(Εκ παραφοράς)
Αργά κι ηδονικά ξεβιδώνονται τα καπάκια των βλεφάρων, αποκολλώμενα από το βυθό νωπών και παλαιών εικόνων που μπερδεύονται σαν τα φύκια πάνω στο λευκό κινηματογραφικό πανί και περνούν σαν άδεια βαγόνια από μπροστά και ύστερα... χάνονται στο άπειρο.
Τα δυο μεγάλα κοχύλια των ματιών κρύβουν από κάτω δύο διαμαντένιες πέτρες που τις θάμπωσαν τα άπιαστα όνειρα... και τι θλίψη στ' αλήθεια να μην μπορούν να τα αιχμαλωτίσουν, και να τα ρίξουν στο δίχτυ, να τους δώσουν την ύλη εκείνη που θα ζωντανέψει το κοιμώμενο παρελθόν και το άγνωστο μέλλον. Γι' αυτό και η πρώτη πόζα στο αντίκρισμα της νέας μέρας, τόσο ζεστή κι αφράτη σαν το ψωμί, είναι αυτή η θλίψη της αποκόλλησης.
Σε περιμένουν οι καταρράκτες για να δροσίσουν το πνεύμα και να βυθίσουν μέσα στα λαγαρά νερά τις ονειρικές εικόνες. Κι αυτό το ανεμοδαρμένο σώμα που έχει βαφτιστεί σε χίλιες θάλασσες, με ένα μπρούντζινο στέρνο και τα σημάδια του που είναι οι φωνές της Φύσης, στέκεται μετέωρο μεταξύ ουρανού και γης, έτοιμο συστελλόμενο να επιστρέψει στον βραδινό εκείνο λαβύρινθο όπου συναντά ό,τι πιο απροσδόκητο, ή να σπάσει, αντίθετα, την κρούστα από τα μάγια αυτού του κόσμου και να πηδήξει μέσα στις θερινές φλόγες, να κάψει τις μνήμες του, να πυρωθεί μες στο φως και να μαζέψει τα καινούρια του βότσαλα.
Εκεί λοιπόν, στο μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, συλλαμβάνεται η πρώτη χαρά του καλοκαιριού και η πρώτη θλίψη της ηλιόλουστης ημέρας, ως προγεγενημένη και σίγουρη ήττα του υποσυνειδήτου σε΄μια εποχή όπου ζητούνται απτά τεκμήρια και αποδείξεις.
Αυτό είναι το βάρος που προδίδουν οι πρώτες αργές πρωινές κινήσεις, πριν από την επιστροφή στο ΄΄καλημέρα΄΄.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου