Μια βόλτα στην πόλη, κατόπιν εορτής, Σταμάτης Φασουλής,
αναδημοσίευση από "ΤΑ ΝΕΑ", ημέρα Πολυτεχνείου, 17.11.2010
Φεύγουν µε ταχρόνια οι ρυτίδες; Ετσι όπως το κάτσιασε το πρόσωπο της πόλης η 24χρονη κυριαρχία στον Δήµο, άντε τώρα να το ξανανιώσεις. Ούτε ψύλλος στον κόρφο του συµπαθέστατου νέου δηµάρχου. Ούτε αυτός δεν ξέρει σε τι καµίνι έπεσε. Κατέβαινα Δευτέρα βράδυ, όχι την Αχαρνών, όχι τη Λιοσίων, ούτε καν την Αγίου Κωνσταντίνου. Κατέβαινα τη Σταδίου κι όσο πλησίαζα Οµόνοια άνοιγε η πύλη της κολάσεως να µε καταπιεί. Κι όµως κάποτε, βγαίνοντας από τον Ηλεκτρικό (πριν γίνει κι αυτός Υπόγειος και µετά Μετρό) µικρό παιδί, όπως ανέβαινα τις σκάλες, ένα άρωµα λουλουδιών σ’ έκανε λίγο ασταθή σαν ερωτοµεθυσµένο. Η πλατεία ένα τεράστιο υπαίθριο ανθοπωλείο.
Η µητέρα µου, που ακόµα τη φώναζα «µαµά», αγόραζε πάντα ένα µπουκέτο ανεµώνες τον χειµώνα κι όταν πηγαίναµεστο σπίτι, τις έβαζεσ’ ένα µεγάλο κρυστάλλινο µπολ, απάνω στα κοτσάνια τοποθετούσε έναπαλιό πιατάκι ανάποδα κι ένα βότσαλο απ’ τοκαλοκαίρι, ειδικά φυλαγµένο για την περίσταση, να αναγκάσει µε το θαλασσινό του βάρος τα πέταλα να κοιτούν τον ουρανό. Τώρα κάτι σαν,ούτε πλατεία ούτε και δρόµο µπορείς να το πεις, κάτι σαν στόµα βυθισµένου κήτους ορθάνοιχτοµε χαλασµένα δόντια που ξερνάει ανθρώπινα ράκη.
Από την Πανεπιστηµίουερχότανε ο αντίλαλος ενός συλλαλητηρίου. Σαν ηχώάλλων ηµερών.
Για να γλιτώσω τη δύσπνοια τηςκεντρικής πλατείας και τους επαναστάτες που κατέβαιναν απ’ το Ρεξ, έστριψα την Πατησίων γρήγορα να περάσω τα πρώτα βήµατα, να φτάσω Πολυτεχνείο κι ύστερα στο Μουσείο.
Εν τω µεταξύ και δίπλα µου ακριβώς περπατούσε, κάνοντας τον τυχαίο, και οπαλιός µου εαυτός, στον κόσµο του. Σαν ναµην είµαστε µαζί τόσα χρόνια, µην πω τον αριθµό και τροµάξει το λεκανοπέδιο, σαν να µην υπάρχω, σιγοµουρµουρίζει τραγούδια, φτιάχνει στιχάκια παιγνιώδη, ασυναρτησίες δηλαδή. Στο Πολυτεχνείο ετοιµάζουνε την γιορτή. Στην Τοσίτσα ένα σαν πρώην άνθρωπος, µόνο µε ρούχα και µαλλιά, χωρίς σώµα, πάει να µου ζητήσει κάτι και µετά σωριάζεται χωρίς θόρυβο κανένα. Φτάνω στο Μουσείο.Το γρασίδι λείπει ταξίδι. Στο φαλακρόπαρτέρι σύριγγες κι άδεια κουτάκια αναψυκτικών. Παλιά ήταν αναψυκτήριο εδώ. «Ο Κήπος του Μουσείου».
Οταν πέθανε ο παππούς, βάλαµε τηγιαγιά να κοιµηθεί κι ήρθαµε να δροσιστούµε. Είχε και πρόγραµµα µε τον «Αριστοκράτη του Μπουζουκιού», Μανώλη Χιώτη. Ρούφαγα τη γρανίτα ηχηρά κι έβλεπα µια τον Απόλλωνα στη σκεπή, µια τη Μαίρη Λίντα στο πάλκο. Απέναντι το «Αθήναιον» µου ‘κλεινε το µάτι. Μου ‘δινε ραντεβού σε τριάντα χρόνια. Οντως έπαιξα κάποτε εκεί.
–Τι µουρµουρίζεις συνέχεια, λέω στον άλλο µου δίπλα.
-Τίποτα, παιδί µου, τραγουδάω την όµορφη πόλη. –Της Αθήνας;
–Οχι, του Θεοδωράκη.
Κάνω να πάω στο Πεδίον του Αρεως να πάρω µια ανάσα. Θεόκλειστο. Ερηµα και ρηµαγµένα τα καλοκαιρινά της Αλεξάνδρας. Κάποτε απ’ τον Ιούνιο ανάβανε οι φωτεινές γιρλάντες, οι µαρκίζες µε τους τίτλους και τα µυθικά ονόµατα σηµαιούλες πολύχρωµες να φουρφουρίζουν στ’ αεράκι. Τα καλοκαίρια όλα τα θέατρα στολισµένα, πάµφωτα υπερποταµόπλοια, ανέβαιναν το ποτάµι της Αλεξάνδρας κόντρα στο ρεύµα της µιζέριας. Ερχόµουν έφηβος εδώ και ξεγέλαγα την πείνα µου µε τις ασπρόµαυρες φωτογραφίες.
Τώρα µόνο του ένα ταξί ανεβαίνει αργάνα ψαρέψει κάνα πελάτη. Σηκώνω το χέρι, σταµατάει.
-Α, γεια σας. Τι κάνετε; Ο κύριος Φασουλής δεν είστε;
-Μάλιστα αυτός ήµουν.
....................................................................................................
Ύστερα από ένα τέτοιο κείμενο, τι μπορείς να σχολιάσεις;
Υπέροχη η διάσταση των δύο κόσμων, των δύο Εγώ, του τότε και του τώρα.
Κι αν οι εικόνες του σήμερα προκαλούν μόνον αποστροφή, ευτυχώς υπάρχουν ορισμένοι Φασουλήδες που αντισταθμίζουν την ασχήμια με την τέχνη τους.
Μη... σταματ-άς!
Η (φασ)ουλή της πόλης θα μένει για πολλά χρόνια ακόμη αγιάτρευτη.
17/11/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου