24/11/10

Ρωσική γέφυρα

24.11.2010

(Βιβλίο: Μαρία Μπέικου - Χορός: Κρατικά Μπαλέτα Μόσχας, 23.11.2010.)

Ο πόλεμος και ο χορός θέλουν χέρια και πόδια. Χέρια και πόδια του πολέμου και της ειρήνης, στιβαρά, αποφασιστικά, ακαταπόνητα, ντελικάτα, λεπτεπίλεπτα, μεθυστικά.
Αυτά σκεπτόμουν χθες, σε μια βραδιά σαν ρωσική γέφυρα. Να βλέπεις από τη μια την παλιά αγωνίστρια του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ να ανεβαίνει με τα 85 της χρόνια τα ξύλινα σκαλιά του "104" και λαχανιασμένη να παίρνει θέση στην πρώτη γραμμή για να ακούσει τα του βίου της εγκωμιαστικά υπ' άλλων. Και να βλέπεις από την άλλη τους λευκοντυμένους "κύκνους" να στροβιλίζονται υποδειγματικά και άμεμπτα, με τη σβελτάδα και την ικμάδα της χαριτωμένης, σαν αειπάρθενης νιότης.
Η Μπέικου βλέποντας τους στοιβαγμένους στα κάρα νεκρούς της πόλης παίρνει τα βουνά πλαστογραφώντας την υπογραφή του πατέρα της, τον οποίον δεν ξαναβλέπει ποτέ πια. Εισχωρεί στις τάξεις του ΕΛΑΣ, πολεμά παρά τις συχνές κρίσεις ασθενείας της στην περήφανη Ρούμελη, και με την παράδοξη και εφιαλτική μεταστροφή του Δεκέμβρη, παραδίδει μεν τα όπλα, αλλά μεταγράφεται στον ΔΣΕ, όπου μένει μέχρι και το τέλος. Η Ελλάδα αναγκαστικά τής δείχνει την έξοδο: με καράβι μεταβαίνει στη Ρωσία. Τασκένδη και μετά Μόσχα. Από εργοστάσιο καλωδίων στο Σταθμό της Μόσχας. Επιστρέφει στην Ελλάδα με τη μεταπολίτευση, το 1976. Συγκινητική κορύφωση της ζωής της η συνάντησή της με τον άντρα της Γεωργούλα Μπέικο ύστερα από 16 ολόκληρα χρόνια, καθώς εκείνος, μην αποφεύγοντας τη σύλληψη, έζησε τα χρόνια της φυλακής. Βάναυση μαχαιριά της ζωής της η απώλειά του, τον Σεπτέμβριο του 1975, λίγο προτού καταφέρουν και οι δυο να γυρίσουν στην "άξενη" πατρίδα. Κυνηγημένοι άραγε γιατί; επειδή εγγράφηκαν κι αυτοί στις τάξεις των μαχητών της Λευτεριάς, αλλά ύστερα, για να σώσουν την ίδια την ελευθερία τους, βρήκαν καταφύγιο στους αντάρτες των βουνών και συν τω χρόνω, με την αθώα και αφελή πίστη στις κομματικές εντολές, έγιναν ένα με την "αντεθνική" ιδεολογία; "Ο ΕΛΑΣ ήταν επίθεση, ο ΔΣΕ ήταν άμυνα", λέει χαρακτηριστικά η ίδια.
Η Ρωσία την έσωσε επαγγελματικά. Μεσάζων σε μετακλήσεις καλλιτεχνών από τη μαμά Ρωσία, συνεργάζεται με τον Θ. Κρίτα. Όλοι οι μεγάλοι Ρώσοι χορευτές, καλλιτέχνες, θεατράνθρωποι, όταν ξεθυμαίνει κάπως μετά το 1980 το εμφυλιακό πάθος, επισκέπτονται την Ελλάδα και μια γέφυρα η δική της γλώσσα, το δικό της παρελθόν, ηρωικό και άδοξο. Εξ ου και οι Ρωσίδες φίλες που με τα στραβά ελληνικά τους που χωνεύονται μέσα από τον φάρυγγα του ρώσικου επιτονισμού, εντοπίζονται εύκολα μέσα στην μικρή αίθουσα, ξανθό μαλλί, γαλανό μάτι, δουλεμένο χέρι, έξυπνο μυαλό. Σχεδόν πίστεψα ότι και για τα μπαλέτα της χθεσινής βραδιάς κάπως πρέπει η ίδια να έβαλε το χεράκι της.
Μια Δανδουλάκη αενάως λυγερόκορμη, βεργολυγερή που λέμε, φίλη με την Μαρούσα ένεκα... Λιουμπίμωφ, μια Τασούλα Βερβενιώτη ζεστή και αισθαντική "δασκάλισσα", να την ξαναβλέπω ύστερα από τόσους μήνες απουσίας στην Ελβετία, μια Άλκη Ζέη σοφή και σιωπηλή, αγέραστη, να ακούει τους λόγους δίχως να χάνει πόντους και παρατηρώντας με αφοπλιστικά οξυδερκές βλέμμα το κοινό. Γκίκα, Ζαχαρίας, Τερζόπουλος, να συμπληρώνουν την εκλεκτή ομήγυρη των ομιλητών.
Καθώς περνά η αφήγηση του βιβλίου από μέσα μας, είναι πλέον ευκολότερο να μεταχθούμε στο ρωσικό μύθο-παραμύθι, με τον λευκό και τον μαύρο κύκνο, τα μάγια, τη μεταμόρφωση και την αποθέωση του Έρωτα. Επίδειξη σωματικής δεξιοτεχνίας, με τα χέρια πολυέλικτους κλώνους, τα πόδια διαβήτες, τις λεκάνες να σπάνε υπακούοντας στη χορογραφία. Δίπλα μας ένα ζεύγος Ρωσίδων, σαν να είχαν μεταφερθεί αυτούσιες από την οδό Θεμιστοκλέους. Τα μάτια της μιας σαν μισόκλειστα, τα χέρια αντρικά, η άλλη πιο αδύνατη, "δεν βρήκα εισιτήριο στη Ρωσία, και βλέπω τα μπαλέτα εδώ", λέει κι εγώ τις φαντάζομαι με γούνινα καπέλα, να πίνουν τσάι και να χορεύουν "Καλίνκα", στην οικία κατάκοιτων γεροδυστυχισμένων, γηροκόμοι και κορίτσια για όλες τις δουλειές, και με μάτια που κάπως γελάνε μέσα από τη σιβηρική παγωμάρα των κοινωνικών μας ανταλλαγών.
Όπως δηλαδή περίπου γελάνε και οι κύκνοι με την αυτοπεποίθηση της χορευτικής μαεστρίας.

Μπορεί ο κομμουνισμός τού σήμερα να μας πηγαίνει ολοταχώς μόνο σε αναμνήσεις με μια γλώσσα όχι του πολιτικού ρεαλισμού, αλλά της πίστης και συνέπειας του θανάτου, ωστόσο τα τέκνα του, 20 περίπου χρόνια μετά την έκρηξη του 1989 διαφημίζουν μιαν παράδοση, που υπερβαίνει και τους πολέμους και τις επάρατες ιδεολογίες.
Εμείς άραγε σε ποιαν παράδοση είμαστε ταγμένοι;;;

19/11/10

Νιάρχος φρέσκος απ' τα ΝΕΑ

19.11.2010

(Πιστός στη νέα συνήθεια του σχολιασμού μιας νιαρχικής επιφυλλίδος, μία την εβδομάδα, παίρνω φάρμακο ισχυρό για τα πνευματικά αντισώματα, τουτέστιν τάση ΕΚ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ, σας παραθέτω το σημερινόν προϊόν.)

ΕΝΤΟΣ, ΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ, Θανάσης Νιάρχος, αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ, 19.11.2010

Σε εποχές µεγάλης πολιτικής και οικονοµικής κρίσης, κάποιες λέξεις κυριαρχούν στο λεξιλόγιο και στην επικοινωνία ανάµεσα στους ανθρώπους πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλες στοιχειωδώς ήπιες εποχές. Είναι συνήθως λέξεις µε περιεχόµενο που θολώνει εύκολα, που ο καθένας µπορεί να τους δώσει όποιο νόηµα θέλει και, επιπλέον, όσο κι αν αδυνατείς να τις εξηγήσεις, να µην µπορεί να σε κατηγορήσουν για αγράµµατο ή απληροφόρητο. Οδηγοί ταξί, συνεπιβάτες στο µετρό, καφενόβιοι δικηγόροι, αραχτοί δηµόσιοι υπάλληλοι, δηµοσιογράφοι χωρίς έντυπα, νοικοκυρές που η µόνη τους επαφή µε τον κόσµο είναι η τηλεόραση αναφέρονται, ως µοναδικό υπεύθυνο για όλα τα δεινά, στη λέξη «σύστηµα».

Τώρα πώς συµβαίνει τόσοι πολλοί να το αποστρέφονται και το «σύστηµα» να ζει και να βασιλεύει, αυτό θα ήταν ένα µυστήριο, αν πάλι δεν είχε ο καθένας εύκολη την ερµηνεία του. Γεγονός βέβαια που κάνει το µυστήριο ακόµη πιο βαθύ. Τόσο περισσότερο που όλοι σχεδόν θα µπορούσαν να αντικαταστήσουν τη λέξη «σύστηµα» µε τις λέξεις «κυβέρνηση», «κράτος», «εξουσία», «πλουτοκρατία», χωρίς να νιώσουν την επικοινωνία τους να θίγεται στο παραµικρό. Αν αυτό δεν είναι σύγχυση που να ναρκοθετεί και να καταργεί κάθε είδους συνείδηση, τότε τους όρους που χρησιµοποιούµε για τον Αγιο Αυγουστίνο µπορούµε να τους µετέλθουµε για τον Μπαράκ Οµπάµα.
Βέβαια θα συνιστούσε πολυτέλεια ή γρίφο το να πεις στον άνθρωπο που θεωρεί την κατάργηση του συστήµατος ως πανάκεια για να εξαλειφθούν τα όποια δεινά, ότι σύστηµα µπορεί να αποτελεί ο καθένας µόνος του και ότι συνήθως οι ισχυρότεροι θιασώτες του εκφράζονται ως φανατικοί πολέµιοί του. ∆εν χρειάζεται να είµαι ισχυρός οικονοµικός παράγοντας ή πολιτικός µε κρίσιµο, για τη θέση µιας χώρας, λόγο, ώστε να αποτελώ µέρος του συστήµατος. Λειτουργώ ως αξεχώριστο και συστατικό του κοµµάτι, φτάνει να αναπαράγω στην καθηµερινή, αµελητέα φαινοµενικά, συµπεριφορά µου τον τρόπο που σκέφτεται ο ισχυρός οικονοµικός παράγοντας ή ο πολιτικός µε τον κρίσιµο λόγο. Οι δυο αυτοί µετέρχονται το σύστηµα ως συγκεκριµένη δοµή σε σχέση µε σύνολα ανθρώπων, ενώ εγώ το µετέρχοµαι σε σχέση µε τον γείτονά µου ή τον συνάδελφό µου.
Επειδή δεν νοείται σώµα µόνο µε κεφάλι, αυτό σηµαίνει πως χρειάζεται ακόµα και το νύχι (που είναι ο καθένας µας), ώστε το κεφάλι να λειτουργεί µε τον τρόπο που θεωρητικά τον καταγγέλλουµε ως µισητό. Από την πλευρά αυτή βλέπουµε να εφάπτονται µ’ έναν ανατριχιαστικό σχεδόν τρόπο η βαναυσότης του συνοικιακού αστυνοµικού σε σχέση µε τον «ανώνυµο» αλλοδαπό, µε τη στρατοκρατική ιταµότητα της κυρίας Μέρκελ σε σχέση µε ολόκληρους πληθυσµούς. Αν κάτι «νοµιµοποιεί» και τους δυο, είναι το επιχείρηµα ενός συστήµατος που µπορεί να αυθαιρετεί µε το πρόσχηµα ότι έχει επινοηθεί για να προστατεύει. Οσο στον τόπο µας θα λογαριάζουµε ως πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές, κρίσιµης µάλιστα σηµασίας, το αν εγκρίνουµε ή δεν εγκρίνουµε τα ανατριχιαστικά κυριολεκτικά «πόθεν έσχες» ορισµένων πολιτικών, το σύστηµα θα λειτουργεί µε τρόπο ώστε τα «πόθεν έσχες» να γίνονται ακόµα ανατριχιαστικότερα και να µην αλλάζει τίποτα.
Το χειρότερο όµως που συµβαίνει δεν έχει ακόµα γραφεί: Τα αισθήµατα της οργής και του µίσους µιας ανενεργής πολιτικά και κουτσοµπολίστικης, κατά βάθος, κοινωνίας πολιτών απέναντι σε µια ενεργή πολιτική κάστα, που συνιστά κατά τους πολίτες το µοναδικό σύστηµα, εκτονώνονται πρόχειρα µε την ξενοφοβία και τον ρατσισµό. ∆εν µπορώ να τα βάλω µε τον δυνατό ως περιφρουρηµένο σύστηµα που αποτελεί και «εφευρίσκω» τον αδύνατο ως εύκολα προσβάσιµο στοιχείο προκειµένου να ξεσπάσω.
Αν ο καθένας ενεργούσε όπως ο επίσκοπος Μυριήλ στους «Αθλίους» του Ουγκώ που, αντί να καταγγείλει τον κλέφτη, του χάρισε και τα υπόλοιπα ασηµικά του σπιτιού του, θα ήταν δυνατόν να µιλάµε για κρίση, χρεoκοπία και ∆ΝΤ;
Αν ο καθένας αντί να κατηγορεί το «σύστηµα» αναγνώριζε το «σύστηµα» στον εαυτό του, κρίση δεν θα υπήρχε.

(Θανάσης Νιάρχος, αναδημοσίευση από "ΤΑ ΝΕΑ", 19.11.2010.)

...........................................................

Και το "εκ συστήματος" σχόλιο:

O όρος (σύστημα) μάς πηγαίνει κατευθείαν στις βιομηχανικές συνθήκες και διαδικασίες παραγωγής, που κι αν μεταβάλλονται, αυτό συμβαίνει μόνο σε ορισμένες δευτερεύουσες πτυχές και παραμέτρους τους.
Γίνεται δηλαδή, επί παραδείγματι, να τυπώσεις ένα βιβλίο χωρίς αυτό να περάσει από τη γερμανική μηχανή; Μπορεί πλέον τώρα το μοντάζ να γίνεται ηλεκτρονικά, αλλά χωρίς τη λαδωμένη μηχανή, μια παλαιική Heidelberg, ουδέν προϊόν παράγεται.
Λοιπόν, κάτι το ανάλογο συμβαίνει και με τα συστήματα διακυβέρνησης: η παραγωγή ενός νόμου είναι σύστημα, το Σύνταγμα είναι σύστημα, οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις είναι σύστημα, το κομματιλίκι και βουλευτιλίκι και η επικοινωνία των πολιτικών γραφείων με τα κοινοβουλευτικά έδρανα είναι σύστημα, η σύνδεση αστυνομικής και δικαστικής εξουσίας είναι σύστημα, η πολιτική των σούπερ μάρκετ είναι σύστημα, ό,τι θεσμοποιείται, αναγνωρίζεται, επαναλαμβάνεται, εδραιώνεται, ενισχύεται, τρέφει και τρέφεται, μαζεύει πελάτες και γεννά προσδοκίες, δένει με σχέσεις, αναπαράγεται και κονιορτοποιεί ό,τι το απειλεί κ.λπ. είναι σύστημα που ζει και βασιλεύει.
Στο βωμό του βιοπορισμού όλοι μας μπαίνουμε σε κάποια ζώνη του συστήματος, κάπου πάμε να πατήσουμε, κάποιον πάμε να πατήσουμε, θέλουμε να μένουν ακέραιες οι σταθερές μας που είναι σταθερές του συστήματος.
Όταν χαρτζηλικώνω τον μεγαλογιατρό για να με βάλει εν ώρα εφημερίας σε καλό κρεβάτι, θάλπω το σύστημα - όπως και όταν επιλέγω τον Χ υποψήφιο με μια θολή ορμή μικροσυμφέροντος στο πίσω μέρος του μυαλού μου.
Ο ταξιτζής που ψαρεύει πελάτες σε ζώνες αστικές που (εκ συμπτώσεως;) δεν εξυπηρετούν (ή κακώς εξυπηρετούν) τα μέσα μεταφοράς έχει βρει μιαν ωραιότατη οπή στο σύστημα και γλείφει το μέλι, με τον ίδιο τρόπο που ο μπαμπάς συνοδεύει τον πιτσιρικά στο φροντιστήριο καθώς μόνο μέσω αυτού (; - λέμε τώρα) γίνεται να πληρώσεις  και να προετοιμαστείς και να λάβεις τον πρώτο σου τίτλο στα γερμανικά.
Ο κος Νιάρχος θα μπορούσε να προσθέσει και την περίφημη φράση "έχω άκρες", που σημαίνει ''έχω πιαστεί από ένα ξέφτι του συστήματος'' και μαδάω όσο μπορώ το πλεκτό ύφασμα προς όφελός μου.


Σύστημα είναι όμως, κι εδώ μπαίνουμε στα χωράφια της διανόησης, και οι λογοτέχνες που έχουν βρει το εκδοτικό τους λιμάνι, τα βιβλιοπωλεία, η σύνδεση των Μίντια με τις εταιρείες παραγωγής, οι διαφημίσεις, οι καλλιτεχνικοί χώροι. Όπου δηλαδή με την υπογραφή ενός συμβολαίου μένουν και οι δύο πλευρές ικανοποιημένες και "δουλεύει" το πράμα και κανείς από τους απέξω δεν καταλαβαίνει πώς δουλεύει.

Διαβάζοντας σήμερα αυτή την αξιόλογη επιφυλλίδα του κου Νιάρχου, δεν γίνεται να μην θυμηθώ το "Διπλό Βιβλίο" του Δημήτρη Χατζή. Εκεί ο βιομηχανικός εργάτης-ήρωας περιπλανώμενος στις μεγάλες λεωφόρους και στα φώτα της Στουτγκάρδης (; - ή Φρανκφούρτης), λέει, αν θυμάμαι καλά, με κάποιαν αφορμή:
"Το σύστημά 'μαι γω κι εσύ, κι όλοι χωρούμε μέσα" (περίπου κάπως έτσι το λέει).

Ακόμη και αυτή η επιφυλλίδα και το επ' αυτής σχόλιο, το επαναλαμβάνουμε χωρίς να τρέφουμε αυταπάτες, είναι μέρη ενός μοναχικού συστήματος.

Πέτρος Χριστοφιλίδης

18/11/10

Τα σακιά (Ιωάννα Καρυστιάνη)

18.11.2010

Ο λαός λέει ότι ο καθείς κουβαλάει τον σταυρό του, ή το σακί του, για να ευθυγραμμιστούμε με τον τίτλο του νέου μυθιστορήματος της Ι. Καρυστιάνη, μιας κατά την άποψή μας αριστουργηματικής μυθοπλαστικής σύνθεσης, τόσο σε επίπεδο γλωσσικών επιλογών όσο και σε επίπεδο σκιαγράφησης των μετεχόντων χαρακτήρων. Μιας σύνθεσης που ερείδεται θεματικά πάνω στον βασικό εξελικτικό άξονα της ανθρώπινης ζωής (επίδραση βιωμάτων παιδικών χρόνων, περιβαλλοντικές συνθήκες και αξιακό σύστημα, σχολική εκπαίδευση, προσωπικές-επαγγελματικές φιλοδοξίες, όψεις και τροχιές της φοιτητικής ζωής, σχεσιακό σύστημα με ταξική ταυτότητα, σύναψη γάμου, βιοπορισμός, τεκνοποιία, φθορά των σχέσεων, ανατροφή του απογόνου, εξέλιξη της δικής του ζωής και ανάπτυξη της δικής του προσωπικότητας, αλληλεπιδράσεις μεταξύ γονέων και τέκνων, θάνατος του γονέα, ψυχοπαθολογικές επιπτώσεις της απώλειας του γονέα, έλλειμμα αγάπης εντός του οίκου, καθυστερημένη και ανορθόδοξη ανάπτυξη του Εγώ, προβολή των αντιφάσεων του κόσμου στην ψυχική περιοχή του νέου ατόμου, στρεβλές συμπεριφορές και εξωτερικές εκδηλώσεις του "προβληματικού" υποκειμένου-τέκνου με ποινικές συνέπειες [πράξεις κολάσιμες], κοινωνικός στιγματισμός φυσικού και ηθικού αυτουργού, διά βίου ενοχοποίηση των φορέων της αγωγής και ειδικώς της οικογένειας, κι όλα αυτά ένα επαχθές σακί που πρέπει κανείς να το κουβαλά ως τον δικό του βιολογικό θάνατο ή τον θάνατο του τέκνου του).
Πίσω από όλα τα ανωτέρω, κρύβεται η πλοκή μιας σπαραξικάρδιας ιστορίας, όπου η τάλαινα μάνα με το διαρκές ενοχικό σύνδρομο, μετά τον θάνατο του ανδρός της αποφασίζει να καταδώσει στις Αρχές τον μοναδικό της (προβληματικό) υιό όταν πλέον πείθεται ότι αυτός έχει διαπράξει τρεις πράξεις βιασμού, εκ των οποίων μία έχει οδηγήσει στον στραγγαλισμό ενός αθώου κοριτσιού. Το μυθιστόρημα ξεκινά λίγες μέρες πριν από την έναρξη της χορηγούμενης (πρώτης) 5θήμερης άδειας στον ισοβίτη πλέον γιο, και η μάνα οργανώνει σχέδιο ψυχικής αναπτέρωσης του καταβεβλημένου υιού, ειδικά μέσω της κατεύθυνσής του προς ένα "σωτήριο ενδιαφέρον", προκειμένου αυτός να στρέψει έν τινι βαθμώ τη σκέψη του και την ψυχή του μακριά από τη ζοφερή επίγνωση των υπ' αυτού πεπραγμένων. Η μάνα (Βιβή) οργανώνει εκδρομή στη φύση και στις αρχαιότητες (Φωκίδα - Δελφοί) ώστε να ξυπνήσει στο γιο-ανθρώπινο ράκος (Λίνο) το ενδιαφέρον για τις εκεί αρχαιότητες, παίζοντας μάλιστα και τον ρόλο του σοφού ξεναγού.
Παρά το φρούδον και μάταιον του εγχειρήματος, οι δυο πρωταγωνιστές του έργου (μάνα - γιος) βρίσκουν την ευκαιρία να συνυπάρξουν, να σταθούν ο ένας απέναντι στον άλλον, να αποκαλύψουν μυστικά (ειδικώς η μητέρα εκείνο το κορυφαίο της ''προδοσίας''/σύλληψης του υιού, η οποία έγινε με συνεννόηση της μητρός με τις αστυνομικές αρχές), να (ξανα)καταπιούν δηλητηριώδεις νύξεις και θύμησες για το παρελθόν, και παρά την επίμονη θανατερή σιωπή που τους κυκλώνει και στην οποία συμβάλλει κατά πλειοψηφία ο γιος (σημ.: σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους το περνούν μέσα σε μια άρρωστη αλύτρωτη σιωπή και σε μια στέρεη εν τω βάθει μοναξιά) γεύονται, σαν εν εξαιρέσει, και μία φωτεινή στιγμή που τους τυφλώνει ψυχικά σαν φευγαλέο θαύμα: κάνουν από κοινού ένα μπάνιο στη θάλασσα, μετά 10 χρόνια αποχωρισμού λόγω της φυλάκισης, ξεχνώντας για λίγο τους σισσύφειους ογκόλιθους της "αμαρτίας" τους, της συνευθύνης τους, της ενοχής τους.
Το "ποίος πταίει;" είναι το κυρίαρχο ερώτημα που μαστιγώνει τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, το "ποίος πταίει για την παραβατική συμπεριφορά ενός 20χρονου βιαστή", που διά της πράξης του φυλακίζει την μόνη συνοδό του, την τραγική μητέρα του, στην κολασμένη ειρκτή των τύψεων, για πράξεις και παραλείψεις της, που ανάγονται βέβαια, εάν μελετήσει κανείς το υπόστρωμα της υπόθεσης, στο απώτατο παρελθόν ενοχοποιώντας ουσιαστικά τους "ανιόντες" της και γενικώς τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής τους, τα ''κοινά νομίσματα'' με τα οποία μάθανε να ανταλλάσσουν σκέψεις και συναισθήματα.
Εάν, με άλλα λόγια, έχεις μεγαλώσει δίχως την χρειαζούμενη αγάπη, σχεδόν ως παραγκωνισμένο παιδί, στο περιθώριο της δράσης "των μεγάλων", νοσηρώς "ήσυχα", πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να μεταφέρεις, ασυνείδητα, το ίδιο πλαίσιο αγωγής και στους δικούς σου απογόνους; Εάν ο βιασμός είναι η βόμβα που εκρήγνυται, τα συνθετικά "υλικά" της ξεπερνούν τον δράστη και αρχινούν να υπάρχουν από το βαθύ παρελθόν. Ο νόμος της σιωπής συνορεύει με την παραίσθηση, την τρέλα, την ψυχική ανωμαλία, την αδυναμία έκφρασης των θετικών φυσικών προδιαθέσεων. Ο Λίνος μεγάλωσε με μιαν εντολή πάνω από τ' αυτιά του: "κάνε ησυχία". Κατέληξε δραπέτης του οίκου, που για να ικανοποιήσει τις βιολογικές του ορμές, ενδόμυχα και για να ''τιμωρήσει" τους γονείς του, οδηγήθηκε στον βιασμό και δι' αυτού στην αυτοκαταστροφή και ετεροκαταστροφή.
Η Καρυστιάνη συνθέτει αριστουργηματικά παράγραφο προς παράγραφο όλη την ιστορία, ξεκινώντας από το παρόν και διαμέσου μιας μεγάλης ''αναδρομής'', σε αυτό επιστρέφοντας. Χρησιμοποιώντας εκπληκτικά την αφηγηματική τεχνική του ζωντανού πλάγιου λόγου, μέσα σε ένα τρεχούμενο κάθε φορά ασύνδετο, φτιάχνει μια γλώσσα-τραγουδιστή οιμωγή, κυκλώνει το θέμα ψυχογραφικά από όλες τις πλευρές, ζωντανεύει τους χαρακτήρες, σαν να πρόκειται για πρόσωπα που η ίδια πραγματικώς γνώρισε, τόσο ζωντανά σαν να πρόκειται για ευθεία μεταφορά σκηνών και προσώπων του δικού της περιβάλλοντος. Φώτης ο αριστερός θανών πατήρ, Βιβή η τάλαινα μάνα και Λίνος ο αυτιστικών ξεσπασμάτων υιός είναι η τριάδα των τραγικών πρωταγωνιστών.
Ένα βιβλίο για όλους τους γονείς που δεν έχουν ακόμη δει την ''κατάληξη'' των τέκνων τους, για όλους τους γονείς που τους έλαχε μια κακή μοίρα και μια οδυνηρή ''κατάληξη", για το αξεπέραστο πρόβλημα της ενοχής που μαστιγώνει κάθε γονέα που επιβλέπει και καθοδηγεί τα τέκνα του και δεν παραλείπει να ελέγχει τη συνείδησή του και να αυτοκρίνεται, και καθ' οδόν και εκ των υστέρων.

Εύγε!

Π.Χ.

17/11/10

Μια μετεκλογική επιφυλλίδα του Σταμάτη Φασουλή, στην καρδιά (της πόλης) μας

Μια βόλτα στην πόλη, κατόπιν εορτής, Σταμάτης Φασουλής,
αναδημοσίευση από "ΤΑ ΝΕΑ", ημέρα Πολυτεχνείου, 17.11.2010

Φεύγουν µε ταχρόνια οι ρυτίδες; Ετσι όπως το κάτσιασε το πρόσωπο της πόλης η 24χρονη κυριαρχία στον Δήµο, άντε τώρα να το ξανανιώσεις. Ούτε ψύλλος στον κόρφο του συµπαθέστατου νέου δηµάρχου. Ούτε αυτός δεν ξέρει σε τι καµίνι έπεσε. Κατέβαινα Δευτέρα βράδυ, όχι την Αχαρνών, όχι τη Λιοσίων, ούτε καν την Αγίου Κωνσταντίνου. Κατέβαινα τη Σταδίου κι όσο πλησίαζα Οµόνοια άνοιγε η πύλη της κολάσεως να µε καταπιεί. Κι όµως κάποτε, βγαίνοντας από τον Ηλεκτρικό (πριν γίνει κι αυτός Υπόγειος και µετά Μετρό) µικρό παιδί, όπως ανέβαινα τις σκάλες, ένα άρωµα λουλουδιών σ’ έκανε λίγο ασταθή σαν ερωτοµεθυσµένο. Η πλατεία ένα τεράστιο υπαίθριο ανθοπωλείο.

Η µητέρα µου, που ακόµα τη φώναζα «µαµά», αγόραζε πάντα ένα µπουκέτο ανεµώνες τον χειµώνα κι όταν πηγαίναµεστο σπίτι, τις έβαζεσ’ ένα µεγάλο κρυστάλλινο µπολ, απάνω στα κοτσάνια τοποθετούσε έναπαλιό πιατάκι ανάποδα κι ένα βότσαλο απ’ τοκαλοκαίρι, ειδικά φυλαγµένο για την περίσταση, να αναγκάσει µε το θαλασσινό του βάρος τα πέταλα να κοιτούν τον ουρανό. Τώρα κάτι σαν,ούτε πλατεία ούτε και δρόµο µπορείς να το πεις, κάτι σαν στόµα βυθισµένου κήτους ορθάνοιχτοµε χαλασµένα δόντια που ξερνάει ανθρώπινα ράκη.
Από την Πανεπιστηµίουερχότανε ο αντίλαλος ενός συλλαλητηρίου. Σαν ηχώάλλων ηµερών.
Για να γλιτώσω τη δύσπνοια τηςκεντρικής πλατείας και τους επαναστάτες που κατέβαιναν απ’ το Ρεξ, έστριψα την Πατησίων γρήγορα να περάσω τα πρώτα βήµατα, να φτάσω Πολυτεχνείο κι ύστερα στο Μουσείο.
Εν τω µεταξύ και δίπλα µου ακριβώς περπατούσε, κάνοντας τον τυχαίο, και οπαλιός µου εαυτός, στον κόσµο του. Σαν ναµην είµαστε µαζί τόσα χρόνια, µην πω τον αριθµό και τροµάξει το λεκανοπέδιο, σαν να µην υπάρχω, σιγοµουρµουρίζει τραγούδια, φτιάχνει στιχάκια παιγνιώδη, ασυναρτησίες δηλαδή. Στο Πολυτεχνείο ετοιµάζουνε την γιορτή. Στην Τοσίτσα ένα σαν πρώην άνθρωπος, µόνο µε ρούχα και µαλλιά, χωρίς σώµα, πάει να µου ζητήσει κάτι και µετά σωριάζεται χωρίς θόρυβο κανένα. Φτάνω στο Μουσείο.Το γρασίδι λείπει ταξίδι. Στο φαλακρόπαρτέρι σύριγγες κι άδεια κουτάκια αναψυκτικών. Παλιά ήταν αναψυκτήριο εδώ. «Ο Κήπος του Μουσείου».
Οταν πέθανε ο παππούς, βάλαµε τηγιαγιά να κοιµηθεί κι ήρθαµε να δροσιστούµε. Είχε και πρόγραµµα µε τον «Αριστοκράτη του Μπουζουκιού», Μανώλη Χιώτη. Ρούφαγα τη γρανίτα ηχηρά κι έβλεπα µια τον Απόλλωνα στη σκεπή, µια τη Μαίρη Λίντα στο πάλκο. Απέναντι το «Αθήναιον» µου ‘κλεινε το µάτι. Μου ‘δινε ραντεβού σε τριάντα χρόνια. Οντως έπαιξα κάποτε εκεί.
–Τι µουρµουρίζεις συνέχεια, λέω στον άλλο µου δίπλα.
-Τίποτα, παιδί µου, τραγουδάω την όµορφη πόλη. –Της Αθήνας;
–Οχι, του Θεοδωράκη.
Κάνω να πάω στο Πεδίον του Αρεως να πάρω µια ανάσα. Θεόκλειστο. Ερηµα και ρηµαγµένα τα καλοκαιρινά της Αλεξάνδρας. Κάποτε απ’ τον Ιούνιο ανάβανε οι φωτεινές γιρλάντες, οι µαρκίζες µε τους τίτλους και τα µυθικά ονόµατα σηµαιούλες πολύχρωµες να φουρφουρίζουν στ’ αεράκι. Τα καλοκαίρια όλα τα θέατρα στολισµένα, πάµφωτα υπερποταµόπλοια, ανέβαιναν το ποτάµι της Αλεξάνδρας κόντρα στο ρεύµα της µιζέριας. Ερχόµουν έφηβος εδώ και ξεγέλαγα την πείνα µου µε τις ασπρόµαυρες φωτογραφίες.
Τώρα µόνο του ένα ταξί ανεβαίνει αργάνα ψαρέψει κάνα πελάτη. Σηκώνω το χέρι, σταµατάει.
-Α, γεια σας. Τι κάνετε; Ο κύριος Φασουλής δεν είστε;
-Μάλιστα αυτός ήµουν.
....................................................................................................
Ύστερα από ένα τέτοιο κείμενο, τι μπορείς να σχολιάσεις;

Υπέροχη η διάσταση των δύο κόσμων, των δύο Εγώ, του τότε και του τώρα.

Κι αν οι εικόνες του σήμερα προκαλούν μόνον αποστροφή, ευτυχώς υπάρχουν ορισμένοι Φασουλήδες που αντισταθμίζουν την ασχήμια με την τέχνη τους.
Μη... σταματ-άς!
Η (φασ)ουλή της πόλης θα μένει για πολλά χρόνια ακόμη αγιάτρευτη.

12/11/10

Σχολιάζοντας μιαν ακόμη νιαρχική επιφυλλίδα (ΤΑ ΝΕΑ, 12.11.2010)

"Εθελοντής στα σίδερα" (ΤΑ ΝΕΑ, αναδημοσίευση, 12.11.2010)

Επειδή εύκολα µπορεί να κατηγορηθεί κανείς για µποϊκοτάρισµα, ακόµη κι αν έχει την αγνότερη πρόθεση, αφήσαµε να περάσει η αποφασιστική για το εκλογικό αποτέλεσµα προηγούµενη Κυριακή ώστε να σχολιάσουµε την προεκλογική αφίσατου κυρίου Αλέξανδρου Αλαβάνου. Το κάνουµε µε βαριά καρδιά, γιατί δεν µας περισσέψανε στον τόπο αυτόν οι ευφυείς και µορφωµένοι άνθρωποι ώστε µε την πρώτη ή µε την πολλαπλή, έστω,ευκαιρία να φροντίζουµε πώς να τους κουτσουρέψουµε. Με συνέπειαη κοινή συνείδηση να γίνεται όλο και πιο καχύποπτη για πρόσωπα που ο λόγος τους θα µπορούσε να διατηρεί κάποια σηµασία σε αυτούς τους δύσκολους, πονηρούς, θεσµοποιηµένα πια, άλλοτε δικαιολογηµένα, άλλοτε εντελώςαδικαιολόγητα, ασεβείς καιρούς.

Επειδή όµως θα ξαναϋπάρξουν εκλογές, δεν είναι δυνατόν να παρα-θεωρούνται συµπτώµατα που, στην επανάληψή τους, καθιστούν τελείως ανυπόληπτο τον λόγο ως µέσον για την έκφραση ακόµα και µιας συζητήσιµης αλήθειας. Συµπτώµατα δηλαδή που υποχρεώνουν τον λόγο να χαράσσει ως επαναστατική προοπτική ένα λεξιλαγνικό εφεύρηµα που δεν έχει καµιά πιθανότητα να δοκιµαστεί στο πεδίο µιας πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά να σταδιοδροµήσει µόνον ως σαλονίστικο ανέκδοτο.
Γράφει λοιπόν η αφίσα που δέσποσε κατά κύριο λόγο στο κορεσµένο για να συγκινηθείς µε οτιδήποτε κέντρο της Αθήνας: «Για να βρούνε οι νέοι δουλειά, είµαστε έτοιµοι να πάµε και φυλακή». Πρώτα απ’ όλα οι εµπνευστές των εκλογικών αφισών, οποιουδήποτε κόµµατος ή παράταξης, που θα κυριαρχήσουν στις οδούς Πανεπιστηµίου, Σταδίου και Ακαδηµίας, καθώς επίσης στο Σύνταγµα και στην Οµόνοια, θα έπρεπε να έχουν υπόψη τους µία καιµοναδική σκέψη: δρόµοι και περιοχές που χρησιµοποιούνται για να εκτονώνεται η αγανάκτησητων πολιτών µε τις διαδηλώσεις και συνδυάζονται µε µια βασανιστική έως αφόρητη καθηµερινότητα για τους περαστικούς είναι εντελώς ακατάλληλοι, για να µην πούµε ότι το ξερνάνε κιόλας, για οτιδήποτε µεγαλεπήβολο και ηρωικό.
Οταν βλέπει κανείς µια σχετική αφίσα και ταυτόχρονα τη γύρω του πραγµατικότητα, δεν του δηµιουργείται η ανάγκη κάτι να αλλάξει αλλά αισθάνεται ότι κάποιος τον κοροϊδεύει. Την ίδια αυτή αφίσα του κυρίου Αλαβάνου, αν τη διάβαζε κανείς στην πλατεία ενός χωριού ή σ’ έναν στύλο της ∆ΕΗ σε µια εξοχική τοποθεσία, το πολύ πολύ να χαµογελούσε, αλλά δεν θα αγανακτούσε. Σε δρόµους και σε περιοχές που έχουν συνδυαστεί στη συνείδησή σου µε την αγωνία να βρεις ταξί για να φτάσεις στο Γενικό Κρατικό ή στο Λαϊκό, καθώς σε ειδοποιήσανε ότι κάποιος συγγενής σου µεταφέρθηκε σοβαρά άρρωστος (ή οτιδήποτε σχετικό), το να διαβάζεις ότι κάποιος είναι πρόθυµος να πάει στη φυλακή (πράγµα που δεν πρόκειται να συµβεί) για να βρούνε οι νέοι δουλειά (πράγµα ακόµα πιο απίθανο να συµβεί) δεν φαίνεται αδιάφορο ή γελοίο, το νιώθεις προσβλητικό. Ενώ επιδιώκει να λειτουργήσει αφυπνιστικά, εξοργίζει.
Αναρωτιέται επίσης οποιοσδήποτε: γιατί θα έπρεπε να περιµένουµε τις δηµοτικές εκλογές για να γίνει αισθητή µια ανάγκη, όπως αυτή των νέων για δουλειά, που δεν προκύπτει ανά τετραετία, αλλά είναι βασανιστική, καθηµερινήκαι επείγουσα.
Είναι κάποια πράγµατα που επεµβαίνεις σ’ αυτά πολύ πριν έρθει για σένα η κρίσιµη στιγµή, ώστε οτιδήποτε ξεστοµίσεις τη στιγµή αυτή να ακούγεται, αν και ανεδαφικό, πιστευτό ωστόσο σε σχέση µε µια αλήθεια που φέρεις.
Κι ένα τελευταίο χωρίςνα κρύβουµε τα λόγια µας: στη φυλακή δεν πηγαίνεις γιατί τοαποφάσισες, προκειµένου να υπάρξει ένα αποτέλεσµα που δεν συνδυάζεται µε την απόφασή σου αυτή µε µια πιθανότητα ούτε ένα στο δισεκατοµµύριο. Στη φυλακή σε πηγαίνουν χωρίς να το έχεις θελήσει, όταν κάτι σε ενοχλούσε τόσο πολύ, όπως το να µην έχουν οι νέοι δουλειά, ώστε οι ανορθόδοξοι τρόποι που επέλεξες για να το θεραπεύσεις κάνουν την ηρωική οµολογία για την προσφορά σου να µην µπορεί ούτε καν να ακουστεί.


Και ένα σχόλιο περί τούτου:


Πρόκειται σίγουρα για ένα ''ποιητικό'', δυσερμήνευτο φαινομενικά τέχνασμα της πολιτικής διαφήμισης και επικοινωνίας. Προκειμένου η αφίσα να τραβήξει τα βλέμματα των περαστικών, χρησιμοποιεί δύο κλείδες, που για να συνδυαστούν ερμηνευτικά και να εξαχθεί αποδεκτό της κοινής λογικής νόημα, χρειάζεται κανείς ή να αναζητήσει το προεκλογικό πρόγραμμα της παράταξης ή να ανεύρει την πρόθεση που κρύβεται πίσω από τις λέξεις.

Η α΄ κλείδα είναι σαφής, αναφέρεται στο πρόβλημα της ανεργίας.
Όσο για τη β΄ κλείδα, το νόημα είναι ότι "θα χρησιμοποιήσουμε όλους τους τρόπους, ακόμη και αυτούς που στοιχειοθετούν ρίσκο, στα σύνορα δηλαδή ακόμη και μιας αδικηματικής συμπεριφοράς, όπως φέρ' ειπείν θα ήταν η πέραν των ορίων κοινωνική πάλη και διεκδίκηση". Με άλλα λόγια, "θα το παλέψουμε τόσο δυναμικά ώστε να είναι δυνατόν ακόμη και να μας συλλάβουν προκειμένου να...". Τέτοιο πάθος για εργασία.
Αλλά βέβαια εις την περίπτωσιν αυτή, γεννάται ένα νέο, κομβικό, ερώτημα: πώς θα γεννηθούν αυτές οι επιθυμητές θέσεις εργασίας;
Το Δημόσιο ως γνωστόν αποφάσισε αναστολή προσλήψεων, ενώ ο ιδιωτικός τομέας σκουπίζει τους περιττούς προειδοποιώντας τους απομένοντες. Εκτός κι αν, και εδώ νομίζω ότι βρίσκεται η ρηξικέλευθη λύση του προβλήματος, Δημόσιο και ιδιώτες συνεργαστούν ιδανικά και κατά μιαν αντίληψη κομμουνιστικής Κίνας ή Ρωσίας αρχίζουν να χτίζουν φάμπρικες εκεί όπου κλείνουν οι μικρομεσαίοι, τονίζοντας ότι "εμείς απλώς προσφέρουμε εργασία, όχι καλοαμειβόμενη, πάντως εργασία, δηλαδή κάτι ψυχοθεραπευτικό στην τρέχουσα εποχή".
Το ότι η αφίσα όμως μιλάει για τους νέους, είναι διάκριση. Στις μέρες μας ακόμη και ο υπέργηρος κάτι πρέπει να κάνει για να μην αδρανεί χέρι, πόδι, μυαλό, για να μην ριχθεί στα μπάζα των αλτσχαϊμερικών, αλλά στον νοητικά και χειρωνακτικά ενεργό πληθυσμό.
Με λίγο βέβαια χιούμορ, θα έλεγε κανείς και το παράδοξο: μήπως το ενδεχόμενο μιας φυλάκισης σε σώζει από το δράμα της ελευθερίας; Κι αν οι αλαβανικοί παίζουν την ελευθερία τους κορώνα γράμματα ώστε να κινδυνεύουν ακόμη και με φυλάκιση στο όνομα μιας κοινωνικής ρεφόρμας σωτηρίας, αυτό μήπως σημαίνει μιαν τάση αναχώρησης από τα φωτισμένα σοκάκια της κοινωνικής ανωμαλίας και προορισμού στην πιθανή νιρβάνα του αυτοέγκλειστου και ύστερα φυλακισμένου; Αλλά και η εργασία άραγε δεν μοιάζει ώρες ώρες με φυλακή; Μήπως και ο κόσμος επίσης, με τι νομίζετε ότι μοιάζει;
Με άλλα λόγια, ο νιαρχικός αλαβανικός ηρωισμός θα μπορούσε να είναι και μια σουρεαλιστική διακήρυξη ματαιότητας, καθώς η ελευθερία δεν βιώνεται ούτε μέσα στα κελιά της φυλακής ούτε μέσα στα κλουβιά της εργασίας. Όσο για τον βιοπορισμό εκ της εργασίας, κι αυτός κατά κάποιον τρόπο μοιάζει με τις χειροπέδες του χρήματος: με την πρώτη είσπραξη το ζεστό χρήμα αλλάζει αμέσως χέρια, απάγεται σε ξένες τσέπες, και μένει κανείς για μέρες άδειος, με τις ιδέες του να τον κοροϊδεύουν.
Εγώ θα έλεγα ότι πιο αποτελεσματική θα ήταν η ίδια αφίσα κάπως τροποποιημένη (δείτε εναλλακτικές νοηματικές ακροβασίες):

Καλύτερα οι νέοι να βρούνε δουλειά παρά να πάμε εμείς φυλακή.
Αν οι νέοι δεν βρίσκουν δουλειά υπάρχει κι η λύση της φυλακής.
Και οι νέοι στη δουλειά και οι κλέφτες φυλακή.
Καλύτερα μιας ώρας απλήρωτη δουλειά παρά σαράντα χρόνια σκλαβιάς και φυλακής.
Καλή η δουλειά αλλά θέλει και την προσοχή της για να μην βρεθείς στην φυλακή.
Άλλα-βάνει ο νους σας την ώρα της δουλειάς.
Ανεργία: το επάγγελμα του μέλλοντος.
Για να βρούνε οι νέοι δουλειά πρέπει να έχουν υπακοή φυλακής.
Τις πιο ωραίες δουλειές τις σκαρφίζεσαι μέσα από τα κάγκελα.
Όταν η εργασία είναι σκλαβιά καλύτερη η βολή και η τεμπελιά της φυλακής.
Δώστε δουλειά στους φυλακισμένους.
Οι άνεργοι να δουλέψουν στις αφύλαχτες φυλακές
Μια ζωή μέσα στους δρόμους και στους λόγους, λίγη φυλακή δεν βλάπτει.
Μη φυλακίζεις την ψήφο σου, δούλεψε το μυαλό σου, ψήφισε...
Εργάζομαι και δεν έχω χρόνο, δεν εργάζομαι και δεν έχω χρήμα, μες απ' τα κάγκελα υπάρχει άπλετος χρόνος και βγαίνει και... καλό χρήμα.
Όπου ανοίγει μια φυλακή βρίσκει στέγη το δίκαιο.
Λαός φυλακισμένος, για πάντα δουλεμένος κ.ο.κ.

Τελικά, για τον συνδυασμό ανεργίας, εργασίας και φυλακής, το καλύτερο καθεστώς είναι να πουλάς εποχιακώς σουβλάκια στο προαύλιό της. Κάνεις το όποιο επισκεπτήριο λαδωμένο και ''βρώμικο''.

11/11/10

Παρομοίωση

Μοιάζουμε με υπερπλήρεις υδραυλικούς σωλήνες, που ένας διακόπτης μονάχα ανακόπτει το ξέσπασμα του υγρού, την ξαφνική του έκρηξη-βολίδα που θα το εκτινάξει πάνω στα σπαρτά και στα σώματα.
Έχουμε γεμίσει τις υδρίες μας με σκέψεις, με αναμνήσεις, με ενοχές, με επιχειρήματα, με συνθήματα, με σύμβολα, με πεθαμένες εικόνες, με αμίλητες ελπίδες, με βάσανα από τους κόπους της σκέψης, της ψυχής, της σιωπής.
Μας έχουν προετοιμάσει για την επόμενη μέρα, για την τρομερή έκρηξη, και ήδη ταξιδεύουμε νοερά σε οδύνες του απώτερου μέλλοντος.
Εάν ζούσαμε στο παραμύθι, ένας μοχθηρός βασιλιάς θα μας οδηγούσε στην αποθήκη και θα μας ζητούσε να μετατρέψουμε εν μιά νυκτί όλα τα άχυρα σε χρυσά φορέματα και κοσμήματα.
Από το ''τίποτε δεν είναι ανέφικτο'' περάσαμε στο ''είναι ολοφάνερα δύσκολο".
Το αίμα μουρμουράει βρισιές μέσα στα αυλάκια του και η ευχή πολλών θα είναι να τους σηκώσει ένας στρόβιλος και να τους ρίξει σε κενό μνήμης.
Απλώνουμε τα χέρια, τεντώνουμε το σώμα και δεν φτάνουμε.
Περιμένουμε τον δήμιο να μας πάρει.
Στα δέκα βήματα, τα τυφέκια ακίνητα, πυρ και τέλος.
Σχεδόν θα παρακαλούμε να'λθει γρηγορότερα ο θάνατος γιατί εν ζωή λύσεις δεν αναπνέουν.
Πρέπει να είναι η σκηνή όπου το καράβι πλησιάζει στον βράχο και η απόσταση, παρά το μη συμβεβηκός, δεν αφήνει περιθώριο σωτηρίας.
Σαν τους κλέφτες, που κουρασμένοι πια δεν μπορούν να σκαρφιστούν κανένα άλλο κόλπο και κλείνοντας τα χέρια είναι έτοιμοι να παραδοθούν.
Ο χρόνος στέκει σαν σκιά γίγαντας.
Ας γράψει ο καθένας μια διαθήκη, ένα υστερόγραφο, ας προλάβει να αφήσει ένα SOS, έτσι για την ιστορία του πράγματος. Να το βρουν οι επόμενοι και να κάνουν τις αναλύσεις τους.
Φουσκώνουν τα σύννεφα, οι κοιλίες ανυποψίαστων εγκύων, ασκείται κάποια πίεσις μέρα με τη μέρα, και ζουζουνίζουν όλο και περισσότερο οι σφήκες του κινδύνου.

Μετά την έκρηξη θα περάσουμε αλλού. Μα θα χαθούν πολλοί σύντροφοι.
Είναι ώρα να πάρουμε τα φιλιά τους για πολλήν ώρα, να μας σφραγίσει η βούλα του αποχαιρετισμού.

Good bye, my friends.
Θα πέσω πρώτος μες στη φωτιά και στον πόνο. Καίγομαι να τον δοκιμάσω, να προσαρμοστώ νωρίτερα από άλλους στο νέο καθεστώς.
Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Ανοίξτε τον διακόπτη να φύγουμε στο διάστημα, στην άλλη ζωή.

Να μουλιάσουμε μέσα στο νερό της καταστροφής, το ξεθυμασμένο. Να πάψει το μυστήριο του ''μετά''.

Ας πει κάποιος τη λύση του αινίγματος να λυτρωθούμε. Γιατί τα παιδιά ολοένα και ρωτούν: "πού πάμε;".

9/11/10

Τη βραδιά των εκλογών

9.11.2010

Αυτές οι εκλογές ήταν όντως διαφορετικές από πολλές προηγούμενες.
Κατ' αρχάς, κανένας λύκος δεν ακουγόταν στην καρδιά της νύχτας. Κανένας πρόωρος πανηγυρισμός, κανένα παρατεταμένο κλάξον. Συνετέλεσε βέβαια σε αυτό και το μη οριστικόν του αποτελέσματος. Τα εκατομμύρια των χειρών που στοχεύουν σωστά και ρίπτουν τον φάκελο στην κάλπη μάλλον δεν έχουν στον νου τους την ώρα αυτή την κατάσταση της πόλεως (δενδροστοιχίες, κεραίες τηλεφωνίας, συντελεστές δόμησης, ουρές παρακοιμώμενων αυτοκινήτων, οικόπεδα με θέα κ.λπ.) παρά το ανάστημα και το παρουσιαστικό του ανδρός.
Αυτός ο Νικήτας για παράδειγμα με ή χωρίς γυαλιά κάτι το νυσταγμένο, συναχωμένο και ποντικίσιο διαθέτει, ο, δε, Καμίνης, εντάξει έχει μια φάτσα περισσότερο αξιοπρεπή και λιγότερο αξιοκατάκριτη, από την άλλη το να εκμεταλλεύεσαι την προηγούμενη επαγγελματική σου ιδιότητα (ο κύριος Συνήγορος!) για να καρπωθείς την εμπιστοσύνη των πολιτών, δεν είναι και η καλύτερη εκλογική πρακτική. Και στην τελική, ποιος γνωρίζει καλύτερα αυτή τη ρημάδα την πόλη; Εγώ λέω, κι ας μην λιθοβοληθώ, οι... ταχυδρόμοι!
Τέλος πάντων, το ενδιαφέρον της βραδιάς ήταν το προσφερόμενο έδεσμα ως αποζημίωση για το νυχτέρι. Για πρώτο, σάντουιτς από βιομηχανική αρτοποιία, το ψωμί στο χαρτί, και αυτό μέσα σε περιβάλλον χαρτί. Για δεύτερο, κι εδώ οι ποδοσφαιρόφιλοι ας σαλιώσουν τα χείλη τους, Πίτσα Ρόμα, ναι, ένα κουτί πίτσας κατ' άτομο, συνοδευμένη από πλαστικό μπουκαλάκι Coca Cola. Πάει με όλα, με δήμο, περιφέρεια, ανωφέρεια, κατωφέρεια, πεδινό, ημιορεινό, ορεινό, Άνω Ραχούλα, Κάτω Βρυσούλα, άνω κάτω και πλαγίως.
Όσο για μένα, έλυσα με έμπνευση της στιγμής το κορυφαίο εκλογικό δίλημμα: τον Χ ή τον Ψ; Ξεφυλλίζοντας τα σεντόνια των ψηφοδελτίων, μου 'ρθε η ωραία ομοιοκαταληξία: Αμυράς - Δημαράς. Αυτό είναι. Η ποίηση προηγείται της πολιτικής. Και ευαγγέλια της χαράς.
Οι δημοσιογράφοι θα ήθελαν πολύ οι εκλογές να γεννήσουν εκλογές, αλλά έχει κι η αναπαραγωγή τους κανόνες της.
Όσον αφορά τα αποτελεσματόχαρτα, η πρακτική που εφευρέθηκε για τη μεγάλη νύχτα ήταν η ακόλουθη: βήμα 1ο: μαζεύεις πέντε αποτελεσματόχαρτα από έναν ή περισσότερους τηλεφωνητές ή τηλεφωνήτριες, βήμα 2ο: τα πηγαίνεις στην επόπτρια ή στον επόπτη, βήμα 3ο: περιμένεις να τα ελέγξει, βήμα 4ο: τα παίρνεις σε κυλινδρική μορφή, κρατημένα με λαστιχάκι σούπερ μάρκετ, βήμα 5ο και σημαντικότερο: όπως με τις σαϊτες, παλαιότερα, τα εκοτοξεύεις με ορμή μέσα από έναν υδραυλικό σωλήνα, ο οποίος γεφύρωνε καμαράκι δίπλα σε μικρό WC με αίθουσα του όμορου κτηρίου. Αυτή είναι η ωραία φάση: καθώς σκύβεις και βάζεις το μάτι στην τρύπα του σωλήνα, πώς ''πιάνεις'' το μάτι, το μάγουλο, το σώμα του απέναντι, ο οποίος είναι αποδέκτης της εκλογικής σαϊτας. Τι τα κάνει μετά τα χαρτιά, άγνωστον.
Εκλογές από εκλογές όχι, κύλινδρος μέσα σε κύλινδρο ναι.
Το μ...ί δεν 'ναι πουλί να το βάλεις στο κλουβί, το μ...ί θέλει φιλάκια, κάλπες κι όλο ψηφουλάκια.

4/11/10

Σαν παλιό σινεμά

Τον Τάσο Ψαθά τον θυμόμουν από τα πολύ παλιά... τέλη δεκαετίας 1970, αρχές εκείνης του 1980, τα πρώτα χρόνια που παρακολουθούσα αθλητικά, η τελευταία εποχή που η Ελλάδα είχε σπουδαίους δρομείς μεγάλων αποστάσεων: Παπαχρήστος, Τσιμίνος, Κούρτης, οι Κασιανίδης και Φιλίππου από την Κύπρο - μα πάνω από όλα ο Μιχάλης Κούσης και ο Τάσος Ψαθάς στο Μαραθώνιο, νικητές Βαλκανικών και Μεσογειακών Αγώνων σε καιρούς που οι διοργανώσεις αυτές είχαν αίγλη και προβολή. Θυμάμαι τον μουσάτο Κούση να μπαίνει στο Παναθηναϊκό Στάδιο νικητής στους Βαλκανικούς του 1979 και λίγες μέρες μετά να θριαμβεύει στους Μεσογειακούς του Σπλιτ με ένα χρόνο που προς στιγμήν θεωρήθηκε παγκόσμιο ρεκόρ και στην πορεία ακυρώθηκε λόγω μη σωστής μέτρησης της διαδρομής. Θυμάμαι τον Ψαθά με τη χαρακτηριστική του φυσιογνωμία να θριαμβεύει Δεκαπενταύγουστο στους Βαλκανικούς του 1982 στο Βουκουρέστι κι εμένα να τον καμαρώνω από κάποιο οίκημα διακοπών στα Νέα Στύρα της Εύβοιας. Πέρασαν χρόνια πολλά... οι ευρωπαίοι δρομείς αντοχής "εξαφανίστηκαν" μπροστά στην αφρικανική επέλαση - κι ανάμεσά τους οι Έλληνες, μετά τον "τελευταίο των Μοϊκανών" Σπύρο Ανδριόπουλο, βρέθηκαν στον πάτο του βαρελιού. Η αντοχή δε γνώρισε ποτέ την λεγόμενη "άνοιξη του ελληνικού στίβου" με τα μετάλλια σε Παγκόσμιους κι Ολυμπιακούς Αγώνες. Τον Μιχάλη Κούση τον χάσαμε πρόωρα πριν από μερικά χρόνια. Έτρεχε για το κέφι του μέχρι τέλους, είπαν. Κι αυτόν και τον Ψαθά τους σκεφτόμουνα την Κυριακή στο μεγάλο γιορτάσι του Κλασικού Μαραθωνίου, με την Αθήνα να ξαναζεί για λίγες ώρες σκηνικό Ολυμπιάδας. Αναρωτήθηκα πού να βρίσκεται ο Ψαθάς, μήπως έτρεχε κιόλας ως βετεράνος στον αγώνα. Σήμερα το πρωί, περιπλανώμενος σε διαδικτυακές ειδήσεις, βρήκα την απάντηση. Μια απάντηση που δεν μπορούσα να φανταστώ... Μια ιστορία από αυτές που δείχνουν ότι όσο και να προσπαθήσουν οι μυθιστοριογράφοι και οι σεναριογράφοι, ποτέ δεν μπορούν να φτάσουν όσα σκαρώνει η ίδια η ζωή - και που, κάποτε, έχουν υπέροχο τέλος...
Για την ιστορία: http://omogeneia.ana-mpa.gr/press.php?id=12141

Χ.Α.

1/11/10

30 χρόνια Τζιμάκος

1.11.2010

Τριάντα χρόνια στη σκηνή, σίγουρα δεν είναι λίγα. Και ειδικώς όταν ως καλλιτέχνης δοκιμάζεσαι σε έναν εναλλακτικό στίβο, όπου πρέπει να επιμεληθείς τα πάντα και αυτά ως αποτέλεσμα να μην ομοιάζουν με κανένα άλλο καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Πιστεύω ότι ο Τζιμάκος κρατάει ακόμη τα σκήπτρα ενός μοναδικού βασιλείου, που με βασικό μέσο τον ευφάνταστο στίχο, που είναι την ίδια στιγμή σουρεαλιστικός και κυνικά ρεαλιστικός, προκαλεί αυθόρμητο το γέλιο του δέκτη. Ορισμένα από τα τραγούδια του Τζιμάκου είναι πλέον "κλασικά" και οι στίχοι έχουν στοιχειώσει, έχουν γίνει μότο σε πολλές ανθρώπινες και ελληνικές δη καταστάσεις (...όλη η Ελλάδα προσκυνά σώβρακα και φανέλες... μάνα, μητέρα, μανούλα, μαμά στου κόλπου σου τη ζέστη χωμένος βαθιά... Αχ, Ευρώπη, αχ, Ευρώπη, εσύ μας μάρανες... κ.λπ.). Το Σάββατο ο εναλλακτικός καλλιτέχνης υποδεχόταν το κοινό του στο "Γυάλινο Μουσικό Θέατρο" της Συγγρού βαλμένος μέσα σε ένα γυάλινο κουτί, όπου απέξω γραφόταν σαν σε άρωμα: Δείγμα δωρεάν. Και πράγματι, τραγουδούσε μέρη τραγουδιών και έκανε αυτοσχέδιες πλάκες πειράζοντας τον κόσμο δωρεάν, ζεσταίνοντας το νεανικό κοινό άμα τη αφίξει του. Μου θύμισε, κατ' αντίθεση, αυτό που έκανε παλαιότερα στο "Μετρό" του Γκύζη: μετά την παράσταση καθόταν στον διάδρομο και χαιρετούσε έναν έναν τους καλεσμένους με προσωπική χειραψία. Το πρόγραμμα ήταν συντεθειμένο με αρκετές επαναλήψεις (επετειακό) αλλά και με κείμενα λόγου καινούρια, επίκαιρα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ως κείμενο η ιστορία της Ολυμπιάδας της Μακεδονίας ως νυμφιδίου, που ακούστηκε προς το τέλος. Η κορυφαία βέβαια στιγμή του προγράμματος ήταν η είσοδος στη σκηνή μιας πανέμορφης ολόγυμνης κοπέλας (Σβετλάνα), της οποίας το πρόσωπο ήταν καλυμμένο με μιαν οθόνη Η/Υ, όπου εμφανιζόταν ο ''άλλος Τζιμάκος'', με τον οποίον συνομιλούσε ο πραγματικός. Δεν ήξερες αν έπρεπε να κοιτάς τα γυμνά σημεία του σώματος για να βεβαιωθείς ότι ήταν όντως ακάλυπτα ή να παρακολουθείς τον διάλογο του καλλιτέχνη με το alter ego του. Οι μουσικοί ήταν άψογοι και ο ηλεκτρικός ήχος σε ζωντάνευε ευχάριστα. Δυστυχώς, οι διασκορπισμένοι καπνιστές εντός του μαγαζιού χαλούσαν την ατμόσφαιρα και την υγεία των υπολοίπων, κάτι που αισθανόσουνα άμα τη εξόδω. Ο εφευρετικός τίτλος "Μνημόνιουμ 30 χρόνια νύχτα" συνέδεε την προσωπική καριέρα με την τρέχουσα πραγματικότητα. Στο διαφημιστικό φυλλάδιο παρουσιάζονταν και όλα τα βιβλία του Τζιμάκου (από τις εκδόσεις Opera). Κόστος κατ' άτομο 40 ευρώ με ένα ποτό. Στην υγειά σου, Τζιμάκο αειθαλή! Να μας ζήσεις και να μας χαρίζεις τέτοιες στιγμές ευφορίας!