24/11/09

Παρουσίασις βιβλίου


(Με αρκετή δόση χιούμορ και με αφορμή την επίσκεψή μας στο κατάστημα FNAC την Παρασκευή 20.11 σε παρουσίαση βιβλίου.)

Στις λαμπερές βιβλιοπόλεις, στ' άστρα του Χολ ή ίσως του Μολ,
ένας γραφεύς έφτασε μόλις, που' χει σημάδι ένα κασκόλ.



Η δόξα κάθε εστεμμένου με κλίμακες αναρριχάται
στον όροφο τον τελευταίο το Φως σαν Λέοντας βρυχάται.


Πλήθος πολύχρωμα βιβλία, των ιδεών οι κατοικίες,
ποζάρουν σαν μοντέρνες ντίβες χτίζοντας όρη κι αποικίες.

Πύρινες γλώσσες τυπωμένες πίσω από έξοχα εξώφυλλα
πόλεις χαρτιού πλημμυρισμένες, πού του Καβάφη τα μονόφυλλα.

Πίσω από σύγχρονο τραπέζι οι ομιλητές θα συζητήσουν,
καθείς τον ρόλο του θα παίζει για να μονοιάσουν και να χωρίσουν.

Κάθε βιβλίο είναι κόπος, πάλη κρυφή σαν τοκετό,
με πόση βιάση κι όπως όπως, κάνουν οι κρίσεις εμετό.

Με σέβας το κοινό κοιτάζει τους ελιγμούς πάνω στο πάνελ,
κάποιος κρυφά αναστενάζει σαν να 'ναι οθόνη από τσάνελ.

Η γλώσσα πάντα δεκτική σε χίλιες μία ερμηνείες,
κατάληξη πάντα ειρηνική σα σβήσουν οι διαφωνίες.

Φτάνει η στιγμή του μικροφώνου, θέλει ο καθείς κάτι να πει,
''ποίον το αίτιον του φόνου'' κάθε φωνή και μια ριπή.

Ο συγγραφεύς σιωπηλός
πιάνει τα σκάγια στον αέρα
κι ο κριτικός κάπως δειλός
πάει τη σιωπή του παραπέρα.


Πρέπει να είσαι ετοιμόλογος
να παραπέμπεις σε αυθεντία
να 'ναι ένα σόου ο μονόλογος
μια καλοσύνη το αντίο.

Στο πλήθος μέσα ο κριτικός
ο θαυμαστής κι ο αμφισβητίας
ο σύντροφος, ο μπιστικός
κι ένας αυθάδης νεανίας.








Στο πλήθος μέσα ο ΠιΑρ (PR), οι κλασικές φιλολογίνες,
με μία κάμερα ο Γκοντάρ, τυχαία κάποιες Αραπίνες.


Στο πλήθος μέσα ο εκδότης κι ένας ομότεχνος σεμνός,
ο μαϊντανός κι ο μειοδότης κι ένας που κλαίει αφανώς.

Όλα είναι έτσι και αλλιώς, σ' όλα χωρούν πολλές ενστάσεις,
πάντα ο επόμενος νικάει με νύξεις ή ρητές προτάσεις.

Μα όλα αυτά μας ξεμακραίνουν απ' της βραδιάς τον κύριο στόχο,
όπως τα έσοδα μικραίνουν κι όπως ζαλίζουνε το λόχο.

Γι' αυτό ο εκδότης βλοσυρός κοιτάζει ο Λόγος πού το πάει,
γιατί σιμώνει ο καιρός που θα αρχίσει να πουλάει.

Μ' ένα καρότσι σούπερ-μάρκετ βάζει τ' αντίτυπα σε στήλη,
στα τέλη της βραδιάς το τάργκετ να δει ποιο μήνυμα θα στείλει.

Η σάλα αμέσως αραιώνει και το κοινό κάνει ουρά,
μια χειραψία αναπτερώνει και όλοι παίρνουνε σειρά.

Ο συγγραφεύς μετωπικά βάζει ευχές και υπογράφει,
με γράμματα μυωπικά μένει μια ανάμνηση στο ράφι.


Στη λαμπερή βιβλιοπόλη της γαλλικής καινούργιας FNAC
σιγά σιγά κοπιάζουν όλοι μ' ένα βιβλίο αντί για σνακ.


Ο όροφος ο τελευταίος στης Μητροπόλεως ογδόντα
βλέπει Ακρόπολη με δέος και με τα φώτα της παρόντα.

Η διάσταση των εποχών στοίχημα της αθανασίας,
ήρωες χάρτινων τειχών εμπορικής θερμοκρασίας.

Ο συγγραφεύς απολογείται με χέρια άκρως ασκημένα,
κάπως αυτοβιογραφείται σ' άσπρο χαρτί μ' αθώα πένα.


Η τέχνη εγκιβωτισμένη στην αγορά και στο εμπόριο
κι η κριτική σαν ξαναμμένη και με ένα χιούμορ υποδόριο.

Σε είδα χθες να ξεφυλλίζεις ιστό ασυνάρτητης πλοκής,
με σκέψεις να στριφογυρίζεις στα αινίγματα μικράς ζωής.

Η παρουσίασις βιβλίου βραχύς σταθμός μεγάλη ρότα
ανατολή ενός ηλίου μέσα στης νύχτας τ' αβρά φώτα.-

Π.Χ.

19/11/09

΄΄Η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ΄




Τα κριτικά σημειώματα στην έκδοση του περιοδικού ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ (αφιέρωμα στον Τάσο Λειβαδίτη) μοιάζουν με επιστημονικές αρτηρίες που όλες τους οδηγούν στο μυχό του κόλπου, ήτοι στην καρδιά της ποιητικής αλήθειας αλλά και στον πυρήνα της προσωπικότητας του ποιητή.

Τι υπήρξε λοιπόν αυτός ο ποιητής; (καταγράφω ορισμένους μόνο από τους χαρακτηρισμούς που εξάγονται από τα κριτικά αυτά κείμενα)
- μια φωνή της υπαρξιακής απελπισίας (σελ. 6, εισαγωγικό)
- ένας περιοδικά έστω λυπημανής (σελ. 10, Αγγελής)
- ένα παιδί που ΄΄δεν μπόρεσε να μεγαλώσει΄΄ (σελ. 14, Αθανασοπούλου)
- ένας εξαιρετικά ευαισθητοποιημένος πολίτης (σελ. 20, Βέης)
- ένας γνήσιος ανθρωπιστής (σελ. 24, Βρεττάκος)
- ένας ποιητής που ΄΄μίκραινε΄΄ το Εγώ του (σελ. 26, Κουλουφάκος)
- εκρηκτικά ερωτικός (σελ. 28, Γκιμοσούλης)  
- πρότυπο ταπεινότητας (σελ. 31, Δουατζής)
- δημιουργός ενός κόσμου επικού (σελ. 34, Ελευθεράκης)
- θιασώτης αταλάντευτος της ειρήνης (σελ. 40, Θεοχάρης)
- ένας πιστός που στέκεται απέναντι στον ποιητικό Θεό του (σελ. 44, Κεφάλας)
- ένας πιστός της καθημερινής λαϊκής ζωής και ζωγράφος των λαϊκών ξενοδοχείων (σελ. 47, Κοντός)
- ένας ποιητής της ήττας, όχι όμως μιας Ιδεολογίας, αλλά γενικά του Ανθρώπου (σελ. 50, Κοσμόπουλος)
- ένας οραματιστής που επιθυμεί την προς τα βελτίω μεταμόρφωση του κόσμου (σελ. 56, Λειβαδίτης, ο ίδιος ο ποιητής)  
- ένας συνεχιστής του γαλλικού ρομαντισμού (σελ. 61, Γ. Μαρκόπουλος)
- ένας ποιητής συνεπής προς τον εαυτό του και τις ιδέες του καθ' όλη την πορεία του (σελ. 66, Θ. Μαρκόπουλος)
- ένας ταξιδιώτης του ανεκπλήρωτου (σελ. 72, Μέντη)
- ο μεγάλος μεταφυσικός της Αριστεράς (σελ. 74, Μερακλής)
- ένας βασιλιάς του ονειρικού κόσμου (σελ. 77, Ν. Μηλιώνης)
- ένας ντοστογιεφσκικός ποιητής που αναζητεί το Ρόδο, τη σωτηρία του κόσμου (σελ. 81, Μιχαήλ)
- ένας αδιαλείπτως κομουνιστής σε όλη την πορεία του (σελ. 88, Μπλάνας)
- ο εκφραστής της ανθρώπινης απώλειας, των νεκρών, των χαμένων ωραίων ονείρων, των ακριβών χρόνων (σελ. 91, Νούτσος)
- ένας συστηματικός κριτικός της Ποιήσεως και διασώστης πολλών άλλων, άγνωστων ποιητικών φωνών (σελ. 98-99, Παπαγεωργίου)
- μια σύνθετη προσωπικότητα, που κατάφερε ακόμη και να υποτάξει τον Έρωτα στην Ποίηση (σελ. 101, Πατρίκιος)
- ένας (σαν) αληθινός άγιος (σελ. 115, Πρατικάκης)
- ο ευρετής μιας αδογμάτιστης θρησκευτικότητας, μη αιρετικής (σελ. 120, Ραυτόπουλος)
- ένας μαχητής της Ύπαρξης, που παλεύει με τις φαντασιώσεις και τα πλάσματα της συνείδησης, με τις βεβαιότητες και τους εφιάλτες, και αναζητεί εναγωνίως το δρόμο του (σελ. 123, Φιλοκύπρου)
- ένας λυρικός - λαϊκός και θρησκευτικός στιχουργός (σελ. 126, Φύσσας)
- ένας κρυφός συντρέχτης των φτωχών και των ζητιάνων (σελ. 134, Χαλά-Λειβαδίτη)
- ένας ρεαλιστής και συνάμα ιδεολόγος, που βλέπει τον θάνατο ως διάψευση κάθε νοήματος (σελ. 138, Χατζηαντωνίου)

Όταν σβήσουν κάποτε όλες αυτές οι κρίσεις, ίσως μείνει η θολή ανάμνηση κάποιων στίχων, που ως μονίμως επίκαιροι θα τονίζουν τα αιώνια προβλήματα της Ύπαρξης, την πάλη του ανθρώπου με τις ιδέες του, με τους νεκρούς του, τους χαμένους συντρόφους του, τα ματαιωμένα όνειρά του, τη φθορά κάθε είδους προϊόντος του χρόνου. Οι υπαρξιακοί προβληματισμοί παρά τη μελαγχολική ατμόσφαιρα που κατά τόπους δημιουργούν, φέρνουν τον Άνθρωπο πιο κοντά στην καρδιά της Ζωής και του Κόσμου, όπως οι στρατιώτες που βάζουν αυτί πάνω στο χώμα ακούγοντας έναν εχθρό που πλησιάζει.

Υ.Γ.: Χθες βηματίζοντας σκόπιμα στο Μεταξουργείο, έψαχνα το πατρικό σπίτι του ποιητή, στην οδό Λεωνίδου 74 (βλ. φωτογρ.). Φιμωμένο από μεταλλικά τείχη, για να μην επιτρέψει στη φθορά να διαμελίσει τον σκελετό του, στέκεται σαν ένα σύμβολο παραδειγματικό της κατάληξης μιας πορείας, της έκβασης μιας αλλοτινής εποχής, του εκπνοής ενός παλιού αγώνα.
Ο κρεοπώλης της γειτονιάς, αφαιρώντας τα λίπη από ορισμένες ξεθωριασμένες φέτες κρέατος, θυμήθηκε κάποια κυρία Αλεξάνδρα, θεία του ποιητή, χαμένη από χρόνων πέντε (;), να επισκέπεται το κατάστημά του.

Ευτυχώς, ο ποιητής είχε προλάβει να πει: ΄΄Η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ΄΄ (σελ. 79), κάνοντας τους τόπους του βλέμματος να κερδίζουν μιαν αφανή αθανασία.

17/11/09

Ναός της Θέμιδος


Στην αυλή των Δικαστηρίων ένας τρόμος σε καταλαμβάνει. Ομάδες ομάδες ο κόσμος, με σκούρες περιβολές, μαύρα κοράκια. Οι δικηγόροι κοστουμαρισμένοι με δερμάτινες τσάντες και έναν αέρα επιβολής. Από τη στιγμή που η υπόθεση φτάνει εδώ, σκέφτεσαι, η Αλήθεια χάθηκε. Ο καθένας θα τη σκεπάσει με το δικό του κάλυμμα. Οι συγγενείς σε κύκλια σύσκεψη, οι Αθίγγανοι, οι μπάτσοι με τις χειροπέδες σαν ουρά στα νώτα και τα περίστροφα στα πλευρά. Ο αέρας σε χτυπάει στα μούτρα και σου φέρνει ταυτόχρονες συνεννοήσεις, υποδείξεις, απειλές, σκηνοθετημένες οδηγίες, απ' άκρου εις άκρον. Μεθοδεύσεις στα κρυφά και στα φανερά, δασκαλέματα, κάποιοι πρέπει να μάθουν το ποίημά τους και να το πουν σωστά μπροστά στη δασκάλα. Χωρίς να εμβαθύνεις σε τίποτε, το νιώθεις τόσο έντονα αυτό το ανήθικο παιχνίδι: ποιος θα φάει ποιον, με πλάτες, με μάρτυρες, με όλα τα μέσα, να γλιτώσεις κάποια χρονάκια. Αλλά οι φάτσες προδίδουν την ενοχή καμιά φορά προτού ανοίξουν τα χείλη.
Στην έδρα κάθονται οι γυναίκες. Η Εισαγγελέας είναι σαν χοντρουλή αρκούδα, με αφέλειες που της κρύβουν το μέτωπο και την ασχημίζουν. Εκατέρωθεν της Προέδρου, που μοιάζει με παιδούλα που γέρασε πρόωρα, δύο αμίλητες γυναίκες-κουκουβάγιες. Σηκώνουν καμιά φορά τους φακέλους και κάτι λένε ψιθυριστά στην Πρόεδρο. Πίσω και πάνω της ένας Χριστός βλοσυρός. (Άραγε θα τον βγάλουν κι αυτόν από τη θέση του στο όνομα της θρησκευτικής ελευθερίας και συνείδησης; Αυτόν που αν μιλούσε θα τους έβαζε όλους στη θέση τους.) Οι δικηγόροι μού θυμίζουν αυτό που λένε πολλές γυναίκες στις παρέες τους : ΄΄μακριά από γιατρούς και δικηγόρους΄΄. Ένας ψηλός μουστακαλής σαν ρεμπέτης, έχει έναν τσαμπουκά, μιλά στην Πρόεδρο και απλώνει τα χέρια για να γίνει πιστευτός, σαν να θέλει να την πνίξει την παιδούλα.
Τρεις υποθέσεις στο πινάκιον. Αλλά τελικά δεν ξεκίνησε καμιά! Το σύστημα δουλεύει για να βασανίζει τα νεύρα μας: διακοπές για σύσκεψη του Δικαστηρίου, για να ληφθούν οι φοβερές αποφάσεις για... αναβολή. Στη μία περίπτωση, επειδή το Γραφείον Κούγια δεν μπορούσε να παραστεί λόγω ανειλημμένων άλλων υποχρεώσεων, στη δεύτερη διότι δεν ήταν παρόντες 2 βασικοί μάρτυρες (η μία γραία 85 ετών, αλλά παρούσα την ώρα της ανθρωποκτονίας), στην τρίτη επειδή ο κατηγορούμενος νοσηλεύεται στο Θριάσιον λόγω ψυχολογικών προβλημάτων και δεν είναι καθόλου καλά (ο συνήγορος είπε ότι έχει ένα ιδιότυπο άγχος). Στην τελευταία περίπτωση, το Δικαστήριο αποφάσισε να αναβληθεί η εκδίκαση και να ξεκινήσει τον... Οκτώβριο του 2010!!!
Το Δικαστήριο μια γεμίζει μια αδειάζει. Ο μόνος που τα βλέπει όλα είναι αυτός ο καδραρισμένος Χριστός. Ένας μπάτσος διηγείται χωρίς διακοπή τις εμπειρίες του από δίκες σε 4 υπαλλήλους της Άλφα Μπανκ που κάθονται δίπλα. Σε μια περίπτωση μάλιστα, λέει, είχε έλθει εδώ ένας μαλλιάς που είχε να πλυθεί από τον καιρό του Τρικούπη και της τότε χρεοκοπίας μας. ΄΄Πήρα ένα Τρίλετ και όπως ήταν, με τα ρούχα, του το άδειασα πάνω του και πήρα ένα λάστιχο και άρχισα να τον βρέχω. Ρούχα βρέθηκαν μετά. Τον έκανα τζιτζί΄΄ λέει και γελάει με την σούπερ εμπειρία του.

Η ώρα έχει πάει μία το μεσημέρι και φεύγουν όλοι άπρακτοι. Τα έξοδα παράστασης; αναρωτιέμαι. Ο χαμένος χρόνος; Το φτιαγμένο τσουλούφι της αρκούδας; Το κοστουμάκι του δικηγόρου με την τσάκιση; Οι φακίδες της Προέδρου; Έτσι μπορεί να σωθεί η χώρα; Θυμήθηκα το σωρό υποθέσεων σε εκκρεμότητα, 100.000 περίπου, το 1910 και τον αγώνα του Δημητρακόπουλου.
Έξω η αυλή μοιάζει άδεια. Τα κοράκια με τα μαύρα θα γεμίσουν τα Τογιότα και τα τρόλεϊ. Στο μποτιλιάρισμα πάνω θα κοιτάζονται γνωστοί αλλά καχύποπτα, με τους φακέλους και τις τσάντες σαν βεντάλιες.
Μέσα στο τρόλεϊ ένας δημοσιογράφος που τον είχανε πιάσει στο Φλοράλ μαζί με τον Παπαχρήστο. Όταν φτάνουμε στο ύψος του Πολυτεχνείου, βγάζει μια κάμερα και φωτογραφίζει την εικόνα, τα κόκκινα πανό και τις αφίσες.
Μια άλλη εξουσία κι αυτά, φαινομενικά πιο άδολη από την άλλη της κρατικής και δικαστικής.
 
Ο Χριστός είναι άφωνος στην αίθουσα. Αλλά ο Χρόνος θα τους δικάσει όλους με τον τρόπο του. Αφού σπάσει τα νεύρα αυτών που περιμένουν δικαίωση.
 
Και περιμένουν, περιμένουν, στη διακοπή, στο διαμελισμό των πραγμάτων από τη ροή του χρόνου.

Στη "Σιστίνα των Βαλκανίων"

Μοσχόπολη. Ή και Βοσκόπολη, σύμφωνα με κάποιες γραφές. Νυν αλβανιστί Voskopoja. Ξεχασμένη από ανθρώπους και ιστορία  ίσως μόνο στα διαβάσματά τους οι ειδικοί, οι ρέκτες και οι ιστοριοδίφες την έχουν συναντήσει. Ψιλοάγνωστη ακόμα και στον μέσο μορφωμένο Έλληνα. Θες ώρες και ώρες για να την βρεις από τα Τίρανα. Είναι πολύ πιο κοντά από Φλώρινα ή Καστοριά, μέσω Κορυτσάς. Κάποιος οδηγός έλεγε γιαυτήν: «η πόλη που έγινε χωριό». Σωστό. Αλλά και περιοριστικό. Μέγα εμπορικό κέντρο άλλοτε, «η Αθήνα της Τουρκοκρατίας» κατά μία μελέτη, «πρωτεύουσα» των Βλάχων, γνώρισε έπειτα την παρακμή και υπέστη αλλεπάλληλες καταστροφές, από τον Αλή Πασά έως τις αρχές του 20ού αιώνα.
Όταν ολοκληρώσεις το δύσβατο ανηφορικό δρόμο που σε οδηγεί εκεί, στέκεσαι στο κέντρο του χωριού και αιωρείσαι, ανάμεσα στο βάρος της ιστορίας, το φαινομενικά αδιάφορο παρόν της παρακμής και τη δυναμική που νιώθεις να πνέει στον αέρα. Επίσκεψη στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου: αρχίζεις και καταλαβαίνεις. Ακόμα και οι εξωτερικές τοιχογραφίες διατηρούνται σε σχετικώς εξαιρετική κατάσταση  το ξηρό κλίμα τις διατήρησε σχεδόν άθικτες και μόνο κάποιοι νεοβάνδαλοι τις έχουν χαράξει. Το εσωτερικό ακόμα πιο εντυπωσιακό. Σκέφτεσαι πόσο αυτό το μνημείο θα είχε αξιοποιηθεί σε άλλο τόπο. Ο παπάς συνεννοείται εις την βλαχικήν με ταξιδιώτρια από Ελλάδα. Μαθαίνεις, κι ας μην προλαβαίνεις να τον δεις, και για τον Άγιο Αθανάσιο. «Η Σιστίνα των Βαλκανίων», λέει ο συμπαθής δήμαρχος και προσφέρει ευγενικά ειδικό τομίδιο με αυτόν τον τίτλο. Ξαναβγαίνεις στον καθαρό βουνίσιο αέρα. Το νιώθεις, ότι μέσα στο σκηνικό της παρακμής και της εγκατάλειψης κάτι έχει αρχίσει να κινείται. Έστω σε αργούς, βαλκανικούς ρυθμούς. Κάποια όμορφα σπίτια, ο κατσικόδρομος που στρώνεται, λίγες πρώτες υποδομές, ένα κονδύλι που βρέθηκε για να ξαναφτιαχτεί ένα καλντερίμι. Το αισθάνεσαι, ότι ίσως κάποτε, για άλλους λόγους, η πόλη ξανάρθει στα χείλη ολονών. Ξαναπαίρνεις βαθιά ορεινή ανάσα και επιστρέφεις. Και σε κάθε στροφή και γωνιά, το τραχύ αλβανικό τοπίο, φυσικό κι ανθρώπινο, να θυμίζει κάθε φορά και περισσότερο, κάθε φορά και πιο πειστικά και ταιριαστά, τους στίχους από το Ταξίδι του Πορτοκάλογλου…

Ατέλειωτος ο δρόμος
ατέλειωτες στροφές

Σκόνη, μια χώρα μες στη σκόνη
μα πάντα με πληγώνει
κι αρχίζω ανασκαφές

Είδα την άγνωστη πατρίδα
χαμένη Ατλαντίδα
στις χωματερές

Τώρα, περιμένει τώρα
με τα κρυφά της δώρα
τους εθελοντές

Χ.Αποστ.

12/11/09

Επαγγέλματα που χάθηκαν

Δεν ξέρω ποιος είναι ο ψυχολογικός ειρμός, αλλά διαβάζοντας την τόσο λεπτομερή περιγραφή του Π.Χ. για την Εβραία νύφη, το μυαλό μου πήγε στα επαγγέλματα που «κλείνουν» ή χάθηκαν.
Τελευταία γίνεται τόση φασαρία για τα επαγγέλματα που «ανοίγουν», όποτε αποφάσισα να σας περιγράψω μερικά από τα πρώτα.
1.    Αυτό που είναι το πλέον εξευτελιστικό είναι του φουκαριάρη που δεν εύρισκε άλλο τρόπο να τα οικονομήσει για να φάει κάτι και αναγκαζόταν να πιάσει ΒΔΕΛΛΕΣ για ιατρικούς σκοπούς, τις οποίες τις πουλούσε στους μπαρμπέρηδες αλλά και στους γιατρούς που μας περιγράφει ο Μολιέρος. Έβγαζε τα παντελόνια του και με το σώβρακο ή καμιά φορά και χωρίς αυτό χρησιμοποιούσε τα πολύ ισχνά ποδιά του για δόλωμα στις βδέλλες, που κολλούσαν πάνω του. Μετά τις πουλούσε σε τιμές ανάλογα με το χρηματιστήριο. Ένα επάγγελμα που χάθηκε λόγω ιατρικοφαρμακευτικής προόδου.
2.    Το δεύτερο πιο εξευτελιστικό επάγγελμα θεωρείτο αυτουνού που άλλαζε την σειρά στους ΤΥΡΟΥΛΕΣ. Στο σωρό των «καρβελιών» του τυριού, έβαζε το πιο πάνω στο σωρό κάτω, και αυτό που ήταν στον πάτο, το ανέβαζε στην κορυφή, ώστε να μη υπάρχει μόνιμη αλλοίωση στην υγρασία και πίεση. Η αμοιβή αυτουνού του φουκαριάρη ήταν μερικά κομματάκια τυριού.
3.    Ένα άλλο επάγγελμα που αφανίστηκε ήταν αυτουνού του «βοσκού» που πουλούσε γαλοπούλες από ένα ελεύθερο κοπάδι που περνούσε από ΚΕΝΤΡΙΚΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ μερικούς μήνες πριν από τα Χριστούγεννα. Αν παρ’ ελπίδα περνούσε κανένα κάρο ή αυτά που λέγονταν αυτοκίνητα, τότε παραμέριζε προσωρινά τις γαλοπούλες με ένα μακρύ καλάμι και μιμούμενος το κακάρισμά τους. Γλου-Γλου-Γλου.
4.    Το επόμενο επάγγελμα που αφανίστηκε, διότι εξαρτιόταν από το προηγούμενο, ήταν της παιδούλας που αναλάμβανε να παχύνει τη γαλοπούλα μέχρι τα Χριστούγεννα, αναγκάζοντάς την να καταπίνει ψίχα από καρύδια μεσάζοντας προωθητικά το λαιμό του άμοιρου πουλιού, έστω και αν δεν του άρεσαν τα καρύδια. Το ρόλο της παιδούλας στο αρχοντικό μας τον έπαιζα εγώ που καταβρόχθιζα τα περισσότερα καρύδια.
5.    Ένα άλλο επάγγελμα που αφανίστηκε ήταν του πλανόδιου ψαροπωλητή με το πλατύ ψάθινο καλάθι που κρατούσε πάνω στο κεφάλι του. Και η εξαφάνιση αυτού του επαγγέλματος είχε σοβαρές επιπλοκές στις …γάτες που τον συνόδευαν ως προπομποί αλλά κυρίως ως μεταπομποί, με τα παρακλητικά νιαουρίσματα. Όταν γινόταν καμιά πώληση, έπεφτε και καμιά σαρδέλα στο πεζοδρόμιο, και όποια πρόφτασε.
6.    Ένα άλλο επάγγελμα, το οποίο με υπερηφάνεια υπηρέτησα για δυο δωρεάν… μεροκάματα, ήταν του «παιδιού» που πήγαινε μπροστά από τους κυνηγούς πετώντας πέτρες στους θάμνους για να ξεπεταχτούν οι πέρδικες.

7.    Το επάγγελμα που αφανίστηκε σχετικά τελευταίο ήταν αυτό του …πλανόδιου πωλητή ΦΡΕΣΚΟΥ γάλακτος. (Πιο φρέσκο δεν γίνεται). Εδώ γινόταν η πιο συχνή εξαπάτηση του πελάτη, που ήταν συχνά η νοικοκυρά με τη ρόμπα της νύχτας και το κύπελλο ανά χείρας. Η νοικοκυρά φρόντιζε να κοιτά γύρω της καχύποπτα για να μην τη δουν οι γειτόνισσες ή κανένας μπανιστιρτζής, ενώ ο βοσκός εκσφενδόνιζε με πίεση το γάλα από το βυζί της κατσίκας στο κύπελλο. Έτσι το μισό γάλα ήταν…αφρός.

Υπάρχουν και άλλα επαγγέλματα που εξαφανίστηκαν, όπως οι εικόνες της παλιάς Αθήνας. Δεν θα σας κουράσω όμως περισσότερο. Εκείνο που νοστάλγησα περισσότερο ήταν το «καλημέρα» που έλεγες σε όποιον συναντούσες. Τώρα συναντάς την κατηφή μουτσούνα του συνάνθρωπου σου που διερωτάται:
Ποιος είναι αυτός; Η απάντηση είναι: Είναι ένας συνάνθρωπός σου, άμοιρε πολίτη του 21ου αιώνα!
Χάρης Αρσένης

Η ΄΄Εβραία νύφη΄΄


 

 Η Εβραία Νύφη (ελαιογραφία, 121.5 × 166.5 cm), είναι ένας πίνακας του
Rembrandt van Rijn, που ολοκληρώθηκε το 1667. Ο εν λόγω πίνακας είναι ένα μόνιμο έκθεμα στο Rijksmuseum του Amsterdam. Το έργο αναπτύσσεται μέσα σε έναν σκοτεινό χώρο, στον οποίον βρίσκονται ένας κομψά ντυμένος κύριος και μια κυρία. Ο κύριος με το ένα χέρι αγκαλιάζει την κυρία ενώ το άλλο το βάζει γύρω από το στήθος της. Εκείνη ακουμπά το χέρι του με τις άκρες των δακτύλων της. Και οι δύο κοιτάζουν μπροστά στο Κενό, δείχνοντας να έχουν βυθιστεί σε βαθείς συλλογισμούς. Στο φόντο δίπλα στην κυρία μπορεί κανείς να διακρίνει μια γλάστρα με ένα φυτό. Πίσω της βρίσκεται μέρος μιας αρχιτεκτονικής κατασκευής. Τα δύο πρόσωπα έχουν ζωγραφιστεί με ιδιαίτερη φωτεινότητα, η ενδυμασία τους και τα σώματά τους έχουν παρασταθεί με έμφαση στη λεπτομέρεια. Το βλέμμα τους από το μέσο του πίνακα κατευθύνεται προς τα έξω, κι όσο συμβαίνει αυτό, τόσο πιο μαλακή, ασαφής και φευγαλέα γίνεται η φορά του πινέλου. Οι χρωματικές επιλογές βασίζονται κυρίως σε αποχρώσεις/τόνους από καφέ και χρυσαφί, με τρόπο τέτοιον ώστε να τονίζεται το έντονο κόκκινο στο φόρεμα της κυρίας, η θέρμη και η οικειότητα. Ο πίνακας έλαβε την ονομασία του στον πρώιμο 19ο αιώνα, όταν ένας συλλέκτης τέχνης του Άμστερνταμ είδε στην εν λόγω παράσταση τη σκηνή όπου ένας Εβραίος πατέρας δωρίζει στην κόρη του την ημέρα του γάμου της ένα κολιέ στολίζοντας το λαιμό της. Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία δεν συμφωνεί με την ακαδημαϊκή άποψη κατά την οποία η ταυτότητα του ζευγαριού είναι άγνωστη. Αυτή η αβεβαιότητα ενισχύεται από την απουσία της προφορικής παράδοσης, ώστε να παραμένει μόνο το διαχρονικό θέμα ενός αγαπημένου ζευγαριού. Οι υποθέσεις αναφορικά με την ταυτότητα των ιστορημένων προσώπων εκτείνονται από τον γιο του Ρέμπραντ Τίτους και τη σύζυγό του, από τον ποιητή του Άμστερνταμ Miguel de Barrios και τη σύζυγό του μέχρι και τα ποικίλα ζεύγη της Παλαιάς Διαθήκης όπως εκείνα των Abraham και SaraBoas und Rut. Ωστόσο, η πιο πιθανή εκδοχή είναι ότι πρόκειται για παράσταση των Ισαάκ και Ρεβέκκας, όπως αυτοί περιγράφονται στη Γένεση, 26,8. Αυτή η εκδοχή υποστηρίζεται από ένα σχέδιο του Ρέμπραντ με το ίδιο θέμα.

(Μετάφραση από τα γερμανικά - πηγή: http://de.wikipedia.org/wiki/Die_Judenbraut.)

Ύστερα από αυτή την καλλιτεχνική απόδραση, ας επιστρέψουμε στην τρέχουσα πραγματικότητα, επισημαίνοντας ότι το καλύτερο βραβείο για έναν αναγνώστη είναι οι δρόμοι που του ανοίγει ένα βιβλίο, δρόμοι στο παρόν αλλά και στο παρελθόν.
Από την άποψη αυτή, η ΄΄Εβραία νύφη΄΄ του Ν. Δαββέτα θα κατακτήσει, φρονώ, σύντομα την αυτάρκεια και αυτοτέλεια της καλοσυντεθειμένης καλλιτεχνικής σύνθεσης διά της οποίας θα στέκεται το Νοέμβριο 2010 ωσάν κλασικός πίνακας στην Πινακοθήκη της σύγχρονης ελληνικής μυθιστοριογραφίας, χωρίς να περιφρονεί κατά τη σύγκριση, αλλά ανακλώντας την ποιότητά του αφ' εαυτού, σαν ένα εσωτερικό φως, που έρχεται από το βάθος, δηλαδή το παρελθόν.

9/11/09

Διαίρεσις


Η πολυπόθητη κοινωνική συνοχή δείχνει άθλος που πολύ δύσκολα θα μπορούσε να πραγματωθεί στις μέρες μας.
Σε μια πολυσυλλεκτική κοινωνία όπως η σημερινή, αυτά που μας χωρίζουν εμποδίζουν τις γέφυρες επικοινωνίας.
Ειδικά, στο πεδίο της κουλτούρας, η διαίρεση έχει πλέον συντελεστεί με τη δημιουργία πολλών ομάδων ενδιαφέροντος, πολλών κοινών.
Βέβαια, σύμφωνα με τις αρχές του πλουραλισμού, ο καθένας επιλέγει το προϊόν του, και λογικά αυτό το κάνει με επίγνωση της επιλογής του. Άρα, συνειδητά ας πούμε προστίθεται στο κοινό που τον ενδιαφέρει, υιοθετώντας τον κώδικα επικοινωνίας που αποδέχεται.

Αν λάβουμε υπόψη μας αυτά που λέγει ο κριτικός Αλέξης Ζήρας και ο ομότεχνός του Ευριπίδης Γαραντούδης στο αφιέρωμα της΄΄Λέξης΄΄ για την ελληνική λογοτεχνία, στο χώρο φέρ' ειπείν του βιβλίου, υπάρχουν 2 τουλάχιστον μεγάλα στρατόπεδα: το ένα είναι αυτό που ονομάζει ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ ενώ το άλλο Ο λεγόμενος ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ. Ο κριτικός λέγει ότι τα ευπώλητα των βιβλιοπωλείων, τα μπεστ σέλερ κ.ο.κ., δηλαδή συνήθως ό,τι κατατείνει στην ευκολία, της γραφής, της σύνθεσης, της γλώσσας κ.λπ., ανήκουν στο α΄ στρατόπεδο. Στους αντίποδες αυτού, οι ποιητές που επιζητούν ένα μικρό - ειδικό κοινό, περιφρονώντας τις στατιστικές του εμπορίου και τα εντυπωσιακά μεγέθη των πωλήσεων, ανήκουν στο β΄. Η σχηματοποιημένη αυτή διαίρεση θυμίζει μιαν αντίθεση μεταξύ πλήθους και Επιτροπής Σοφών, μάζας και Γερουσίας των Ολίγων. Το ζητούμενο της ποιότητας χάνεται μέσα στην καταναλωτική αγορά, στη διαφήμιση, στη σύγκρουση των συμφερόντων και των ομάδων ενδιαφέροντος, των κοινών, όπως τα ονομάσαμε παραπάνω.

Το λαϊκό πεζό βέβαια δεν σημαίνει ότι είναι σκουπίδι. Αλλά και το αντίστροφο: η λεγόμενη υψηλή ποίηση δεν σημαίνει ότι αγγίζει πάντοτε τις εσώτερες χορδές του λαού, που εδώ ονοματίζεται ανεξαρτήτως κοινωνικού στρώματος. Από την άλλη μεριά, το σαφές και ευκολοκατανόητο δεν σημαίνει ότι είναι πρόχειρο ή απορριπτέο (σημ.: ο Μιχάλης Μερακλής στο ίδιο αφιέρωμα τολμά να ζητήσει μια ποίηση που θα προσεγγίζεται πιο εύκολα από τον αναγνώστη, που συνήθως δεν μπορεί να σπάσει τα νεφελώματά της), ενώ το υψηλό πνευματικά, που δύσκολα αποκρυπτογραφείται, μπορεί να κουράζει πιο εύκολα, να μην συγκινεί καθόλου, να είναι παγερό και αδιάφορο. 
Άρα, όλα είναι θέμα ματιάς - πρόσληψης, και η κοινοτοπία αυτή μας διαιρεί ακόμη περισσότερο. Ο αναγνώστης ανάλογα με την προσωπικότητά του μπορεί να επιλέγει αυτό που του πάει περισσότερο και από το οποίο να αντλεί τη δύναμη των πνευματικών ναμάτων και να πλάθει τη βιοθεωρία του.

Είμαστε βέβαια και λαός της διαίρεσης, της απαξίωσης και υποτίμησης των άξιων, της ανάδειξης και προβιβασμού των αμφίβολης αξίας. Σας προσκομίζω ορισμένα τεκμήρια και κρίσεις για να προκαλέσω φυσικά τη διαίρεσή σας βάσει αυτών:

1. Σε επιφυλλίδα του στα ΝΕΑ ο Θ. Νιάρχος επαινεί το ήθος του Ταχτσή (όρθια συνείδηση) και στον επίλογο κακίζει χωρίς να ονοματίζει ορισμένους από την Ομάδα των 18 Κειμένων που τον παραμέρισαν.
2. Σύμφωνα με τον Κ. Γεωργουσόπουλο, 94 θεατρικές παραστάσεις της περιόδου 1974-2009 είχαν ΄΄κάποιο ποιοτικό γνώρισμα΄΄. Στην πρώτη θέση ο Σ. Ευαγγελάτος με 17/94 και 2ος ο Κάρολος Κουν με 11/94 (πρέπει να τα αρίθμησα σωστά).
3. Ο Κυνόδοντας ήταν αίσχος για τη φίλη Ευτυχία Γεωργούλια, αν και οι εφημερίδες τόνιζαν ότι ήταν πρωτοποριακή.
4. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κάποτε γέννησε το Αντιφεστιβάλ.
5. Κάποιοι σκηνοθέτες έβαλλαν εναντίον του ΕΚΚΕ. Δει δη χρημάτων, άνδρες Αθηναίοι.
6. Στην Τριανταφύλλου ρίξανε αυγά στο Φλοράλ γιατί έχει μιλήσει και για την αριστερή τρομοκρατία και το αισχρό άβατο των Εξαρχείων.
7. Οι δίκες καλά κρατούν στην Ελλάδα, με διάφορες αφορμές: θυμηθείτε το ΄΄Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές΄΄, την κόντρα Μπουκάλα - Ασωνίτη, τον Μήτσο Κασόλα και την Άγρα κ.ο.κ.
8. Ο Καβάφης και ο Καζαντζάκης είναι τα α΄ ονόματα διεθνώς που εκπροσωπούν την Ελλάδα.
9. Την υψηλή ποίηση συναντούμε στους καραγωγείς της πλατείας Αβησσυνίας και στα σκονισμένα ράφια των πεζοδρομίων. Θυμήθηκα τον Ίψεν, του οποίου το α΄ έργο του, ο Κατιλίνας, επώλησε 40 αντίτυπα. Αλλά μπορούν οι τιμές να εξευτελίζουν τα ονόματα;
10. Ο Θανάσης Βαλτινός έγινε Ακαδημαϊκός. Η δυσάρεστη εξουσία τού να δίνεις ή να μη δίνεις βραβεία, που λέει και η Κ. Δημουλά.

Θα μπορούσα να σας ερεθίσω με πολλά άλλα γεγονότα και σχόλια. Αλλά προτιμώ να στρίψω στην πολυειπωμένη έννοια-πρόσκληση ΄΄ενότητα΄΄, που αν επιτυγχανόταν, θα βοηθούσε τη συλλογική πρόοδο. Η ενότητα λοιπόν που είναι άπιαστη έννοια, είναι μάλλον ένα τρικ, ένα κολπάκι διαφημιστικό. Μπροστά φιλιά και αγκαλιές, πίσω ύβρεις και κατάρες: το λέει τόσο ωραία ο Μένης Κουμανταρέαςστις αναμνήσεις του από παλαιότερες θεατρικές παραστάσεις στην Ελλάδα, στο αφιέρωμα της ΄΄Λέξης΄΄ στο οποίο σας παρέπεμψα και άλλοτε πρόσφατα: ΄΄ίσως, σκέφτηκα, παίζουν έναν ακόμη ρόλο, αυτή τη φορά στην πραγματική ζωή΄΄.

Έναν ακόμη ρόλο, που αν ωστόσο δεν τον έχεις μάθει καλά, τόσο εύκολα αποκαλύπτεις τις διαθέσεις σου.

Σαν να βλέπεις το τρίο Μπακογιάννη - Ψωμιάδης - Σαμαράς σε συνεδριακό εναγκαλισμό με το ζόρι και σε νωθρά χαμόγελα στο όνομα της ενότητας. Η μόνη ενότητα εν προκειμένω είναι η παραδοσιακή διαδικασία που χιουμοριστικά ανατέλλει μέσα από τις λέξεις:

το αλεύρι, το ψωμί
το'βαλαν σε ένα σαμάρι
να το καταπιεί η μπάκα

6/11/09

Αξιοπρέπεια...


Η αξιοπρέπεια, λέμε, είναι το αίσθημα τιμής που ο καθείς φέρει μέσα του σε συνάρτηση με τους λόγους και τα έργα του. Αυτό το αίσθημα όμως τιμής συνδέεται (και) με τους Άλλους, με την κρίση των Άλλων για τον εαυτό μας. Οπότε η αξιοπρέπεια είναι στοιχείο της δημόσιας εικόνας μας και στον πυρήνα του στέκει ο σεβασμός κατ' αρχάς προς το Εγώ και ύστερα προς το Εσύ. Αυτός που κερδίζει την αξιοπρέπεια, επιβραβεύεται από τη συνείδησή του και συγχρόνως από τον μικρό ή μεγάλο περίγυρό του. Για να διατηρείς την αξιοπρέπειά σου, πρέπει να συντηρείς αυτή την καλή σχέση τόσο με τον εαυτό σου όσο και με τους άλλους. Αντίθετα, μικροπρέπειες, απρέπειες, μικρότητες, παραπτώματα κάθε είδους που αποκλίνουν από τον γενικό κανόνα τού φέρεσθαι υπονομεύουν το αίσθημα αυτό, εκτός και αν ο δρων δεν αισθάνεται ότι με τον τρόπο του ΄΄εκτίθεται΄΄ (αρνητικά), δηλαδή καμία εσωτερική ροπή δεν του φωνάζει πως έχει ξεπεράσει το κοινό μέτρο, ότι έχει διαπράξει έργο βλάσφημο, βλάπτοντας κατ' αρχάς τον Εαυτό του ενώπιον των άλλων.
Κρατήστε αυτή τη μικρή εισαγωγή ως γνώμονα για τους λόγους και τις πράξεις σας. Εάν την κρατάτε σταθερά μέσα σας, θα μπορείτε να αναγνωρίζετε λάθη δικά σας και των γύρω σας, εκτός κι αν, το επαναλαμβάνουμε, ο δρων είναι τυφλός, ζει εντός παραισθήσεων την πραγματικότητα, είναι ασυγχώρητα χοντρόπετσος, οπότε αποδυναμώνει το μηχανισμό της αυτοκριτικής ώστε να πλέει σε πελάγη βρομερά και δυσώδη, αλλά ο ίδιος να βλέπει το νερό δίπλα του καθαρό και γάργαρο.
Αυτό το ΄΄εκτός΄΄ είναι λοιπόν που ίσως εξηγεί γιατί πολλοί άνθρωποι του καιρού μας ενώ διαπιστώνεται ότι έχουν απολέσει προ πολλού την αξιοπρέπειά τους, οι ίδιοι ούτε που το αισθάνονται, και αν τους κάνεις λόγο γι' αυτό, απορούν και εξίστανται.
Στην εποχή μας υπάρχουν πολλοί τρόποι απώλειας της προσωπικής μας αξιοπρέπειας. Αλλά ο κοινόχρηστος είναι το να αποφασίσεις να γίνεις τηλεοπτικό θέαμα. Να δεχτείς δηλαδή να υποστείς το μαρκάρισμα του φακού, που μεγεθύνει ως γνωστόν όχι μόνο τα χαρακτηριστικά του προσώπου αλλά και τα λεκτικά και πραξιακά αποτυπώματα - αλλά ακόμη και τις σιωπές, αν ας πούμε θέλοντας να προστατευτείς ακολουθήσεις την οδό της σιωπής. Ο φακός είναι σε γενικές γραμμές μια παραμόρφωση, μια διαστροφή, μια χημική διεργασία. Ο φακός εύκολα δηλητηριάζει, άκριτα κηλιδώνει, ανύποπτα στιγματίζει.
Γιατί ο φακός πάνω από όλα χρησιμοποιεί τον εκτιθέμενο ως θήραμα (όπως ο κυνηγός δηλαδή, που ξεπλένει τα αιματοβαμμένα χέρια του πάνω από το κοκκαλωμένο ζώο).
Το τραγικό βέβαια είναι ότι αυτός που αποφασίζει να κάνει τη ζωή του, το είναι του, τις σκέψεις και τις κρίσεις του θέαμα, πιστεύει ότι μόνο θετικά μπορεί να αποκομίσει, π.χ. να σωθεί από την παρέμβαση αυτών που θα τον αιχμαλωτίσουν, να βρει σανίδα οικονομικής σωτηρίας, να αποκτήσει δόξα και αναγνώριση. Την ίδια ώρα ωστόσο πέφτει στα δίχτυα της πολιτισμικής βιομηχανίας, που τον πουλάνε ανέξοδα στα πλήθη. Τότε ακριβώς είναι που η αξιοπρέπειά του γίνεται βορά των ανέμων, ή των φώτων αν θέλετε καλύτερα.

Ο κοστουμαρισμένος πολιτικός πάει να θηρεύσει πελάτες, αλλά αν κάνει το λάθος και του φύγουν από τα χείλη δυο τρία λογάκια παραπάνω που ξυπνήσουν ελπίδες, κάηκε (θα πρέπει να απολογείται επί μακρόν για τις πορδές των λόγων του).

Τα ανώριμα κοριτσάκια που θέλουν να γίνουν μοντέλα (ευτυχώς όχι στα μπορντέλα) ή να λένε προς τα πού θα πάνε τα σύννεφα ή το πολύ πολύ να τα βάζουν στο κέντρο του γηπέδου με στεφάνια και εφαρμοστές φορμίτσες, τη στιγμή που λένε ΄΄ναι΄΄ σε όλα τα θελήματα και τους όρους, δεν ξανθαίνουν τη ζωή τους, αλλά την ευτελίζουν (σημ.: πέτυχα ένα βράδυ μιαν εκπομπή όπου κοριτσάκια του σχολείου έπρεπε να βουτήξουν σε μια πισίνα που έμοιαζε με τη γυάλα ψαριού και με έναν συνδυασμό λάγνου βλέμματος και ανοίγματος των μηρών, έπρεπε να φωτογραφηθούν σε σέξι πόζες - φανταστείτε, μέτρο κρίσης γινόταν το απειροχιλιοστό του δευτερολέπτου κατά το οποίο το πρόσωπο, ο πισινός, το μπούτι θα φωτογραφιζόταν στην υπέροχη στάση, σύμφωνα με την κρίση μιας φασιστικά αποφασίζουσας Επιτροπής, που δεν θα ντρεπόταν να διατάξει τα κορίτσια να γδυθούν ενώπιον του πεινασμένου αλλά και έκπληκτου κοινού, με την όποια αφορμή - μιλάμε για πλήρη σκλαβιά και αυτόχρημα ευτελισμό προκειμένου νέες και τρυφερές υπάρξεις να κερδίσουν καμιά γνωριμία με κανέναν μάνατζερ που Θεός ξέρει τι θα θελήσει να τους ζητήσει στα στούντιο ή και σε κανένα κότερο μεσοπέλαγα).


Τα ίδια ισχύουν για όλους εκείνους που τα εν οίκω τα χαρίζουν μισοτιμής στους εν δήμω, που ομολογούν τα λάθη τους, τα υπαρξιακά τους προβλήματα, τις απαγορευμένες σκέψεις και επιθυμίες τους, που ανοίγουν το σπίτι τους στο Φακό, ή την κουζίνα του εστιατορίου τους, που δείχνουν την οικονομική τους αθλιότητα ζητώντας έρμα ή τέρμα από την συνεχόμενη πτώση. Την ίδια ώρα που ζητούν τη λύτρωση, η πολιτισμική βιομηχανία τους παίρνει τα κλειδιά του σπιτιού, την αξιοπρέπεια, την ταυτότητα, την ιδιωτικότητα. Δεν είναι άραγε διάρρηξη αυτό; Αλλά ο κλέφτης εν προκειμένω έχει καλόν σκοπό. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι έτσι και ΄΄αποκαλυφθείς΄΄ σε θυμούνται πολλοί, κι αν δεν σε θυμούνται, σε θυμίζουν οι άλλοι, μέσα από επαναλήψεις παλιών δημόσιων στιγμών. Έτσι θα θυμάστε ακόμη ότι ο Τσάκας φέρ' ειπείν ήταν φαλακρός τον καιρό της αρπαχτής του ή ότι η Χ βοσκοπούλα από τα Σούρμενα που η μύτη της ήταν στραβή τώρα τη δείχνει σαν Γαλλίδα σταρ των Παρισίων. Είπαμε, ο φακός σε μεγαλώνει, ώστε η μάπα σου να γίνει θέμα, σχήμα αναγνωρίσιμο, σύμβολο εποχής, σημαία ευκαιρίας. Το χειρότερο όμως είναι ότι όλοι αυτοί που πουλάνε τη ζωή τους για ένα πουκάμισο αδειανό εισπράττουν κατ' οίκον το χαρακτηρισμό ΄΄ο κακομοίρης, η κακομοίρα΄΄. Γιατί αυτό είναι το τίμημα των φτωχών τω πνεύματι: όσο πιο ανοιχτά και απροκάλυπτα λένε τον πόνο τους, τόσο περισσότεροι θα τους πουν ανόητους ή και κακομοίρηδες.
Ο αγρότης που βλέπει με το κυάλι αιδοίο μπαίνει στο παιχνίδι για να βρει γυναίκα, και μάλιστα έχει και επιλογή. Μαζί με τα σταφύλια του πουλάνε και τις ρώγες των χαμένων κοριτσιών. Θυμάστε την ξεφτίλα της Αμαλιάδας, που έφτασε ως τη Ρωσία, όταν αποστολή από την Ηλεία πήγε στη Ρωσία για κορίτσια. Η κωμωδία είναι απ' την ανάποδη ενός δράματος. Ή μήπως εδώ πρόκειται για σατυρικό/σατιρικό δράμα;
Εάν ψάχνεις γυναίκα είσαι κακομοίρης, δεν γαμάς το θηλυκό.
Εάν θες να γίνεις μοντέλα, αρκεί λιγάκι να πορνεύσεις, να πετάξεις λίγο έξω το βυζί.
Εάν θες να πας στη Βουλή, πες στην ανάγκη ότι θα μονιμοποιήσεις και ορισμένους συμβασιούχους.
Εάν στο μαγαζί σου δεν μπαίνει ούτε μύγα, αρκεί να δείξεις τα χάλια σου και να ζητήσεις έναν σεφ σωτήρα.
Εάν τα αυτιά σου είναι πεταχτά, μπες στο παιχνίδι και θα σ' τα κολλήσουν όπου πρέπει (πού πας ρε μάγκα με τέτοια αυτιά τη σήμερον ημέρα;).
Εάν χρωστάς, φέρε μέσα στο σαλόνι σου τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο και υπόκυψε σε όλα, βάλε το ένα πόδι σου μέσα στο άλλο παπούτσι.

Αυτή κι αν είναι τηλεόραση: θεραπεύει όλες τις εκ φύσεως ανωμαλίες, τις τρελές επιθυμίες, τα οικονομικά προβλήματα (σημ.: κι αφού το Κράτος πάει για χρεοκοπία, γιατί δεν το σκέφτονται κι αυτό ως λύση;)

Από τη μία οι Σωτήρες διατάζουν και χρησιμοποιούν την τηλεοπτική εξουσία τους, μαστιγώνουν, υποτάσσουν, ορίζουν σώμα και πνεύμα - από την άλλη, οι Άβουλοι των ονείρων και των ψευδαισθήσεων υπακούουν και βάζουν τα σκέλη στην ουρά. Κυρίες και κύριοι, αυτό είναι το Παιχνίδι των Μέσων.΄Ένα παιχνίδι που σε βγάζει ηττημένο εξαρχής, κακομοίρη, να σε ελεεινολογούν όταν συντρίβεσαι εν μέσω των αποκαλύψεών σου. Γιατί το Παιχνίδι αυτό επιδιώκει: τη συντριβή, είτε με το Κλάμα είτε με τη Βία. Πουλάει πολύ η Συντριβή των Ανθρώπων, τα τσακισμένα καράβια, τα χαλασμένα στην πρόσοψη αυτοκίνητα, οι αυτόχειρες των εταιρειών, αυτοί που υποθηκεύουν το μέλλον τους, όσοι λυγίζουν, δακρύζουν, κοκκινίζουν, αδυνατούνε να ψωνίσουν. Η πολιτισμική βιομηχανία θέλει να απέχεις πάντοτε από το στόχο της υποτιθέμενης ευτυχίας, να τρέχεις και να μην φτάνεις.
(Γιατί, το ξέρουμε καλά, αν έχεις στοιχειώδη υγεία και ένα χέρι να σε κρατά, ζεις υπό οιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και με 300 ευρώ το μήνα, ακόμη και με το τίποτα. Οι Άλλοι βάζουν πάντα τον πήχυ ψηλά για να αγωνίζεσαι και να ευτελίζεσαι. Η απλότητα είναι το στοίχημα της ευτυχίας.)

Στο αφιέρωμα της ΄΄Λέξης΄΄ για το Ελληνικό Θέατρο κάπου γίνεται λόγος για την Αλέκα Παΐζη. Πέρασε πολλές περιόδους ανεργίας, λέει η Κακλαμανάκη. Αλλά όταν της πρότειναν διαφήμιση, αρνούνταν κατηγορηματικά. ΄΄Εγώ να διαφημίζω σερβιέτες και μοσχοσάπουνα;΄΄. Απαντούσε με βλέμμα τιμωρητικό. Και έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Με μια παύση διαρκείας. Με μιαν άρνηση.

Η αξιοπρέπεια θέλει άρνηση και εγωισμό. Έτσι κερδίζεται η τιμή. Και όχι το χρήμα.

5/11/09

οἵη περ φύλλων γενεὴ τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν

οἵη περ φύλλων γενεὴ  τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν.
φύλλα τὰ μέν  τ΄ ἄνεμος χαμάδις χέει͵ ἄλλα δέ θ΄ ὕλη
τηλεθόωσα φύει͵  ἔαρος δ΄ ἐπιγίγνεται ὥρη·
ὣς ἀνδρῶν γενεὴ ἣ μὲν φύει ἣ δ΄ ἀπολήγει.
λιάδα Ζ.144-149


Ανατέμνοντας την ψυχή πολλών ανθρώπων που συχνάζουν μέσα στις διοικητικές υπηρεσίες (βλ. ΓΓΔΔΗΔ), συνάγω ότι ένα μείγμα διαφόρων δυνάμεων υφαίνουν τον ιστό της. Το πολυαπαντώμενο μήνυμα είναι η αβεβαιότητα και η ασυνέχεια, το ΄΄είμαι δω΄΄ αλλά ΄΄κλείνω και το μάτι γι' αλλού΄΄. Ανάλογα με το καθεστώς εργασίας, την ηλικία, τις σχέσεις και τα πρόσωπα, τη γεωγραφική θέση και τις αποστάσεις, τον καθρέφτη των ατομικών φιλοδοξιών, τινές αράζουν στο πάνω κατάστρωμα έχοντας βρει την καλύτερη θέση θέασης της καθημερινής ευτυχίας, την ίδια ώρα που άλλοι υπηρετούν υπομένοντας και ονειρευόμενοι μυστικά. Αλλά το θέμα βέβαια είναι το να μην παγώσουν οι ιδέες, να μη σκοτωθούν μέσα σου. Θα παραδεχτείτε πάντως ότι η συνήθης νοοτροπία που εκφέρουμε του τύπου ΄΄είναι καλά εκεί (από υλικής απόψεως);΄΄ δεν μας τιμά πέρα για πέρα, μια και υποστασιωνόμενη η φιγούρα του υπάλλήλου μάλλον θυμίζει μισθοφόρο, που για ένα κομμάτι ψωμί παραπάνω μπορεί να στρατευθεί για το Ρίμινι ή για την Κορέα. Πικρές αλήθειες, αλλά ας τις λέμε κάποτε, μην εξαιρώντας ποτέ το Εγώ μας από την αγορά τέτοιων σκέψεων και συναισθημάτων. Η ζωή βέβαια είναι ύλη, θα μου πείτε, οπότε προς τι αυτός ο ρομαντικός αναστοχασμός ή τα ξεπερασμένα ηθικολογικά μηνύματα;
Το ζήτημα, φίλοι μου, ωστόσο, έχει και πρακτικές διαστάσεις πέραν των ιδεολογικών ή κατηχητικών προθέσεων. Και ερωτώ: Πώς θα τσουλούσε η μέρα σας αν χάνατε τις σταθερές σας; Αν χάνατε με τη συνδρομή της Τύχης ή της Βούλησης τον συνεργάτη σας, τον αντικαταστάτη σας, αυτόν που σας καλύπτει όταν λείπετε, αδιάφορο πώς, αυτόν με τον οποίον κάνετε αντιπαραβολή στα στοιχεία-μυρμήγκια φέρ' ειπείν μιας κατάστασης ή αναφοράς; Η αυτοδέσμευση δεν ταιριάζει στην Ηλέκτρα. Εάν η ατομική ευκαιρία ανάψει, ή βρεθεί το φωτεινό μονοπάτι, σε έχω χαιρετήσει προ πολλού, μικρέ πικρέ μου Αράπη, ταξιδεύοντας γι' αλλού. Και κάτσε εσύ να φυλάς Θερμοπύλας, με το χιτώνα σου σκονισμένο ή μελανιασμένο. Μια συνάδελφος βέβαια το είπε ξεκάθαρα προχθές (και αρκούντως κυνικά): Μη φοβάσαι, φίλε, όλο και κάποιος άλλος θα βρεθεί. Ουδείς αναντικατάστατος. Σωστά, συν τω χρόνω αυτό το κενό κάπως θα καλυφθεί, και ο αδέξιος και αρχάριος μια χαρά θα μάθει το ρολάκι του και θα κρύβει τα σαρδάμ του. Αλλά, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είναι όλοι οι ηθοποιοί της αυτής ποιότητας, των αυτών χαρισμάτων, της ίδιας ακτινοβολίας. Γιατί αν το δεχτούμε αυτό, δύο προκύπτουν: ότι ΄΄κουτσοί στραβοί όλοι στον Άγιο Παντελεήμονα΄΄ και ότι ΄΄κουτσοί στραβοί όλοι εν τινι μέτρω μοιάζουν αναλώσιμοι΄΄, την ώρα που ο τροχός της τύχης και η ασημένια μπίλια όλο και ένα νέο φυντανάκι θα φέρουν στην πόρτα μας. Εάν το τραβήξουμε λοιπόν, διαιωνίζεται κι εδώ η αντίληψη ότι ΄΄ως γέρικο άλογο, βλέπω κι εγώ τον κύκλο μου να κλείνει΄΄, ότι ΄΄όλοι στο ίδιο τσουβάλι είμαστε χωμένοι΄΄, τουτέστιν μια στάση ζωής (γενικευμένη στην κοινωνία μας) που εξισώνει τις μονάδες στο όνομα μιας ομοίως αμειβόμενης δημοκρατίας και προσφοράς, που δεν αναδεικνύει από το πλήθος καθιστώντας ορισμένες μονάδες πρότυπα, που δεν τιμά τους εκλεκτούς, ή, αλλιώς, υποβαθμίζει το μέγεθος της παρουσίας τους όταν δέχεται κανείς ελαφρά τη καρδία την όποια φυγή ή κένωση του πόστου τους. Η ισοτιμία δεν σημαίνει βέβαια και ίση αξία, οπότε το νευραλγικό ερώτημα που τίθεται είναι: θέλουμε απλώς να υπάρχει κάποιος ή να δρα ένας πραγματικά άξιος;


Ακόμη ίσως δεν έχετε καταλάβει γιατί τα λέω αυτά. Μεταξύ των άλλων: χθες επέστρεψε στην Υπηρεσία της Βασιλίσσης Σοφίας ένας εκλεκτός συνάδελφος που για 3 περίπου χρόνια βασανίστηκε υπό το ζυγό άτιμης νόσου. Στεκόμουν σε απόσταση για να δω αντιδράσεις. Σαν χαμένος κυκλοφορούσε στους ανήλιαγους διαδρόμους του ισογείου, σαν άνθρωπος χωρίς παρελθόν, χωρίς ταυτότητα. Μια σιωπή βασανιστική και αιμοβόρα σαν πέπλο τον τύλιγε, όπως ένας άσωτος που γύρισε σπίτι από μια εξορία πόνου και αίματος, κι οι δικοί του τον είχαν για πεθαμένο. Μια αμηχανία νεκρική, μια ανυπόφορη ανωνυμία. Αυτός ο άνθρωπος όμως ήταν ένα Φως προτού φύγει, ζωγράφιζε με τον τρόπο του τις μαυρόασπρες ώρες πολλών. 
Αλλά ο Χρόνος παίρνει την εκδίκησή του, χαλαρώνοντας τους δεσμούς και μετατρέποντας τον Άνθρωπο σε φύλλο φθινοπώρου, που μπορεί να το κλοτσήσει ο άνεμος.



Ας σκεφτούμε λίγο αυτή την περίπτωση. Το μικρό βάρος που αποκτούν στο Χρόνο οι ανθρώπινες μορφές. Το μικρό βάρος που εμείς τους δίνουμε όταν δεν τους στέφουμε με την δέουσα τιμή μας, όταν δεν αναγνωρίζουμε την πραγματική αξία τους, όταν αδιαφορούμε για τη φυγή τους, υποδεχόμενοι ένα φρέσκο ΄΄αναλώσιμο΄, ένα νέο κομμάτι κρέατος στη θέση ενός παλιού που νέκρωσε και το πολιορκούν οι μύγες.

2/11/09

Τα δύο πρόσωπα της Μέριλιν


Μέσα στο μεγάλο ψηφιδωτό των έντυπων προσφορών, αυτή τη στιγμή και οι βιογραφίες από την εφημερίδα ΄΄ΤΟ ΒΗΜΑ΄΄. Πρόκειται για πολύ αξιόλογες εκδόσεις (εκδόσεις Κασταλία) τόσο λόγω των (αθάνατων) προσώπων που παρουσιάζονται όσο και λόγω των κειμένων, των εξαιρετικών μεταφράσεων αλλά και πάνω από όλα του λογοτεχνικού είδους που εκπροσωπεί η σειρά.

Αν η μυθοπλασία σε βοηθά να μαντεύεις κάτω από τον μανδύα της την πραγματικότητα, η βιογραφία είναι η πραγματική αποκάλυψη της πραγματικότητας, η ανάγνωση μιας ζωής και μέσω αυτής μιας ολόκληρης εποχής, η άνοδος, η ύφεση και η πτώση ως αναπόφευκτα ορόσημα στο διάβα του βίου. Στο στόχαστρο του αναγνώστη η προσωπικότητα, το περιβάλλον υπό το οποίο έζησε και μεγάλωσε, τα ερεθίσματα που έλαβε, οι συγκυριακές συναντήσεις και οι τυχαίες περιπέτειες, η στάση απέναντι στο κοινό, στο πλήθος, η κριτική θεώρηση των συμβάντων της ζωής, οι ταλαντεύσεις, το κάλεσμα του θανάτου.

Διαβάζοντας το υπέροχο κείμενο της Anne Plantagenet για τη Μέριλιν Μονρόε (δηλαδή την υπέροχη μετάφραση της Πόπης Ζαχαριάδου), αισθάνθηκα ότι έζησα μια σύγχρονη τραγωδία, με όλα αυτά που ο Αριστοτέλης ονοματίζει στην Ποιητική του. Τα τραγικά πρόσωπα γδέρνουν την ψυχή μας με τους ιλίγγους τους, τα μεγάλα τους χάσματα, τις δύο όψεις του είναι τους. Με τη Μέριλιν σαν να αρρώστησα, εμβαθύνοντας στον ψυχισμό της Γυναίκας, στο λαβύρινθο του εσωτερικού της κόσμου, στις αντιφάσεις της. Αυτό που την απογείωνε κάνοντάς την σημαντική την ίδια στιγμή την έθετε σε βασανιστικές εσωτερικές και υπαρξιακές δοκιμασίες. Ταυτίστηκα με τις διαρκείς φυγές της, την αδυναμία της να ταυτιστεί και να στεγάσει το σώμα και την ψυχή της. Αρρώστησα καθώς την έβλεπα να πέφτει θύμα της αέναης προσπάθειας που κατέβαλε να συντηρήσει την εικόνα της, να μην ρίξει τον πήχυ του τεχνητού κάλλους και της ακτινοβολίας που εξέπεμπε. Μέσα από τη Μέριλιν ένιωσα τις δοκιμασίες όλων των σύγχρονων κοριτσιών, στην προσπάθειά τους να αρέσουν με κάθε τεχνητό και ψεύτικο μέσο, να κρύψουν την ασχήμια τους και την έλλειψή τους κάτω από μάσκες, τεχνάσματα, πολύωρες παλινδρομήσεις ενώπιον μεθόδων κατασκευής μιας δημόσιας εικόνας. Πάνω από όλα την πτώση τους όταν σβήνουν τα φώτα, την αποκαθήλωση του μακιγιάζ, τον εγκλεισμό τους όταν ΄΄η εικόνα τους δεν είναι αυτό που μπορούν, το πρότυπό τους΄΄.
Η Μέριλιν μού θύμισε την μεγάλη απάτη όλων των γυναικών, το ψέμα της παρουσίας τους, την κεκαλυμμένη ασχήμια τους, την πραγματική αδυναμία τους πίσω από το αγέρωχο βλέμμα και τις τραβηγμένες βλεφαρίδες. Με άγγιξε πολύ αυτή η διπροσωπία, η μάχη του φαίνεσθαι και του είναι, η λάμψη του ενώπιον και η κόλαση του ΄΄πίσω από΄΄, οι παλινωδίες των παρασκηνίων. Κατάλαβα ότι τελικά αυτό ακριβώς είναι η ζωή: 2 πρόσωπα, το φτιαχτό που αποφεύγει τα σχόλια και δεν δίδει λαβές, το πραγματικό που σπρώχνει στην ενδοσκόπηση, στην εξομολόγηση, στο κλάμα.

Υπέροχο κείμενο - υπέροχη μετάφραση, με ελάχιστα τυπογραφικά ψεγάδια.