(Από τον Χρ. Απ.)
Ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνο το απόγευμα της Τετάρτης 15 Ιουνίου 1994. Ήταν μια μέρα λιόλαμπρη πανέμορφη στη Βενετία. Απογευματάκι πήραμε τους δρόμους με δυο φίλες της εποχής, χαμένες στο σύμπαν σήμερα, να βολτάρουμε προς το μοναδικό πάρκο της νησιωτικής πολιτείας. Χωρίς πολλή προσπάθεια πιάσαμε το τραγούδι. Παλιές αγαπημένες μελωδίες. Λαϊκές και έντεχνες. Και στο επίκεντρο όλων, Χατζιδάκις. Φεγγαράκια, μαντολίνα, οδοί ονείρων και μια πόλη μαγική. Και η φιλική διαφωνία με τη Ζέτα για το αν αυτή η «μαγική πόλη» είναι η πολύπλοκη, αντιφατική, συναρπαστική Αθήνα, όπως τη βίωσε ο Μάνος, ή η πανέμορφη παρηκμασμένη Βενετία, στις ρούγες της οποίας εκείνη τη στιγμή γυρνούσαμε.
Το νέο ήρθε λίγο μετά. Μέσα στο Ινστιτούτο. Το’πε, σχεδόν εν τη ρύμη του λόγου, σα να μίλαγε για κάτι τετριμμένο, κάποιος παρεπιδημών επισκέπτης του ιδρύματος. Στην αρχή ψιλοσάστισα. Και το μυαλό μου πήγε ενστικτωδώς σε έναν ομώνυμο του συνθέτη γηραιό βυζαντινολόγο. Με διευκρινιστικό ερώτημα συνειδητοποίησα την αλήθεια. Το φοβόμασταν. Ήταν 1,5 χρόνος που είχε καταπέσει. Και η εποχή εκείνη είχε ήδη αρχίσει να «παίρνει» έναν έναν τους ωραίους: Μελίνα, Γεννηματά… Σαν κεραυνοβολημένος έσπευσα να κλειστώ στο δωμάτιό μου. Τέτοιες ώρες η απόσταση από την πατρίδα γίνεται ανυπόφορη. Σε εποχές που δεν υπήρχε διαδίκτυο και δορυφορική κόλλησα το αυτί μου στη μοναδική μου «ζωντανή» διέξοδο προς την Ελλάδα: στο παλιό τρανζιστοράκι, στα μεσαία, που τα βράδια με κάποιες επιδέξιες κινήσεις της χειρός έπιανε ΕΡΑ. Κάποια τραγούδια, κάποιες δηλώσεις, κάποιες αναμνήσεις. Και μετά η ψυχολογία της στιγμής να αποτυπώνεται στο λευκό χαρτί, στο ημερολόγιο, σε γράμματα προς δε θυμάμαι ποιους παραλήπτες. «Δεν είναι θάνατος∙ είναι αποθέωση», θυμάμαι πως ήταν το μόττο όσων έγραψα.
Οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια πέρασαν. Στην Αθήνα βρήκα φυλαγμένα τα γραφτά των εφημερίδων της εποχής – κι έμαθα και κάποια παρασκήνια για εκείνο το μοιραίο απόγευμα. Όταν τελείωσα κι από τα στρατά, κάθε 15η Ιουνίου ένα άτυπο ραντεβού με καλούσε κάθε χρόνο στο Μέγαρο Μουσικής – στην ετήσια συναυλία-αφιέρωμα της Ορχήστρας των Χρωμάτων, που ο ίδιος ο Μ.Χ. είχε δημιουργήσει. Τόσα χρόνια μετά, δεν ξέρω αλήθεια να πω σε τι περισσότερο από όλα μας λείπει. Ως έργο είναι πάντα παρών – και θα είναι. Και δεν αποκλείεται κάποτε «οι γενιές του μέλλοντος αιώνος» να του δώσουν αυτήν την παγκόσμια λάμψη, που ο ίδιος, καίτοι βρέθηκε στο δρόμο του, ποτέ δε θέλησε, από επιλογή, να τη διεκδικήσει. Λείπει σίγουρα, δραματικά, το ταλέντο του. Το ταλέντο, η έμπνευση που σφυρηλατήθηκε στα δύσκολα χρόνια του πολέμου, όταν ντροπαλά, καθώς μαρτυρεί ο Ελύτης, προσπαθούσε να προσεγγίσει τους κύκλους των λογοτεχνικών καφενείων της εποχής. Η έμπνευση που σημαδεύτηκε, καθώς μαρτυρεί ο ίδιος, από τους ήχους της «Λιλή Μαρλέν» που έφταναν μέσα από τα κατοχικά ραδιόφωνα. Της ομορφιάς της ζωής και του έρωτα, που στραφτάλιζε μέσα στο μαύρο σκοτάδι του πολέμου. Κι ήταν τόσο εκρηκτικό αυτό το ταλέντο, που μελωδίες που έγραφε για τα προς το ζην, τραγούδια που (λένε πως) έγραφε στο ταξί καθυστερημένος καθώς ήταν στα ραντεβού του με τον Φίνο, τα τραγουδάμε ακόμα, στις παρέες και στα μαγαζιά, 50 χρόνια μετά. Λείπουν, παραδέχονται όλοι, και οι παρεμβάσεις του. Το λένε ακόμη κι όσοι τον έβριζαν σκαιότατα όταν έλεγε πράγματα μη αρεστά, όταν κατέγγελνε το λαϊκισμό και τη χυδαιότητα – με υπερβολή ενίοτε, με παρρησία πάντοτε. Στη δική μου τη μνήμη θα μείνει χαραγμένος για πάντα ο τρόπος που τον «γνώρισα». Καύσωνας του 1987, τελευταίες μέρες φροντιστηρίου πριν τη Δέσμη, μάνα κι αδελφή ήδη φευγάτες στην Κερατέα, βόλτα για αναζήτηση λίγης δροσιάς στο παρκάκι του Βενιζέλου και στο γυρισμό πέρασμα από το γήπεδο της Λεωφόρου όπου ο Μάνος έδινε συναυλία για την επέτειο της αποκατάστασης της δημοκρατίας. Είσοδος δωρεάν. «Είδα φως και μπήκα», στην κυριολεξία. Όταν έφυγα μετά από 1-1,5 ώρα όλα μέσα μου θα είχαν αλλάξει. Για πάντα. Άλλο λόγο δε λέω – ήδη έγραψα πολλά. Σαν αποχαιρετισμό (ξανα- ;) στέλνω το πιο ωραίο κείμενο που διάβασα μετά την «αποθέωση» του «Μεγάλου Ερωτικού», γραμμένο από τον γνωστό αθηνο-λάτρη και παλιό Αμπελοκηπιώτη, που για χρόνια κοσμούσε τη δεύτερη σελίδα της Ελευθεροτυπίας με μικρές πινελιές από τη μαγεία της καθημερινότητάς μας.
Πέτρος Μανταίος, «Σονάτα»
Δεθήκαμε με μουσική όπως τα μάγια. Ή καθώς σταυραδερφών το αίμα της νιότης μαχαίρι στις φλέβες. Κιθάρα και τραγούδι στα Λιμανάκια της Βουλιαγμένης όσο να ξημερώσει το φεγγάρι στ’ αδειανά μπουκάλια της μπύρας.
Θα’ φευγε την άλλη μέρα. Όμως απόψε η σιωπή ήταν αβάσταχτη. Του ερχόταν άβολα που δεν είχε ξεχυθεί όλος ο κόσμος στους δρόμους να τραγουδάει. Από την κιθάρα του τον χώριζαν κοντά τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα.
Φυλάω μια κιθάρα στο σπίτι για ώρες παράξενες που δεν τις περιμένεις. Σκάλισα, βρήκα και μια χορδή που της έλειπε. Ανηφορίσαμε σ’ ένα μπαλκόνι του Στρέφη είκοσι εφτά χρόνια φιλίας. Μέρες και νύχτες της χαράς και της λύπης ατελείωτες. Ανοίξαμε την πρώτη μπύρα. Είναι απίθανο πόσο πυκνή και γρήγορη γίνεται η μνήμη κάποιες στιγμές. Δεν την προφταίνεις.
Μακριά κατά το Αιγάλεω κίτρινα, κόκκινα, πράσινα, μπλε λαμπυρίζανε τα φώτα της Αθήνας. Η κιθάρα θυμόταν. Ένα κορίτσι κολυμπούσε γυμνό στο διάφανο Λιμανάκι. Τ’ άλλα ντρεπόντουσαν. Ένα κορίτσι. Φα λα ντο μι. Ένα πεφτάστρι. Ένα τρεχαντήρι. Κι άλλο πεφτάστρι. Απόψε δεν είναι για να κοιμάσαι. Ώσπου ξημέρωσε στ’ αδειανά μπουκάλια της μπύρας χάρτινο το φεγγαράκι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου