Καθώς χαμηλώνουν τα φώτα, το βλέμμα του θεατή είναι στραμμένο προς τη σκηνή όπου είναι τοποθετημένο ένα κουβούκλιο με γυάλινη πρόσοψη, που μοιάζει με καμπίνα ανελκυστήρος. Μέσα σε αυτό με τα γόνατα λυγισμένα και σε στάση άκαμπτη, απόλυτης σωματικής ακινησίας και πειθαρχίας, σε στάση δηλαδή βαθέος καθίσματος, αλλά με τη ράχη της κυρτή, καμπουριαστή, και το πρόσωπο έτοιμο να φιλήσει το δάπεδο, βρίσκεται μια ολόγυμνη κοπέλα.
Δεδομένου ότι στην περσινή παράσταση τον ρόλο ανέλαβε ένας άνδρας, στην αρχή περιμένεις να εμφανισθεί επίσης άνδρας, καθώς όμως το κορμί σηκώνεται και βεντουζάρει πάνω στο γυαλί με τα χέρια ανοιχτά και βεντουζάρει επίσης το πρόσωπο και ειδικά τα μάγουλα και τα χείλη, ξεπετάγονται μπροστά στα μάτια σου δυο μικρά αδύναμα αθώα στήθη, σαν από έφηβη μαθητριούλα. Οι πρώτες λέξεις βγαίνουν με το στόμα κολλημένο στο γυαλί, αργά και τρομακτικά, καθώς οι ήχοι των λέξεων θυμίζουν φωνές τεράτων ή παραμορφωμένα εκφωνήματα, ενώ το μουσικό φόντο είναι μια ηλεκτρονική μουσική που ταιριάζει σε μιαν ατμόσφαιρα αστρικού μυστηρίου ή χαώδους κόσμου. Η κοπέλα αρχίζει τον μονόλογό της που είναι γεμάτος με τις λέξεις σώμα, θυμάμαι, μνήμη, λήθη, τίποτα, αρχίζω κ.ο.κ. Καθώς η κοπέλα προφέρει τις λέξεις και τρομάζει το προσηλωμένο πλήθος, τα μάτια της σαν να διαστέλλονται, η έκφρασή της παραπέμπει σε καταστάσεις τραγωδίας, φρίκης, θρίλερ. Το σώμα ελευθερώνεται και παίρνει άλλες πόζες. Η κοπέλα σύντομα στέκεται ολόγυμνη απέναντι στο κοινό και τώρα, ναι, φαίνεται καθαρά και το τρίχωμα του αιδοίου της. Μιλά αυστηρά και προκλητικά. Συχνά λέει ''κοιτάξτε το, ακούστε με'', εννοώντας κοιτάξτε αυτό το σώμα, ακούστε αυτό το σώμα, ακούστε αυτή την καρδιά, αυτού του σώματος που μόνο αυτό έχω, που μόνο αυτό υπάρχει, που υπάρχει σαν Θεός, που είναι ο Θεός κ.λπ. Όλες οι προτάσεις κοφτές σαν μαχαιριές. Και τα λόγια βγαλμένα από βαθιά, με απόλυτη αναφορά της ύπαρξης. Καθώς προφέρει τις λέξεις και παίρνει ανάσες, βλέπει κανείς πώς πάλλεται το σώμα της, πώς οι λέξεις μοιάζουν να αναδύονται από τα έγκατά της, από τον βυθό του στομάχου της, πώς πάνω στον χάρτη του σώματός της σχηματίζονται γραμμές και αυλάκια. Σώμα αδύνατο και καλογυμνασμένο και η μορφή της τώρα καθώς στέκεται στητή και ορθή απέναντί μας γλυκαίνει, και χωρίς το βεντουζάρισμα πάνω στον συρόμενο υαλοπίνακα προκαλεί μιαν εντύπωση οικείας καλλονής, τα μαλλιά της ίσια και σχεδόν λαμπερά έτσι όπως πέφτει το φως από τις άκρες της καμπίνας. Δεν είναι τέρας, λοιπόν, είναι μια καλοσχηματισμένη γυναίκα, με σώμα-σανίδα που μιλεί για την ανθρώπινη ύπαρξη, για την ύπαρξη μέσω του σώματος, για την μνήμη και τη λήθη, για τον φόβο του θανάτου, για τον χώρο και τον χρόνο. Έτσι όπως μιλεί νιώθεις πως η ζωή είναι μια αλυσίδα από στιγμές, που καθώς φεύγει η καθεμιά δεν αφήνει κανένα ίχνος, δηλαδή γράφεται και αμέσως σβήνεται δίνοντας τη σειρά της στην επόμενη στιγμή, που κι αυτή θα γραφτεί και θα σβηστεί κ.ο.κ. Σαν κάποια ζωγραφικά τετράδια των παιδιών που στο κάτω μέρος τους διαθέτουν μια συρόμενη γόμα που με ένα σύρσιμο κατά το μήκος της μικρής διαδρομής της σβήνει ολωσδιόλου ό,τι προ δευτερολέπτων έχει φτιαχτεί πάνω στην ''οθόνη''/πίνακα. Ώστε, σκέφτεσαι/αναρωτιέσαι, τίποτε δεν θα μείνει από ό,τι πράττουμε, τίποτε δεν θα μείνει από εμάς τους ίδιους όταν πάψει να υπάρχει αυτό το σώμα, που αρχικά λέγεται ότι έρχεται από το πουθενά και σε άλλο σημείο του μονολόγου λέγεται ότι έρχεται από ένα άλλο σώμα;
Και παρακάτω σαν βασική συμβουλή το ''Ζήσε το Σώμα Σου όσο Υπάρχει''.
Καθ' όλο το χρονικό διάστημα του μονολόγου το γυμνό σώμα είναι εγκιβωτισμένο, το σώμα-σημείο της ύπαρξης αλλάζει απλώς στάσεις μέσα στο κουβούκλιο αυτό, ώσπου να κατέβουν σε κάποιο χρονικό σημείο της παράστασης τα διπλωμένα ρούχα της κοπέλας, και η κοπέλα με κομψές κινήσεις να αρχίζει να τα φορεί δίνοντας τελικά μια γιορταστική εμφάνιση στην παρουσία της. Τώρα το σώμα είναι ντυμένο, ντυμένο κομψά, χωρίς ωστόσο να έχει μεταβληθεί το ύφος του κειμένου, που κόβει σαν μαχαίρι, προσηλώνει το κοινό, του προκαλεί αλλεπάλληλες εικόνες, το καλεί να κοιτάξει το δικό του σώμα και τη δική του ύπαρξη στον κόσμο. Έτσι γιορταστικά ντυμένη η κοπέλα θα κλειστεί μέσα στο κουβούκλιο-τάφο της, γιατί το κουβούκλιο είναι τελικά ένα μοντέρνας ύλης φέρετρο. Προς το τέλος η κοπέλα μάς δείχνει τα νώτα της και κολλάει το πίσω μέρος του σώματός της πάνω στη γυάλινη πρόσοψη, εν συνεχεία η μπροστινή πλευρά του κουτιού αρχίζει να γέρνει προς τα μπρος και όλο το κουβούκλιο αργά και σταθερά από την κατακόρυφη στάση του βαίνει προς την οριζόντια, όλο το ορθογώνιο ξαπλώνει για να κοιμηθεί. Είναι φανερό ότι το σώμα είπε ό,τι είχε να πει και τώρα θα αφεθεί στη λήθη, γι'αυτό εξάλλου οι τελευταίες λέξεις του είναι ''ξεχάστε με''. Η κοπέλα πλαγιάζει μέσα στο γυάλινο κουτί της και ο μονόλογος τελειώνει χωρίς εκείνη να σηκωθεί. Ο θάνατος έχει έλθει οριστικά και ζητείται πλέον η λήθη.
Χειροκροτούμε και περιμένουμε την ηθοποιό να εγερθεί, εκείνη όμως στέκεται ακίνητη, νεκρή, με τα πόδια της στραμμένα προς τα μέσα, πάντοτε μέσα στην καμπίνα.
Ακόμη κι όταν κατεβαίνουμε το τελευταίο σκαλί, γυρνούμε το κεφάλι μήπως και τυχόν εκείνη απεγκλωβιστεί γυρνώντας στο παρόν. Τίποτε. Εκείνη παραμένει στη στάση της αιώνιας ακινησίας της. Το έργο δηλαδή διαρκεί και μετά τη λήξη του, ή ίσως και μετά τη λήθη του.
Η ηθοποιός ανταποκρίθηκε σε έναν πολύ δύσκολο ρόλο που απαιτεί πολλές σωματικές δεξιότητες και όχι μόνο. Εντυπωσιάζει η αυτοπειθαρχία της, η σωματική της ευελιξία, η καλή της άρθρωση, η τόλμη της έκθεσής της, ο τρόπος με τον οποίον ντύνει το γυμνό σώμα της με λέξεις σκληρές, άτεγκτες, υπαρξιακής έντασης, τρομώδους αισθήματος, αποκαλυπτικές για το ''είναι''. Όταν λέει στον αδαή θεατή ''εμπρός δες με'' είναι σαν να λέει ''εμπρός ξύπνα, δες τη ζωή σου που κάθε λεπτό ξετυλίγεται, που κάθε στιγμή δαπανά, δες το σώμα σου που είναι η μόνη απόδειξη ότι υπάρχεις και θα υπάρχεις όσο κι εκείνο θα υπάρχει''.
Ποια είναι; ρωτάμε διακριτικά. Εκάβη Ντούμα τη λένε, μαθαίνουμε από τον θεατράρχη. Δεν τη γνώριζα στ' αλήθεια, μόνο το επίθετο Ντούμας μού ήταν γνωστό προερχόμενο από τον κόσμο της αρχαιολογίας. Ναι, είναι η κόρη του, πληροφορούμεθα.
Αισθανθήκαμε πλέον την ανάγκη να τη συγχαρούμε, διπλά. Φανερά για το παίξιμό της σε έναν τόσο δύσκολο μονόλογο που παίζεται με όλο το σώμα και μέσα σε ελάχιστο χώρο σκηνικής δράσης. Μυστικά ως τέκνο επιτυχημένου επιστήμονος-ανερχόμενο ταλέντο μιας τέχνης που όπως και η αρχαιολογία ανήκει στην μεγάλη οικογένεια των τεχνών. Μέσα στο καμαρίνι της το σώμα της έχει χάσει τον σκηνικό όγκο του, μοιάζει με ένα κορίτσι Λυκείου. Δέχεται τις ευχές σεμνά και χαμογελά με κατεβασμένη την κεφαλή. Δεν έχουμε τίποτε δυστυχώς να της προσφέρουμε παρά μόνο λόγια επαίνου.
Βγαίνουμε ακολούθως στην ερημιά της πόλης. Λίγα λεπτά αργότερα περνώντας σε άλλη ''ύλη'', όλα μοιάζουν να έχουν απωθηθεί, ή προς το παρόν ξεχαστεί. Αλλά αυτή η ''τολμηρή'' παράσταση θα ανακαλείται ευκολότερα στο μέλλον από άλλες, νιώθουμε.
Ίσως η θέα του γυμνού σώματος, ίσως το άκουσμα μιας γυμνής αλήθειας, ίσως ο σκηνικός διάκοσμος, ίσως το μοντέρνο κουτί του θανάτου, ίσως ότι βρισκόμαστε ακόμη... εν πορεία.
Δεδομένου ότι στην περσινή παράσταση τον ρόλο ανέλαβε ένας άνδρας, στην αρχή περιμένεις να εμφανισθεί επίσης άνδρας, καθώς όμως το κορμί σηκώνεται και βεντουζάρει πάνω στο γυαλί με τα χέρια ανοιχτά και βεντουζάρει επίσης το πρόσωπο και ειδικά τα μάγουλα και τα χείλη, ξεπετάγονται μπροστά στα μάτια σου δυο μικρά αδύναμα αθώα στήθη, σαν από έφηβη μαθητριούλα. Οι πρώτες λέξεις βγαίνουν με το στόμα κολλημένο στο γυαλί, αργά και τρομακτικά, καθώς οι ήχοι των λέξεων θυμίζουν φωνές τεράτων ή παραμορφωμένα εκφωνήματα, ενώ το μουσικό φόντο είναι μια ηλεκτρονική μουσική που ταιριάζει σε μιαν ατμόσφαιρα αστρικού μυστηρίου ή χαώδους κόσμου. Η κοπέλα αρχίζει τον μονόλογό της που είναι γεμάτος με τις λέξεις σώμα, θυμάμαι, μνήμη, λήθη, τίποτα, αρχίζω κ.ο.κ. Καθώς η κοπέλα προφέρει τις λέξεις και τρομάζει το προσηλωμένο πλήθος, τα μάτια της σαν να διαστέλλονται, η έκφρασή της παραπέμπει σε καταστάσεις τραγωδίας, φρίκης, θρίλερ. Το σώμα ελευθερώνεται και παίρνει άλλες πόζες. Η κοπέλα σύντομα στέκεται ολόγυμνη απέναντι στο κοινό και τώρα, ναι, φαίνεται καθαρά και το τρίχωμα του αιδοίου της. Μιλά αυστηρά και προκλητικά. Συχνά λέει ''κοιτάξτε το, ακούστε με'', εννοώντας κοιτάξτε αυτό το σώμα, ακούστε αυτό το σώμα, ακούστε αυτή την καρδιά, αυτού του σώματος που μόνο αυτό έχω, που μόνο αυτό υπάρχει, που υπάρχει σαν Θεός, που είναι ο Θεός κ.λπ. Όλες οι προτάσεις κοφτές σαν μαχαιριές. Και τα λόγια βγαλμένα από βαθιά, με απόλυτη αναφορά της ύπαρξης. Καθώς προφέρει τις λέξεις και παίρνει ανάσες, βλέπει κανείς πώς πάλλεται το σώμα της, πώς οι λέξεις μοιάζουν να αναδύονται από τα έγκατά της, από τον βυθό του στομάχου της, πώς πάνω στον χάρτη του σώματός της σχηματίζονται γραμμές και αυλάκια. Σώμα αδύνατο και καλογυμνασμένο και η μορφή της τώρα καθώς στέκεται στητή και ορθή απέναντί μας γλυκαίνει, και χωρίς το βεντουζάρισμα πάνω στον συρόμενο υαλοπίνακα προκαλεί μιαν εντύπωση οικείας καλλονής, τα μαλλιά της ίσια και σχεδόν λαμπερά έτσι όπως πέφτει το φως από τις άκρες της καμπίνας. Δεν είναι τέρας, λοιπόν, είναι μια καλοσχηματισμένη γυναίκα, με σώμα-σανίδα που μιλεί για την ανθρώπινη ύπαρξη, για την ύπαρξη μέσω του σώματος, για την μνήμη και τη λήθη, για τον φόβο του θανάτου, για τον χώρο και τον χρόνο. Έτσι όπως μιλεί νιώθεις πως η ζωή είναι μια αλυσίδα από στιγμές, που καθώς φεύγει η καθεμιά δεν αφήνει κανένα ίχνος, δηλαδή γράφεται και αμέσως σβήνεται δίνοντας τη σειρά της στην επόμενη στιγμή, που κι αυτή θα γραφτεί και θα σβηστεί κ.ο.κ. Σαν κάποια ζωγραφικά τετράδια των παιδιών που στο κάτω μέρος τους διαθέτουν μια συρόμενη γόμα που με ένα σύρσιμο κατά το μήκος της μικρής διαδρομής της σβήνει ολωσδιόλου ό,τι προ δευτερολέπτων έχει φτιαχτεί πάνω στην ''οθόνη''/πίνακα. Ώστε, σκέφτεσαι/αναρωτιέσαι, τίποτε δεν θα μείνει από ό,τι πράττουμε, τίποτε δεν θα μείνει από εμάς τους ίδιους όταν πάψει να υπάρχει αυτό το σώμα, που αρχικά λέγεται ότι έρχεται από το πουθενά και σε άλλο σημείο του μονολόγου λέγεται ότι έρχεται από ένα άλλο σώμα;
Και παρακάτω σαν βασική συμβουλή το ''Ζήσε το Σώμα Σου όσο Υπάρχει''.
Καθ' όλο το χρονικό διάστημα του μονολόγου το γυμνό σώμα είναι εγκιβωτισμένο, το σώμα-σημείο της ύπαρξης αλλάζει απλώς στάσεις μέσα στο κουβούκλιο αυτό, ώσπου να κατέβουν σε κάποιο χρονικό σημείο της παράστασης τα διπλωμένα ρούχα της κοπέλας, και η κοπέλα με κομψές κινήσεις να αρχίζει να τα φορεί δίνοντας τελικά μια γιορταστική εμφάνιση στην παρουσία της. Τώρα το σώμα είναι ντυμένο, ντυμένο κομψά, χωρίς ωστόσο να έχει μεταβληθεί το ύφος του κειμένου, που κόβει σαν μαχαίρι, προσηλώνει το κοινό, του προκαλεί αλλεπάλληλες εικόνες, το καλεί να κοιτάξει το δικό του σώμα και τη δική του ύπαρξη στον κόσμο. Έτσι γιορταστικά ντυμένη η κοπέλα θα κλειστεί μέσα στο κουβούκλιο-τάφο της, γιατί το κουβούκλιο είναι τελικά ένα μοντέρνας ύλης φέρετρο. Προς το τέλος η κοπέλα μάς δείχνει τα νώτα της και κολλάει το πίσω μέρος του σώματός της πάνω στη γυάλινη πρόσοψη, εν συνεχεία η μπροστινή πλευρά του κουτιού αρχίζει να γέρνει προς τα μπρος και όλο το κουβούκλιο αργά και σταθερά από την κατακόρυφη στάση του βαίνει προς την οριζόντια, όλο το ορθογώνιο ξαπλώνει για να κοιμηθεί. Είναι φανερό ότι το σώμα είπε ό,τι είχε να πει και τώρα θα αφεθεί στη λήθη, γι'αυτό εξάλλου οι τελευταίες λέξεις του είναι ''ξεχάστε με''. Η κοπέλα πλαγιάζει μέσα στο γυάλινο κουτί της και ο μονόλογος τελειώνει χωρίς εκείνη να σηκωθεί. Ο θάνατος έχει έλθει οριστικά και ζητείται πλέον η λήθη.
Χειροκροτούμε και περιμένουμε την ηθοποιό να εγερθεί, εκείνη όμως στέκεται ακίνητη, νεκρή, με τα πόδια της στραμμένα προς τα μέσα, πάντοτε μέσα στην καμπίνα.
Ακόμη κι όταν κατεβαίνουμε το τελευταίο σκαλί, γυρνούμε το κεφάλι μήπως και τυχόν εκείνη απεγκλωβιστεί γυρνώντας στο παρόν. Τίποτε. Εκείνη παραμένει στη στάση της αιώνιας ακινησίας της. Το έργο δηλαδή διαρκεί και μετά τη λήξη του, ή ίσως και μετά τη λήθη του.
Η ηθοποιός ανταποκρίθηκε σε έναν πολύ δύσκολο ρόλο που απαιτεί πολλές σωματικές δεξιότητες και όχι μόνο. Εντυπωσιάζει η αυτοπειθαρχία της, η σωματική της ευελιξία, η καλή της άρθρωση, η τόλμη της έκθεσής της, ο τρόπος με τον οποίον ντύνει το γυμνό σώμα της με λέξεις σκληρές, άτεγκτες, υπαρξιακής έντασης, τρομώδους αισθήματος, αποκαλυπτικές για το ''είναι''. Όταν λέει στον αδαή θεατή ''εμπρός δες με'' είναι σαν να λέει ''εμπρός ξύπνα, δες τη ζωή σου που κάθε λεπτό ξετυλίγεται, που κάθε στιγμή δαπανά, δες το σώμα σου που είναι η μόνη απόδειξη ότι υπάρχεις και θα υπάρχεις όσο κι εκείνο θα υπάρχει''.
Ποια είναι; ρωτάμε διακριτικά. Εκάβη Ντούμα τη λένε, μαθαίνουμε από τον θεατράρχη. Δεν τη γνώριζα στ' αλήθεια, μόνο το επίθετο Ντούμας μού ήταν γνωστό προερχόμενο από τον κόσμο της αρχαιολογίας. Ναι, είναι η κόρη του, πληροφορούμεθα.
Αισθανθήκαμε πλέον την ανάγκη να τη συγχαρούμε, διπλά. Φανερά για το παίξιμό της σε έναν τόσο δύσκολο μονόλογο που παίζεται με όλο το σώμα και μέσα σε ελάχιστο χώρο σκηνικής δράσης. Μυστικά ως τέκνο επιτυχημένου επιστήμονος-ανερχόμενο ταλέντο μιας τέχνης που όπως και η αρχαιολογία ανήκει στην μεγάλη οικογένεια των τεχνών. Μέσα στο καμαρίνι της το σώμα της έχει χάσει τον σκηνικό όγκο του, μοιάζει με ένα κορίτσι Λυκείου. Δέχεται τις ευχές σεμνά και χαμογελά με κατεβασμένη την κεφαλή. Δεν έχουμε τίποτε δυστυχώς να της προσφέρουμε παρά μόνο λόγια επαίνου.
Βγαίνουμε ακολούθως στην ερημιά της πόλης. Λίγα λεπτά αργότερα περνώντας σε άλλη ''ύλη'', όλα μοιάζουν να έχουν απωθηθεί, ή προς το παρόν ξεχαστεί. Αλλά αυτή η ''τολμηρή'' παράσταση θα ανακαλείται ευκολότερα στο μέλλον από άλλες, νιώθουμε.
Ίσως η θέα του γυμνού σώματος, ίσως το άκουσμα μιας γυμνής αλήθειας, ίσως ο σκηνικός διάκοσμος, ίσως το μοντέρνο κουτί του θανάτου, ίσως ότι βρισκόμαστε ακόμη... εν πορεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου