Θα' θελε να πήγαινε κι αυτό διακοπές σε μέρη αμέριμνα
αλλά έχει χρέος να στέκει σαν Εύζωνας φυλώντας τις παλιές ιδέες.
Καμιά φορά όταν αδειάζει ο δρόμος μπροστά του
χασμουριέται κρυφά και ψαύει τις πληγές του.
Από μακριά φτάνουν και στις μετόπες χτυπούν
οι βολίδες των σειρήνων και ηλεκτρικοί οργασμοί συναυλιών,
αλλ' εκείνο συνηθισμένο πια σε τέτοια,
σκουπίζει λίγο την αυλή που είναι γιομάτη με φύλλα και σκισμένα χαρτιά
και χαϊδεύει τον Ανώνυμο Αγωνιστή, με την αιμάτινη λωρίδα στο κούτελο.
Βλέπει τα άδεια μπουκάλια μπίρας των αστέγων
και θυμάται φοβισμένα τους χειμώνες.
Απέναντι στο θέατρο παίζουν κωμωδία
μα εκείνο μένει στωικά βλοσυρό,
γιατί, βλέπεις, οι αποστάσεις πλέον μες στην Ιστορία είναι μικρές,
και, όσο και να μην το θέλεις, γίνεσαι σκεπτικός με τον Έλεγχο των (Τριών) Προστατίδων
και την κρίση της σταφίδας και του ελαιολάδου.
Περνά ένα τρόλεϊ νυσταγμένο με κοντομάνικο πουκάμισο
κι όπως γυρνά να το χαιρετήσει, του φεύγει ένας πόντος πλεχτός
κι ένας σπινθήρας ανάβει μες στη θερινή ραστώνη,
όπως ένα φεγγάρι βιαστικό θα έλουζε για λίγο καμιά Τιτανομαχία,
τα οικόσημα αρχαίας πολιτείας, και τη θεά Αθηνά,
που γυρνά μες στη νύχτα μεθυσμένη και σκορπά λόγια δίσημα.
Στην πλατεία γίνεται αντιρατσιστικό πάρτι και στην πόλη
φτάνουν μέτοικοι με νωθρά δικαιώματα.
Τελικά, αλλάζει στάση, ελέγχει τα πινέλα του, τους διαβήτες του
και τις υπολογιστικές του μνήμες
και θρώσκει άνω λοξα προς τον ιπτάμενο δίσκο, τον ασημένιο εν νυκτί και τον πυρφόρο,
που χωράει όλες τις πληροφορίες του σύμπαντος.
Μετά γέρνει και πλαγιάζει
κι ονειρεύεται το αθάνατο τανκ
αυτή τη φορά να σπάζει την θύρα
από μέσα προς τα έξω,
γιατί αυτό είναι που είν΄' αληθινά ελεύθερο
κι όλοι οι παραθεριστές έξω απ' τα σύνορά του δυστυχείς καταληψίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου