Η ταυτόχρονη ισχύς και λειτουργία (εν τω αυτώ γηπέδω) ανόμοιων και αταίριαστων στο περιεχόμενο και στις διαιωνιζόμενες επιταγές τους πολιτισμικών κωδίκων θέτει ακουσίως - εκουσίως τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των ποικίλων κοινωνικών ομάδων, που σμίγουν φαινομενικά μέσα στο ΄΄χαρμάνι΄΄ της αστικής ανθρωπομάζας.
Αποβιβαζόμενος εχθές από αστικό λεωφορείο στην πλησιέστερη στον ναό του Αγίου Ιωάννη της λεωφόρου Βουλιαγμένης στάση, αντίκρισα (και πάλι με περισσή έκπληξη) την ακόλουθη σκηνή:
Δύο τσιγγανοπούλες είχαν με τον τρόπο τους εκτοπίσει τους ολίγους αναμένοντες, καθώς η μία εξ αυτών αποκαθήλωνε τη λερή πάνα από τα οπίσθια και τη γεννητική περιοχή του ανέκφραστου τσιγγανόπαιδου.
Το τέκνον έκειτο όρθιο επί του μεταλλικού καθιστικού, που υπό άλλας συνθήκας θα υπεδέχετο (σε οριζόντια στάση) πάνω στην ψυχρή διάτρητη επιφάνειά του το γυμνό μέρος του σώματος του παιδίου.
Αντιθέτως, το παιδίον έστεκε όρθιο ωσάν ξεβρακωμένο άγαλμα, δεχόμενο τις περιποιήσεις της μητρός του, η οποία, προκειμένου να δημιουργήσει μια νοητή ασπίδα προστασίας της οιονεί ιδιωτικής ΄΄συναλλαγής΄΄, είχε στρέψει τα νώτα της στο φακό των αδιάφορων διερχόμενων οδηγών. Κι όταν λέμε τα νώτα της, εννοούμε μια πομπώδη και χτυπητή πρασινόασπρη φούστα, που με τις εναλλασσόμενες λευκές και πράσινες ρίγες της θύμιζε την επίσημη εμφάνιση παραδοσιακής σκωτσέζικης ποδοσφαιρικής ομάδος.
Το εντυπωσιακότερον όμως όλων ήταν η στάση του προϊόντος της ΄΄συναλλαγής΄΄, ήτοι της λερής πάνας που ισορροπούσε υποδειγματικά δίπλα στο ζεύγος, πάνω στο μεταλλικό στασίδι, σαν καπέλο-τασάκι, που δεν έκρυβε ωστόσο στον πυθμένα του τα ίχνη του αφοδεύματος, σαν σκουρόχρωμες αναδυόμενες πέτρες καλντεριμιού μέσα από το λευκό μανδύα χειμερινής χιόνος.
Η ετέρα τσιγγανοπούλα, σε ρόλο μάρτυρα-τσιλιαδόρου, κράδαινε ένα κινητό τηλέφωνο και εξέπεμπε στο ιδίωμά της ακατάληπτες φράσεις, των οποίων τα σκάγια χτυπούσαν στους κροτάφους των ολίγων αναμενόντων, επιτείνοντας την αποστροφή τους προς το όλο σύνθεμα της κατάστασης.
Επέστρεψα στο σπίτι περπατώντας. Σήκωσα το βλέμμα προς τον δυσεξερεύνητο ουρανό κι εκεί ψηλά επέμενα να βλέπω ένα μεγάλο σύννεφο-μανιτάρι, που ακινητούσε σαν τη λερή πάνα του τέκνου, έτοιμο να ανοίξει σιγά σιγά τα σκέλη του και να μου ρίξει επί της κεφαλής μου τα όποια αστρικά αφοδεύματα.
Η σκηνή καρφώθηκε μέσα μου με εμμονή. Στο τραπέζι το λευκό πιάτο ήταν και πάλι η πάνα του μωρού, ενώ κατά το βράδυ, μεταφέροντας τα σκουπίδια στον πλησιέστερο κάδο, έβλεπα μέσα στο συνονθύλευμα των απορριμμάτων, σε πολλές επαναλήψεις την ίδια σκηνή, με το ίδιο κάθε φορά αντίδωρό της.
Τουτέστιν, την ίδια λερή πάνα σε πολλά αντίγραφά της, αποσπάσματα εκατοντάδων όμοιων αποκαθηλώσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου