήταν φανερό αλλά εγώ δεν το έβλεπα από την αρχή: τα τρία ζώντα πλάσματα έκαναν την κηδεία του, κάνοντας έναν μικρό κύκλο ολόγυρά του, σε μια τελετή που μόνο υπό το φως ενός βαλσαμωμένου φεγγαριού θα μπορούσε να λάβει χώρα, με έναν ή κανέναν μάρτυρα, φτωχό συγγενή, περίλυπο αυτοκινητιστή.
Το αυτοκίνητο είχε κοκκαλώσει ώσπου στον καθρέπτη πάνω από το τιμόνι φάνηκαν από το βάθος τα μάτια ενός άλλου αυτοκινητιστή - κάποιος άλλος είχε μπει στο σοκάκι και θα ζούσε, αν ζούσε, την ψυχρολουσία της δρομαίας τελετής. Τα φώτα του άλλου σαν τα μάτια ενός μηχανικού γάτου αίλουρου πλησίαζαν στα νώτα μου. Στάθηκα για λίγο, να τον κάνω να καταλάβει ότι εδώ συνέβη κάτι. Κάτι εγκληματικό, μια ψυχή που απέδρασε σε σκοτεινό σύμπαν. Ίσως να κατάλαβε, δεν μου κόρναρε. Τότε εγώ, σαν ονειδίζοντας και τον εαυτό μου και όλα τα άλλα ανθρωπάκια αυτού του κόσμου, έστριψα το τιμόνι προς τα αριστερά, σχεδόν πηγαίνοντας να ξύσω το σταθμευμένο όχημα στο πλάι. Κινήθηκα αργά, παίρνοντας μια τροχιά ικανή να προσπεράσει απ' τα αριστερά σεβαστικά το άψυχο σώμα. Οι ρόδες κύλησαν αργά πάνω στον κατήφορο και μένα η έγνοια μου ήταν να αισθανθώ ότι πέρασα από δίπλα, δίχως να διαπράξω ακουσίως τον δεύτερο φόνο. Τα άλλα γατιά ίσως και με έβλεπαν, έβλεπαν τα μάτια μου να σκύβουν όλο ένταση πάνω στο οδόστρωμα την ώρα της προσπάθειας να αποφύγω... να αποφύγω τι; τη θέα του φόνου, τη λίμνη του πόνου, το τίναγμα των δικών μου ενοχών που δεν γνωρίζω πώς να συνυπάρχω με αυτά τα πλάσματα που νοστιμίζουν τον μοναχικό βίο πολλών γύρω μας.
Να αποφύγω να κοιτάξω εκεί κάτω, για να μη γεμίσω με τα αίματα, με την εικόνα, και την πάρω για πάντα μέσα μου καταρώμενος το μισητότερο και δολοφονικότερο των επί γη όντων.
Να αποφύγω να κοιτάξω...
Και πράγματι δεν κοίταξα πίσω μου. Μόνο αυτόν στα νώτα μου αντιλήφθηκα πως έπραξε το όμοιο με μένα, κάπως όμως πιο βιαστικά, σαν να ήταν συνηθισμένος στα εγκλήματα του δρόμου.

Στρίβοντας στη λεωφόρο, η τελετή, σκεπτόμουν, θα συνεχιζόταν. Μέχρι μια μαύρη σακούλα βαριά σαν με σκουπίδια, να αφήσει τον γδούπο της πάνω από κάποιον κάδο. Και το σώμα χιλιοσυντετριμμένο από τον δεύτερο φόνο μιας άλλης μηχανής, να χωνευθεί μαζί με μπουκάλια, πλαστικά, χαρτιά και πευκοβελόνες μέσα στο παμφάγο σώμα της αιώνιας γης. -

Δεν υπάρχουν σχόλια: