Το αίθριο χωρισμένο σε δυο ζώνες: μπροστά τα παιδιά καθήμενα χάμω, πίσω οι ''μεγάλοι'' σε καρέκλες του σκηνοθέτη, γεμάτος ο χώρος, καλή κονόμα.
Είμαστε πέντε, και κανονικά θα έπρεπε να πληρώσουμε 50 (5Χ10) ευρώ, αλλά λόγω του ότι είχαν πληρωθεί οι θέσεις και οι μεγάλοι θα κάθονταν αναγκαστικά όρθιοι, μας είπαν να πληρώσουμε μόνο για τα μικρά (30 ευρώ).
Όλη η παράσταση ήταν δεν ήταν καμιά δεκαριά παραδοσιακά τραγούδια - νόμιζες ότι το πρόγραμμα τελείωσε νωρίτερα, διότι τα μικρά θέλοντας να βγάλουν την ενέργειά τους, άρχισαν από ένα σημείο και πέρα να σηκώνονται και να χορεύουν με τον τρόπο τους στη μικρή νησίδα ελεύθερου χώρου όπου κινούνταν οι συντελεστές, Κωχ και ορισμένες μουσικοπαιδαγωγοί, μια Αθηνά Χρήστου του Ωδείου Αθηνών μάς υπέγραψε στο τέλος, πολύ καλές οι παρουσίες όλων.
Εντωμεταξύ, η ηχητική απόδοση δεν ήταν καλή και σαν να μας έφευγαν τα λόγια στον ουρανό. Αλήθεια τι γίνεται ''πέρα στους πέρα κάμπους που είναι οι ελιές;'' ΄Τι απέγινε αυτή η ''χιλιομπαλωμένη τράτα;''. Ουδείς (αστός) γνωρίζει, λόγια μηχανικώς επαναλαμβανόμενα, νεκρά από ζωή του παρόντος, χωρίς εικόνες νωπές, χωρίς βιώματα στην εξοχή και στους γιαλούς. Εν ολίγοις, τα παραδοσιακά τραγούδια δεν είναι για τα παιδιά της Κηφισιάς και των Πετραλώνων.
Ένας παχουλός μουσικός μάς δείχνει στο τέλος την τσαμπούνα. ''Τη λέγανε άσκαυλο στην αρχαιότητα, ασκομαντούρα τη λεν στην Κρήτη''. Τη γεμίζει με αέρα και την παίζει για λίγο. Θέλει γερά πλεμόνια, δίχως άλλο.
Το επίκεντρο του θεάματος ήταν ένα μαυρόπανο με χρυσά κουδούνια, πάπλωμα υποτίθεται, το οποίο αφού ξετυλίχτηκε από το χαρτί του, αναρτήθηκε σε μια ορθογώνια βάση σαν ταμπλό, πίσω από το οποίο στεκόταν ένα κορίτσι και, ιδού αγγαρεία ή βασανιστική γυμναστική, το κρατούσε ακίνητη για να μην πέσει μπροστά. ''Μα καλά'', αναρωτήθηκα, ''δεν μπορούν κάπως να το πιάσουν;''. Αφού μου 'ρχόταν να πάω να το κρατήσω εγώ κάποια λεπτά, τόσο λυπόμουνα τα δυο κορίτσια που σαν τον Εσταυρωμένο στέκονταν εκεί με το πάπλωμα κρατημένο. Το ένα μάλιστα υποψιάστηκα ότι μπορεί να έχει κάποια σχέση συγγενική με την Μαρίζα, ψηλόλιγνη κοπέλα, γερμανικός τύπος, σπασμένα ελληνικά, ξανθιά και γαλανομάτα, μας είπε κάπως διατακτικά να μη στέκουμε πίσω από τους μουσικούς, εμποδίζουμε. Σαν να τιμωρήθηκε στο κράτημα για τα λόγια της, μου φάνηκε.
Στην α' σειρά των καθημένων ο αναμορφωτής του Μπενάκη κύριος Άγγελος Δεληβ. παρακολουθούσε με ένα μειδίαμα χαράς.
Στο τέλος κάποιος μοίραζε επί πληρωμή μαλλί της γριάς στο καφενείο.
Δεν έχω λύσει μέσα μου το θέμα εάν είμαστε μεγάλοι ή παραμένουμε μικροί. Νομίζω ότι είμαστε και τα δυο - ειδικά όταν ψάχνουμε αγάπες είμαστε μικροί, όταν πάμε στην Εφορία γινόμαστε μεγάλοι, στην παραλία ξαναγινόμαστε μικροί, μες στα λεωφορεία με το σοβαρό μας είμαστε σίγουρα μεγάλοι, όταν μιλάμε σε αγνώστους είμαστε μεγάλοι, όταν κανακεύουμε κάναν δικό μας είμαστε μικροί όπως και όταν ξαναθυμόμαστε τα παλιά, τα παιδικά χρόνια, τα μαθητικά και τα νεολαιίστικα. Τους χειμώνες είμαστε μεγάλοι, τα καλοκαίρια μικροί, μεγάλοι στην πόλη μικροί μες στη φύση.
Ερμαφρόδιτη κατάσταση, λέγω.
Τραγουδήστε κάτι μέσα σας κι ίσως σας πάει κάπου μακριά. Σαν τράτα είναι το τραγούδι.
Είμαστε πέντε, και κανονικά θα έπρεπε να πληρώσουμε 50 (5Χ10) ευρώ, αλλά λόγω του ότι είχαν πληρωθεί οι θέσεις και οι μεγάλοι θα κάθονταν αναγκαστικά όρθιοι, μας είπαν να πληρώσουμε μόνο για τα μικρά (30 ευρώ).
Όλη η παράσταση ήταν δεν ήταν καμιά δεκαριά παραδοσιακά τραγούδια - νόμιζες ότι το πρόγραμμα τελείωσε νωρίτερα, διότι τα μικρά θέλοντας να βγάλουν την ενέργειά τους, άρχισαν από ένα σημείο και πέρα να σηκώνονται και να χορεύουν με τον τρόπο τους στη μικρή νησίδα ελεύθερου χώρου όπου κινούνταν οι συντελεστές, Κωχ και ορισμένες μουσικοπαιδαγωγοί, μια Αθηνά Χρήστου του Ωδείου Αθηνών μάς υπέγραψε στο τέλος, πολύ καλές οι παρουσίες όλων.
Εντωμεταξύ, η ηχητική απόδοση δεν ήταν καλή και σαν να μας έφευγαν τα λόγια στον ουρανό. Αλήθεια τι γίνεται ''πέρα στους πέρα κάμπους που είναι οι ελιές;'' ΄Τι απέγινε αυτή η ''χιλιομπαλωμένη τράτα;''. Ουδείς (αστός) γνωρίζει, λόγια μηχανικώς επαναλαμβανόμενα, νεκρά από ζωή του παρόντος, χωρίς εικόνες νωπές, χωρίς βιώματα στην εξοχή και στους γιαλούς. Εν ολίγοις, τα παραδοσιακά τραγούδια δεν είναι για τα παιδιά της Κηφισιάς και των Πετραλώνων.
Ένας παχουλός μουσικός μάς δείχνει στο τέλος την τσαμπούνα. ''Τη λέγανε άσκαυλο στην αρχαιότητα, ασκομαντούρα τη λεν στην Κρήτη''. Τη γεμίζει με αέρα και την παίζει για λίγο. Θέλει γερά πλεμόνια, δίχως άλλο.
Το επίκεντρο του θεάματος ήταν ένα μαυρόπανο με χρυσά κουδούνια, πάπλωμα υποτίθεται, το οποίο αφού ξετυλίχτηκε από το χαρτί του, αναρτήθηκε σε μια ορθογώνια βάση σαν ταμπλό, πίσω από το οποίο στεκόταν ένα κορίτσι και, ιδού αγγαρεία ή βασανιστική γυμναστική, το κρατούσε ακίνητη για να μην πέσει μπροστά. ''Μα καλά'', αναρωτήθηκα, ''δεν μπορούν κάπως να το πιάσουν;''. Αφού μου 'ρχόταν να πάω να το κρατήσω εγώ κάποια λεπτά, τόσο λυπόμουνα τα δυο κορίτσια που σαν τον Εσταυρωμένο στέκονταν εκεί με το πάπλωμα κρατημένο. Το ένα μάλιστα υποψιάστηκα ότι μπορεί να έχει κάποια σχέση συγγενική με την Μαρίζα, ψηλόλιγνη κοπέλα, γερμανικός τύπος, σπασμένα ελληνικά, ξανθιά και γαλανομάτα, μας είπε κάπως διατακτικά να μη στέκουμε πίσω από τους μουσικούς, εμποδίζουμε. Σαν να τιμωρήθηκε στο κράτημα για τα λόγια της, μου φάνηκε.
Στην α' σειρά των καθημένων ο αναμορφωτής του Μπενάκη κύριος Άγγελος Δεληβ. παρακολουθούσε με ένα μειδίαμα χαράς.
Στο τέλος κάποιος μοίραζε επί πληρωμή μαλλί της γριάς στο καφενείο.
Δεν έχω λύσει μέσα μου το θέμα εάν είμαστε μεγάλοι ή παραμένουμε μικροί. Νομίζω ότι είμαστε και τα δυο - ειδικά όταν ψάχνουμε αγάπες είμαστε μικροί, όταν πάμε στην Εφορία γινόμαστε μεγάλοι, στην παραλία ξαναγινόμαστε μικροί, μες στα λεωφορεία με το σοβαρό μας είμαστε σίγουρα μεγάλοι, όταν μιλάμε σε αγνώστους είμαστε μεγάλοι, όταν κανακεύουμε κάναν δικό μας είμαστε μικροί όπως και όταν ξαναθυμόμαστε τα παλιά, τα παιδικά χρόνια, τα μαθητικά και τα νεολαιίστικα. Τους χειμώνες είμαστε μεγάλοι, τα καλοκαίρια μικροί, μεγάλοι στην πόλη μικροί μες στη φύση.
Ερμαφρόδιτη κατάσταση, λέγω.
Τραγουδήστε κάτι μέσα σας κι ίσως σας πάει κάπου μακριά. Σαν τράτα είναι το τραγούδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου