Την Αντωνία Σοφικίτου τη συνάντησα για μία και μοναδική φορά το μακρινό Μάρτιο του 1994. Ήμουν στην Κύπρο για την παρουσίαση μιας μεταπτυχιακής εργασίας και, με την ευκαιρία, είχα την τύχη να συμμετάσχω για κάποιες μέρες και στην εκδρομή που διοργανώνει κάθε χρόνο η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στο νησί. Ήδη από την πρώτη συμμετοχή μου στην εκδρομή, το 1991, είχα πληροφορηθεί ότι συμμετείχε και μια ομάδα Ιταλών, ωστόσο δεν έτυχε, τότε, να τους γνωρίσω καλύτερα. Το 1994 όλα ήταν διαφορετικά – μεταξύ άλλων, η βάση μου ήταν ήδη η Βενετία και το εκεί Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, συνεπώς η σχέση μου με την Ιταλία ήταν πλέον εκ των πραγμάτων πολύ πιο στενή. Με τα παιδιά από το Πανεπιστήμιο του Παλέρμο βρεθήκαμε τυχαία στο ίδιο πούλμαν. Ακόμα θυμάμαι ότι όταν ο καθηγητής Ανδρέας Βοσκός, η κεφαλή και η «ψυχή» αυτής της εκδρομής, προσπάθησε να ξεσηκώσει τους αμήχανους ακόμα εκδρομείς της πρώτης μέρας σε ομαδικό τραγούδι, οι μόνοι που ανταποκρίθηκαν άμεσα ήταν τα παιδιά από το Παλέρμο, που χωρίς δισταγμό πλησίασαν στο μικρόφωνο και τραγούδησαν το κλασικό άσμα (γνωστότατο και στο ελληνικό κοινό) “Sapore di sale”. Στην πορεία γνώρισα και τη γυναίκα που βρισκόταν πίσω από αυτήν την καταπληκτική ιδέα – της συμμετοχής δηλαδή στην εκδρομή στην Κύπρο παιδιών που μάθαιναν την ελληνική σε μια άλλη μεγαλόνησο της Μεσογείου, στην ιστορική και πολύπαθη Σικελία, το νησί του Ακράγαντα, των Συρακουσών και της Κατάνης, την πατρίδα του Πιραντέλο και του Τορνατόρε. Η Αντωνία Σοφικίτου ήταν «σαρξ εκ σαρκός» του Πανεπιστημίου Αθηνών, η πορεία όμως της ζωής της την είχε φέρει σε άλλο αγκυροβόλιο της Μεσογείου, να διδάσκει γλώσσα στους φοιτητές του τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της σικελικής μητρόπολης, το οποίο ευτύχησε να έχει στην πορεία των ετών λαμπρούς νεοελληνιστές στο τιμόνι του. Δε χρειαζόταν πολύς χρόνος για να νιώσει κανείς το πάθος εκείνης της γυναίκας, το πόσο αφοσιωμένη ήταν στο σκοπό της, το πόσο και οι μαθητές της γίνονταν κοινωνοί μιας αγάπης γνήσιας και αφτιασίδωτης για την Ελλάδα σε όλο της το μήκος και πλάτος. Δε γνωρίζω, αλλά υποπτεύομαι πόσο κόπο εμπεριείχε αυτή η ετήσια διοργάνωση αυτής της εκδρομής στην Ελλάδα και την Κύπρο. Πόσα τηλεφωνήματα, πόσες συνεννοήσεις, πόσους υπολογισμούς, πόσα σβησίματα και συμπληρώσεις. Μετά το ταξίδι του 1994, δεν την ξαναείδα. Πού και πού άκουγα για εκείνην, ότι συνέχιζε τη δράση της στο Παλέρμο, πιθανόν κάποιες φορές να πέτυχα το όνομά της και σε προγράμματα συνεδρίων ή άλλων εκδηλώσεων. Το δέσιμό μου με την Ιταλία μεγάλωσε – στη Βενετία έμεινα ως το 1996 κι όποτε μπορώ επιστρέφω σε αγαπημένες γωνιές της γειτονικής χώρας. Το 2003 έκανα πραγματικότητα κι ένα παλιό μου όνειρο και πήγα στη Σικελία, έχοντας πια εγώ ο ίδιος το ρόλο του συντονιστή μιας πολυπληθούς ομάδας ταξιδιωτών. Ούτε και τότε όμως μπόρεσα, πνιγμένος καθώς ήμουν στα οργανωτικά άγχη, να περάσω από το Πανεπιστήμιο, ούτε καν να επικοινωνήσω με τους φίλους από τα παλιά που ζούσαν εκεί. Κι όμως, παρά τα τόσα χρόνια της σιωπής, η αναπάντεχη είδηση του θανάτου της με λύπησε πολύ – όσο, ίσως, ποτέ άλλοτε δε μου είχε συμβεί για πρόσωπο που είχα τόσο λίγο γνωρίσει. Μια Παρασκευή πρωί, ένα τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων ανήγγειλε το μνημόσυνό της, ένα τηλεγράφημα μοναχικό και «παράωρο» ανάμεσα στα τόσα και τόσα για την οικονομική κρίση, για τα νέα μέτρα, για την ένταση στη ΝΑ Μεσόγειο. Ταράχτηκα. Αμέσως άρχισα να ψάχνω οποιαδήποτε άλλη πληροφορία μπορούσα να βρω στο διαδίκτυο, μήπως και μπορέσω να ανασυνθέσω την πορεία της στο χαμένο χρόνο. Λιγοστά τα ευρήματα – αλλά όλα έλαμπαν σα διαμαντάκια. Η Αντωνία Σοφικίτου είχε φύγει μιαν «ήσυχη μέρα του Αυγούστου» στην Αθήνα αφού πάλεψε γενναία με την επάρατη νόσο. Μέχρι το τέλος ήταν στις επάλξεις, και εκεί που ήξερα και σε άλλους αγώνες, εξίσου γενναίους – ακόμα και φέτος ήταν παρούσα, καίτοι ήδη νοσούσα, στην εκδρομή της Κύπρου, κι έδινε μάχες για λίγες χιλιάδες ευρώπουλα που θα επέτρεπαν τη συνέχεια του έργου της στο Παλέρμο. Ελλαδίτικη αναφορά στο θάνατό της δε βρήκα… εκτός από την είδηση στο Αθηναϊκό Πρακτορείο που μόλις ανέφερα. Αντίθετα, η Κύπρος που πάντα είχε στην καρδιά της η εκλεκτή δασκάλα, δεν την ξέχασε – και της αφιέρωσε δυο συγκινητικές αναφορές μέσα από τις στήλες της ε/φ «Φιλελεύθερος». «Μεγάλη μορφή του Ελληνισμού» τη χαρακτηρίζει το πρώτο άρθρο, για τη συγκίνηση στην κηδεία της μιλάει το δεύτερο. Στην περίπτωση της Αντωνίας Σοφικίτου ισχύει, νομίζω, σε πλήρη κυριολεξία η γνωστή φράση περί «δυσαναπλήρωτου κενού» που αφήνει ο χαμός της. Ακόμα κι αν βρεθεί, στην κολασμένη αυτή συγκυρία για την πατρίδα μας, ο άνθρωπος που θα ακολουθήσει πιστά το έργο και τα αχνάρια της, είναι πρακτικά αδύνατο να διακρίνεται από το ίδιο πάθος, την ίδια βιωμένη συγκίνηση με την οποία προσέγγιζε το λειτούργημά της εκείνη. Ήταν μια ελληνίδα με τις καβαφικές διαστάσεις του όρου, για την οποία ο ελληνισμός και η ελληνικότητα, απλά, δεν είχαν σύνορα, που βίωνε τη «Μεγάλη Ελλάδα» νιώθοντας κάθε στιγμή την αύρα της Μεσογείου που ένωνε τη Σικελία με την Ελλάδα και την Κύπρο, ταξιδεύοντας σε αυτή τη θάλασσα, χτίζοντας γεφύρια και σιγοψιθυρίζοντας τραγούδια της Μελίνας Μερκούρη που πάντα την ενέπνεε. Μια τελευταία σκέψη ταξιδεύει στους μαθητές της, στα παιδιά της, που ορφάνεψαν από το χαμό της: στους παλιούς φίλους από το 1994, τον Enrico και τη Gabriella, στη νέα γενιά που δεν έχω γνωρίσει, που πρόλαβε όμως η εκλεκτή δασκάλα να εμπνεύσει τόσο ώστε να γράψουν στο διαδίκτυο την ημέρα του θανάτου της τα εξής λιγοστά αλλά ανεκτίμητα λόγια: “Addio ka Sofikitou, l'amore per la Grecia che ci lascia in eredità è indelebile, proprio come il suo ricordo. I suoi ragazzi.” («Αντίο κα Σοφικίτου, η αγάπη για την Ελλάδα που μας αφήνετε κληρονομιά είναι ανεξίτηλη, όπως και η ανάμνησή σας. Τα παιδιά σας»). Γνωστοί και άγνωστοι φίλοι, ας κρατήσουμε όλοι μαζί στέρια τα γεφύρια που έστησε η maestra - κι ας την αποχαιρετήσουμε με τα λόγια ενός άλλου ωραίου Έλληνα, του Μανώλη Ρασούλη, που κι αυτός έφυγε πρόσφατα:
«Τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή,τ’ όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου "γιατί"»
Χ.Α.
26/9/11
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
26-9-2011
Αγαπητέ Χρήστο, μπορώ να καταλάβω τη συγκίνηση που ρέει από το αποχαιρετιστήριο αυτό σημείωμά σου. Και συγκινούμαι κι εγώ με τη δική σου συγκίνηση και φανταζόμενος τη δράση αυτής της γυναίκας.
Σε συγχαίρω για την ευαισθησία σου και την καλοσύνη σου.
Πέτρος Χριστοφιλίδης
Δημοσίευση σχολίου